Με τον όρο «κοινότητα του ταξιδιού», το γαλλικό Δίκαιο ορίζει τις ομάδες ανθρώπων χωρίς μόνιμη κατοικία, τους νομάδες – Ρομά, Σιντί ή Μανούς, Τσιγγάνους. Ο Άντζελο, ένας άντρας απ’ αυτή την κοινότητα καταζητείται επειδή δεν επέστρεψε στη φυλακή όπου εκρατείτο, ύστερα από καταδίκη για κλοπές χωρίς χρήση βίας. Εντοπίζεται στο αγρόκτημα των γονιών του και οργανώνεται επιχείρηση σύλληψής του από μια άρτια, βαριά εξοπλισμένη, επίλεκτη μονάδα της Εθνικής Χωροφυλακής.
Ο καταζητούμενος κρύβεται σε μια αποθήκη όπου εντοπίζεται και θανατώνεται – δολοφονείται. Οι αστυνομικοί ισχυρίζονται ότι ο Άντζελο τούς επιτέθηκε με μαχαίρι και, ευρισκόμενοι εν αμύνη, αναγκάστηκαν να πυροβολήσουν. Ισχυρίζονται, επίσης, ότι είχαν προσπαθήσει να τον προειδοποιήσουν δηλώνοντας την παρουσία τους και ότι είχαν αποπειραθεί να τον ακινητοποιήσουν αόπλως. Έξω από την αποθήκη βρίσκονται πέντε μέλη της οικογένειάς του, ελάχιστα μέτρα από τη σκηνή όπου η τραγωδία διαδραματίστηκε. Με χειροπέδες, ακινητοποιημένα στο έδαφος, υπό την απειλή όπλου, τα πέντε μέλη της οικογένειας του Άντζελο βεβαιώνουν σε όλους τους τόνους ότι οι πυροβολισμοί μέσα στην αποθήκη ακούστηκαν μερικά μόνο δευτερόλεπτα ύστερα από την είσοδο-έφοδο των δυνάμεων της Χωροφυλακής, χωρίς να έχει προηγηθεί θόρυβος που παραπέμπει σε πάλη ή κάποια προειδοποίηση.
Οι υπηρεσίες της Εθνικής Χωροφυλακής σπεύδουν να διατάξουν ανάκριση. Τα συμπεράσματά της επιβεβαιώνουν την εκδοχή των γεγονότων που είχαν διατυπώσει οι άντρες οι οποίοι έδρασαν στο πεδίο. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι δημοσίως διατυπωθείσες δηλώσεις του εισαγγελέα. Η ανακρίτρια, ωστόσο, αξιοποιώντας τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, υλικό που δημιουργεί ερωτηματικά για το τι πράγματι συνέβη, απαγγέλλει κατηγορίες στους δύο υπαξιωματικούς που εμπλέκονται άμεσα στο φόνο του «ταξιδιώτη». Ενάμιση χρόνο αργότερα μετατίθεται σε άλλη περιφέρεια, χωρίς να προλάβει να εκδώσει απόφαση.
Τη διαδέχεται μια πρωτοδιοριζόμενη ανακρίτρια, η οποία υιοθετεί την επιχειρηματολογία του εισαγγελέα και το βούλευμα είναι απαλλακτικό. Η οικογένεια ασκεί έφεση, αλλά η απόφαση δεν αλλάζει. Έτσι, οι δύο άντρες της GIGN (Groupe d’ Intervention de la Gendarmerie Nationale: [Επίλεκτη] Ομάδα Επέμβασης της Εθνικής Χωροφυλακής, που, μεταξύ άλλων, ασχολείται και εμπλέκεται στην αντιτρομοκρατία, στην απελευθέρωση ομήρων, στις συλλήψεις «υψηλού κινδύνου»), αυτοί που έριξαν τις θανατηφόρες βολές, δεν θα οδηγηθούν ενώπιον του δικαστηρίου.
Η αδελφή του Άντζελο, εξαρχής υποψιαζόμενη ότι οι χωροφύλακες ψεύδονται, υποψία που ενισχύεται από την ταχύτητα με την οποία η δική τους εκδοχή για τα γεγονότα επικυρώθηκε από την εισαγγελία, αναλαμβάνει δέσμη δημόσιων πρωτοβουλιών, με στόχο η αλήθεια να αποκαλυφθεί και να αποδοθεί δικαιοσύνη. Η καταρχάς τοπική κινητοποίηση οργανώνεται με βάση το πρότυπο ομότροπων κινητοποιήσεων άλλων γυναικών τα αδέλφια των οποίων έχασαν τη ζωή όταν μοιραία διασταυρώθηκαν οι διαδρομές της ζωής τους με αυτές οργάνων της τάξης, χωρίς ποτέ κάποιος από τους τελευταίους να έχει τιμωρηθεί – το θέμα δεν αφορά πλέον μόνον τον Άντζελο, ούτε αποκλειστικά τους Ρομά. Μετά την απόρριψη της έφεσης, η αδελφή του Άντζελο προσφεύγει στο Ευρωπαïκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ελπίζοντας σε καταδίκη του Γαλλικού Κράτους.
Μια συνηθισμένη ιστορία
Γύρω από αυτή την υπόθεση, ένα μικροσυμβάν του αστυνομικού δελτίου, με το οποίο ασχολήθηκε μόνον ο τοπικός Τύπος αναπαράγοντας την εισαγγελική εκδοχή, χωρίς να ζητηθεί ούτε καν η μαρτυρία των μελών της οικογένειας, ο γάλλος ανθρωπολόγος, κοινωνιολόγος και γιατρός Ντιντιέ Φασέν, παραδίδει μια αφήγηση στα όρια ιστορίας και λογοτεχνίας, νομικής επιστήμης και δημοσιογραφίας, ανιχνεύοντας τη λειτουργία του δικαστικού μηχανισμού και περιγράφοντας πόσο σχετικές είναι οι έννοιες της αλήθειας και του ψεύδους. Ας ακούσουμε τον ίδιο τον Φασέν:
Εξετάζοντας με την ίδια προσοχή και σοβαρότητα τόσο την επίσημη εκδοχή όσο και το αφήγημα που απορρίφθηκε, δεν κάνω τίποτε άλλο παρά να αποδώσω τον ίδιο βαθμό αξιοπιστίας σε όλες τις αφηγήσεις. Οφείλουμε στο θύμα και την οικογένειά του την πλήρη γνώση των συνθηκών που επέτρεψαν το τραγικό τέλος. Πρόκειται για θέμα αξιοπρέπειας, Γι’ αυτόν και για εμάς.
Ο στόχος είναι σαφής και ούτε στιγμή δεν λοξοδρομεί στο συγκεκριμένο βιβλίο, που θα μπορούσε να διαβαστεί και ως αστυνομικής κοπής αφήγημα: να αποδώσει στους Ρομά, σε μια από τις «κοινότητες του ταξιδιού», στους θεωρούμενους ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, περιθωριακούς, νομάδες, περιπλανώμενους, ένα μέρος απ’ ό,τι η κοινωνία, η γαλλική (και, το ξέρουμε καλά, όχι μόνο) τους στερεί: την αξιοπρέπειά τους.
Ακριβώς η κοινοτοπία της όλης υπόθεσης είναι που συγκεντρώνει την προσοχή του Φασέν και τη δική μας. Η φαινομενική της ασημαντότητα είναι ό,τι την καθιστά σημαίνουσα, γιατί η υπόθεση αυτή συγκεντρώνει στοιχεία τόσων και τόσων περιστατικών και συμβάντων, και στη χώρα μας. Νεαροί άντρες που ανήκουν σε εθνοφυλετικές μειονότητες χάνουν τη ζωή τους, δολοφονούνται εν ψυχρώ συνήθως, όταν το πεπρωμένο τους διασταυρώνεται με αυτό των αστυνομικών δυνάμεων, ενώ οι έρευνες καταλήγουν συνήθως στο συμπέρασμα ότι οι δυνάμεις της τάξης βρίσκονταν σε νόμιμη άμυνα.
«Καταδίκες που δεν υπήρξαν, για φόνους που δεν έγιναν. Κλεμμένες ζωές χωρίς απόδοση δικαιοσύνης», όπως ο Φασέν εμφατικά επισημαίνει. Δεν είναι, ωστόσο, μόνον η ομοιότητα μεταξύ των συμβάντων που καθιστά το συμβάν με το οποίο ασχολείται ο Φασέν υποδειγματικό. Είναι και η «κανονικοποίηση» της ανάπτυξης και δράσης επίλεκτων αστυνομικών δυνάμεων και η δυσανάλογη, ασύμμετρη ως προς τη σημασία του συμβάντος αυτού χρήση βίας σε εθνοφυλετικά περιβάλλοντα, η γενίκευση του μέτρου της καταδίκης και της φυλάκισης ως προληπτικό μέτρο, αλλά και ως απάντηση στα αδικήματα που διαπράττουν τα «χαμηλότερα λαϊκά στρώματα», σε αντίθεση με την ανοχή που επιδεικνύεται στην παραβατικότητα, στην εγκληματικότητα «ανώτερων τάξεων».
Κατ’ ουσίαν έχουμε να κάνουμε με μια νέα ηθική οικονομία. Η αστυνομική βία κατά μειονοτήτων σε πολλές χώρες, ό,τι μέχρι πρότινος συνιστούσε τυφλό σημείο του δημόσιου χώρου, έχει πια γίνει κοινή αντίληψη. Αλλά και αυτό ακριβώς που παγκοσμίως οι κοινωνίες ανέχονταν σιωπηρά, σήμερα όλο και εντονότερα θεωρείται μη ανεκτό: το κίνημα Black Lives Matter στις ΗΠΑ, το οποίο αναπτύχθηκε ύστερα από τη δολοφονία από αστυνομικό του Μάικλ Μπράουν το 2014, οι συλλογικότητες «Δικαιοσύνη και Αλήθεια» στη Γαλλία έπειτα από το θάνατο του Ανταμά Τραορέ σε σταθμό της Χωροφυλακής το 2016, ο παγκόσμιος αντίκτυπος από το ψυχορράγημα του Τζορτζ Φλόιντ κάτω από την μπότα αστυνομικού στη Μινεάπολη το 2020, ο πρόσφατος θάνατος του Τάιρς Νίκολς τρεις μέρες ύστερα από «αντιπαράθεση» (sic) με αστυνομικούς επιβεβαιώνουν με τρόπο οδυνηρό του λόγου το αληθές.
Υλικό του, οι μαρτυρίες
Σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται η αφήγηση του Φασέν, ο οποίος προσπάθησε να καταγράψει όλες τις μαρτυρίες που συλλέχθηκαν, όχι μόνο των παρόντων στη σκηνή του δράματος, αλλά και όσων παρενέβησαν αργότερα, από τον γιατρό που κλήθηκε μέχρι τον εισαγγελέα, τον δημοσιογράφο του τοπικού Τύπου, την ανακρίτρια, διεξάγοντας κατ’ ουσία εκ νέου την έρευνα και βασιζόμενος σε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ώστε να ανασυστήσει ψηφίδα την ψηφίδα τα γεγονότα. Ακούγονται, έτσι, σε τούτο το υβριδικό κείμενο, αυτή τη «μη μυθοπλαστική αφήγηση», ασύμβατες μεταξύ τους φωνές, αντικρουόμενες εκδοχές. Και προτείνεται, αφηγηματικώ τω τρόπω χάρη και στην κρουστή γλώσσα της μετάφρασης του Μανώλη Πιμπλή, «ένα αφήγημα για τα γεγονότα έτσι όπως αυτά θα ήταν αποδεκτό να είχαν συμβεί».
Ο Φασέν ανοίγει το «μαύρο κουτί» της λειτουργίας των κρατικών μηχανισμών καταστολής και των παρακολουθημάτων του, σε απόσταση ή και σε αντίθεση με την τάση των κοινωνικών επιστημών, σύμφωνα με την οποία αυτοί οι μηχανισμοί θεωρούνται «απ’ έξω». Ο Φασέν δεν αφηγείται με λόγο καταγγελτικό, ούτε παραθέτει ψυχρά τα γεγονότα. Μας παρουσιάζει, εν είδει ντετέκτιβ, μια έρευνα επί της έρευνας και εμείς παρακολουθούμε τις διαδρομές των πρωταγωνιστών, καθενός ξεχωριστά, για να κατανοήσουμε τα κίνητρα και την εμπειρία τους έτσι όπως οι ίδιοι λένε ότι τη βίωσαν.
Ο Φασέν γράφει μια πολυφωνική αφήγηση ανταποκρινόμενος σε μια ηθική απαίτηση και η (μικρο)ιστορία γίνεται κατορθωμένη υψηλόφρων λογοτεχνία.