Σύνδεση συνδρομητών

Στην καρδιά του κορεατικού σκότους

Τετάρτη, 25 Ιανουαρίου 2023 00:36
1988. Ο Κιμ Τζονγκ-Ιλ, κληρονομικός ηγέτες της Βόρειας Κορέας, ενός από τα πιο αυταρχικά και πιο άδικα καθεστώτα του πλανήτη, αποθεώνεται από τους στρατιωτικούς, στην πρωτεύουσα της χώρας, την Πιονγιάνγκ.
Υπηρεσία Τύπου της Κορέας
1988. Ο Κιμ Τζονγκ-Ιλ, κληρονομικός ηγέτες της Βόρειας Κορέας, ενός από τα πιο αυταρχικά και πιο άδικα καθεστώτα του πλανήτη, αποθεώνεται από τους στρατιωτικούς, στην πρωτεύουσα της χώρας, την Πιονγιάνγκ.

Άνταμ Τζόνσον, Ο γιος του αφέντη των ορφανών, μετάφραση από τα αγγλικά: Ιωάννα Ηλιάδη, Παπαδόπουλος, Αθήνα 2022, 684 σελ.

Η Καζαμπλάνκα είναι το αισθητικό και ηθικό πρότυπο του διωκόμενου ήρωα σ’ αυτό το οργουελιανό μυθιστόρημα:  επιδιώκει την φυγή της αγαπημένης του από τη Βόρεια Κορέα, αδιαφορώντας για τον λογαριασμό – που, νομοτελειακά, θα πληρώσει ο ίδιος μένοντας πίσω. (Τεύχος 136)

Μιλά η Ήλιος Σελήνη, εθνική ηθοποιός και αοιδός στην όπερα της Βόρειας Κορέας, πρώην ευνοούμενη του δικτάτορα Κιμ Τζονγκ-Ιλ (πατρός και προκάτοχου του σημερινού, Κιμ Γιονγκ Ουν), ο οποίος τη θέλει τώρα ξανά στο πλάι του. Στη συγκεκριμένη σκηνή μπανιάρει μια αμερικανίδα κρατούμενη του καθεστώτος και σε αυτήν τρόπον τινά απευθύνεται. Σημειωτέον ότι η Ήλιος Σελήνη είναι εγγράμματη, ανήκει στην καλλιεργημένη ελίτ της βορειοκορεατικής κοινωνίας, μάλιστα συνθέτει καταπληκτικούς λυρικούς στίχους επί σκηνής, σε μερικές από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου. Λέει λοιπόν:

Ίσως τα δικά μου δεινά με περιμένουν στην άλλη γωνία. Αναρωτιέμαι τι θα υποφέρεις ξανά στην Αμερική, δίχως κυβέρνηση να σε προστατεύει, δίχως κανέναν να σου λέει τι να κάνεις. Αληθεύει ότι δεν σας δίνουν δελτίο, ότι πρέπει να βρίσκετε μόνοι σας την τροφή σας; Αληθεύει ότι μοχθείτε για χάρτινα χρήματα κι όχι για κάποιον ανώτερο σκοπό; Τι είναι η Καλιφόρνια, αυτό το μέρος απ’ όπου κατάγεσαι; Δεν το έχω δει ποτέ μου, ούτε σε φωτογραφία. Τι παίζουν τα αμερικανικά μεγάφωνα, τι ώρα αρχίζει η απαγόρευση κυκλοφορίας σας, τι διδάσκουν στις κολεκτίβες ανατροφής παιδιών; Πού μπορεί να πάει μια γυναίκα τα παιδιά της τις Κυριακές τ’ απογεύματα, κι αν μια γυναίκα χάσει τον σύζυγό της πού ξέρει αν η κυβέρνηση θα της ορίσει έναν καλό αντικαταστάτη; Τίνος την εύνοια θα έπρεπε να κερδίσει για να είναι σίγουρη ότι τα παιδιά της θα είχαν τον καλύτερο αρχηγό στην Ομάδα Νέων;

Και συνεχίζει επιτακτικά σφίγγοντας με αγωνία τα χέρια της κρατουμένης: 

Πώς λειτουργεί μια κοινωνία χωρίς έναν πατέρα ηγέτη; Πώς μπορεί μια πολίτης να ξέρει τι είναι το καλύτερο αν δεν έχει ένα αγαθοεργό χέρι να την καθοδηγεί;

Πώς αλήθεια; Αντιστέκομαι στον πειρασμό να σχολιάσω οτιδήποτε από το σαρκαστικό όσο και τραγικό αυτό παράθεμα, αλλά συνοψίζει τον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας και την παθητική στάση μιας ολόκληρης κοινωνίας, της τελευταίας κομμουνιστικής, που λατρεύει τον μοναδικό ηγέτη, και η οποία στην πραγματικότητα είναι ό,τι κοντινότερο διαθέτουμε σήμερα στο οργουελιανό πρότυπο.

 

Μια απέραντη φυλακή

Ο Άνταμ Τζόνσον, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, περιγράφει με ανατριχιαστική ακρίβεια την καθημερινότητα των πολιτών της χώρας αυτής, τον τρόπο που διδάσκονται ολημερίς πώς να προσλαμβάνουν της πραγματικότητα, την έλλειψη κάθε είδους αξιόπιστης πληροφορίας, τη μονολιθική παιδεία, την ύπαρξη κρατικών μεγαφώνων σε κάθε σπίτι και χώρο εργασίας που εκπέμπουν μέχρι την καθολική συσκότιση στις εννιά κάθε βράδυ, την τραγική έλλειψη τροφίμων,   φαρμάκων και κάθε είδους αγαθών. Κυρίως όμως περιγράφει με ανατριχιαστική ακρίβεια τη μετατροπή της χώρας σε μια απέραντη φυλακή, χωρίς δικαστικό σύστημα, χωρίς επικοινωνία με τον έξω κόσμο, με απαλοιφή της ταυτότητας των έγκλειστων, οι οποίοι απλούστατα διαγράφονται από τα κατάστιχα: δεν έχουν υπάρξει ποτέ.

Υπάρχουν στο βιβλίο απίστευτες σκηνές λιμού όπου οι πολίτες βράζουν κλεμμένα άνθη για να φτιάξουν μια σούπα, βόσκουν κατσίκες στις ταράτσες τους και σφάζουν σκυλιά για το κρέας τους. Υπάρχουν οι ανήμποροι γονείς ενός ανακριτή  που τον προσφωνούν «πολίτη» μέσα στο ίδιο του το σπίτι, μήπως κάποιος τους παρακολουθεί. Υπάρχει μαζική διοχέτευση των ωραίων κοριτσιών από την επαρχία στην πρωτεύουσα Πιονγκ Γιανγκ προκειμένου να αφιερωθούν στην καλοπέραση των αξιωματούχων του κόμματος. Υπάρχουν επιχειρήσεις απαγωγής Ιαπώνων για κατασκοπευτικούς και άλλους λόγους. Διαρκής εκφώνηση συνθημάτων μίσους κατά των ΗΠΑ, της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας. Υπάρχουν ακόμα εκτεταμένες μαύρες αγορές, και αρπαγές από τους κρατουμένους των τελευταίων υπαρχόντων τους. Και κυρίως υπάρχει η λατρεία προς τον λεγόμενο Αγαπητό  Ηγέτη – πηγή των πάντων, της τροφής, των φυτών, του αέρα και, επιπλέον, μουσικοσυνθέτη και συγγραφέα  των σεναρίων για τις  μοναδικές κινηματογραφικές ταινίες που προβάλλονται στη χώρα. Δείγμα του επίσημου λόγου παίρνουμε σε παρένθετα κεφάλαια που παριστάνουν  τα δελτία ειδήσεων, ενώ περιγράφουν λυρικά τα έργα και τις ημέρες του Αγαπητού Ηγέτη.

Σε ό,τι αφορά το ίδιο το στόρι, ο «γιος του αφέντη των ορφανών» είναι ένας μικρός, ο Τζουν Ντο,  που μεγαλώνει σε ένα ίδρυμα πολύ χειρότερο από το έσχατο άσυλο του Καρόλου Ντίκενς. Εκεί προΐσταται ο πατέρας του από τον οποίο υφίσταται όλων των ειδών τα καψόνια για να μην υπάρξει υποψία εύνοιας. Η καλλονή μητέρα του έχει απαχθεί από τις αρχές τις Πιονγκ Γιανγκ για να γίνει τραγουδίστρια ή ό,τι άλλο, και ο πατέρας μαραζώνει στη μνήμη της. Ο Τζουν Ντο σκληραίνει πριν την ώρα του, καθώς η μοίρα που επιφυλάσσεται από το καθεστώς στα ορφανά, ειδικά σε εκείνα που οι γονείς τους έχουν εκτελεστεί, φυλακιστεί  ή εξοριστεί σε κάποια αγροτική κολεκτίβα, είναι η χειρότερη δυνατή. Από μικρά, επιστρατεύονται στην κατασκευή και την ενίσχυση ποτάμιων αναχωμάτων, στον καθαρισμό εργοστασίων από τοξικές ουσίες, στην ολοήμερη δουλειά σε πρωτόγονα ορυχεία. Αργότερα, στη στρατιωτική τους θητεία, εκπαιδεύονται στην κατασκευή οχυρωματικών έργων και στο σκάψιμο στοών κάτω από την αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη με τη Νότια Κορέα. Ειδικά ο Τζουν Ντο εκπαιδεύεται στον υπόγειο πόλεμο των στοών, χωρίς φωτισμό μάλιστα. Λίγο μετά παίρνει ειδική εκπαίδευση ώστε να γίνει απίστευτα ανθεκτικός στον πόνο – κάτι που θα του φανεί ιδιαίτερα πολύτιμο όταν φτάσει η ώρα του βασανισμού του από τις αρχές.

Ανθεκτικός έχει γίνει και στον πόνο της καρδιάς. Του λείπει αφάνταστα η μητέρα του, που τη γνωρίζει μόνο από μια φωτογραφία της, αλλά και ο πατέρας του που έχει πρώιμα εξαφανιστεί προς άγνωστη κατεύθυνση. Αναρωτιέται πώς ζουν οι οικογένειες. Κάποια ώρα τα καθήκοντά του τον οδηγούν σε ένα αλιευτικό σκάφος με αποστολή την απαγωγή Ιαπώνων από τις απέναντι ακτές. Πρόκειται, σημειωτέον, για απολύτως αληθή γεγονότα –όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς κι από το διαδίκτυο– που βρίσκονταν στην ακμή τους τη δεκαετία του 1980. Τα περιστατικά που ακολουθούν είναι τραγελαφικά, κι εδώ το μαύρο χιούμορ του συγγραφέα θριαμβεύει. Σε ένα απ’ αυτά αρπάζουν μια νεαρή κοπέλα που μιλάει στο κινητό της πάνω σε μια προκυμαία και την πετάνε κατ’ εντολή του καπετάνιου στη θάλασσα, για να την περιμαζέψουν οι σύντροφοι από το σκάφος. Η κοπέλα εξαφανίζεται κάτω από τα μαύρα παγωμένα νερά. Όταν ο Τζουν Ντο ρωτάει το μεταφραστή που έχουν μαζί τους τι κραύγαζε η κοπέλα όταν την άρπαξαν, εκείνος απαντά «ότι δεν ήξερε κολύμπι». «Και γιατί δεν το ’πες;» τον ρωτάει. Και η απάντηση: «Μα είχαμε εντολές να τη ρίξουμε στο νερό». Η ακούσια δολοφονία έκτοτε τον στοιχειώνει.

Λόγω της συνέπειας και των ικανοτήτων του, ο Τζουν Ντο στέλνεται σε κομματική σχολή εκμάθησης ξένων γλωσσών. Διοχετεύεται σε ένα κανονικό αλιευτικό καρχαριών και άλλων πολύτιμων αλιευμάτων βαθιάς θαλάσσης, εντεταλμένος να  παρακολουθεί ραδιοσήματα από τον Βόρειο Ειρηνικό, το Βλαδιβοστόκ, την Ιαπωνία, μέχρι και από δύο αμερικανίδες κωπηλάτισσες που κάνουν το γύρο του κόσμου πάνω σε μια λέμβο. Ονειρεύεται τις νύχτες, επικοινωνεί με τους αστερισμούς,  ζει το μεταβαλλόμενο τοπίο του ωκεανού και του ουρανού και οι θαλασσινές σελίδες που ακολουθούν είναι ίσως οι γοητευτικότερες του βιβλίου. Ωστόσο, ο υποπλοίαρχος κλέβει μια μέρα τη σωσίβια λέμβο του σκάφους και αυτομολεί, οπότε το πλήρωμα, προκειμένου να μη θεωρηθεί υπεύθυνο και καταλήξει στα κάτεργα, συμφωνεί να επινοήσει μια ηρωική πράξη με ήρωα τον Τζουν Ντο: ήταν μια αμερικανική φρεγάτα που συνέλαβε τον σύντροφο και τον έριξε στα σκυλόψαρα. Ο Τζουν Ντο έπεσε στα κύματα για να τον σώσει ενώ οι ιμπεριαλιστές κάγχαζαν πάνω από το κατάστρωμα.  Όμως ένα σκυλόψαρο του δάγκωσε άσχημα το μπράτσο και ιδού η απόδειξη. Ο ήρωάς μας θα πρέπει κατά συνέπεια, για του λόγου το αληθές, να βάλει το μπράτσο του στα σαγόνια ενός τέρατος που αγκομαχά κρεμασμένο στο κατάστρωμα καθώς του κόβουν τα πολύτιμα πτερύγιά του.

Και αυτό ακριβώς γίνεται. Πίσω στην πατρίδα γίνεται δεκτός ως εθνικός ήρωας αλλά οι τρομερές πληγές κακοφορμίζουν και αναλαμβάνει αργά, υπό την υφέρπουσα τρυφερότητα της επισήμως χήρας του αυτομολήσαντος συντρόφου, χωρίς επιδέσμους, χωρίς καν οξυζενέ, μόνο με τα άτεχνα ράμματα που του έκανε ο καπετάνιος. Όταν πια συνέρχεται κάπως, η γλυκιά χήρα πρέπει να παραδοθεί στον κομματικά διορισμένο νέο σύζυγό της.

 

Από τη Βόρεια Κορέα στο Τέξας

Ο Τζουν Ντο στέλνεται στη συνέχεια σε ειδική αποστολή στο Τέξας, όπου θα υπάρξει μια μυστική διερευνητική επαφή με έναν γερουσιαστή και την ομάδα του. Ζουν για λίγο μια πραγματικότητα που, απλούστατα, αδυνατούν να συλλάβουν – με μπάρμπεκιου υπό τα αστέρια, μπέρμπον, αυτοκίνητα άλλου επιπέδου, αναίτια μεγάλα σπίτια, αλλά βιώνει και την μέχρις ενός λογικού σημείου εγκαρδιότητα των οικοδεσποτών. Συμπεραίνει ότι οι άνθρωποι εδώ δεν τρώνε τους σκύλους, ότι  τους δίνουν μάλιστα και ονόματα. Ότι μπορούν να δουν όποια ταινία θέλουν. Να πάνε στο νοσοκομείο χωρίς έγκριση από την αρμόδια κομματική επιτροπή. Δεν καταλαβαίνει τίποτα πια, ούτε τον εαυτό του τον ίδιο. Η σύζυγος του γερουσιαστή, που συμβαίνει να είναι γιατρός,  θα περιποιηθεί μάλιστα  τις πληγές του και θα του δωρίσει ένα σκυλί, ενώ  μια πράκτορας, με την οποία έχει αναπτύξει σχέσεις συμπάθειας, του δίνει μια ειδική φωτογραφική μηχανή με την οποία, αν έχει κάτι να της στείλει, η φωτογραφία μεταδίδεται αυτομάτως στην ίδια. Αυτή η επαφή θα οδηγήσει έπειτα από μερικές εκατοντάδες σελίδες στην κορύφωση του δράματος και στη μερική του λύση για την οποία δεν θα μιλήσω για να μη σας χαλάσω την ανάγνωση, πολλώ μάλλον που πρόκειται για ένα εναγώνιο  υπαρξιακό θρίλερ.

Ο ήρωάς μας ζει και άλλα πολλά. Δεδομένου ότι οι επίσημες συνομιλίες δεν έχουν πάει καλά, κατά  την επιστροφή τους από την Αμερική με ένα παμπάλαιο σοβιετικό  Tουπόλεφ, τα μέλη της απομονώνονται, ανακρίνονται και εξαφανίζονται. Ο Τζουν Ντο μεταφέρεται σε ένα φριχτό ορυχείο ουρανίου όπου, μεταξύ άλλων, οι ετοιμοθάνατοι αποστραγγίζονται από το αίμα τους. Από δω και πέρα, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, η καθαυτή αφήγηση σπάει στα δύο. Από τη μια έχουμε την πρωτοπρόσωπη μαρτυρία ενός ανακριτή, ανθρώπου που ακολουθεί καινοτόμες, ήπιες μεθόδους με τις οποίες προσπαθεί να συνθέσει τη βιογραφία των βασανισμένων έγκλειστων, παρότι κανείς δεν θα τη διαβάσει. Βρίσκεται σε πλήρη  αντίθεση με τους παραδοσιακούς ξυλοδαρμούς και τους ακραίους βασανισμούς της αντίπαλης, παραδοσιακής φατρίας. Ο άνθρωπος αυτός σταδιακά θα ταυτισθεί με τον Τζουν Ντο, θα θαυμάσει τις αντοχές και το θάρρος του και θα τον θεωρήσει φίλο του, μέχρι το τέλος. Από την άλλη, σε τρίτο πρόσωπο, έχουμε την ίδια τη συνέχεια της καθαυτής ιστορίας. Όπου σταδιακά αποκαλύπτεται μεταξύ άλλων ότι ο Τζουν Ντο επιβίωσε δολοφονώντας σε μια στοά ουρανίου, όταν προκλήθηκε, τον διοικητή Γκα, υπουργό Ορυχείων, ήρωα της πατρίδας, πρωταθλητή του τάε κβο ντο, εκκαθαριστή του στρατού από τους ομοφυλόφιλους διά της μεθόδου του… βιασμού τους, διαβόητο για τη σκληρότητά του και σύζυγο της Ηλίου Σελήνης η οποία του παραδόθηκε από τον υπέρτατο ηγέτη σε ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του. Όμως, η πολυποίκιλη διά βίου εκπαίδευσή του σε όλων των ειδών τους αγώνες επιβίωσης βοηθά τον Τζουν Ντο να νικήσει τον εθνικό πρωταθλητή. Έχει για ίνδαλμά του την εθνική ηθοποιό, χαραγμένη μάλιστα για πάντα με τατουάζ στο στήθος του, οπότε φοράει τη στολή του υπουργού και καταφεύγει σπίτι της ως νέος διοικητής Γκα.

 

Η αποκάλυψη της Δύσης

Από δω και πέρα έχουμε τη σταδιακή προσέγγιση του ζεύγους, όπως και την εξοικείωση με τα δύο παιδιά της, πράγματα που δεν συντελούνται χωρίς τις αναμενόμενες δυσκολίες. Κι αυτά υπό τον διαρκή τρόμο του Αγαπητού Ηγέτη, που επαναδιεκδικεί την ηθοποιό για λογαριασμό του και της συνθέτει νέες όπερες. Ο Τζουν Ντο προσεγγίζει με κατανόηση  τα προδομένα της όνειρα, τη λατρεύει, τη σέβεται, υποκύπτει στους ρυθμούς της. Είναι γι’ αυτόν ένα αρχέτυπο του νου.  Ο συγγραφέας δίνει με μετρημένο λυρισμό  τους τρόπους με τους οποίους την προσεγγίζει ωσότου κατακτήσει την καρδιά της. Στην πορεία, της δείχνει μάλιστα μια ταινία που είχε φέρει κρυφά από την Αμερική. Πρόκειται για την περίφημη Καζαμπλάνκα. Και η Ήλιος Σελήνη καταλαβαίνει ότι οι ταινίες κραυγαλέου σοσιαλιστικού ρεαλισμού που της συνέγραφε ο ίδιος ο Ηγέτης όταν ήταν η ευνοουμένη του είναι για τα σκουπίδια. Διερωτάται στα σοβαρά μήπως όλη η ζωή της πήγε στράφι και αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι ίσως η μοναδική λύση είναι η φυγή. Μόνο που αυτή μοιάζει ανέφικτη. Ή μήπως όχι; Μήπως ο Τζουν Ντο σκοπεύει να γίνει ο Κορεάτης Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ  «που μένει πίσω για να σώσει την αγαπημένη του», όπως συμβαίνει στην ταινία;

Δεν θα απαντήσω για να μη σας προδώσω το σουρεαλιστικό, δραματικό και αισθαντικό   θρίλερ που εξελίσσεται στις τελευταίες, παρατεταμένες κάπως, σελίδες του βιβλίου. Να πω μόνο πως μπορεί σε τελευταία ανάλυση να πρόκειται για μια μετά λόγου φιλοτεχνημένη ευρηματική ιστορία αγάπης, αλλά βέβαια το ενδιαφέρον μονοπωλεί στο μεγάλο μέρος του βιβλίου το ερώτημα: «τι είναι ακριβώς αυτό το καθεστώς;» Βαθύς γνώστης της τοπικής κοινωνίας (υποψιάζομαι λόγω κάποιας καταγωγής, αν και δεν ανακάλυψα τίποτα σχετικό – κι άλλωστε η πολιτική ορθότητα απαγορεύει εσχάτως την όποια μνεία φυλής, χρώματος, προσανατολισμών κ.λπ.), ο Τζόνσον δεν γνωρίζει απλώς καλά τα σχετικά με την κορεατική παράδοση – τη μουσική, τη γλώσσα, τις συνήθειες, τη διατροφή και άλλα πολλά που πιθανότατα τα συναντάς και στη δημοκρατική Νότια Κορέα. Γνωρίζει επιπλέον το πολιτισμικό βάθος των απολυταρχικών, ασιατικής έμπνευσης ολοκληρωτισμών, τη δόμηση του κυρίαρχου λόγου, την εσωστρέφεια, την εργαλειοποίηση της Ιστορίας, την κατασκευή εχθρών με στόχο τη διατήρηση στην εξουσία, την ολοσχερή παράδοση στον ηγέτη είτε είναι ο αυτοκράτορας είτε το Κόμμα. Τα παραδείγματα πολλά, ακόμα, σήμερα. Επιπλέον, η έρευνα που έχει κάνει σε βάθος για περιστατικά της πρόσφατης ιστορίας, για την ατμόσφαιρα της Πιονγκ Γιανγκ, για το στρατό, την εξορυκτική δραστηριότητα, τη βιομηχανία, τις συνθήκες ζωής στην επαρχία και στους αγρούς της χώρας κάνουν το επίτευγμά του αξιοθαύμαστο.

Η αντιπαράθεση με την αμερικανική κουλτούρα, η πλήρης ακατανοησία αλλά και η γοητεία που ασκεί αυτή στους κορεάτες ηγέτες δίνονται με αφηγηματική πλαστικότητα: μέχρι και σκηνές γουέστερν μιμούνται κατ’ ιδίαν, ενώ κατά την ανταπόδοση της επίσκεψης του γερουσιαστή  κατασκευάζεται ένα ολόκληρο ράντσο του Τέξας με όλα τα συμπράγκαλα, ενώ ετοιμάζεται και διατροφική βοήθεια με αποδέκτες τους λιμοκτονούντες Αμερικανούς. Το πως γίνεται αποδεκτή αυτή η άλλη πραγματικότητα από τον πληθυσμό είναι ένα κυρίαρχο όσο και δύσκολο να απαντηθεί ερώτημα του βιβλίου, που όμως  προσεγγίζεται ικανοποιητικά διά της ευφυούς, αναπαραστατικής γραφής. Αυτό είναι πραγματικά σπουδαίο. Ακόμη και η ψυχική διαφυγή των ηρώων μέσω μουσικών συνθέσεων δίνεται με τόση επάρκεια, που οι μελωδίες σχεδόν ηχούν στα αυτιά μας –  κι ανάθεμα αν έχουμε την παραμικρή ιδέα για τον κορεατικό μουσικό λυρισμό.

Το βιβλίο ρέει παρά τον όγκο του, χάρη και στην πολύ καλή μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη. Μπορεί να  μοιάζει στην αρχή με βουνό που πρέπει να σκαρφαλώσεις αγκομαχώντας, αλλά σύντομα δικαιώνεται. Στο κάτω κάτω δεν πρόκειται μόνο για τη Βόρεια Κορέα, αλλά για ευρύτερα και εξαιρετικά επίκαιρα ζητήματα. Πρόκειται για την παραποίηση της αλήθειας, για την κατασκευή παράλληλων πραγματικοτήτων, για το δομικό ψεύδος, την προπαγάνδα, τον εθνικισμό – πράγματα από τα οποία θα ταλαιπωρηθούμε πολύ τα χρόνια που έρχονται, ατυχώς, και στη δημοκρατική Δύση – τα παρόντα δείγματα γραφής σε ποικίλα σημεία του πλανήτη είναι ξεκάθαρα.

Επί του συγκεκριμένου πάντως, όπως ξανατόνισα, πάνω απ’ όλα πρόκειται για σπουδαίο λογοτεχνικό βιβλίο με ζητούμενο προαιώνιες συντεταγμένες, όπως ο έρωτας, η αγάπη, η πίστη, το θάρρος, η επιμονή και, κυρίως, η θυσία. Δικαίως ο Άνταμ Τζόνσον κέρδισε με αυτό το βιβλίο το βραβείο Πούλιτζερ του 2013.

corea camp

Κιμ Κουάνγκ-Ιλ / ΟΗΕ    

Το μαρτύριο «του περιστεριού». Ένα από τα σχέδια που υποβλήθηκαν στα Ηνωμένα Έθνη, κατά τις μαρτυρίες του πρώην κρατούμενου στη Βόρεια Κορέα Κιμ Κουάνγκ-Ιλ, ο οποίος περιέγραψε λεπτομερώς τις μεθόδους βασανιστηρίων που είδε κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, έπειτα από πολλή ώρα σε αυτή τη στάση, τον χτύπησαν με κλοτσιές και γροθιές στο στήθος ώσπου να κάνει εμετό με αίμα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα στη χώρα αυτή παραβιάζονται συστηματικά με βαναυσότητα.

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.