Σύνδεση συνδρομητών

«Στο όνομα του Λαού, γελάστε!»

Τρίτη, 21 Μαρτίου 2023 22:54
Η περιοχή των φυλακών και του ορυχείου του Σπατς, στην κομμουνιστική Αλβανία. Οι κρατούμενοι έπρεπε να εργάζονται στα ορυχεία χαλκού και πυρίτη που ήταν μέρος των εγκαταστάσεων. Το Σπατς θεωρούνταν μια από τις χειρότερες φυλακές της χώρας, όπου χιλιάδες αντίπαλοι του κομμουνιστικού καθεστώτος έπρεπε να εκτίσουν μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης.
Οbservatori Ι Κujteses
Η περιοχή των φυλακών και του ορυχείου του Σπατς, στην κομμουνιστική Αλβανία. Οι κρατούμενοι έπρεπε να εργάζονται στα ορυχεία χαλκού και πυρίτη που ήταν μέρος των εγκαταστάσεων. Το Σπατς θεωρούνταν μια από τις χειρότερες φυλακές της χώρας, όπου χιλιάδες αντίπαλοι του κομμουνιστικού καθεστώτος έπρεπε να εκτίσουν μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης.

Αχιλλέας Σύρμος, Ιστορίες από το Σπατς, πρόλογος: Άγγελος Συρίγος, Ίνδικτος, Αθήνα 2022, 510 σελ.

Ο Ηρακλής Σύρμος, Βορειοηπειρώτης από τη Δερβιτσάνη της επαρχίας Άνω Δρόπολης, συνελήφθη στις 27 Μαΐου 1964 και καταδικάστηκε σε 18ετή στέρηση της ελευθερίας επειδή είχε επαινέσει την οικονομική υπεροχή καπιταλιστικών χωρών. Εξέτισε την ποινή του στο Σπατς, υποχρεωμένος σε καταναγκαστική εργασία στα μεταλλεία της περιοχής. Χρόνια μετά την πτώση του κομμουνισμού, κατέγραψε τις εμπειρίες του – που μόλις κυκλοφόρησαν. Τι κοινό έχει η αφήγηση του Ηρακλή Σύρμου με άλλα πολυσυζητημένα κείμενα της στρατοπεδικής λογοτεχνίας; [ΤΒJ]

Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στις Ιστορίες από την Κολιμά, το αριστούργημα του Βαρλάμ Σαλάμοφ που εκδόθηκε πριν από 12 χρόνια (2.000 σελίδες σε έναν τόμο!),  πάλι από τις εκδόσεις Ίνδικτος, έκδοση που εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε πρόσφατα από την Άγρα.

Έχουν κάποια κοινά πράγματα τα δύο βιβλία. Εκτός από την Ίνδικτο (άρτια και πολύ καλά επιμελημένη, όπως πάντα, και η παρούσα έκδοση) και το πρώτο συνθετικό του τίτλου, Ιστορίες, τα δύο βιβλία έχουν ένα επιπλέον κοινό, τραγικό στοιχείο. Η Κολιμά ήταν μια χρυσοφόρος περιοχή της Βορειοανατολικής Σιβηρίας όπου σε τραγικές συνθήκες (-40, -50, -60 βαθμοί Κελσίου), πολιτικοί, κυρίως, αλλά και ποινικοί κρατούμενοι (περίπου 1.000.000 άνθρωποι) δούλευαν για την εξόρυξη χρυσού και οι οποίοι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, πέθαναν στις τραγικές εκείνες συνθήκες ενός απέραντου στρατοπέδου συγκέντρωσης.

Το Σπατς ήταν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης οργανωμένο στα πρότυπα της Κολιμά, όχι βέβαια ως προς τις κλιματικές συνθήκες αλλά ως προς τα υπόλοιπα σκληρά και απάνθρωπα δεδομένα για τη ζωή των κρατουμένων, στο μεταλλείο της περιοχής αυτής της Βόρειας Αλβανίας. Οι κρατούμενοι δούλευαν στις στοές για την εξόρυξη χαλκού. 

Στο απόγειο της λειτουργίας του, το στρατόπεδο ενέκλειε περί τους χίλιους τετρακόσιους πολιτικούς κρατουμένους και συμπεριελάμβανε την αφρόκρεμα της αλβανικής και βορειοηπειρωτικής διανόησης.

Ο Ηρακλής Σύρμος, Βορειοηπειρώτης, την ιστορία του οποίου διηγείται ο γιος του Αχιλλέας, γεννήθηκε το 1942 στο χωριό Δερβιτσάνη της επαρχίας Άνω Δρόπολης, από πλούσια αγροτική οικογένεια. Συνελήφθη στις 27 Μαΐου 1964. Καταδικάστηκε σε 18ετή στέρηση της ελευθερίας, κατάσχεση της προσωπικής περιουσίας του και απώλεια του εκλογικού δικαιώματός του. Ποιες ήταν οι κατηγορίες που τον βάρυναν; Σύμφωνα με τους μάρτυρες κατηγορίας, «είχε αναφερθεί στη δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας και είχε επαινέσει την οικονομική υπεροχή καπιταλιστικών χωρών»! Ότι ο κατηγορούμενος «επαίνεσε την πολιτική γραμμή του Χρουστσόφ» και «[α]πεδείχθη ότι κατά το μήνα Απρίλιο του 1964 συνεννοήθηκαν [σσ. με έναν φίλο του] να διαπράξουν το έγκλημα της προδοσίας κατά της πατρίδας διά της λιποταξίας στην Ελλάδα». Δεκαοκτώ χρόνια που τα εξέτισε στο σύνολό τους.

«Η δικαστική απόφαση είναι δίκαιη και τίθεται αυτόματα σε ισχύ», απεφάνθη το δικαστήριο. Φυσικά, δεν υπήρχε δεύτερος βαθμός δικαιοσύνης, ούτε καν συνήγορος υπεράσπισης. Δεν επέτρεψαν σε κανέναν συγγενή του να παρακολουθήσει τη δίκη. Όταν άκουσε την ποινή ο Σύρμος, αρχικά πίστευε πως ήταν 18… μήνες! «Δεν μπορούσε να χωρέσει τόσο πολύς χρόνος μέσα στο μυαλό μου».

Οι ποινές στην Αλβανία θεωρούνται οι πιο υψηλές σε σχέση με τις άλλες ομόλογες χώρες. Στην ΕΣΣΔ και σε άλλες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» η «συνήθης» ποινή ήταν τα 10 χρόνια. Στην Αλβανία, για τα ίδια «αδικήματα», ήταν από 15 ώς 25-30 χρόνια.

Ο πατέρας του συγγραφέα, και παθών, ολοκλήρωσε τα καταναγκαστικά έργα στο Σπατς το 1981, σχεδόν σαραντάρης. Άρχισε να γράφει τις σκόρπιες αναμνήσεις του από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης λίγο μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων, τους οποίους είχε επισκεφθεί λίγο νωρίτερα, περίπου 20 χρόνια μετά την αποφυλάκισή του από το Σπατς. Συμπλήρωσε πέντε τετράδια.

Δεν ξέρουμε τη ζωή του μετά την αποφυλάκισή του, ξέρουμε μόνο ότι δημιούργησε οικογένεια μετά το τέλος της τραγωδίας του. Δεν ζει πια.

Η ιστορία, ή καλύτερα οι ιστορίες των στρατοπέδων συγκέντρωσης στην Ευρώπη, τον 20ό αιώνα, έχουν καταγραφεί με πολλούς τρόπους με μια πλημμυρίδα βιβλίων και μια πληθώρα μορφών γραφής. Με τη μορφή χρονικού στο στρατόπεδο, ως αυτοβιογραφία, ως μυθοπλασία, ως μη μυθολογική μυθοπλασία, ως μελέτη για το φαινόμενο, ως στοχασμός, ως συλλογές μαρτυριών κ.ά. Οι αναφορές στα στρατόπεδα συγκέντρωσης γίνονται για τα σταλινικά στρατόπεδα που ξεκινούν πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνεχίζονται με το χιτλερικό ολοκαύτωμα στα χρόνια του πολέμου και επανέρχονται στα γκουλάγκ της ΕΣΣΔ, αλλά και άλλων χωρών του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Μαρτυρίες για τα στρατόπεδα του Εμβέρ Χότζα, στα ελληνικά, έχουμε ελάχιστες.

 

Η στρατοπεδική λογοτεχνία

Πώς φτάνει κανείς να γράψει μετά από αυτή την προσωπική τραγωδία; Μπορείς να γράψεις εν θερμώ, όσο είναι νωπά τα συναισθήματα, όταν όλα είναι ζωντανά και έντονα, ή περιμένεις να κατακαθίσει η φόρτιση; 

Το γράψιμο είναι μια υπέρβαση του τραύματος ή η απόδειξη ενός συνεχιζόμενου δράματος; Λειτουργεί θεραπευτικά ή είναι σύμπτωμα μιας ανίατης εμμονής;

Ποιος γράφει; Όλοι όσοι έζησαν σε ανάλογες συνθήκες και έχουν μια ελάχιστη, έστω, δυνατότητα, να απλώσουν σε ένα χαρτί ή να υπαγορεύσουν σε κάποιον τρίτο την οδύνη τους;

Πόσο μετά το βίωμα γράφεις;

Ο Σολζενίτσιν πέρασε από διάφορα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας της Σοβιετικής Ένωσης μεταξύ 1945-1953. Την πρώτη του μαρτυρία την έγραψε το 1962 (Μία ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς) και μόλις το 1973 κυκλοφόρησε, στη Δύση, το σπουδαιότερο έργο του, το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ.

Ο Χόρχε Σεμπρούν έγραψε Το μεγάλο ταξίδι το 1963, 18 χρόνια μετά την απελευθέρωσή του από το γερμανικό στρατόπεδο Μπούχενβαλντ. Το βιβλίο του Τι ωραία Κυριακή κυκλοφορεί το 1980. Για το θέμα της μνήμης από τα στρατόπεδα γράφει το βιβλίο Γραφή ή ζωή (1994) και επανέρχεται το 2001 με το βιβλίο του Ο νεκρός που μας χρειάζεται.

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο οποίος έζησε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης από το 1942 έως το 1945, έγραψε το συγκλονιστικό Μαουτχάουζεν το 1961.

Ο Πρίμο Λέβι κατάφερε να γράψει εν θερμώ, ήδη το 1947 εκδίδεται η μαρτυρία του, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα έργα-μαρτυρίες από στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το μακρύ, περιπετειώδες ταξίδι της επιστροφής του από το στρατόπεδο στο Τορίνο (Ιανουάριος - Οκτώβριος 1945, από τη Γερμανία στην Πολωνία, την ΕΣΣΔ, τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία και τελικά στην Ιταλία), περιγράφεται στο βιβλίο του Η Ανακωχή (1962).

«Ένα ισχυρό συναίσθημα είναι υπερβολικά ιδιοτελές. Απορροφά όλο το αίμα του πνεύματος, και η υπεραιμία αφήνει τα χέρια τόσο κρύα που δεν μπορούν να γράψουν» λέει ο Φερνάντο Πεσόα.

Και συνεχίζει:

Τρία είδη συναισθημάτων παράγουν μεγάλη ποίηση:

Τα δυνατά αλλά φευγαλέα συναισθήματα, που τα καταγράφεις αμέσως μόλις σβήσουν, αλλά όχι προτού σβήσουν.

Τα δυνατά και βαθιά συναισθήματα όταν τα ανακαλείς χρόνια μετά.

Και τα πλαστά συναισθήματα, δηλαδή τα συναισθήματα που τα επεξεργάζεται κανείς διανοητικά. Όχι η ανειλικρίνεια, αλλά μια μεθερμηνευμένη ειλικρίνεια είναι η βάση κάθε τέχνης.

Υποθέτω ότι η διαπίστωσή του ισχύει όχι μόνο για την ποίηση αλλά και για τον πεζό λόγο.

Φαίνεται πως η κυρίαρχη μορφή βρίσκεται ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη επιλογή διαχείρισης των συναισθημάτων που μας προτείνει ο Πεσόα.

Εδώ, βέβαια, έχουμε και ένα δεύτερο επίπεδο διαχείρισης βιωμάτων. Ο Ηρακλής Σύρμος, ο παθών, έγραψε τις σημειώσεις του, ως ημερολόγιο, 20 χρόνια μετά την απελευθέρωσή του από το Σπατς. Ο γιος του, Αχιλλέας, χρειάστηκε άλλα 10 χρόνια για να «ακουμπήσει» αυτά τα τετράδια του πατέρα του. Ήξερε, γενικά, για την περιπέτεια του πατέρα του, τον άκουγε να συζητά με παλιούς συγκρατουμένους του, αλλά τα τετράδια δεν τα διάβαζε. Φαίνεται πως τα παιδιά φοβούνται να μάθουν για την προγενέστερη ζωή των γονιών τους, κυρίως αυτά που περιλαμβάνονται σε ημερολόγια, σε εξομολογήσεις. Γνωρίζουν έναν γονιό, τον αγαπούν και φοβούνται μήπως μέσα από τις εξομολογήσεις τους προκύψει ένας άλλος γονιός που ίσως δεν μοιάζει με αυτόν που ξέρουν και φοβούνται μήπως τους χαλάσει την εικόνα που ξέρουν και αγαπούν. Ίσως…

 

Η μνήμη. Γιατί γράφει κανείς;

«Γράφω μόνο και μόνο για να σας ξυπνήσω

Ω αισθήσεις αισθήσεις μου αγαπημένες

Εχθροί της μνήμης

Της επιθυμίας εχθροί

Εχθροί της λύπης

Εχθροί των δακρύων

Όσων ακόμη αγαπώ εχθροί»

                                     Γκυγιώμ Απολλιναίρ

Η γραφή υπαγορεύεται κυρίως από τη βασανιστική μνήμη; Είναι ένα Καθήκον της μνήμης (τίτλος βιβλίου του Πρίμο Λέβι), ένα «χρέος της μνήμης»; Είναι μια αναπαράσταση της μνήμης ή μια «εργασία της μνήμης»; Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ, ιστορικός της Αντίστασης, μελετήτρια της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, στο βιβλίο της Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης, διαπιστώνει ότι η μνήμη της εξόντωσης των Εβραίων εμφανίζεται κυρίως κατά τη δεκαετία του 1980. «Τα συναισθήματα (ή η μνήμη) που τα επεξεργάζεται κανείς διανοητικά», όπως έλεγε ο Πεσόα.

Μια «μνημονική εμμονή»; Ίσως…

Η μνήμη διατηρεί ακέραια την υποχρέωση να αποτρέψει μια επανάληψη των φρικαλεοτήτων που συγκράτησε και περιέσωσε.

Όμως, εδώ υπεισέρχονται και τα δικαιώματα ή η υποχρέωση της λήθης. 

Γραφή ή ζωή, αναρωτιέται ο Χόρχε Σεμπρούν (τίτλος βιβλίου του). Υποστηρίζει την ανάγκη της λήθης.

Με τη μνήμη αναδεικνύεις την υποχρέωση της κοινωνίας να μην επαναλάβει τα ίδια εγκλήματα. Με τη λήθη βοηθιέται ο παθών να επιβιώσει και να επανέλθει στη φυσιολογική του ζωή. Ποιο υπερτερεί;

Ο Χόρχε Σεμπρούν υποστηρίζει το δεύτερο. Αυτό θα οδηγήσει, σε δεύτερο χρόνο, αυτόν που «λησμόνησε» να (ξανα)«θυμηθεί», όταν καταφέρει να μετατρέψει τα λησμονημένα σε μια διεργασία απαλλαγής από τη βαναυσότητα που υπέστη.   

Μπορεί, δηλαδή, να καταθέσει σε μια δίκη για τους υπεύθυνους της τραγωδίας, να «θυμηθεί» εν θερμώ, αλλά να «ξεχάσει» μετά και απελευθερωμένος αργότερα, να «μεθερμηνεύσει» τη μνήμη του, τα συναισθήματά του και να τα μετατρέψει σε μια αφήγηση λύτρωσης. Αυτό δεν γίνεται μέσα από τη δημοσιοποίηση των… πρακτικών μιας δίκης, τη διατύπωση ενός αναγκαίου κατηγορητηρίου. «Εμείς, οι διασωθέντες, είμαστε μάρτυρες, και κάθε μάρτυρας υποχρεούται, και από το νόμο εξάλλου, να δίνει πλήρεις και αληθοφανείς απαντήσεις», λέει ο Πρίμο Λέβι. Όμως, αυτός, όπως και τόσοι άλλοι, δεν έμεινε εκεί, «έγραψε», όχι επαναλαμβάνοντας τις εμμονές της μνήμης του, αλλά στοχαζόμενος πάνω σε συμπεριφορές, σε ανθρώπινες αντιδράσεις στις πιο ακραίες συνθήκες ύπαρξης.   

Οι σημειώσεις του πατέρα μου έμοιαζαν να απευθύνονται σε συγκρατουμένους του, σ’ εκείνους που γνώριζαν ήδη, οπότε δεν χρειάζονταν πολλά. Ο λόγος του ήταν θαυμαστικός, καταγγελτικός, όλο αφαιρέσεις, ένας λόγος εις εαυτόν, προς το τραύμα, με συναισθηματικές ενατενίσεις, τόσο στην προσωπική μοίρα των ανθρώπων που έζησε όσο και στο δράμα του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού στα χρόνια της χοτζικής δικτατορίας.

Ο γιος, Αχιλλέας, όταν διάβασε αυτά τα 5 τετράδια, έκανε τρία πράγματα:

Ξεκίνησε να μαθαίνει αλβανικά για να μπορέσει να διαβάσει άλλες μαρτυρίες αλβανών συγκρατουμένων του πατέρα του που τις είχαν στείλει οι ίδιοι και ήταν στα αλβανικά. Ρίχθηκε στο διάβασμα του συνόλου των έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, κυρίως για τα σοβιετικά γκουλάγκ. Και ως τρίτο βήμα, το 2013, ξεκίνησε στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής με θέμα τη λογοτεχνία των διωκομένων της Κομμουνιστικής Αλβανίας και των άλλων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.

Το υλικό κυοφορήθηκε συνολικά άλλα 10 χρόνια μέχρι να φτάσει στα χέρια μας με τη μορφή μιας συγκλονιστικής μαρτυρίας, με υψηλή λογοτεχνική αξία και στοχασμό πάνω στις συμπεριφορές των ανθρώπων σε αυτές τις ακραίες συνθήκες ύπαρξης και συμβίωσης. Ένα βιβλίο που αναδεικνύει τον αλβανικό ολοκληρωτισμό στην πιο αποτρόπαια μορφή του. Την αφελή αλλά και κυνική προπαγάνδα του καθεστώτος για τον αλβανικό παράδεισο έναντι ενός πλανήτη που δυστυχεί! Το δικτατορικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα και του Ραμίζ Αλία, επιβίωσε από το 1944 έως το 1991 και μας άφησε, σε μια μαζική κλίμακα, ως το πιο αντιπροσωπευτικό του «επίτευγμα», περίπου 600.000 πολυβολεία που είναι διάσπαρτα σε όλη την Αλβανία για το φόβο ξένων επιδρομέων!

Ο συγγραφέας περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο τις περιπέτειες του πατέρα του Ηρακλή, ο οποίος πέρασε στα κολαστήρια της Αλβανίας 18 ολόκληρα χρόνια (1964-1981)! Στις αφηγήσεις του πατέρα του παρεμβάλλονται και ιστορίες συγκρατουμένων του.

 

Κολιμά και Σπατς

Ο Ντοστογιέφσκι γράφει πως, αν μέσα στο κάτεργο γνωρίσεις κάποιον άνθρωπο που θα σε κάνει να γελάσεις, τότε έχεις γνωρίσει έναν καλό άνθρωπο. Ο Ντοστογιέφσκι, βέβαια, βρέθηκε στη φυλακή σε άλλες συνθήκες και, κυρίως, όχι ως πολιτικός κρατούμενος. Η κατηγορία αυτή των φυλακισμένων, ως αποτέλεσμα μεγάλων πολιτικών εντάσεων σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, οδηγεί σε πιο σκληρές, πιο ωμές συμπεριφορές.

Στην Κολιμά της Σιβηρίας, μας λέει ο Σαλάμοφ, «[κ]ατάλαβ[ε] ότι η φιλία, η συντροφικότητα ποτέ δεν γεννιέται σε δύσκολες, σε πραγματικά δύσκολες –με τίμημα τη ζωή– συνθήκες. Η φιλία γεννιέται σε συνθήκες δύσκολες, αλλά ανεκτές (στο νοσοκομείο και όχι στο ορυχείο)».

Αντίθετα, ο Σύρμος λέει: «Οι φίλοι ήταν η μόνη παρηγοριά… Αν κάποιος ξέκοβε από τους φίλους, θα οδηγούνταν με μαθηματική ακρίβεια στην προδοσία, την τρέλα ή το θάνατο. Έπρεπε σε κάθε περίπτωση να μην είμαστε μόνοι».

Ο Σαλάμοφ «έμαθε να “σχεδιάζει” τη ζωή μόνο για την επόμενη ημέρα και όχι παραπάνω», ότι «μπορεί να ζεις οργισμένος, ότι μπορείς να ζεις απαθής». Κατάλαβε «γιατί ο άνθρωπος δε ζει με ελπίδες –δεν υπάρχουν ελπίδες όταν είσαι κρατούμενος–, εκεί δεν παίζουν ρόλο οι ελπίδες, αλλά το ένστικτο, η αυτοσυντήρηση – ίδια αρχή με την οποία ζουν το δέντρο, ο βράχος, το ζώο».

Στο Σπατς, «[ο] συγκρατούμενός του Γάκιος απολύθηκε από το στρατόπεδο του Μπαλς το 1980. Ήταν πενήντα δύο χρονών. Από τα είκοσι δύο του ζούσε στη φυλακή. Γύρισε στην Κορυτσά. Μια πόλη αγνώστων. Μέσα σ’ εφτά μέρες, μόνος του, κάνει την τρίτη του απόπειρα  (σσ. να περάσει στην Ελλάδα). Ή θα πέθαινε ή θα έφευγε… Πέρασε τα σύνορα, αλλά η Sigurimi είχε στρατολογήσει ακόμη και στο ελληνικό έδαφος Έλληνες γιδοβοσκούς να οδηγούν τους λιποτάκτες πίσω σε αλβανικό φυλάκιο αντί για το ελληνικό». Πέρα από την τραγική κατάληξη του σχεδίου του, το συγκλονιστικό είναι ότι, μετά από 30 χρόνια εγκλεισμού, είχε σχέδιο για τη ζωή του μετά το στρατόπεδο και μάλιστα αυτό μπήκε σε εφαρμογή μέσα σε μια εβδομάδα από την απόλυση.

Αυτές οι διαφορές μπορεί να οφείλονται στα διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά των δύο λαών, στις διαφορετικές «τεχνικές» των δύο ολοκληρωτισμών, αλλά όχι σε κάποια διαφορά σκληρότητας ή επιείκειας των δύο δικτατόρων.

 

Η βαρβαρότητα του Χότζα

Η χοτζική βαρβαρότητα ήταν πιο ωμή, πιο κυνική, πιο χοντροκομμένη. Τα αποτελέσματα που παρήγαγε ήταν εξίσου οδυνηρά για τους φυλακισμένους σε ακραίες συνθήκες πολιτικούς κρατούμενους, με αυτά των σοβιετικών.

Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας δεν είχε νόημα η έννοια χαφιές, όλοι ήταν σε μια σειρά για τα κρεματόρια για κάτι που ήταν –και αυτό δεν άλλαζε–, όχι για κάτι που έκαναν ή είπαν.

Στην Κολιμά, δεν τους χρειάζονταν ιδιαίτερα τους χαφιέδες. Οι κρατούμενοι δεν κουβέντιαζαν μεταξύ τους για να μεσολαβήσει ένας χαφιές που θα μετέφερε τη συνομιλία.

Τα αλβανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης έβριθαν χαφιέδων, αλλά και στημένων, καθ’ υπαγόρευση μαρτύρων. «Ο Φιλίππου ήταν ένας ξιπασμένος ΕΑΜίτης, πρώην αρχιανακριτής της ΟΠΛΑ, που δεν δίστασε να συνεργαστεί έπειτα με τη Sigurimi. Άνθρωπος μοχθηρός, έστηνε παγίδες στους ανυποψίαστους Έλληνες του Σπατς, υπό την προστασία του Οπερατίβι». Στη μία ποινή ερχόταν ως συνέχεια και δεύτερη.

Στα κοινά στοιχεία των δύο ολοκληρωτισμών ήταν, προφανώς, η λογοκρισία στην αλληλογραφία. Στην ΕΣΣΔ, μεταξύ των ποινών που επιβάλλονταν ήταν και η στέρηση αλληλογραφίας με τους οικείους του, για κάποια χρονική περίοδο. Στην Αλβανία, «ο κανονισμός της αλληλογραφίας επέτρεπε γράμματα μιας σελίδας, η γραφή να είναι καθαρή, μόνο στην αλβανική γλώσσα, χωρίς στενογραφίες και συντομογραφίες. Οποιαδήποτε αναφορά στις συνθήκες του στρατοπέδου απαγορεύονταν». Υπήρχε «υπαξιωματικός αλληλογραφίας», ο οποίος διάβαζε όλα τα γράμματα που έφευγαν ή έφταναν στο στρατόπεδο.

Η λογοκρισία στην αλληλογραφία από τη μια, το διάβασμα από την άλλη. Φυσικά υπήρχε κατάλογος απαγορευμένων βιβλίων (index librorum prohibitorum)! Όχι ακριβώς, απλώς στη «βιβλιοθήκη» του στρατοπέδου υπήρχαν συγκεκριμένα, «εγκεκριμένα» βιβλία και αυτά ήταν τα μόνα που δεν διάβαζαν οι κρατούμενοι – «παρά μόνο αν κάποια στιγμή ανακηρύσσονταν απαγορευμένα».

Μπορούσαν να διαβάζουν απαγορευμένα βιβλία στο στρατόπεδο; Όχι μόνο το κατάφερναν, αλλά «τα στρατόπεδα των εχθρών του Λαού έγιναν για πολλά χρόνια ο μόνος ασφαλής χώρος για τα βιβλία που το Κόμμα είχε καταδικάσει»!

«Τι διαβάζεις αυτό τον καιρό;» «Την τελείωσες την Παναγία των Παρισίων;» «Προχωράς με τα ιταλικά;» «Πώς σου φάνηκε ο Σπινόζα;» «Είδες την καινούργια εγκυκλοπαίδεια του ατ Σιμόν;»… Οι αγράμματοι έμαθαν γράμματα και συζητούσαν για τα βιβλία που διάβασαν. Κι εδώ, στην Ελλάδα, κάποιοι αγράμματοι κομμουνιστές μάθαιναν γραφή και ανάγνωση στις εξορίες, ονειρευόμενοι τα σχολεία του μέλλοντος κάπως διαφορετικά. Όπως οι ίδιοι έλληνες κομμουνιστές κατήγγειλαν τις εδώ εξορίες για πολιτικούς λόγους και την ίδια ώρα εισηγούνταν την ποινή της εξορίας για συντρόφους τους, στις αρχές μιας άλλης χώρας. Ναι, αναφέρομαι στην πιο κραυγαλέα από αυτές, την εξορία του Νίκου Ζαχαριάδη, μετά την καθαίρεσή του. «Η τότε καθοδήγηση του Κόμματος πήρε θέση ότι ο Ν. Ζαχαριάδης έκανε μια απαράδεκτη αντικομματική ενέργεια [σσ. πήγε στην πρεσβεία στη Μόσχα] και εισηγήθηκαν να σταλεί εξορία. Πράγμα που έγινε και στάλθηκε στο Σουργκούτ [σσ. της Σιβηρίας] σε περιορισμό» (από επιστολή της συζύγου τού Ζαχαριάδη, Ρούλας Κουκούλου, στον Ριζοσπάστη, το 1990).  

Το καθεστώς Χότζα επέβαλε ακόμη και… διαζύγιο ανάμεσα σε έναν κρατούμενο και την ελεύθερη γυναίκα του. «Ήρθε να με δει η γυναίκα μου, δηλαδή… η πρώην γυναίκα μου. Την πιέσανε, λέει, από το Κόμμα πως δεν μπορεί να συνεχίσει να εργάζεται ως δασκάλα. Δεν μπορούσαν να εμπιστεύονται τη διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς στη σύζυγο ενός εχθρού του λαού… Μόνο μια λύση υπάρχει… να πάψει να είναι σύζυγος ενός εχθρού του λαού» (από την αφήγηση συγκρατουμένου του).

Είχε όμως και τις βλακώδεις, και γι’ αυτό ευτράπελες, εκδηλώσεις του. Οι κρατούμενοι το εκλάμβαναν ως θράσος του Οπερατίβη.

Μας έβαζε να κάνουμε θέατρο, να γελοιοποιούμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας και τους συγκρατούμενους… Βλέποντας που δεν χειροκροτούσε κανείς, πετάχτηκε όλο κομπασμό εκστομίζοντας το θρυλικό: «Στο όνομα του Λαού, σας διατάζω να γελάσετε και να χειροκροτήσετε την Εστράντα». Ένα διήγημα του Χάινριχ Μπελ, «Το λυπημένο πρόσωπο», μιλούσε για έναν άνθρωπο που τον φυλάκισαν επειδή γελούσε τη μέρα που το Σύστημα είχε διατάξει Γενικό Πένθος. Δέκα χρόνια αργότερα, όταν βγήκε από τη φυλακή, κάρφωσε στο πρόσωπό του μια γκριμάτσα λύπης, για να μην έχει μπλεξίματα από τους πολίτσες. Ήταν άτυχος. Εκείνη τη μέρα το Σύστημα είχε διατάξει Γενική Ευτυχία. Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν ξανά στη φυλακή. Εκείνος ο άνθρωπος ήμασταν εμείς.

 Ο αλβανικής εκδοχής σταλινισμός είχε και τον δικό του Μπέρια. Ονομαζόταν Νεβζάτ Ασνεντάρι και, όπως ο Μπέρια, μαζί με όλους τους υπουργούς του Χότζα ώς τη δεκαετία του 1980, δεν έμεινε ζωντανός.

Μέσα στη στρατοπεδική βαρβαρότητα του Σπατς, με την αυστηρή επιτήρηση κάθε κίνησης, έγινε μια γενική εξέγερση («Ρεβόλτα»). Για λίγες μέρες, οι κρατούμενοι πήραν τον έλεγχο του στρατοπέδου στα χέρια τους. Η Ρεβόλτα τελείωσε με οδυνηρό τρόπο και πολλές εκτελέσεις. «Στους δικούς τους [σσ. των εκτελεσμένων] δεν επέτρεψαν να φορέσουν μαύρα για να θρηνήσουν τους αδικοσκοτωμένους ανθρώπους τους γιατί, σύμφωνα με την εντολή του Κόμματος, κανένας θρήνος δεν αρμόζει για τους εχθρούς του Λαού. Και οι γυναίκες που όλη τους τη ζωή φορούσανε μαύρα από προηγούμενες εκτελέσεις αγαπημένων ανδρών, τις υποχρέωσαν αυτή τη φορά να τα βγάλουν». Μετά τη Ρεβόλτα, «[έ]σπαγαν ακόμα και τα αυγά που σου έφεραν οι δικοί σου στο επισκεπτήριο κατά τον έλεγχο».

Φυλάκιζαν ακόμα και τυφλούς. Η εικόνα που μεταφέρεται στο βιβλίο, ενός γέρου τυφλού, του γερο-Κίτσου, που φτάνει στο στρατόπεδο και στέκει ακίνητος με τον μπόγο του στη μέση του Σπατς, παραπέμπει σε αγγελοπουλική σκηνή.

 

«Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή»

Από τα 19 του ώς τα 40 του, ο Ηρακλής Σύρμος δεν φόρεσε ποτέ πολιτικά ρούχα. Και έπειτα από 18 χρόνια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, έρχεται η ώρα «να μαζέψει τα πράγματά του». Και πράγματα δεν υπάρχουν… Όμως, έπρεπε να πάρει κάτι μαζί του, να μη φύγει με άδεια χέρια. Ένας σάκος, έστω και άδειος, αντιπροσωπεύει «το υλικό εκείνο τοτέμ όλων των αόρατων πραγμάτων που δεν μπορούσες φεύγοντας να πάρεις». Ένα (άδειο) Κιβώτιο, το αντίθετο από το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, ο «άδειος σάκος» του Σπατς, που δεν κατάφερε να γεμίσει ούτε αυτός ο «παράδοξος», χοντροκομμένος και εξωφρενικός βαλκανικός σοσιαλιστικός παράδεισος.  

Όσοι διάβασαν τις Ιστορίες από την Κολιμά, και αντέχουν ακόμη, ας δώσουν συνέχεια σε κάποιες ακόμη δόσεις αποτροπιασμού που καταρρίπτουν και τα τελευταία σταγονίδια προσδοκιών που η ακραία αυτή εκδοχή του «υπαρκτού σοσιαλισμού» κάλυψε με ένα μυστήριο απόλυτου απομονωτισμού.

«Οι Ιστορίες από το Σπατς», λέει ο συγγραφέας, «είναι τα κρυπτογραφήματα ενός κόσμου που υπήρξε και έχει αφανιστεί, προς όφελος των αφανιζόντων και όχι των αφανιζομένων, των θυτών και όχι των θυμάτων. Κάθε ιστορία του βιβλίου, που διαφυλάσσει μέσα της και τη μνήμη του ξεχωριστού θύματος του χοτζικού κομμουνισμού, είναι μια τέτοια αντορνική χειρονομία που προσπαθεί να πιάσει την ιστορική πραγματικότητα και την αλήθεια. Να πιάσει τη μνήμη όσο είναι ακόμη ζωντανή. Και όταν την πιάνει, στο βαθμό που την πιάνει, δεν κάνει πίσω. Τη συγκρατεί και την περισώζει».

spats trial

Drejtoria e Përgjithshme e Arkivave

Μάιος 1973, φυλακές-ορυχείο Σπατς, Αλβανία. Δίκη συμμετασχόντων στην εξέγερση, που κατεστάλη στις 24 Μαΐου 1973. Με συνοπτικές διαδικασίες, τέσσερις από τους περίπου 60 συμμετασχόντες καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν. Οι υπόλοιποι καταδικάστηκαν συνολικά σε ποινές που ξεπερνούσαν τα χίλια χρόνια φυλακή.

 

Σάκης Κουρουζίδης

Διδάκτορας Γεωφυσικής, εργάστηκε στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Αστεροσκοπείου Αθηνών ενώ επί χρόνια υπήρξε διευθυντής της Διευθύνσεως Υποστήριξης Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Δρων οικολόγος, διετέλεσε διευθυντής των περιοδικών Νέα Οικολογία και Δαίμων της Οικολογίας. Ίδρυσε και διεύθυνε την Ευώνυμο Οικολογική Βιβλιοθήκη στην οποία έχει εκδώσει πολλά βιβλία.

1 σχόλιο

Δοκίμιο με τη σημασία της λέξης το κείμενό σου, φίλε μου Σάκη.

Πούλιος Γιάννης
Πούλιος Γιάννης
23 Μαρ 2023, 11:03

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.