Σύνδεση συνδρομητών

Tα δυο πρόσωπα του Νίκου Καζαντζάκη

Τετάρτη, 29 Μαρτίου 2023 14:29
Ο Νίκος Καζαντζάκης στο στούντιο του BBC, στη διάρκεια ραδιοφωνικής συνέντευξης.
Μουσείο Καζαντζάκη
Ο Νίκος Καζαντζάκης στο στούντιο του BBC, στη διάρκεια ραδιοφωνικής συνέντευξης.

Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Διόπτρα, Αθήνα 2022, 464 σελ.

Νίκος Καζαντζάκης, Καπετάν Μιχάλης, Διόπτρα, Αθήνα 2022, 712 σελ.

Νίκος Καζαντζάκης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Διόπτρα, Αθήνα 2022, 672 σελ.

Ο Νίκος Καζαντζάκης σαρώνει με τα μεταπολεμικά του μυθιστορήματα το ελληνικό κοινό και γίνεται πάρα πολύ γρήγορα γνωστός και στο εξωτερικό, κατακτώντας στις προτιμήσεις διαδοχικών γενεών ξένων αναγνωστών μιαν αξιοζήλευτη θέση, την οποία και θα διατηρήσει εν μέρει έως και τις ημέρες μας. Πώς έγινε η μετάβαση από το προπολεμικό στο μεταπολεμικό του έργο.

Μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια, από το 1946, όταν κυκλοφορεί το πιο πολυσυζητημένο του έργο, το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, μέχρι και το θάνατό του, το 1957, στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, ο Καζαντζάκης προλαβαίνει να γράψει και να τυπώσει επτά μυθιστορήματα, τα οποία, συμπληρωμένα με τη μεταθανατίως δημοσιευμένη αυτοβιογραφία του Αναφορά στον Γκρέκο (1961), θα συγκροτήσουν και θα αποδεσμεύσουν τη δυναμική της σύγχρονης καζαντζακικής εικόνας όπως όλοι λίγο-πολύ την ξέρουμε: μια εικόνα η οποία δεν θα αργήσει να προκαλέσει σημαντικό αριθμό μελετών γύρω από το έργο και την προσωπικότητά του σε διεθνές επίπεδο.

Ο Καζαντζάκης, που ξεκινάει τη μυθιστορηματική του παραγωγή σε ηλικία 63 ετών, δεν ανήκει ουδόλως υπ’ αυτή την έννοια στο  μεταπολεμικό κλίμα και σε ό,τι το ίδιο ενδέχεται να περιλαμβάνει και κυοφορεί. Η πνευματική και καλλιτεχνική άνδρωσή του λαμβάνει, αντιθέτως, χώρα τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και αποτελεί προϊόν της ταραγμένης συνείδησης που αποκτά η Ευρώπη στο ενδιάμεσο δύο πολέμων. Εδώ χύνει το δικό του αίμα κι εκείνος, για τα φαντάσματα και τις προσδοκίες που σχηματίζονται στο πλαίσιο μιας τέτοιας προοπτικής ακονίζει τα μαχαίρια του και προετοιμάζει τα μέτωπά του. Κι είναι ο Καζαντζάκης αυτής της περιόδου ίδιος και ταυτοχρόνως πολύ διαφορετικός από τον μεταπολεμικό Καζαντζάκη. Θα χρειαστεί, όμως, να τα πάρουμε από την αρχή.

 

Θεοτικός υλισμός

Γεννημένος το 1883 στο Ηράκλειο της Κρήτης, ο Καζαντζάκης βρίσκεται πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Παρίσι, όπου και πιάνει πάραυτα επαφή, εν έτει 1908, με τη φιλοσοφία του Μπερξόν, την οποία και θα φροντίσει λίγο αργότερα να εισηγηθεί, με γραπτά και διαλέξεις του, στην Ελλάδα. Τα ίδια πάνω-κάτω χρόνια θα παρουσιάσει τα πρώτα του θεατρικά έργα, με φανερή την ιψενική τους επίδραση. Το 1910 ο Καζαντζάκης συμμετέχει στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου των Αλέξανδρου Δελμούζου και Δημήτρη Γληνού και ασπάζεται τον αγώνα τους για τη διάδοση και την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, ενώ εδώ ξεχωρίζει και μια άλλη αφετηρία του. Η αφετηρία μιας ξέφρενης διανοητικής διαδρομής, η οποία θα εντάξει τα προσεχή χρόνια στους κόλπους της τα πιο ετερογενή υλικά: από εθνικισμό, φασισμό και νιτσεϊσμό μέχρι έναν αγιοπλαστικό κομμουνισμό, που θα αναμείξει άφοβα Χριστό, Βούδα και Λένιν, απλώνοντας χωρίς δισταγμό το βλέμμα του και προς τον προφητικής έμπνευσης ποιητικό λόγο του Άγγελου Σικελιανού – έναν ποιητικό λόγο τον οποίο θα σπεύσει να μπολιάσει με την ορμή των ολόφρεσκων δυνάμεων ενός προλεταριάτου σφηνωμένου στην καρδιά της ελληνικής παράδοσης και των υπεριστορικών αξιών της. Διαμέσου ενός τόσο ιδιότυπου συγκερασμού θα προκύψει και η πραγματεία Ασκητική (1927), που θα περάσει από τη θεατρογραφία του Καζαντζάκη και την ηρωολατρεία τύπου Καρλάιλ (με αφομοιωμένες τις περιθωριακές μορφές των ηρώων του Κνουτ Χάμσουν και του Παναΐτ Ιστράτι) στον υπεράνθρωπο κόσμο μιας οργιαστικά γήινης θεότητας, η οποία εμφανίζεται με την όψη αγριεμένου εργάτη, έτοιμου να αρπάξει τη ζωή από τα κέρατα και να τη ρουφήξει με απύθμενο θράσος και αναίδεια μέχρι το μεδούλι. Θα έλεγα πως η έξαψη αυτού του θεοτικού υλισμού είναι πιθανόν να συναντιέται σε ένα υπόγειο στρώμα με τον ελληνικό και τον ευρωπαϊκό νεορομαντισμό της εποχής, ο οποίος στον λόγο της Ασκητικής αντικατοπτρίζεται ως πλήρης έλλειψη πίστης, αλλά και ως γενναία ενατένιση του θανάτου, σε έναν εκρηκτικό συνδυασμό ασκητισμού και πάθους ή συλλογικής ανάτασης και μοναχικής περιπλάνησης.

Ο δρόμος για την επιδίωξη του υψηλού έχει στρωθεί για τα καλά. Μαζί με την ουτοπία μιας πολιτείας του Χριστού και του Μαρξ, η οποία ευαγγελίζεται ως απαραβίαστα ιδανικά της την ανακούφιση των βασανισμένων, αλλά και την ικανότητα της αρσενικής ομορφιάς να πετάγεται διαρκώς προς τα μπρος (σε ένα σύμπαν στο εσωτερικό του οποίου ο Θεός μοιάζει νεκροζώντανος), ο νους του Καζαντζάκη γεννά και το όραμα της τέλειας τέχνης: η ποίηση θα είναι ποίηση μόνο όταν θα ανασυνθέσει σε ένα αδιαίρετο όλο τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις ή τις αντινομίες της, λειτουργώντας ως καθοδηγητικός μύθος όχι μόνο για την τέχνη, αλλά και για  την ανθρώπινη ύπαρξη στο σύνολό της. Είναι η ώρα που ο Καζαντζάκης δημοσιεύει την Οδύσσεια (1938), ένα έργο 33.333 στίχων, με θέμα του το μακρύ ταξίδι του Οδυσσέα στην αρχαιότητα, από την Ελλάδα και την Αφρική μέχρι τον Ισημερινό και τον Νότιο Πόλο

Θα ήταν άδικο να αρνηθούμε στον Καζαντζάκη, ενόσω μπαίνει στα καινούργια του καθήκοντα και προσηλώνεται στο μυθιστόρημα, τη συνέπεια των ιδεών του. Σκέφτομαι εν προκειμένω όχι μόνο τον Ζορμπά, αλλά και τον Καπετάν Μιχάλη (1953) ή το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1954) – έργα που σημαδεύουν τη μεταπολεμική του παραγωγή και συζητιούνται, με όποιον τρόπο συζητιούνται, έως και σήμερα. Αν στον Ζορμπά η αθωότητα του αγροτικού περίγυρου και η αγαθοσύνη της λαϊκής σοφίας σπεύδουν να εγκολπωθούν τις μεγάλες φιλοσοφικές ιδέες, επαναφέροντας από την πίσω πόρτα την έννοια και την επιδίωξη του υψηλού, όπως τη γνωρίσαμε στον Καζαντζάκη των προπολεμικών χρόνων, ανάλογα ίχνη διακρίνουμε τόσο στον Καπετάν Μιχάλη όσο και στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Στον πρώτο, η ιστορική σκηνογραφία με την αποτυχημένη εξέγερση κατά των Τούρκων στην Κρήτη του 1889 και η εθνική της διάσταση υποχωρούν σε δεδομένη στιγμή υπέρ της προτεταμένης ατομικής μοίρας και της ιερής αφοσίωσης με την οποία υπηρετούνται τα καθολικά ιδανικά της. Στο δεύτερο, ο συγγραφέας παίρνει ξανά τη ρότα της αναζήτησης μιας ανεύρετης θεότητας, μιας υπέρτερης αρχής η οποία θα υπερκεράσει τη ζωή χωρίς να αγνοήσει ή να υποβαθμίσει την αδρότητά της.

Ζώντας από τη δημοσιογραφία, που του επιτρέπει να επισκέπτεται τα πιο διαφορετικά σημεία της υδρογείου (Ρωσία, Ιαπωνία, Κίνα, Αγγλία, Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήμ, αλλά και Κύπρος ή Μοριάς), ο Καζαντζάκης (από τους πρωτοπόρους της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας εν Ελλάδι) ξεκινάει να καταγράφει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις σε βιβλία από το 1927, για να συνεχίσει μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Τα ταξιδιωτικά βιβλία ήταν άλλωστε εκείνα που του εξασφάλισαν προπολεμικά το πολυπληθές αναγνωστικό του κοινό, προετοιμάζοντας ενδεχομένως και τη στροφή προς το μυθιστόρημα. 

Σε συνεντεύξεις που έδινε κατά καιρούς σε έλληνες και ξένους δημοσιογράφους, ο Καζαντζάκης δεν παρέλειπε ποτέ να τονίσει το ρόλο που ένιωθε ότι έπαιξαν τα ταξίδια στην προσωπική, την καλλιτεχνική και την επαγγελματική του ζωή. Όπου κι αν ταξίδεψε, όπου κι αν στάθηκε, ό,τι κι αν έμαθε, ό,τι κι αν γνώρισε, δύο πράγματα δεν τον εγκατέλειψαν ούτε στιγμή: η αδηφάγα περιέργεια και η ικανότητά του να περιγράφει από τα μεγάλα μεγέθη μέχρι τις μικρές πλην απολύτως χαρακτηριστικές λεπτομέρειες. Στις σελίδες του χωρούν τα πάντα: επαρχίες και πρωτεύουσες, λιμάνια, βουνά, ακτές και πεδιάδες, ιστορικά πρόσωπα και ιστορικά γεγονότα, θρησκείες, τέχνες, ήθη του έρωτα και ήθη του γάμου, πεποιθήσεις για τον θάνατο, παροιμίες, προκαταλήψεις, μύθοι και παραμύθια, αλλά και πολιτικά ή  εκπαιδευτικά συστήματα. Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα, ο Καζαντζάκης θα αποφύγει στις παρατηρήσεις του την οποιαδήποτε μονομέρεια. Από τη μυκηναϊκή περίοδο και την κάθοδο των Δωριέων μέχρι τους κλασικούς, τους ελληνιστικούς και τους ρωμαϊκούς χρόνους, το Βυζάντιο, την τουρκοκρατία, τη φραγκοκρατία, τον Αγώνα του 1821 και τη σύγχρονη εποχή, η Ελλάδα είναι ένα ιστορικό και γλωσσικό ψηφιδωτό που ενσωματώνει στην πολύπλοκη επιφάνειά του ένα απροσμέτρητο πλήθος διασταυρώσεων, συνευρέσεων και επιρροών.    

 

Επισκέπτης, στοχαστής, συγγραφέας

Ως ταξιδευτής της Ελλάδας και του κόσμου, ο Καζαντζάκης προβάλλει τρεις ιδιότητες ταυτοχρόνως – είναι επισκέπτης, στοχαστής και συγγραφέας. Ένας συγγραφέας που δεν θα ξεχάσει το παρελθόν και την προπολεμική του ταυτότητα, ένας συγγραφέας που θα ταξιδέψει σαν τον ήρωα του ποιητικού του έπους σε όλη τη γη. Ένας Οδυσσέας ο οποίος δεν θα επιστρέψει στον τόπο του, αλλά θα εξακολουθήσει να τρέφεται σε όλο το μήκος της διαδρομής του από όσα έχουν να του προσφέρουν οι ξένοι (κοντινοί και μακρινοί) πολιτισμοί.

Και στο σημείο αυτό θα αποκαλυφθεί μια άλλη διάσταση της ταξιδιογραφίας του. Καμιά χώρα και καμιά κουλτούρα δεν θα τον ξενίσει. Κάθε του ταξίδι στον κόσμο είναι και ένα ταξίδι γνώσης, μια μαθητεία στο πώς σκέφτονται και πώς αισθάνονται οι άλλοι λαοί: στο πώς κατανοούν την Ιστορία και την καθημερινότητα, στο πώς χτίζουν τις αξίες και τις παραδόσεις τους, καθώς και στο πώς τιμούν και λατρεύουν τους θεούς τους. Κι έτσι, βέβαια, ο Καζαντζάκης θα φτάσει πλησίστιος μέχρι την πολυπολιτισμική εποχή μας, κερδίζοντας πανηγυρικά τη μάχη με τον χρόνο.        

 

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

Κριτικός λογοτεχνίας. Βιβλία του: Μίλτος Σαχτούρης: Η παράκαμψη του υπερρεαλισμού (1991), Οδόσημα (1999), Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία (επιμ. με την Ελισάβετ Κοτζιά, 1995), Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, 1974-2017 (2018), Αντώνης Φωστιέρης (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.