O O O that Shakespeherian Rag—
It’s so elegant
So intelligent
T. S. Elliot, The Waste Land
Ι.
Στο μητρώο ταφής του Στράτφορντ-απόν-Έιβον έχει καταχωριστεί ο ενταφιασμός του Hamnet, filius William Shakspere, με ημερομηνία 11 Αυγούστου 1596. Ο Άμνετ, ο μονάκριβος γιος του Βάρδου πέθανε εκείνη τη μέρα σε ηλικία 11 ετών από άγνωστη αιτία, αλλά πιθανότατα από την βουβωνική πανώλη που θέριζε εκείνες τις εποχές. Ο πατέρας του, όταν αρρώστησε ο γιος του απουσίαζε στο Λονδίνο, όπου έφτιαχνε την καριέρα του: «Πρέπει να πας στον Λονδίνο» είχε προτρέψει τον άντρα της, προγυμναστή των λατινικών τότε, η γυναίκα του η Ανν, όταν εκείνος δίσταζε φοβούμενος την αποτυχία. Ο προγυμναστής των λατινικών πήγε στο Λονδίνο, αφήνοντας στο Στράτφορντ γυναίκα και τρία παιδιά και έγινε ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ ο πλέον ευφραδής θεατρικός συγγραφέας και ποιητής, επιστρέφοντας πού και πού στην πόλη του σχεδόν ως επισκέπτης.
Ο Σαίξπηρ έκανε μια φρενήρη κούρσα επιστροφής, δύο μέρες με το άλογο, για να προλάβει. Μπορεί να πρόλαβε την ταφή του γιου του, μπορεί και όχι — για να επιστρέψει αμέσως μετά στο Λονδίνο, να συνεχίσει να συγγράφει, να σκηνοθετεί και να παίζει στο θέατρο. Τέσσερα χρόνια αργότερα έγραψε την πιο διάσημη τραγωδία του (σήμερα, αλλά όχι παλιότερα όταν άλλα έργα του ήταν πιο δημοφιλή), τον Άμλετ.
ΙΙ.
«Τι περίεργη σύμπτωση!» αποθαύμαζαν οι μελετητές του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Πόσο μοιάζουν ο τίτλος της πιο γνωστής τραγωδίας του με το όνομα του μονάκριβου γιου του που πέθανε το 1596, στα 11 του χρόνια! Είναι όντως σύμπτωση; Στο 16ο αιώνα η ορθογραφία και η προφορά δεν ήταν σταθερές και εξελισσόταν ταχύτατα· για παράδειγμα, έχουμε 6 διαφορετικές υπογραφές του Σαίξπηρ, όλες γραμμένες ανόμοια: Shakp, Shaksper, Shakspe, Shakspere, Shaksper, Shakspeare. Εκείνη την εποχή, τα ονόματα Άμλετ και Άμνετ ήταν εναλλάξιμα. Έχει όμως σχέση η θεατρική με την προσωπική τραγωδία; Εμπνεύστηκε ο Σαίξπηρ τον Άμλετ από το θάνατο του γιου του; Βεβαίως, αποφαίνεται η Ο’Φάρελ: π πόνος και οι ενοχές του πατέρα είναι σε μεγάλο βαθμό η γενεσιουργός δύναμη για τον Άμλετ.
Ο Άμνετ είναι ένα βιβλίο για την απώλεια, το πένθος, τη βαθιά λύπη. Ο Σαίξπηρ, ο άνθρωπος με σάρκα και οστά, για τη ζωή του οποίου –σε αντίθεση με τα έργα του– γνωρίζουμε ελάχιστα, αποκτά μια άλλη ζωή, λογοτεχνική αδεία. Το ίδιο και η γυναίκα του η Άγκνες, όπως την ονομάζει ο πατέρας της στη διαθήκη του –που εκείνη την εποχή προφερόταν Άννις—, γνωστότερη σε μας ως Ανν Χάθαγουαιη, κεντρικό πρόσωπο στον Άμνετ, σε πείσμα του τίτλου του βιβλίου που θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ψευδεπίγραφος, σχεδόν μία παραχώρηση στο μάρκετινγκ.
Ωστόσο, στο μυθιστόρημα η Ανν δεν εμφανίζεται όπως έχει περιγραφεί από πολλούς μελετητές του έργου του Σαίξπηρ ως μια μάλλον άσχημη, αγράμματη και ασήμαντη γυναίκα (σεξισμός!, θα φωνάξουν ορισμένοι μεταγενέστεροι), άλλα ως ένα πλάσμα γεμάτο δύναμη και υπερφυσικά χαρίσματα, μια θεραπεύτρια και θεραπαινίδα της φύσης. Η Ο’Φάρελ τής εμφυσά μια διαφορετική πνοή (ένα δάνειο που αναγνωρίζει ότι οφείλει στην Ζερμέν Γκρηρ), πλάθοντάς την σαν ένα ξωτικό του δάσους και μια ισχυρή παρουσία στο πλευρό του συζύγου της. Πολλά μάλιστα από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ένα pastiche από τις ηρωίδες των έργων του Σαίξπηρ.
Αυτή, η μητέρα, και όχι τόσο ο πατέρας, είναι εκείνη που θρηνεί ανείπωτα, βαθιά και ενοχικά τον θάνατο του Άμνετ, του γιου της. Το βαθύ πένθος για την απώλεια σε αυτή την τρυφερή ηλικία το βιώνει η Άγκνες, και είναι αβάσταχτο γι’ αυτήν, αν και εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι είναι δύσκολο να φανταστούμε το παρελθόν με τα μάτια του τώρα και ασυναίσθητα του δίνουμε σημερινά χαρακτηριστικά. Στην Αγγλία του τέλους του 16ου αιώνα, ένα στα τρία παιδιά πέθαινε πριν φτάσει την ηλικία των 10 ετών, και το πένθος για ένα τόσο συχνό γεγονός το βίωναν διαφορετικά απ’ ό,τι σήμερα.
ΙΙΙ.
Όταν αρχίζει η εξιστόρηση βρισκόμαστε στο 1596. Ο μικρός Άμνετ μπαίνει στο σκοτεινό και άδειο σπίτι του· αυτή η σκοτεινιά και η ησυχία είναι απειλητική. Ανακαλύπτει ότι η αγαπημένη του δίδυμη αδελφή, η Τζούντιθ, έχει αρρωστήσει. Τα συμπτώματα στο σώμα της είναι ανησυχητικά: κάτι εξογκώματα μεγάλα σαν αυγά ορτυκιού, ένα στο λαιμό της, ένα άλλο στον ώμο της. Είναι τα τρομερά σημάδια της βουβωνικής πανώλης που έχει καταφθάσει στην πόλη, αλλά ο Άμνετ δεν το ξέρει, ούτε το Στράτφορντ. Η Τζούντιθ, ωστόσο, είναι σοβαρά. Ο φόβος του θανάτου, όχι του δικού του αλλά της αδελφής του, τον κατακλύζει και ψάχνει να βρει τη μάνα του τη θεραπεύτρια, τη βοτανίστρια, αυτήν που εμπιστεύεται όλη η πόλη. Αν μπορεί κάποιος να κάνει καλά την Τζούντιθ είναι μόνον εκείνη με τα μαγικά της βοτάνια και τα καταπλάσματα. Η Τζούντιθ θα γίνει καλά, αλλά ο Άμνετ θα μολυνθεί και δεν θα γλιτώσει.
Η διήγηση συνεχίζεται με διαρκείς παρεκβάσεις ανάμεσα στην παιδική ιστορία της Άγκνες, τη γνωριμία της με τον άντρα της και την αρχή του δύσκολου γάμου τους, το αγωνιώδες τέλος του Άμνετ, την πλημμυρίδα συναισθημάτων που φέρνει ο θάνατός του, και όσα επακολούθησαν μέχρι την πρώτη παράσταση του Άμλετ στο Λονδίνο.
Το βιβλίο αποτελεί και μια σπουδαία σπουδή στη διδυμότητα, αυτή τη στενή και μυστηριώδη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο βρέφη που μοιράστηκαν την ίδια μήτρα. Η Τζούντιθ θέλει να πάρει εκείνη τη θέση του Άμνετ, να πάρει εκείνην ο Χάρος. Και ο Άμνετ με μία σχεδόν υπερφυσική αίσθηση νιώθει την ασθένεια της Τζούντιθ από την αρχή και ανησυχεί γι’ αυτήν. Και όταν ο Άμνετ χάνεται, χάνεται και αυτή η σχέση μεταξύ τους. «Πώς λέγεται ένας δίδυμος που έχει χάσει τον αδελφό του;», ρωτάει η Τζούντιθ τη μάνα της. Νιώθει ότι έχει χαθεί ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού της.
Η Ο’Φάρελ ζωντανεύει πολύ καλά τον τρόμο του αόρατου εχθρού, της πανώλης, καθώς τρυπώνει μέσα στα σπιτικά του Στράτφορντ και αποδεκατίζει αδιάκριτα μωρά, παιδιά, μεγάλους, γέροντες. Γενικότερα, η συγγραφέας είναι εξαιρετική στις περιγραφές, που μεταφέρουν τους ήχους, τα χρώματα και κυρίως τις οσμές της ελισαβετιανής Αγγλίας, χωρίς να πέφτει σε πολυχρησιμοποιημένα στερεότυπα. Μερικές φορές όμως το παρακάνει, ιδιαίτερα με τον ρητορικό κανόνα των τριών, περιγράφοντας δηλαδή το ίδιο πράγμα με τρεις διαφορετικούς τρόπους, όπως όταν «ο άνεμος χαϊδεύει, ανακατώνει, ταράζει τη μάζα των φύλλων» ή «το δέντρο ανταποκρίνεται στη φροντίδα του ανέμου […] λυγίζοντας και ριγώντας και τινάζοντας τα κλαριά του», όλα στην ίδια παράγραφο. Είναι κάτι που όταν πρωτοπέσει στην αντίληψή σου είναι δύσκολο να μην το προσέχεις καθώς συνεχίζεις την ανάγνωση.
Και έτσι ξαφνικά, στο τσάκισμα της μέσης του βιβλίου, η κύρια αφήγηση παγώνει και ένας ψύλλος που ταξιδεύει αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο. Σε ένα συναρπαστικό κεφάλαιο 15 μόλις σελίδων, η Ο’Φάρελ ιχνηλατεί την πορεία της βουβωνικής πανώλης, από ένα λάθος σε ένα υαλουργείο του Μουράνο, μέχρι το Στράτφορντ. Το κύμα που σπρώχνει τις επιδημίες –τότε και τώρα– είναι το εμπόριο και τα ταξίδια. Για να αρρωστήσουν η Τζούντιθ και ο Άμνετ πρέπει να συμβεί μια ατυχής αλληλουχία γεγονότων, μικρών, αλλά το καθένα τους με καθοριστική σημασία. Μόλις ο ενετός υαλουργός αφαιρεθεί στιγμιαία και τσουρουφλίσει τα χέρια του από τις καυτές γυάλινες χάντρες που φυσάει, ο μηχανισμός θα τεθεί σε κίνηση: οι χάντρες θα συσκευαστούν με κουρέλια και όχι με πριονίδι και άμμο, όπως γινόταν πάντα· αργότερα, ο νεαρός καμαρότος ενός εμπορικού πλοίου θα γοητευτεί στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας από μια μαϊμού, ένα ζώο που βλέπει για πρώτη φορά, και ένας μολυσμένος ψύλλος θα πηδήξει από το ζώο και θα κρυφτεί στο κόκκινο πανί που το αγόρι έχει δεμένο στο λαιμό, δώρο της καλής του. Ο ψύλλος αυτός και οι απόγονοί του θα πολλαπλασιαστούν και θα σπείρουν, με τη βοήθεια των καραβίσιων αρουραίων, θανατικό: πρώτα οι γάτες, μετά οι ναύτες. Κατόπιν θα τρυπώσουν στα κουτιά με τις χάντρες, στο αμπάρι, και θα φωλιάσουν στα κουρέλια που τις προστατεύουν.
Οι χάντρες θα φτάσουν στην ώρα τους στο σπίτι μιας κεντήστρας στο Στράτφορντ. Τις περιμένει ανυπόμονα για να τις ράψει στο νέο φόρεμα μιας πλούσιας πελάτισσας, να είναι έτοιμο για τη γιορτή της σοδειάς. Εκείνη τη στιγμή η Τζούντιθ, που τη βοηθά με το ράψιμο και συμμαζεύει τα πολύχρωμα ξέφτια, μπαίνει στο σπίτι και εκστασιάζεται: «Να τις δω; Μπορώ; Δεν κρατιέμαι». Καθώς πιάνει τις χάντρες millefiori στα δάχτυλά της, γοητευμένη, αυτή η αλυσίδα θα κλείσει και θα ανοίξει μία άλλη, των θλιβερών γεγονότων.
ΙV.
Μπορεί η Ο’Φαρελ να πιστεύει ότι χωρίς τον Άμνετ και τον άγουρο θάνατό του δεν θα υπήρχε Άμλετ, αλλά είναι έτσι; Παρατηρούμε ότι στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν από τον χαμό του Άμνετ μέχρι τον Άμλετ, ο Σαίξπηρ έγραψε μερικές από τις πιο εύθυμες κωμωδίες του: τις Εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ, το Πολύ κακό για το τίποτα, το Όπως σας αρέσει. Επιπλέον, ένα έργο δεν δημιουργείται μονοσήμαντα. Ο Άμλετ είναι ένα θεμελιώδες κείμενο που χρησιμοποίησαν, μεταξύ άλλων, ο Σίγκμουντ Φρόυντ, o Φρίντριχ Νίτσε, ο Θίοντορ Αντόρνο και ο ιστορικός του Γέιλ Χάρολντ Μπλουμ για την ανάλυση της έλευσης του νεωτερικού ανθρώπου, θεωρώντας ότι η διστακτική του στάση δεν ήταν αναποφασιστικότητα, αλλά σημάδι σύνθετης σκέψης και ανθρωπιάς, και έχει μελετηθεί εκτεταμένα. Ο Φρόυντ, θεμελιωτής της ψυχανάλυσης και εξαιρετικά ευρυμαθής, ήταν ενήμερος για αυτή την υπόθεση. Στην Ερμηνεία των ονείρων παρατηρούσε σχετικά: «Όπως όλα τα νευρωσικά συμπτώματα και, μάλιστα, τα όνειρα μπορούν να “υπερ-ερμηνευθούν”, και μάλιστα αυτό επιβάλλεται προκειμένου να γίνουν πλήρως κατανοητά, έτσι και όλα τα δημιουργικά κείμενα είναι προϊόν περισσοτέρων του ενός κινήτρων και περισσοτέρων του ενός ερεθισμάτων στο νου του δημιουργού, και είναι δεκτικά σε πολλαπλές ερμηνείες.» Γι’ αυτόν ο Άμνετ δεν γέννησε τον Άμλετ.
Εκατό χρόνια αργότερα, η καθηγήτρια της Οξφόρδης Έμμα Σμιθ (τα podcast της για τον Σαίξπηρ είναι εξαιρετικά) συμφωνεί με τον Φρόυντ και εξηγεί: Ο Σαίξπηρ βασίστηκε στην ιστορία του Άμλεθ, που είχε γράψει ο Δανός ιστορικός Saxo Grammaticus, και συνεπώς δεν συνδέει άμεσα τον Άμλετ με τον Άμνετ. Αν πράγματι ψάχναμε ένα αποτύπωμα της λύπης του Σαίξπηρ στα έργα του θα το βρίσκαμε μάλλον στον Βασιλιά Ιωάννη, που γράφτηκε ακριβώς τη χρονιά που πέθανε ο Άμνετ:
Η θλίψη πλανιέται παντού στο δωμάτιο του χαμένου μου παιδιού,
Ξαπλώνει στο κρεβάτι, περπατάει μαζί μου πάνω-κάτω,
Δείχνει το ωραίο του πρόσωπο, ξαναλέει τα λόγια του,
Μου θυμίζει όλες του τις χάρες,
Γεμίζει τα άδεια ρούχα του με τη μορφή του.
Στο μυθοπλαστικό αφήγημα ο πατέρας, ο Σαίξπηρ, παραμένει στη σκιά και ώρες ώρες πλανιέται σαν φάντασμα. Το όνομά του δεν αναφέρεται ούτε μία φορά, σε καμία από τις 392 σελίδες, σαν μια τιμωρία θα ’λεγε κανείς επειδή παράτησε την οικογένειά του και πήγε στο Λονδίνο για να κάνει καριέρα θεατρίνου και να αφεθεί σε άλλες αγκαλιές. Ο Βάρδος είναι «ο προγυμναστής των λατινικών», «ο πατέρας», «ο γιος» «ο σύζυγος», «αυτός», «εκείνος». Όχι όμως ο Oυίλλιαμ Σαίξπηρ. Αν όμως δεν υπήρχε εκείνος, δεν θα υπήρχε ούτε και ιστορία για να τη διηγηθεί η Μάγκι Ο’Φάρελ, κερδίζοντας το βραβείο «Best Women’s Fiction» του 2020 για τον Άμνετ.
Ο Άμνετ ευτύχησε στα ελληνικά στα χέρια του έμπειρου μεταφραστή Αύγουστου Κορτώ. Η ζωηρή, συχνά λαχανιασμένη πρόζα της Ο’Φάρελ αποδίδεται πιστά, ακόμη και όταν χρησιμοποιούνται λέξεις και εκφράσεις της ελισαβετιανής εποχής. Υπάρχουν μικρές εξαιρέσεις: όταν π.χ. ο αδελφός της Άγκνες, ένας προβατάρης χωρικός, ρωτάει “All is well?” και αυτό αποδίδεται ως «Όλα βαίνουν καλώς;»· ή όταν συναντάμε τους «λεμφαδένες», σε μια αμήχανη απόδοση της λέξης «buboes» ενώ στα λεξικά υπάρχει η πολύ καλή λέξη «βουβώνες» («άνθρακες και βουβώνες», γράφουν παλιές πραγματείες για τον Ασκληπιό) που συνεκδοχικά σημαίνει το οίδημα των λεμφαδένων, τη βουβωνική πανώλη. Αυτές όμως είναι μικρές παρατηρήσεις και το τελικό αποτέλεσμα είναι άρτιο.