Σύνδεση συνδρομητών

Μαρτυρία ζωής από έναν ετοιμοθάνατο

Παρασκευή, 17 Φεβρουαρίου 2023 19:39
Ο Ραφαέλ Ζερουσαλμί.
Musée d'Art et d'Histoire du Judaïsme
Ο Ραφαέλ Ζερουσαλμί.

Raphaël Jerusalmy, Να σώσουμε τον Μότσαρτ. Το ημερολόγιο του Ότο Γ. Στάινερ, μετλαφραση από τα γαλλικά: Αχιλλέας Κυριακίδης, Μελάνι, Αθήνα 2018, 152 σελ.

Ο Ότο Στάινερ είναι μουσικός, σοβαρά άρρωστος και συνειδητός αντίπαλος του ναζιστικού ολέθρου που ήδη έχει αρχίσει να εκδηλώνεται. Παρ’ όλα αυτά, αρνείται να παραδοθεί. Και σχεδιάζει τη δική του συνωμοσία: ένα μικρό μουσικό «αντάρτικο», με το οποίο η αντίστασή του θα μπορούσε να υλοποιηθεί. Από το Books' Journal #87, Μάιος 2018.

 Το μικρό βιβλίο του Ραφαέλ Ζερουσαλμί, Να σώσουμε τον Μότσαρτ, αποτελεί πολλαπλή έκπληξη. Και πρώτα ως προς τη μορφή: στη μεγαλύτερη διαδρομή του δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για πραγματικό ημερολόγιο. Ύφος πηγαίο, άμεσο, κοφτό, στακάτο. Σαν ο συγγραφέας να παρακολουθεί από τις κουίντες με μια κάμερα και να καταγράφει τα δρώμενα επί σκηνής. Τόσο τα δικά του, όσο και εκείνα της Ιστορίας. Θαρρείς χωρίς ένα προηγούμενο σχέδιο, χωρίς μια ευδιάκριτη αρχή, χωρίς ένα προσχεδιασμένο τέλος, με αποτέλεσμα να συνυπάρχουν, ως ένα σημείο, τα σημαντικά με τα ασήμαντα. Όχι από πρόθεση. Αλλά μόνο γιατί συνέπεσαν. Μόνο γιατί  έτυχε.

«Βραστές πατάτες. Με τίποτα. Έδωσα το Βέρθερό μου στον γιο του επιστάτη. Με τα λεφτά που έβγαλε, μου πήρε λίγα λουκάνικα στην αγορά. Γλέντι». Κι αλλού: «Χθες το βράδυ, ραδιοφωνικό διάγγελμα του Γκαίμπελς: […] Σήμερα πολεμάμε, μοχθούμε, κι αυτό είναι όλο. Όμως κανείς δεν παραπονιέται, ούτε ρωτάει… Κι όλοι στο πόστο μας, περιμένουμε τη διαταγή του Φίρερ». «Κρεβατωμένος από  χτές. Με βρήκε στην αυλή ο νυχτοφύλακας. Παγωμένο». (6/10/39), «Μπακαλιάρος και βραστές πατάτες. Δεν θα το συνηθίσω ποτέ». (9/11/39), «Χθες, στο Μόναχο, απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ».

 

Να ζεις στην κόλαση

Ποιος είναι ο Οτο Στάινερ, ο ήρωας του συγγραφέα; Γρήγορα ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι έχει να κάνει με έναν τεχνίτη του λόγου, άψογο χειριστή του, και βαθύτατα σκεπτόμενο άνθρωπο. Ένας καλλιεργημένος ταλαντούχος μουσικός και μουσικοκριτικός, ο οποίος, εξ αιτίας της προχωρημένης φυματίωσης, είναι έγκλειστος σε σανατόριο. Αγωνίζεται να υπάρξει μέσα σε έναν διαρκή εφιάλτη: διπλά στιγματισμένος από το σύστημα αλλά και με τη φυματίωση σε προχωρημένο στάδιο, αγωνίζεται λυσσαλέα να υπάρξει με όρους σχεδόν «κανονικότητας», όταν όλα γύρω του δεν είναι απλώς ακανόνιστα, αλλά είναι η αποθέωση του παραλογισμού.

Είναι εβραίος το θρήσκευμα. Δεν είναι αυτός που το επέλεξε. Κι ίσως να είχε δίκιο ο πατέρας του που συχνά τον παρότρυνε ν΄ αλλαξοπιστήσει. Τώρα όμως πρέπει να το κρύβει. Γιατί για τους άλλους, αν το μάθαιναν, θα γινόταν πραγματικά Εβραίος. Και μαζί, ένοχος εσχάτης προδοσίας. Με λίγα λόγια, ήταν «κίβδηλος. Λίγο απ’ όλα. Όχι εντελώς Εβραίος, ούτε πραγματικά άθεος, μισός Αυστριακός, μισός Σιλεσιάνος, όχι ακόμα νεκρός κι όμως απόβλητος του κόσμου των ζωντανών». Σαν να περπατούσε επάνω σε απροστάτευτη σκαλωσιά η ζωή του. Δεξιά κι αριστερά, το χάος. Άλλωστε αυτός τίποτα δεν ήθελε από όσα ακαταλόγιστα συνέβαιναν γύρω του. Αυτό που ήθελε μόνο ήταν  να σώσει τον Μότσαρτ από κακές εκτελέσεις. Μόνο αυτό ήθελε, οι άλλοι όμως δεν ενδιαφέρονταν διόλου γι’ αυτό.

Είναι βαριά άρρωστος. Ζηλεύει τους απ’ έξω, αυτούς «που μπορούν ν΄ αναπνέουν βαθιά, που περπατούν χωρίς ν’ αγκομαχούν. Ο κόσμος τούς ανήκει. Δεν έχουν παρά να απλώσουν το χέρι»». «Ωστόσο κάποτε ήμουν σαν αυτούς […]  όταν ήμουν υγιής, κανονικός», γράφει στο ημερολόγιό του. «Και μετά, τελείως ξαφνικά, προγράφτηκα, σημαδεύτηκα. Απ΄την αρρώστια. Απ΄τη μια μέρα στην άλλη. Μολυσμένος. Άχρηστος». Σχεδόν αρχίζει να αισθάνεται ένοχος και, σαν να ακούμε από την ανάποδη τον Ρασκόλνικωφ που, για να δικαιολογήσει το έγκλημά του, πιανόταν από την άποψή του ότι η γρια τοκογλύφος δεν ήταν παρά μια κατσαρίδα, που με την παρουσία της κατέστρεφε την κανονικότητα. Τώρα είναι αυτός που αυτοσαρκάζεται: «Ο Χίτλερ έχει δίκιο. Οι άνθρωποι σαν εμένα είναι βάρος, είναι παράσιτα».  

Είναι όμως βαθύτατα καλλιεργημένος. Και παθιασμένος με τον Μότσαρτ, τον οποίο οι βάρβαροι που εξουσιάζουν τώρα  δεν τον «παίζουν», αλλά τον «εκτελούν». «Μα και το Ζαλτσμπουργκ», η πόλη της μουσικής, γράφει στο γιο του, «είναι άρρωστο. Μολυσμένο […] το ’χουν μετατρέψει σε πανηγυράκι για στρατιώτες με άδεια και για αγροίκους με φράκο».

Στην αρχή, αυτό το σανατόριο μ’ έκανε να ντρέπομαι. Όλα αυτά τα γερασμένα σώματα που περιφέρονται άσκοπα στους  διαδρόμους, καταβροχθίζουν βραστές πατάτες ή είναι ξαπλωμένοι, ακίνητοι στο βρόμικο κρεβάτι τους. Δεν ήθελα να τους μοιάσω… Ήθελα να μοιάζω στους άλλους, στους απ’ έξω. […] Όχι πια. Τώρα πια, αυτοί είναι, οι απ’ έξω, αυτοί είναι που μ΄αηδιάζουν. Και η μουσική τους.

Είναι μόνος. Μελλοθάνατος, χωρίς ελπίδα. Κι όμως, το παλεύει. Όχι όμως για χάρη του Γκαίμπελς, όπως νομίζουν, ούτε από φόβο. «Είναι ένα απλό ζήτημα επιβίωσης», σημειώνει, «γαντζώνομαι από κάπου για να μη γλιστρήσω στο θάνατο».

Ποιος είναι; Κανείς δεν ξέρει. Ξένος με τους από μέσα. Το δράμα θα τελείωνε: «Μια σταγόνα αρσενικό εδώ, μια δόση μορφίνη εκεί, τελειώσαμε». Ξένος και με τους απ’ έξω. Ξένος απ’ το σύστημα.  Ένα σύστημα που «να μπορείς να σκοτώσεις όποιον θέλεις, όποτε θέλεις. Τόσοι άνθρωποι διαθέτουν αυτή τη δύναμη. Οι στρατηγοί, οι νοσοκόμες, οι οδηγοί των τραμ που τρέχουν σαν παλαβοί. Τίποτα πιο κοινότοπο από την ανθρωποκτονία. Όλοι μπορούν να σκοτώσουν. Το κίνητρο δεν είναι πάντα απαραίτητο. Πιο πολύ μια ψυχική κατάσταση. Μια επιθυμία».  Και αυτό, Θεέ και Κύριε, να προβάλλεται ως κανονικότητα. Αποξενωμένος, όμως, κι από τον εαυτό του: «Απόψε με ξαναδιάβασα. Ανοησίες».

Κι όμως αγωνίζεται:

Την πολεμάω την αρρώστια. Δεν υποκύπτω. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχει όνομα. Ούτε καν το όνομα Φυματίωση. Κι όμως, ζω μαζί της κάθε μέρα. Κι αγωνίζομαι. Δίχως κράνος ή τουφέκι κι είναι σοβαρός εχθρός αυτή η αρρώστια. Δεν είναι κανένας δικτάτορας της πλάκας. Ο Χίτλερ έχει όνομα. Και πρόσωπο. 

 

Να πιστεύεις για να ζεις

Διαρκώς συγκρούεται, λυγίζει, ξανασηκώνεται. Μέσα σ΄έναν παράλογο και διαλυμένο κόσμο. Προσπαθεί να βρει κάπου να ακουμπήσει. Μια πίστη, ένα στήριγμα:

*Στη μουσική, που ήταν και το πάθος του. «Δυσκολεύομαι να δουλέψω, να συγκεντρωθώ. Αλλά δεν θέλω […] να εγκαταλείψω τον Μότσαρτ στη θλιβερή του τύχη».

*Στη δολοφονία του Χίτλερ, που η τύχη αναπάντεχα τον έφερε δίπλα του. «Να σκοτώσω. Τι περίεργη λέξη. Ανύπαρκτη στο λεξιλόγιό μου. Που ήταν αδύνατο να βρω μια –έστω αληθοφανή– εξήγηση για την απόφασή μου».  

*Στο να υποψιάσει τις επόμενες γενιές για ό,τι μπρος στα μάτια του συμβαίνει, γράφοντας καθημερινά ένα ημερολόγιο συμβάντων. Ένα ημερολόγιο που θαρρείς ότι γράφτηκε με αίμα και μισή ανάσα.

*Ακόμα και στις μικροχαρές που συνήθως εμείς, οι «κανονικοί», τις προσπερνάμε αδιάφορα:  «Με δυσκολία περπατούσα, αλλά κατάφερα να φτάσω στο κέντρο της πόλης. Να μπλεχτώ με το πλήθος, να βολτάρω στους δρόμους, να χαζέψω τις βιτρίνες των καταστημάτων, να πιω μια λεμονάδα σ’ ένα κιόσκι. Έκσταση». «Έκσταση, μια λεμονάδα σ’ ένα κιόσκι». Ας το ακούσουμε οι απ’ έξω, οι «κανονικοί».

Και το τέλος; Κι αυτό υπάρχει. Μόνο που ξεδιπλώνεται αναπάντεχα. Εκεί που δεν το περίμενες. Κι ας είχε μεθοδικά προετοιμαστεί με τη μαεστρία μιας θεατρικής οικονομίας πολύ πιο πριν. Κι ανάγκασε τους ναζί να χειροκροτούν ανύποπτοι τις επιλογές του. Κάπως έτσι συμβαίνει: το πνεύμα σε κάθε περίπτωση κατισχύει της δύναμης. Αλλά το τέλος το αφήνουμε για τον αναγνώστη.

Τι είναι το βιβλίο του Ραφαέλ Ζερουσαλμί; Ένα λογοτεχνικό κείμενο, ένα μυθιστόρημα, μια έμμεση βιογραφία ή μια νουβέλα, όπως κυρίως υποθέτω; Είναι όλα αυτά. Και κάτι ακόμα: είναι και ένα εύρημα. Επιλέγει ως μορφή την ημερολογιακή γραφή. Κάτι που ήδη στο παρελθόν είχαν επιχειρήσει με μεγάλη επιτυχία ο Ντοστογιέφσκι στον Φτωχόκοσμο, ο Γκόγκολ στο Ημερολόγιο ενός τρελού, αλλά και ο δικός μας Στρατής Μυριβήλης στη Ζωή εν τάφω.

Μέσα από την οπτική αυτού του ευρήματος, ο Ζερουσαλμί εικονογραφεί την αγωνία ενός καθημερινού ανθρώπου, πολλαπλά στιγματισμένου, αλλά προικισμένου μουσικού, ενώ παράλληλα εικονογραφεί και την αγωνία μιας τραγικής ώρας του 20ού αιώνα: Ιούλιος 1939 με Αύγουστο 1940.

Με τον τρόπο αυτό, ο συγγραφέας αξιοποιεί δεξιοτεχνικά όλα τα πλεονεκτήματα του ευρήματος της ημερολογιακής γραφής, όπως η  δροσιά της αμεσότητας, η ελευθερία διαχείρισης του υλικού, η ελευθερία της υποκειμενικής άποψης, τα οποία παντρεύει άριστα με την ακαμψία των ιστορικών γεγονότων.

«9 Νοεμβρίου 1939. Χτες στο Μόναχο  απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ». Κι αμέσως παρακάτω: «Τρεις η ώρα το πρωί. Αϋπνία. Βρέχει. Βρομόκαιρος, μα την αλήθεια». Και μια εβδομάδα αργότερα: «Την Πέμπτη αποφυλακίστηκε ο Αλ Καπόνε… Σαν να αποχωρούσε από μια επαγγελματική συνάντηση».

Κυρίως όμως η νουβέλα είναι, θα έλεγα, μια διερεύνηση ενός πολλαπλά σημαδεμένου ανθρώπου. Ενός κυνηγημένου από θεούς κι ανθρώπους. Ενός μάρτυρα που ξέρει πως το μαρτύριό του δεν τελειώνει παρά στην εκμηδένισή του. Κι όμως, σαν τον Σίσυφο του Καμύ αγωνίζεται. Περιφρονεί το μαρτύριο και πολεμάει σαν κανονικός. Δεν καταφέρνει να σκοτώσει τον Χίτλερ. Καταφέρνει όμως να υποχρεώσει τον Χίτλερ να χειροκροτεί τις επιλογές του. Με ποιο προσδόκιμο αντίτιμο; Να σώσει τον Μότσαρτ.  

Δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Και η αρρώστια μου προσπαθεί να πάρει το πάνω χέρι […] Ξέρω πως δεν πρόκειται να σώσω το festspiele με τα άρθρα μου. Ούτως ή άλλως, όλα ελέγχονται και λογοκρίνονται. ΄Ασε που  ακόμα και τα καλύτερα έργα θα σφαγιαστούν. Ακόμα και ο Μότσαρτ.

Να σώσει όμως και τον εαυτό του. Έστω για λίγο ακόμα. Παρά τις αναπόφευκτες ψυχικές διακυμάνσεις, καταθέτει την πίστη του στην ύπαρξη. Και στον αγώνα.

Από τις 13 ώς τις 29 Ιουλίου [σσ. ημέρες του Φεστιβάλ], παίρνω δύναμη […] Φτάνει η κατάθλιψη. Τέρμα οι ιερεμιάδες. Ότο φίλε μου […] έχεις ραντεβού με τον Μότσαρτ.

Η ζωή, κι όταν πάει να σβήσει μπορεί με μια πίστη ν’ ανασάνει. Μέγιστο μάθημα σε εμάς τους γιατρούς που ζούμε, συχνά ανήμποροι, στα σύνορα ζωής και θανάτου.

Στον «Πόρφυρα», ο Διονύσιος Σολωμός βάζει τον άγγλο στρατιώτη που βρίσκεται στα δόντια ενός καρχαρία να λέει: «Δεν το ’λπιζα να ’ναι η ζωή μέγα καλό και πρώτο!» Αλλά κι ο Ντοστογιέφσκι, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, έχοντας δευτερόλεπτα ζωής ακόμη, κι αφού επιβίωσε, όταν αργότερα ρωτήθηκε για το τι αισθανόταν, είπε: «Φαντάστηκα πως ήμουν στην κορυφή ενός βράχου και μπροστά μου γκρεμός και χάος. Κι είχα δυο επιλογές: η μία να ριχτώ στον γκρεμό και η δεύτερη να ζήσω τρία δευτερόλεπτα ακόμη. Προτίμησα τη δεύτερη». Κι ίσως να αισθάνθηκε πως στα τρία αυτά δευτερόλεπτα θα μπορούσε να χωρέσει μια αιωνιότητα.

Θα ήθελα να τελειώσω με μια ακόμη αναφορά στον Ντοστογιέφσκι. Μετά την άδικη καταδίκη του σε δεκάχρονη εξορία, μπροστά στον αδερφό του που έκλαιγε είπε τα εξής βαρυσήμαντα:

Αδελφέ μου, δεν είμαστε υπεύθυνοι για όλα όσα μας συμβαίνουν. Είμαστε, όμως υπεύθυνοι για το πώς θα διαχειριστούμε αυτά που μας συμβαίνουν.

Τελειώνοντας το βιβλίο του Ραφαέλ Ζερουσαλμί, μένω με την αίσθηση αυτή: η ζωή είναι σκοπός, δεν είναι μέσο. Και στα τρία δευτερόλεπτα κάθε παρόντος χωράει ίσως μια αιωνιότητα. Ο ήρωας  του βιβλίου, ο Ότο Στάινερ, για τίποτα απ’ ό,τι του συνέβη δεν ήταν υπεύθυνος. Πολλές φορές γλίστρησε στον πειρασμό να δώσει ένα τέλος στην πολλαπλή τραγωδία του. Προτίμησε όμως  τη δεύτερη λύση: να ζήσει ακόμα κοντά δεκατρείς μήνες. Και με τα απλά υλικά μιας δυσβάσταχτης καθημερινότητας να καταθέσει σε όλους μας μια θητεία ζωής. Μια θητεία σ’ έναν κόσμο που αυτομολούσε σχεδόν συλλογικά προς την τραγωδία του. Μόνος, κατάμονος,  ίσως μονάχα με την πίστη και την επιθυμία να σώσει τον Μότσαρτ, κατάφερε να υπάρξει για δώδεκα και κάτι μήνες με έναν μοναδικό εφιάλτη. Με την προφανή πεποίθηση ότι πράττοντας τα ορθά αποκτούσε ταυτόχρονα κι ένα αίσθημα ότι είναι αθάνατος. Και κατά έναν αρχαίο λόγο: «Ου μόνον αρχή άνδρα δείκνυσιν, αλλά και αρχήν ανήρ»

 

Μωυσής Ελισάφ

(1954-2013). Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, καθηγητής παθολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων.

Τελευταία άρθρα από τον/την Μωυσής Ελισάφ

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.