Σύνδεση συνδρομητών

Ο μπόγος της μνήμης

Τετάρτη, 28 Δεκεμβρίου 2022 10:07
 Η Λίλα Κονομάρα.
Αρχείο The Books’ Journal
 Η Λίλα Κονομάρα.

Λίλα Κονομάρα, Ο μπόγος, Καστανιώτη, Αθήνα 2022,  

Ποιος είναι ο Μανόλης; Άγγελος και συγχρόνως διάβολος, άγιος, εραστής, δολοφόνος, αποδιοπομπαίος τράγος, ένας ήρωας αρχετυπικός, ενσαρκώνει το παράδοξο και μη κατανοήσιμο και κατανοητό της ανθρώπινης ύπαρξης σε μια Ελλάδα που αλλάζει. Το όγδοο βιβλίο της Λίλας Κονομάρα καταδύεται στη συλλογική μνήμη.

Ποιος είναι ο «Μανόλης»; Πρώτα απ’ όλα, ο κεντρικός ήρωας στην όγδοη συγγραφική κατάθεση της Λίνας Κονομάρα και την πλέον εκτενή της. Εντός εισαγωγικών ο ήρωάς της, πουθενά δεν μαθαίνουμε το επώνυμό του, από πού κατάγεται,  πώς έφτασε στη μικρή πολίχνη, όπου καταρχάς εξελίσσεται το μυθιστόρημα. Λες και έπεσε από τον  ουρανό στη γη το 1911. Ο ίδιος  δηλώνει πως δεν θυμάται το παραμικρό από τον παρελθόντα βίο του,  ήρωας αινιγματικός έως την κατακλείδα του κειμένου, αποσυνάγωγος και «άλλος», αναστατώνει τη ζωή  των κατοίκων της μικρής πολίχνης.   Φέρει σημάδια από βασανιστήρια στο σώμα του που οι κοπέλες  ποθούν. Καθώς γιατρεύεται από τα τραύματά του μπαίνει, εισβάλλει καλύτερα, στις ζωές των κατοίκων της μικρής κοινότητας, που τον αποκαλούν «Μανόλη». Στην αρχή εξυπηρετεί κάνοντας θελήματα σε κατοίκους όλων των κοινωνικών στρωμάτων, έπειτα σταδιακά  αναδεικνύονται  οι δεξιότητές του και η ευφυΐα του στην καλλιέργεια της γης, σε χωράφια και κήπους, ενώ δεν του λείπουν τα καλλιτεχνικά χαρίσματα –«η τέχνη είναι ο βασιλιάς του κόσμου»– προς παραξενισμό των κατοίκων. Ο «Μανόλης» ζει ως εσαεί «άλλος», καθώς η Ιστορία ορμητικά εισβάλλει και τα κύματά της σαρώνουν την πολίχνη – το χρονικό άνυσμα στο μυθιστόρημα εκτείνεται σε περίπου 107 χρόνια, από το 1911 έως το 2018.

Ποικιλώνυμοι εθνικισμοί, Βαλκανικοί πόλεμοι, ενσωμάτωση Νέων Χωρών, Πρώτος Παγκόσμιος, «μετέωρος μοντερνισμός» κατά τον Μεσοπόλεμος, κατά τον οποίο ο Βενιζέλος εντέλει δεν κατέστησε την Ελλάδα «αγνώριστη», Μικρασιατική εμπλοκή και Καταστροφή, το μέγιστο επίτευγμα της αποκατάστασης των προσφύγων, Κατοχή, Ανασυγκρότηση, «καχεκτική δημοκρατία», Δικτατορία, η λεγόμενη «Μεταπολίτευση». Ο «Μανόλης» είναι παρών, καθώς η πολίχνη σαρώνεται από τις τροπές της Ιστορίας, σταδιακά ερημώνει, οι κάτοικοι φεύγουν για τις μεγάλες πόλεις, τα «σπίτια περπατάνε πάνω στα χαλάσματα, σε άλλα ερειπωμένα σπίτια»,  «βαθύ σκοτάδι  είχε σκεπάσει την πόλη», ο παραδοσιακός τρόπος ζωής σταδιακά μπολιάζεται από τα σύγχρονα για την εποχή τεχνολογικά επιτεύγματα, ο εφησυχασμός μετακενώνεται σε πολιτική ή και κομματική στράτευση, ο βίος σμικρύνεται σε βιωτή ώστε η επιβίωση στις πόλεις να γίνει εφικτή,  ύστερα τα συλλογικά οράματα εκφυλίζονται σε ατομικά πάθη, σε ατομικές προκρίσεις και προτάγματα, ο «Μανόλης» και οι υπόλοιποι ήρωες της Κονομάρα γίνονται ενήλικοι, ύστερα γερνούν, αναλόγως και του βηματισμού της Ιστορίας. Όλοι, ωστόσο, οι ήρωες, με τον  «Μανόλη»  πρώτο και καλύτερο, λειτουργούν αρχετυπικά, οι άνθρωποι διακατέχονται πάντοτε από τους ίδιους φόβους, πασχίζοντας να υπερβούν την ανθρώπινή τους υπόσταση, επιθυμία αέναη, αλλάζουν συμπεριφορές, αλλά παραμένουν εκτύπως αναγνωρίσιμοι, οιονεί απαράλλακτοι, με το γέλιο, ναι, καθαρτήριο καταφύγιο.

Ακριβώς ο «Μανόλης», νέος γέρος και γέρος νέος, ας πούμε άγγελος και συγχρόνως διάβολος, άγιος, εραστής, δολοφόνος, αποδιοπομπαίος τράγος, ένας ήρωας αρχετυπικός, ενσαρκώνει το παράδοξο και μη κατανοήσιμο και κατανοητό της ανθρώπινης ύπαρξης, το αδιάγνωστο κομμάτι του εαυτού το οποίο ο καθείς συμπληρώνει αναλόγως των συγκυριών, των φόβων, των προσδοκιών του, των πόνων και των πόθων του. Ακριβώς ο «Μανόλης» συγκροτεί και συστήνει μια διαρκή εκκρεμότητα στη συνείδηση των ανθρώπων που παρελαύνουν στον Μπόγο – ο ίδιος ο τίτλος, άλλωστε, παραπέμπει ευθέως στη μετακίνηση, στο φευγιό, στη μετάβαση από έναν σε άλλον τόπο, στη διάρρηξη δεσμών, στη ρήξη με το παρελθόν, με τα τοπία καταγωγής, στην εκ νέου αναζήτηση ταυτότητας, σε μια διαδικασία διαμόρφωσης. Ο μπόγος, «τα   μπογαλάκια» σημασιοδοτούν τρόπον τινά μια απειλή, έναν άμεσο ή επικρεμάμενο κίνδυνο, σηματοδοτούν μια κρίσιμη απόφαση σε κρίσιμους καιρούς, αυτούς τους οποίους  οι ιστορικές συγκυρίες, που η Κονομάρα ενσελιδίζει στο τολμηρό επίτευγμά της, ακριβώς σηματοδότησαν. Ο μπόγος, ο Μπόγος, παραπέμπει στη διαρκή μετακίνηση, στην κίνηση των ανθρώπων, και στην Ιστορία ως διαρκή απειλή. Έτσι, το κείμενό της Κονομάρα μάς φιλοδωρεί και με ένα εργαλείο για το πώς γράφεται διαρκώς, πώς ποιείται, η Ιστορία, αφού η μνήμη δεν  ξεχωρίζει τα χθεσινά και τα αυριανά, το παρελθόν και το μέλλον, τα περασμένα  η μνήμη, επιστρέφει για να προσπεράσει,  ανασυγκροτεί για να ξαναγράψει, αποδιαρθρώνει για να ανασυντάξει, πλάθει, εκτεφρώνει το μέλλον. Σταθερά μοναδική,  ο ανθρώπινος βίος σε διαρκή μετεξέλιξη, με όλα όσα κατορθώνει ο καθείς να πάρει στον μπόγο του, μαζί του, υλικά και ψυχικά αποθέματα, με το ίδιο του το σώμα, όπως και ο «Μανόλης»  να αντιλαμβάνεται και να βιώνει τον εαυτό του ως χρόνο. Κατακερματισμένο.    

 

Θρυμματισμένος κόσμος

Παρέπεται η αφηγηματική στρατηγική της Κονομάρα, σε αυτό το πολυφωνικό και πολυμορφικό μυθιστόρημα. Μικρά λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένα κεφάλαια, κατακερματισμός της αφηγηματικής επιφάνειας, ο οποίος (καθ)οδηγεί τον αναγνώστη από τη μικρή εικόνα, λόγου χάριν, της πολίχνης, όπου, όπως σε έναν βάλτο όλα μοιάζουν ακίνητα, ένας κόσμος περίκλειστος, αλλά συγχρόνως μαγικός, στη μεγάλη εικόνα, στο αναπεπταμένο πεδίο της Ιστορίας που ενσκήπτει ορμητική στη μακρά διάρκεια.  Συγχρόνως και παράλληλα (απο)δίδεται φωνή σε στοιχεία της φύσης, σε συστατικά της λαϊκής, επιχώριας παράδοσης, όπως αυτά έχουν γεωργηθεί από το φαντασιακό των κατοίκων  της υπαίθρου, αλλά και της επαρχιακής πολίχνης, όπως ακριβώς σε έναν βάλτο, στον βάλτο έξω από την πατρίδα της Κονομάρα, το Άργος, κόσμος περίκλειστος έμπλεος δοξασιών, όπου η συγγραφέας τοποθετεί το έναυσμά του ανά χείρας.

Έτσι, τα κεφάλαια τιτλοφορούνται όχι μόνο με τα ονόματα προσώπων – τριτοπρόσωπων αφηγητών, αλλά και με ονόματα ζώων και παρακολουθήματα του υλικού κόσμου: η ελιά, το ποτάμι, ο λαφτάτης, τα πουλιά, λόγου χάριν.  Έτσι –(και) έτσι–, η Κονομάρα προοικονομεί πολλαπλές και αμφίσημες αναγνώσεις, αναλόγως και της πληθύος των αφηγητών,  και ερμηνείες ανθρώπινων συμπεριφορών, συλλογικών νοοτροπιών, ατομικών στάσεων και γεγονότων, ιστορικών ή μικροïστορικών. Η γλωσσική διαπίστευση υποστηρίζει αυτές τις επιλογές, τολμηρές, αλλά εντελώς τεχνουργημένες, έτσι ώστε, συγχρόνως με κείμενο αναστοχασμού πάνω στο πώς ποιείται η Ιστορία, ο αδιαφιλονίκητος μέγας πρωταγωνιστής, ο καταλύτης για την εξέλιξη της πλοκής –χωρίς να υπονοούμε ότι πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, εννοείται–,  ο μαστόρικος, κτισμένος λέξη λέξη,  Μπόγος  να συνιστά και αναστοχασμό για τα όρια της γλώσσας και τις εκφάνσεις της πραγματικότητας  που το ίδιο το κείμενο εξεικονίζει και συγκροτεί. Επομένως, η ποιητική του κειμένου δίνει τον τόνο στις ρεαλιστικές, πραγματολογικά στηριγμένες, αναπαραστάσεις των κοινωνικών και ιστορικών δεδομένων.

Στο πρόσωπο του «Μανόλη» ο καθείς από όλους όσοι έρχονται σε επαφή μαζί του βλέπει ή και επιβεβαιώνει αυτό που ο ίδιος επιθυμεί να δει. Ακριβώς εδώ η Κονομάρα κλείνει το μάτι στον αναγνώστη. Και μάς ρωτά: «Ποιος είναι ο ‘’Μανόλης’’;»,  σήμερα, σ΄ έναν κόσμο θρυμματισμένο, κατάδικό μας.

 

 

Ηλίας Καφάογλου

Δημοσιογράφος, επιμελητής, συγγραφέας, κριτικός. Πρόσφατα βιβλία του: Ελληνική αυτοκίνηση 1900-1940 (2013), Ελύτης εποχούμενος (2014), Πεζός. Ένας μικρός επαναστάτης (2016), Η δημοκρατία στην παραλία (2018), Η Γυφτοπούλα. Μια γυναίκα ερωτευμένη και η εποχή της (2019).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.