Σύνδεση συνδρομητών

Η υπόσχεση που ξεθώριασε

Παρασκευή, 21 Απριλίου 2023 15:00
«Στεκόμαστε πλάι στους ηγέτες μας». Διαδήλωση μαύρων στο Γιοχάνεσμπουργκ το 1994, υποστηρικτική των προσπαθειών του Νέλσον Μαντέλα και του κόμματός του, του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, να ελαχιστοποιήσουν τις συνέπειες του απαρτχάιντ, του φυλετικού διαχωρισμού που είχε επιβληθεί στη χώρα από τους λευκούς αποίκους και θεσμοθετήθηκε νομικά το 1948. Το απαρτχάιντ καταργήθηκε το 1991, αν και ακόμα και σήμερα επιβιώνουν ίχνη των συνεπειών του, ενώ στη χώρα έχουν προστεθεί πολλά καινούργια προβλήματα.
Museum Africa - Johannesburg
«Στεκόμαστε πλάι στους ηγέτες μας». Διαδήλωση μαύρων στο Γιοχάνεσμπουργκ το 1994, υποστηρικτική των προσπαθειών του Νέλσον Μαντέλα και του κόμματός του, του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, να ελαχιστοποιήσουν τις συνέπειες του απαρτχάιντ, του φυλετικού διαχωρισμού που είχε επιβληθεί στη χώρα από τους λευκούς αποίκους και θεσμοθετήθηκε νομικά το 1948. Το απαρτχάιντ καταργήθηκε το 1991, αν και ακόμα και σήμερα επιβιώνουν ίχνη των συνεπειών του, ενώ στη χώρα έχουν προστεθεί πολλά καινούργια προβλήματα.

Ντέιμον Γκάλγκουτ, Η υπόσχεση, μετάφραση από τα αγγλικά: Κλαίρη Παπαμιχαήλ, Διόπτρα, Αθήνα 2022, 344 σελ.

Μια οικογένεια λευκών στη Νότια Αφρική τα χρόνια του απαρτχάιντ. Μένουν σε μια μικρή φάρμα έξω από την Πρετόρια και έχουν πολλά και ζόρικα προβλήματα. Κάποια στιγμή, η μαύρη υπηρέτρια της οικογένειας λαμβάνει μια υπόσχεση, ότι θα της χαρίσουν το σπιτάκι όπου κατοικεί και τη γη που το περιβάλλει. Μια υπόσχεση ανέξοδη, αφού οι μαύροι δεν έχουν δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία. Τι θα γίνει όμως με την υπόσχεση όταν θα έχει καταρρεύσει το καθεστώς του απαρτχάιντ; Ο Ντέιμον Γκάλγκουτ, βραβευμένος με Μπούκερ το 2021, είναι υποχρεωμένος για την πλοκή του να λάβει υπόψη του την πραγματικότητα: «το απαρτχάιντ καταργήθηκε, βλέπεις, τώρα πεθαίνουμε ο ένας δίπλα στον άλλον, σε οικεία, κοντινή απόσταση. Αυτό που μένει ακόμα να επιλύσουμε είναι το πώς να ζούμε μαζί».

 Στις 3 Δεκεμβρίου 1967, στο Κέιπ Τάουν, ο δρ Κρίστιαν Μπάρναρντ, με ανοιχτό ακόμη το στέρνο του ασθενή του και παρακολουθώντας με κατάπληξη την καρδιά που μόλις είχε μεταμοσχεύσει να χτυπά, μουρμούρισε στα αφρικάανς «Jesus, dit kan werk», δηλαδή «Χριστέ μου αυτό μπορεί και να λειτουργήσει».

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, κάτι παρόμοιο θα απασχολούσε τον Νέλσον Μαντέλα όταν το απαρτχάιντ τελείωνε στη Νότια Αφρική και θα βρισκόταν «από το κελί στο θρόνο», παίρνοντας τα ηνία της διακυβέρνησης της χώρας του. Ήταν και γι’ αυτόν η πρώτη φορά. Θα πετύχαινε, θα διαρκούσε; 

Αυτή η πορεία της Νότιας Αφρικής βρίσκεται διαρκώς στο υπόβαθρο της Υπόσχεσης, του ένατου βιβλίου που έγραψε ο Νοτιοαφρικανός Ντέιμον Γκάλγκουτ, γεννημένος το 1963, που κέρδισε το βραβείο Μπούκερ 2021, έχοντας στο ενεργητικό του δύο προηγούμενες υποψηφιότητες. Είναι ένα  βιβλίο που αν το πιάσετε στα χέρια σας θα διαβάσετε ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του τελευταίου καιρού. Ανάγνωσμα όχι ευχάριστο, αλλά απολαυστικό.

 

Τοξική οικογένεια σε τοξική κοινωνία

Στο πρώτο πλάνο είναι η ιστορία της οικογένειας Σουάρτ, που είναι μεν λευκοί, όμως στα αφρικάανς «σουάρτ» σημαίνει «μαύρος» (πρόκειται για ένα από τα πολλά παιχνίδια του Γκάλγκουτ). Είναι μια τοξική οικογένεια, αλλά γιατί να χρησιμοποιήσουμε ένα ακόμη κλισέ της εποχής και να μην τους αποκαλέσουμε, ας πούμε, δυσλειτουργικούς, δυστυχισμένους, σε σύγκρουση μεταξύ τους; Η κοινωνία στην οποία ζουν, ναι, είναι τοξική, και όχι μόνον εξαιτίας του απαρτχάιντ.

Η ιστορία απλώνεται σε τρεις δεκαετίες, σε τέσσερα κεφάλαια και περιγράφει τέσσερις θανάτους (μην ανησυχείτε, υπάρχουν και γάμοι, όχι μόνο κηδείες, αλλά δεν καθορίζουν την αφήγηση). Την οικογένεια Σουάρτ αποτελούν ο πατέρας Μάνι, η μητέρα Ρέιτσελ και τα τρία παιδιά, ο Άντον, η Άστριντ, και το στερνοπούλι, η Αμόρ (Άμορ στο οπισθόφυλλο, σωστότερα Αμόρ στο κείμενο). Μένουν σε μια μικρή φάρμα έξω από την Πρετόρια, όχι τίποτα σπουδαίο, αλλά με σημασία γι’ αυτούς: «Άχρηστη γη, γεμάτη πέτρες, τίποτα δεν μπορείς να κάνεις με δαύτη. Ανήκει όμως στην οικογένειά μας, σε κανέναν άλλον, κι αυτό είναι δύναμη». Η αφήγηση ξεκινά το 1985 με το θάνατο  της μητέρας, νέας ακόμη, που δημιουργεί ένα σοβαρό πρόβλημα στον άντρα της. Γεννημένη Εβραία, βαφτίστηκε στην Ολλανδική Μεταρρυθμιστική Εκκλησία όταν παντρεύτηκε, για να την παρατήσει και να ξαναγίνει Εβραία πριν πεθάνει, αφαιρώντας από το σύζυγό της –άραγε το έκανε επίτηδες;– τον έλεγχο της νεκρώσιμης τελετής, μια και θα κηδευτεί με τα εβραϊκά έθιμα σε εβραϊκό νεκροταφείο, και όχι μαζί του στην φάρμα όταν έρθει η ώρα του.

Στην φάρμα βρίσκονται για την κηδεία και τα τρία παιδιά: η Αμόρ, δεκατριών χρόνων τότε, που τη μαζεύουν από το σχολείο όπου ήταν εσωτερική· ο Άντον, δεκαεννιά, έρχεται από το στρατώνα όπου υπηρετεί, γεμάτος τύψεις γιατί την προηγουμένη είχε σκοτώσει άνθρωπο· και η Άστριντ, η μεσαία, από εκεί γύρω που βρισκόταν, παρατώντας τις ερωτοτροπίες που είχε πρόσφατα ανακαλύψει. Μόνο που υπάρχει ένα θέμα το οποίο πρέπει να λυθεί: η Αμόρ κρυφάκουσε την μάνα της, λίγο πριν πεθάνει, να ζητά μια χάρη από τον άντρα της: να δώσει στη μαύρη υπηρέτρια, τη Σαλομέ –αόρατη στους λευκούς–, το καλύβι όπου μένει μέσα στη φάρμα, μαζί φυσικά με τη γη πάνω στην οποία έχει χτιστεί. Ο Μάνι το υπόσχεται, παρότι ξέρει –και οι δύο ξέρουν;– ότι ο νόμος απαγορεύει στους μαύρους να κατέχουν γη. Αυτή η υπόσχεση, καθώς όλοι βρίσκουν κάποιο λόγο να μην την τηρήσουν, ακόμη και όταν έχουν τη δυνατότητα («Οι άνθρωποι δεν παίρνουν πάντα αυτό που τους δίνεις. Δεν είναι τύχη η κάθε ευκαιρία. Μερικές φορές μία ευκαιρία είναι χάσιμο χρόνου), και ενώ η Αμόρ επαναλαμβάνει σταθερά και μονότονα: «Η υπόσχεση είναι υπόσχεση», επιμένοντας ότι πρέπει να τηρηθεί, διαπερνά το βιβλίο. Υπόρρητα μας υπενθυμίζει και την υπόσχεση για ελευθερία, ισονομία και πρόοδο στην Νότια Αφρική, όταν γκρεμίστηκε το απαρτχάιντ.

Στα επόμενα τρία κεφάλαια παρακολουθούμε τα μέλη της οικογένειας, καθώς υπνοβατούν στη ζωή, ο καθένας πορευόμενος προς το θάνατο που του αρμόζει. Όταν θα έρθει η ώρα του πατέρα, το 1995, το απαρτχάιντ θα έχει πέσει, η Νότια Αφρική, δεν θα είναι πια παρίας και θα έχει επανενωθεί με την κοινωνία των εθνών. Εκείνη τη χρονιά, η νοτιοαφρικανική ομάδα θα κερδίσει το παγκόσμιο πρωτάθλημα ράγκμπι που γίνεται στο Κέιπ Τάουν και ο πρόεδρος Μαντέλα, ο οποίος χρησιμοποιεί το ράγκμπι ως έναν τρόπο να ενώσει το λαό του, θα απονείμει το κύπελλο στον αρχηγό της —έναν λευκό, βέβαια. Ο πολλά υποσχόμενος Άντον, θα βυθιστεί στη θολούρα του αλκοόλ και στον παρασιτικό, στον αβάσταχτο βίο. Η Άστριντ –καμία υπόσχεση εδώ– θα κοιτάζεται κάθε πρωί στον καθρέφτη της ματαιοδοξίας, απολαμβάνοντας μια τρυφηλή και κίβδηλη ζωή, μέχρι να πάει σαν το σκυλί στ’ αμπέλι.

Η εξιστόρηση σταματά το 2018, όταν η Αμόρ, η μόνη που επέζησε, παράξενη ύπαρξη από παιδί, τότε που είχε χτυπηθεί από αστροπελέκι, στα όρια του αυτισμού, αλλά και η μόνη που δικαιώνει το όνομά της, με αγάπη για όλους τους ανθρώπους (εκτός από την οικογένειά της), θα προσπαθήσει να εκπληρώσει την εκκρεμή υπόσχεση στη γριά πια Σαλομέ, και με το παραπάνω μάλιστα. Αλλά μήπως πλέον είναι πολύ αργά; Και μήπως είναι αργά για να μάθουμε τι σκέφτεται η Σαλομέ, που ποτέ δεν μάθαμε; «Κάποιος σαν τη Σαλομέ δεν έχει ακόμα φωνή στη σύγχρονη Νότια Αφρική», λέει ο Γκάλγκουτ. «Και αυτό, από πολλές απόψεις, βρίσκεται στην καρδιά των προβλημάτων της Νότιας Αφρικής αυτή τη στιγμή». Φωνές άηχες και διαφθορά που ζέχνει παντού έχουν δηλητηριάσει την χώρα.

 

Δεν έμαθαν να ζουν μαζί

Στην τελετή απονομής του Μπούκερ, η πρόεδρος της επιτροπής είπε: «Λάβαμε αυτή την απόφαση έπειτα από πολλή συζήτηση και καταλήξαμε ομόφωνα σε ένα βιβλίο που χειρίζεται με μαεστρία τη φόρμα και την ωθεί σε νέους δρόμους, σε ένα βιβλίο με απίστευτα αυθεντική και ρέουσα φωνή, σε ένα βιβλίο πυκνό με ιστορική και συμβολική σημασία», παρομοιάζοντάς την Υπόσχεση με το έργο του Ουίλλιαμ Φώκνερ και της Βιρτζίνια Γουλφ. Δεν είναι ωραία λόγια, ευγενικά, γραμμένα για την τελετή: ο Γκάλγκουτ είναι εξαιρετικά διεισδυτικός παρατηρητής, χρησιμοποιεί πολλά νεωτερικά στοιχεία και έναν τριτοπρόσωπο αφηγητή ο οποίος είναι ασταθής και απρόβλεπτος: αλλάζει γνώμη και απόψεις («μου αρέσουν οι λοξές ματιές», έχει πει), περιπλανιέται από τον ενεστώτα χρόνο στον παρελθοντικό χρόνο λίγες αράδες πιο κάτω, ενώ μερικές φορές απευθύνεται και σε εμάς, τους αναγνώστες, σαν καθένας μας να είναι ένας ακόμη Αφρικάνερ, αναστατώνοντάς μας:

Το απαρτχάιντ καταργήθηκε, βλέπεις, τώρα πεθαίνουμε ο ένας δίπλα στον άλλον, σε οικεία, κοντινή απόσταση. Αυτό που μένει ακόμα να επιλύσουμε είναι το πώς να ζούμε μαζί.

Όπως δεν τηρήθηκε η υπόσχεση της οικογένειας Σουάρτ, ομοίως δεν τηρήθηκε και η υπόσχεση για μια καλύτερη και ενωμένη Νότια Αφρική και σπαταλήθηκε ένα τεράστιο δυναμικό, όπως συμβαίνει συχνά στις επαναστάσεις και στις μεταπολιτεύσεις — και αν σκεφτήκατε την Ελλάδα, δεν σας ψέγω. Η σημερινή Νότια Αφρική, όπως λέει ο Γκάλγκουτ, «δεν είναι μία καλή πατρίδα για να ζει κανείς». Η καρδιά της χτυπά, αλλά χτυπά αδύναμα και άρρυθμα.

Γιώργος Ναθαναήλ

Έχει σπουδάσει στο Yale και στο New York University, επί  προέδρων Τζέραλντ Φόρντ, Τζίμι Κάρτερ και Ρόναλντ Ρέιγκαν. Αφότου επέστρεψε εργάζεται ως σύμβουλος επιχειρήσεων, κυρίως στον τομέα της τεχνολογίας, και γράφει για κακώς κείμενα, βιβλία που έχει διαβάσει, και αιχμές της τεχνολογίας.
 
 
 
 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.