Σύνδεση συνδρομητών

Το τρένο στο χείλος του γκρεμού

Παρασκευή, 20 Ιανουαρίου 2023 07:27
 O Ζωρζ Σιμενόν το 1965.
Jack de Nijs / Anefo
O Ζωρζ Σιμενόν το 1965.

Ζωρζ Σιμενόν, Το τραίνο, μετάφραση από τα γαλλικά: Αργυρώ Μακάρωφ, Άγρα, Αθήνα 2022, 210 σελ.

 Την ώρα που εισβάλλουν στη Γαλλία οι ναζί, σύζυγος στέλνει την έγκυο γυναίκα του με ασφαλές τρένο σε ασφαλή προορισμό και ο ίδιος την ακολουθεί με μια πιο αργή, εμπορική αμαξοστοιχία. Εκεί, από καθυστέρηση σε καθυστέρηση, σε μια συνθήκη όπου οι άνθρωποι δεν έχουν ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, θα συναντήσει μια γυναίκα με την οποία θα ζήσουν ένα έντονο βράδυ. Υπάρχει λοιπόν ζωή για ανθρώπους πριν τους καταπιεί η αδηφάγος νύχτα της Ιστορίας; Τεύχος 137

Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε

μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες

κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα

εκείνου του ανθρώπου

κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη

μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε

μέσα στη φυγή.

                                                                    Γιώργος Σεφέρης, «Φυγή»

Όταν, τον Μάιο του 1940, ο 32χρονος  Μαρσέλ Φερόν, που ζει με τη σύζυγό του Ζαν σ’ ένα γαλλικό χωριό στα σύνορα με το Βέλγιο, πατέρας ενός τετράχρονου κοριτσιού και με την γυναίκα του σε κατάσταση προχωρημένης  εγκυμοσύνης, ακούει στο εργαστήριό του από το ράδιο (η δουλειά του είναι επιδιορθωτής και έμπορος ραδιοφωνικών συσκευών) πως άρχισε η ναζιστική επίθεση αισθάνεται, όσο παράλογο κι αν ακούγεται, ανακούφιση! Βρισκόμαστε στο σύμπαν του Ζωρζ Σιμενόν όπου οι αντιδράσεις, οι συμπεριφορές και τα συναισθήματα των  ηρώων συχνά αντιστρατεύονται την πραγματικότητα. Φιλάσθενος, κουβαλώντας από  την παιδική ηλικία ένα βαρύ οικογενειακό τραύμα που αφορά τη μητέρα του, μέτριος και μετρημένος, παγιδευμένος σ’ έναν συμβατικό γάμο, χωρίς έρωτα (παντρεύτηκε την πρώτη γυναίκα που έριξε πάνω του το βλέμμα της), βυθισμένος σε μια σχεδόν ληθαργική ζωή, χωρίς πάθη και συγκινήσεις και υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του αυταρχικού πεθερού, ζει στο κατώφλι της ζωής… περιμένοντας να συμβεί κάτι.

Αυτός ο πόλεμος που ξέσπασε ξαφνικά, μετά από ένα χρόνο ψεύτικης ύφεσης, ήταν μια προσωπική υπόθεση ανάμεσα στη μοίρα και σε μένα.

 

Ούτε παρελθόν ούτε μέλλον

Εν προκειμένω, δεν κάνει τίποτα διαφορετικό απ’ αυτό που κάνουν οι περισσότεροι κάτοικοι της μικρής κωμόπολης: πηγαίνει με την οικογένειά του στο σταθμό για να φύγουν με κάποιο τρένο μακριά από την απειλή που προελαύνει. Αυτή που αναλαμβάνει δράση είναι η μοίρα με τη μορφή του απρόβλεπτου, καθώς χωρίζει την οικογένεια επιβιβάζοντάς τους αρχικά σε διαφορετικά βαγόνια και εντέλει σε διαφορετικά τρένα. Το ασφυκτικά γεμάτο τρένο εμπορευμάτων με το οποίο ταξιδεύει γίνεται μια μεταφορά, ένα είδος προσομοίωσης μιας ακραίας και χαοτικής κατάστασης στην οποία δεν υπάρχουν σταθερές μεταβολές: αργοσέρνεται ή παραμένει για ώρες σταματημένο σε δευτερεύουσες γραμμές ή στη μέση του πουθενά, αλλάζοντας συνεχώς φόρμα καθώς βαγόνια συνδέονται και αποσυνδέονται, ταξιδιώτες ανεβοκατεβαίνουν συνεχώς, υπό τον ήχο των  πυρών των γερμανικών αεροπλάνων – ακούμε τον πόλεμο αλλά δεν τον βλέπουμε. Ο Μαρσέλ καθισμένος πάνω στο μπαούλο του παραμένει ατάραχος  σαν να  βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα, σε πλήρη  αναντιστοιχία με ό,τι συμβαίνει γύρω του· ανησυχεί περισσότερο μήπως χάσει τα γυαλιά του –καθότι βαριά μύωψ– και για τις κότες του που άφησε στον γείτονα, παρά για την γυναίκα και το παιδί του με τους οποίους  έχει χαθεί· τον κατακλύζει ένα είδος αποστασιοποίησης, στα όρια της απάθειας, σε σχέση με το χάος που τον περικυκλώνει και ταυτόχρονα είναι παραδομένος  σε μια κατάσταση αναμονής της εκπλήρωσης μιας προσδοκίας: πώς και πότε θα συμβεί επιτέλους αυτό που περιμένει, χωρίς καν να ξέρει τι μπορεί να είναι αυτό;

Και πράγματι η μοίρα εμφανίζεται με τη μορφή μιας νεαρής μαυροντυμένης κοπέλας που ταξιδεύει στο ίδιο βαγόνι με κείνον, μόνη και χωρίς την παραμικρή αποσκευή. Tα βλέμματα που ανταλλάσουν, διστακτικά, αμήχανα και σαστισμένα, δεν είναι παρά τα βήματα που καλύπτουν τη μικρή απόσταση που τους χωρίζει. Μέσα στο στενόχωρο βαγόνι, γεμάτο από άνδρες και γυναίκες που δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει «δεν υπήρχαν πλέον κανόνες ούτε σημεία αναφοράς» και σταδιακά κάθε έννοια ηθικής αναστολής, κοινωνικών συμβάσεων ή συμβιωτικών κανόνων υποχωρεί, καταλύεται μπροστά στο φάσμα του χαμού και στο φόβο του θανάτου· μια κατάσταση εντροπίας  αρχίζει να κυριαρχεί και τα «χαμηλά» ένστικτα παίρνουν το πάνω χέρι.

Το νυχτερινό ερωτικό σμίξιμο του Μαρσέλ και της Άννας  γίνεται μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ανάμεσα σε άγνωστους συνταξιδιώτες, δύο ξένοι ανάμεσα σε ξένους, εκεί πάνω στο σανιδένιο πάτωμα – και δεν είναι το μοναδικό  ζευγάρι μέσα στο βαγόνι.

Ούτε παρελθόν ούτε μέλλον. Μόνο ένα εύθραυστο παρόν, που το καταβροχθίζαμε και το απολαμβάναμε μαζί […]. Όσο για τη σεξουαλική μας πείνα, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν αποτελούσαμε εξαίρεση […]. Δεν είχα περάσει ούτε μια νύχτα που να μην ακούσω κορμιά να κινούνται με προσοχή, λαχανιασμένες ανάσες ή ερωτικούς στεναγμούς.

Δεν υπάρχουν εδώ ερωτικά τρίγωνα, απιστίες, κρυφές συναντήσεις, παράνομα ζευγάρια, μυστικά και ψέματα, ούτε και χώρος για ηθικολογίες.  Η σεξουαλική πράξη δεν είναι παρά η επιβεβαίωση ότι η ζωή συνεχίζει να κυλά πάνω στις ράγες του κόσμου, ότι η αυριανή μέρα θα ξημερώσει. Ταιριάζει γάντι στην περίπτωση η ρήση του Ζωρζ Μπατάιγ:  «μπορούμε να πούμε για τον ερωτισμό ότι είναι η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής». Οι ερωτικές σκηνές ανάμεσά τους (καμουφλαρισμένες με μεγάλη δραματουργική μαεστρία, υποβλητικές και εξόχως ατμοσφαιρικές) και η αχαλίνωτη ερωτική επιθυμία που ξεσπά, είναι από τις πιο έντονες στο έργο του: ισάξιες αν όχι ανώτερες από εκείνες του Μπλε δωματίου ή του Γράμματος στον δικαστή μου, κι αυτό γιατί υπάρχει ανομολόγητη, αλλά πλήρης, η επίγνωση του αναπότρεπτου τέλους.

Καθώς ο Σιμενόν έχει  επικεντρώσει την προσοχή του εξ ολοκλήρου πάνω τους, στην διάρκεια της διαδρομής με το   τρένο, ουσιαστικά δεν υπάρχουν δευτερεύοντες χαρακτήρες και ρόλοι – τόσο πολύ σημαντικοί δραματουργικά στα άλλα του βιβλία, παρά μόνο σποραδικά πορτρέτα, μικρές μινιατούρες των συνεπιβατών, αλλά παρ’ όλα αυτά μοναδικής ευκρίνειας· παράλληλα αναδύεται ανάγλυφα και η ανθρωπογεωγραφία των μικρών χωριών, μέσα από τις πολυάριθμες στάσεις που κάνει το τρένο διασχίζοντας τη Γαλλία από τις Αρδέννες ώς τις ακτές του Ατλαντικού.      

Ο συγγραφέας από τη Λιέγη βάζει τους δύο ήρωες να καβαλήσουν, μέσα στον όλεθρο, ένα κύμα ευτυχίας, κλείνοντάς τους σε μια εφήμερη ερωτική κάψουλα εκτός τόπου και χρόνου, η οποία όμως είναι προορισμένη νομοτελειακά να σπάσει. Αυτή η απελευθέρωση της ενέργειας του σεξουαλικού ενστίκτου, ως φορέας ζωής και συνάμα καταστροφής, είναι ο βαθύτερος πυρήνας του έργου. Βαθιά αμοραλιστής ο Σιμενόν –στο επίπεδο του Σελίν για να συνεννοούμαστε–, απεχθάνεται κάθε μορφή ηθικής κρίσης και αποτίμησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Γι’ αυτό και στο έργο του τα πρόσημα των ηρώων (θετικά ή αρνητικά), όταν υπάρχουν, σπάνια μένουν σταθερά και αναλλοίωτα.

 

 Αποσταθεροποιητικός

Ακόμα πρέπει να αναφερθεί πως πίσω απ’ αυτό το βιβλίο, που τον απασχολούσε σχεδόν μια εικοσαετία και το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε σε 10 συνέχειες στο περιοδικό Le Nouveau Candide, από τις 4 Μαῒου έως τις 6 Ιουλίου 1961, και αμέσως μετά σε αυτόνομο τόμο, υπάρχει και το προσωπικό βίωμα: ακριβώς την περίοδο στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, ο Σιμενόν ήταν  υπεύθυνος στη Λα Ροσέλ ενός καταυλισμού υποδοχής προσφύγων  που έφταναν σιδηροδρομικώς από το Βέλγιο. Η αφηγηματική οικονομία της γραφής είναι (όπως εξάλλου και σε όλα του τα έργα) εντυπωσιακή. Λέει ο ίδιος: «Το επικίνδυνο ήταν να βάλω στο βιβλίο περισσότερα απ’ όσα έπρεπε».

Έργο αποσταθεροποιητικό για τον ανυποψίαστο αναγνώστη, από τα πιο μαύρα και πιο σκληρά του συγγραφέα, μ’ έναν ερωτισμό υπόκωφο όσο και διάχυτο και με δεδομένη τη μοναδική ικανότητά του να διεισδύει στις πιο κρυφές και σκοτεινές γωνιές του ψυχισμού των ηρώων του: είναι ο ίδιος ο Μαρσέλ που αφηγείται με λεπτομέρειες τη ζωή του (ενώ για τη γυναίκα μαθαίνουμε ελάχιστα).

Το βιβλίο είναι κεντημένο ψιλοβελονιά και με μεγάλη δραματουργική δεξιοτεχνία.  Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση με την τρομερή της αμεσότητα «εξαναγκάζει» όποιον ανεβαίνει σ’ αυτό το αναγνωστικό τρένο να μπει ολοκληρωτικά μέσα στην ιστορία. Το τρένο μιλά για δυο λιγομίλητες μοναξιές που, χάρη σ’ ένα καπρίτσιο της μοίρας, μπαίνουν ψυχή τε και σώματι ο ένας μέσα στον άλλο, ζώντας για λίγο στον Παράδεισο, προτού επιστρέψουν ο καθένας στα κελιά της δικής του φυλακής, που ανοιχτά τους περιμένουν.

Όταν το τρένο τερματίσει τη διαδρομή του στην παραθαλάσσια πόλη της Λα Ροσέλ, θα αποχωριστούν με την επίγνωση ότι και το δικό τους ταξίδι έλαβε οριστικά τέλος. Και καθώς εκείνος θα βαδίζει προς το  μαιευτήριο για να δει το νεογέννητο παιδί του, δηλαδή προς ένα γνωστό παρελθόν, συγκεκριμένο παρόν και προβλέψιμο μέλλον, η Άννα θα τρέξει πίσω του και θα του ψιθυρίσει: «Ήμουν ευτυχισμένη μαζί σου». Λόγια –καρφιά πυρωμένα– που ο Μαρσέλ θα ακούσει για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του.

Στο αναπάντεχο τέλος, την τσέχα εβραία Άννα Κούπφερ θα την καταπιεί η ζοφερή νύχτα της Ιστορίας κι εκείνος, ένας άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, θα χαθεί μέσα στο αδιαφοροποίητο γκρίζο, στην άχρωμη καθημερινότητα της ίδιας πάντα μέρας.

 

Θωμάς Λιναράς

Κριτικός κινηματογράφου. Πρόσφατα βιβλία του: Κινηματογραφικά δεινά. Από τον Βιμ Βέντερς στον Γιασουχίρο Όζου (2015), Stalker. Το μεγάλο πουθενά (2018).

Τελευταία άρθρα από τον/την Θωμάς Λιναράς

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.