Σύνδεση συνδρομητών

Ο άνθρωπος ενώπιον του πολέμου

Τετάρτη, 28 Δεκεμβρίου 2022 09:47
Μέλη της συντακτικής ομάδας της αντιστασιακής καθημερινής εφημερίδας Combat (Μάχη), στη διάρκεια μικρής πρωτοχρονιάτικης γιορτής στο γραφείο της σύνταξης στις 2 Ιανουαρίου 1945. Στο μέσο ο Αλμπέρ Καμύ, δεξιά του, προφίλ, ο Ζαν Μπλοχ-Μισέλ. Η φωτογραφία έχει ληφθεί από το φωτογράφο της εφημερίδας, Ρενέ Σαιν-Πωλ.   
René Saint-Paul / Rue des Archives
Μέλη της συντακτικής ομάδας της αντιστασιακής καθημερινής εφημερίδας Combat (Μάχη), στη διάρκεια μικρής πρωτοχρονιάτικης γιορτής στο γραφείο της σύνταξης στις 2 Ιανουαρίου 1945. Στο μέσο ο Αλμπέρ Καμύ, δεξιά του, προφίλ, ο Ζαν Μπλοχ-Μισέλ. Η φωτογραφία έχει ληφθεί από το φωτογράφο της εφημερίδας, Ρενέ Σαιν-Πωλ.  

Jean Bloch-Michel, Ο Μάρτυρας, μετάφραση από τα γαλλικά: Ευγενία Γραμματικοπούλου, Οκτάνα, Θεσσαλονίκη 2020, 176 σελ.

Jean Bloch-Michel, Daniel et Noémie, Gallimard, Paris 1971, 240 σελ.

Ο Ζαν Μπλοχ-Μισέλ είναι μια σπουδαία περίπτωση των γαλλικών γραμμάτων και ο Μάρτυρας, το δεύτερο βιβλίο του που μεταφράζεται στα ελληνικά. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι και το Daniel et Noémie. Και τα δύο έργα περιστρέφονται γύρω από το ίδιο θέμα: τη στάση του ατόμου όταν η ιστορία εισβάλλει στη ζωή του. Ο κεντρικός χαρακτήρας κάθε μυθιστορήματος αντιδρά με τον ίδιο τρόπο απέναντι στην απειλή του πολέμου.  Επιλέγει να την αγνοήσει και να περιχαρακωθεί στα στενά όρια της ιδιωτικής του ζωής. Γιατί; Και γιατί ο αντιστασιακός Μπλοχ-Μισέλ, αντί να καταδικάσει αυτές τις συμπεριφορές που περιγράφει, τις χρησιμοποιεί για να διεισδύσει στη συνθετότητα της ανθρώπινης ψυχής και των συμπεριφορών που συχνά υποκινεί; [Τεύχος 136]

Ι.

Σε καιρούς ειρήνης, παρατηρεί ο Μίλαν Κούντερα στην Τέχνη του μυθιστορήματος, ο άνθρωπος έχει να αντιμετωπίσει μονάχα τα τέρατα της ψυχής του. Τα πράγματα είναι διαφορετικά όταν το τέρας έρχεται από έξω και το λένε Ιστορία. Γιατί η Ιστορία είναι «απρόσωπη, ατίθαση, απρόβλεπτη, ακατανόητη – και κανείς δεν της ξεφεύγει[1]».  Ο Ζαν Μπλοχ-Μισέλ είναι ο μάρτυρας της συνάντησης με το τέρας της ιστορίας. Tο μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορηματικού και δοκιμιακού έργου του εμπνέεται από την εμπειρία του Β' Παγκόσμιου Πολέμου: τη συμμετοχή του στον πόλεμο και την Αντίσταση, τη σύλληψή του και τα βασανιστήρια που υπέστη στα χέρια της Γκεστάπο, τα ηθικά διλήμματα που τέθηκαν κατά την περίοδο των εκκαθαρίσεων στη Γαλλία.

Παρότι ο Μάρτυρας είναι το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα που κυκλοφορεί στα ελληνικά –προηγήθηκε η νουβέλα Φροσύνη, μεταφρασμένη και αυτή εξαιρετικά από την Ευγενία Γραμματικοπούλου για τις εκδόσεις Οκτάνα–, ο συγγραφέας παραμένει σχετικά άγνωστος στη χώρα μας. Αξίζει συνεπώς να σταθούμε με συντομία στους σημαντικότερους σταθμούς του βίου του και στα βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του.   

Ο γάλλος συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής Ζαν Μπλοχ-Μισέλ γεννήθηκε το 1912. Αν και σπούδασε νομικά, στράφηκε γρήγορα στη δημοσιογραφία και το 1942 ανέλαβε την οικονομική διαχείριση της παράνομης αντιστασιακής εφημερίδας Combat. Την ίδια περίοδο γνώρισε και συνδέθηκε φιλικά με τον Αλμπέρ Καμύ, επίσης συνεργάτη της εφημερίδας. Ο Μπλοχ-Μισέλ προλόγισε το βιβλίο των Άρθουρ Καίσλερ και Αλμπέρ Καμύ Στοχασμοί για τη θανατική ποινή και τα μυθιστορήματα O Ξένος και H Πτώση. Το 1944 συνελήφθη από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και βασανίστηκε στο Fort Montluc στη Λυών. Μεταξύ των συγκρατουμένων του βρισκόταν και ο μεγάλος ιστορικός Mαρκ Μπλοχ[2], θείος και παιδαγωγός του συγγραφέα, ο οποίος εκτελέστηκε στις 16 Ιουνίου 1944.

Μετά τον πόλεμο, ο Μπλοχ-Μισέλ αποφάσισε να αφιερωθεί στη συγγραφή και δημοσίευσε τα πρώτα του βιβλία στις εκδόσεις Gallimard. Πέραν της συγγραφής, ασχολήθηκε με τη μουσική και την πολιτική. Τη δεκαετία του 1950 στρατεύτηκε στο πλευρό του Καμύ στο κίνημα της αντιαυταρχικής Αριστεράς και τη δεκαετία του 1960 δημοσίευσε μια μελέτη –μνημείο διαύγειας και αντικειμενικότητας– για τα γεγονότα του Μάη του 1968. Παράλληλα, συνέγραψε πλήθος άρθρων για τον γαλλικό και τον διεθνή Τύπο με θέμα την πολιτική κατάσταση της χώρας του. Έργα του μεταφράστηκαν σε άλλες γλώσσες (αγγλικά, ιταλικά, εβραϊκά, κ.ά.) ενώ και ο ίδιος άφησε σημαντικό μεταφραστικό έργο από την αγγλική γλώσσα. Πέθανε στο Παρίσι το 1987. 

Στο μυθιστορηματικό έργο του, ο Μπλοχ-Μισέλ συνεχίζει την παράδοση του ρεαλιστικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, έχοντας παράλληλα αφομοιώσει τις μυθιστορηματικές τεχνικές των μοντερνιστών και έχοντας δεχτεί την επίδραση της υπαρξιστικής φιλοσοφίας – επίδραση ιδιαίτερα εμφανής στον Μάρτυρα. Η θεματολογία του έργου του περιστρέφεται γύρω από τα υπαρξιακά και ηθικά διλήμματα που αναδύθηκαν στις δεκαετίες του 1930 και του 1940. Τα πραγματεύεται επιλέγοντας μια γραφή στεγνή και στοχαστική, απόλυτα ταιριαστή με τη δυσπιστία του απέναντι στον ηρωισμό, τις εξιδανικεύσεις και τις απόπειρες ιδεολογικής οικειοποίησης της Αντίστασης.

Άξια ιδιαίτερης μνείας είναι η στάση του Μπλοχ-Μισέλ απέναντι στην εξέλιξη του μυθιστορηματικού είδους. Το 1963 αφιέρωσε ένα σημαντικό δοκίμιο στο συγκεκριμένο θέμα με τον τίτλο  Le Présent de lIndicatif (Ο ενεστώτας της οριστικής). Πρόκειται για μια στιβαρή θεώρηση της ιστορίας του μυθιστορήματος και, ταυτόχρονα, για μια εύστοχη κριτική των μορφολογικών πειραματισμών των Νέων Μυθιστοριογράφων και της φιλοδοξίας τους να καταστρέψουν την παραδοσιακή μυθιστορηματική φόρμα. Αρνούμενος να δεχτεί ότι το Νέο Μυθιστόρημα αποτελεί μονόδρομο στην εξέλιξη της μυθιστορηματικής τέχνης, ο Μπλοχ-Μισέλ  καυτηρίασε τον  γαλλοκεντρισμό των αδιάφορων για τη διεθνή εξέλιξη του μυθιστορήματος ομοτέχνων του και την αναντιστοιχία μεταξύ των μεγαλόφωνων προγραμματικών εξαγγελιών και των φτωχών καλλιτεχνικών αποτελεσμάτων. Τόσο οι εύστοχες συγκρίσεις ανάμεσα στο μυθιστόρημα και τις άλλες τέχνες όπως η μουσική, η ζωγραφική και ο κινηματογράφος όσο και η αναζήτηση στην ιστορία του μυθιστορήματος διαφορετικών δρόμων από εκείνον που επέλεξαν οι Νέοι Μυθιστοριογράφοι προαναγγέλλουν τις καλύτερες σελίδες των δοκιμίων του Μίλαν Κούντερα, τα οποία εκδόθηκαν δεκαετίες αργότερα.

sartre

Lietuvių literatūros ir tautosakos instituto biblioteka

1965, Βίλνιους, Σοβιετική Λιθουανία. Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ (τρίτος από αριστερά) και η Σιμόν ντε Μποβουάρ (δεξιά) ανάμεσα σε κομματικά στελέχη, δημοσιογράφους και ανθρώπους του βιβλίου, που τους υποδέχτηκαν στο αεροδρόμιο. Η σαρτρική προσέγγιση στα πράγματα ήταν η προσέγγιση του Ζαν Μπλοχ-Μισέλ, μολονότι ο δεύτερος διαφωνούσε με τη στάση του υπαρξιστή φιλόσοφου απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και είχε προσπαθήσει να του την αλλάξει.

 

 

ΙΙ.

Θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια τη συγκριτική ανάγνωση δύο κομβικών μυθιστορημάτων του Μπλοχ-Μισέλ: του Μάρτυρα και του Daniel et Noémie, που δημοσιεύτηκαν αντίστοιχα το 1948 και το 1971. Tα δύο έργα περιστρέφονται γύρω από το ίδιο θέμα: τη στάση του ατόμου όταν η ιστορία εισβάλλει στη ζωή του. Ο κεντρικός χαρακτήρας κάθε μυθιστορήματος αντιδρά με τον ίδιο τρόπο απέναντι στην απειλή του πολέμου.  Επιλέγει να την αγνοήσει και να περιχαρακωθεί στα στενά όρια της ιδιωτικής του ζωής. Ο Μπλοχ-Μισέλ αναλύει τις αιτίες και τις συνέπειες της άρνησης των δύο χαρακτήρων να στρατευτούν. Σκοπός του άρθρου είναι να φωτίσει τη «μυθιστορηματική ανάλυση» του συγγραφέα, εστιάζοντας κυρίως στην εξέλιξή της από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο.

Στη μελέτη του για το γαλλικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνα, ο Dominique Rabaté σημειώνει ότι η υπαρξιστική λογοτεχνία, η οποία έκανε την εμφάνισή της τα χρόνια του μεσοπολέμου, περιστρέφεται γύρω από δύο βασικές θεματικές: τον παραλογισμό του κόσμου και την αγωνία της μοναχικής συνείδησης[3]. Η τραυματική εμπειρία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου έδωσε νέα κατεύθυνση στις πνευματικές ανησυχίες των υπαρξιστών, ωθώντας τους να αναζητήσουν διέξοδο στη στράτευση του ατόμου σε έναν συλλογικό σκοπό. Ο Μάρτυρας, το πρώτο μυθιστόρημα του Ζαν Μπλοχ-Μισέλ, αποτελεί τυπική έκφραση αυτών των προβληματισμών.

To μυθιστόρημα έχει τη μορφή γραπτής εξομολόγησης και η πλοκή του εκτυλίσσεται την περίοδο του μεσοπολέμου και της γερμανικής κατοχής. Ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου εξιστορεί και σχολιάζει τα σημαντικότερα περιστατικά της ζωής του απευθυνόμενος σ’ έναν ανώνυμο παραλήπτη. Η αφήγηση περιγράφει κατά βάση την πορεία της προοδευτικής αποξένωσης του αφηγητή από τους συνανθρώπους του και τον αυτοεγκλεισμό του σε μια περιφρονητική, άγονη και εντέλει ανυπόφορη μοναξιά.

Ο Μάρτυρας έχει γραφτεί υπό τον αστερισμό της φιλοσοφίας του Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Αξίζει ν’ αναφέρουμε παρενθετικά ότι οι ιδεολογικές διαφορές του Μπλοχ-Μισέλ  με τον Σαρτρ γύρω από το θέμα της πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης και γενικότερα του κομμουνισμού[4] δεν στάθηκαν εμπόδιο στη μελέτη του σαρτρικού έργου, ούτε τον οδήγησαν στην παραγνώριση του κεντρικού ρόλου του φιλoσόφου στην πνευματική ζωή της Γαλλίας, κυρίως τις δεκαετίες του 1940 και του 1950, πριν ο υπαρξισμός αρχίσει να χάνει σταδιακά την περίοπτη θέση του στα γαλλικά γράμματα και ν’ αντικαθίσταται από τον αναδυόμενο στρουκτουραλισμό.

 H επίδραση της σαρτρικής φιλοσοφίας εντοπίζεται τόσο σε θεματολογικό όσο και σε μορφολογικό επίπεδο. Θεματολογικά, ο Μάρτυρας οργανώνεται γύρω από ορισμένες φιλοσοφικές έννοιες της μελέτης του έργου Το είναι και το μηδέν (1943): το βλέμμα του άλλου, την ντροπή, την υπευθυνότητα και, πάνω απ’ όλα,  την κακοπιστία – έννοια κλειδί, θεωρούμε, για την κατανόηση της στάσης του κεντρικού χαρακτήρα.  Με τον όρο κακοπιστία ο Σαρτρ περιέγραψε στο Είναι και το Μηδέν την αυτοεξαπάτηση, το ψέμα που λέει κανείς στον ίδιο του τον εαυτό, ώστε να αποκρύψει δυσάρεστες αλήθειες[5]. Μέσω της κακοπιστίας, το άτομο φέρνει τον κόσμο στα μέτρα του, τον περιορίζει στις διαστάσεις των δικών του αναγκών, αποκλείοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να το ταράξει. Πρόκειται για μια στρατηγική της συνείδησης, η οποία δικαιολογεί και δικαιώνει παντός είδους κομφορμισμούς. Όπως παρατηρεί ο ιστορικός της φιλοσοφίας Alexis Philonenko, σε μια εξαιρετική εργασία του πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, απώτερος στόχος του κακόπιστου ατόμου είναι η δημιουργία των «κατάλληλων συνθηκών για την ηθική και διανοητική του βόλεψη[6]». Η ζωή του κεντρικού χαρακτήρα του Μάρτυρα υπακούει απόλυτα στο σαρτρικό σχήμα. Ο ήρωας διασχίζει τη ζωή του σαν υπνοβάτης και δεν ανησυχεί παρά μονάχα για ό,τι θα μπορούσε να ταράξει την ηρεμία του και τη στείρα απάθειά του. Η τύφλωσή του κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής: «Εγώ ασχολούμουν με τη γλωσσολογία και τη συγκριτική γραμματική την ώρα που παιζόταν το μέλλον της χώρας μου και το δικό μου. Μερικές φορές άκουγα να θαυμάζουν την ψυχραιμία και την αποστασιοποίησή μου, ενώ δεν επρόκειτο παρά για άγνοια και για εκούσια τυφλότητα[7]», καθώς και η στάση του σε όλες τις καθοριστικές στιγμές της ζωής του, απορρέουν από την απόφασή του να προστατεύσει με κάθε τίμημα τον μικρόκοσμό του.    

Ακόμα εντυπωσιακότερο πάντως είναι το ότι η επίδραση του Σαρτρ εντοπίζεται και στη μορφή του μυθιστορήματος. Στη γενικότερη οικονομία της σαρτρικής φιλοσοφίας, η κακοπιστία παίζει τον ίδιο ρόλο με το ασυνείδητο στο έργο του Φρόυντ, μια έννοια που ο Σαρτρ απέρριπτε επειδή θεωρούσε ότι στερεί από τον άνθρωπο τις δυνατότητες επιλογής και τον απαλλάσσει από κάθε ευθύνη. Επεξεργαζόμενος μια φιλοσοφία της συνείδησης, ο Σαρτρ έβρισκε απαράδεκτη την ιδέα του καθορισμού του ανθρώπου από δυνάμεις που δεν εδράζονται σ’ αυτή. Θεωρούσε, πιο συγκεκριμένα, ότι οι ψυχαναλυτικές έννοιες της απώθησης, της λογοκρισίας και του ασυνείδητου αθωώνουν τρόπον τινά τη συνείδηση, ενώ ο ίδιος πίστευε ότι μπορούμε ν’ ανιχνεύσουμε μια συνειδητή πρόθεση στη βάση κάθε κακόπιστης συμπεριφοράς: η συνείδηση επιλέγει τι θ’ αποκρύψει από τον εαυτό της και η ίδια εμποδίζει στη συνέχεια την πρόσβαση σ’ αυτό που απέκρυψε. Κατά συνέπεια, η αντιμετώπιση της κακοπιστίας, ήτοι η αντιμετώπιση των εκλογικεύσεων που εμποδίζουν το άτομο ν’ αναλάβει την ευθύνη της ύπαρξής του, οφείλει να είναι διαφορετική από την ψυχαναλυτική διαύγαση των υποσυνείδητων συμπλεγμάτων. Η «ασθένεια» της κακοπιστίας χρήζει μιας άλλης μεθόδου, της υπαρξιακής ψυχανάλυσης, μιας κατά βάση ηθικής περιγραφής της ανθρώπινης εμπειρίας με απώτερο στόχο τη διερεύνηση των σχεδίων ζωής των ατόμων, των συνειδητών δηλαδή επιλογών και πράξεων οι οποίες τα συγκροτούν και καθορίζουν τη θέση τους εντός του κόσμου[8]. Ο αναγνώστης του Μάρτυρα διαπιστώνει ότι η καλλιτεχνική πρόθεση του Ζαν Μπλοχ-Μισέλ να ξεσκεπάσει την κακοπιστία του κεντρικού χαρακτήρα, ώστε να τον οδηγήσει στην αναγνώρισή της, αποκρυσταλλώνεται στην εξομολογητική μορφή του μυθιστορήματος, η οποία επιτελεί την ίδια ακριβώς λειτουργία και έχει το ίδιο αποτέλεσμα με την υπαρξιστική ψυχανάλυση.  

 

IIΙ.

Στο μυθιστόρημα Daniel et Noémie, γραμμένο είκοσι τρία χρόνια αργότερα, ο Μπλοχ-Μισέλ επιστρέφει στην περίοδο του μεσοπολέμου και επιλέγει να διηγηθεί για άλλη μια φορά την ιστορία ενός νεαρού, του Ντανιέλ, και της άρνησής του ν’ αντικρίσει κατάματα τη νέα πραγματικότητα που δημιουργεί ο επικείμενος πόλεμος. Όταν τα πρώτα νέα αναφορικά με την επιθετικότητα των Γερμανών και τα αντισημιτικά πογκρόμ καταφτάνουν στο Παρίσι, ο εβραϊκής καταγωγής Ντανιέλ επιλέγει πολύ απλά να τ’ αγνοήσει. Ο Μπλοχ-Μισέλ αποδίδει εκ νέου τη στάση του στην κακοπιστία. Παρότι όμως η διάγνωση παραμένει η ίδια, η οπτική του μυθιστοριογράφου έχει αλλάξει. Η κακοπιστία δεν αποτελεί πλέον την αιτία, αλλά το σύμπτωμα κάτι βαθύτερου. Η αλλαγή της οπτικής μαρτυρά, κατά την άποψή μας, την απομάκρυνσή του Μπλοχ-Μισέλ  από την υπαρξισμό και αντανακλάται στη σύλληψη του κεντρικού χαρακτήρα. Σε αντίθεση με τους ήρωες των υπαρξιστικών μυθιστορημάτων, για τους οποίους ο Τζων Φόουλς έχει πολύ εύστοχα παρατηρήσει ότι «δεν παρίσταναν τους πραγματικούς ανθρώπους [αλλά] μεταφορικές περιγραφές […] περίπλοκων συναισθημάτων»[9] και στάσεων απέναντι στην πραγματικότητα  (ο Ξένος του Καμύ ενσαρκώνει το συναίσθημα του παραλόγου, ο Ροκεντέν του Σαρτρ τη συνειδητοποίηση της ενδεχομενικότητας, του τυχαίου χαρακτήρα της ύπαρξης, ο χαρακτήρας του Μάρτυρα την κακοπιστία), ο Ντανιέλ θυμίζει περισσότερο τους  πολύπλευρους και σύνθετους χαρακτήρες των ρεαλιστικών και μοντερνιστικών μυθιστορημάτων.    

Στο Daniel και Noémie, o Μπλοχ-Μισέλ διερευνά τη στάση του ήρωά του υπογραμμίζοντας ορισμένα χαρακτηριστικά του εγγενή στις δημοκρατικές κοινωνίες ατομικισμού και περιγράφει ενδελεχώς την εσωτερική σύγκρουση του Ντανιέλ ανάμεσα στο ιδανικό της ευτυχίας και στις ηθικές απαιτήσεις που επιβάλλουν ο πόλεμος και η κατοχή. Επιλέγοντας τη συγκεκριμένη οπτική, ο μυθιστοριογράφος θίγει και ταυτόχρονα δίνει τη δική του απάντηση σε ένα φιλοσοφικό πρόβλημα το οποίο ανέδειξε ο Ρεϊμόν Αρόν τη δεκαετία του 1930 και σχολίασε αρκετές δεκαετίες αργότερα ο Βενσάν Ντεκόμπ. Θα μπορούσαμε να το συνοψίσουμε ως εξής: σε αντίθεση με τον ενθουσιασμό που προκάλεσαν τα απολυταρχικά καθεστώτα, οι δημοκρατίες δυσκολεύονται να κινητοποιήσουν τους πολίτες τους για να υπερασπιστούν τις κοινωνίες εντός των οποίων ζουν[10].

Αξίζει να αναφέρουμε περιληπτικά ορισμένες απόπειρες εξήγησης του συγκεκριμένου παραδόξου, εστιάζοντας στην περίπτωση της γαλλικής κοινωνίας τα χρόνια του μεσοπολέμου. Στην κλασική μελέτη του για τις αιτίες της κατάρρευσης του γαλλικού στρατού το 1940 με τον τίτλο L’ étrange défaite (Η παράξενη ήττα), ο ιστορικός Μαρκ Μπλοχ παρατηρεί ότι, πέραν των ελλείψεων και των λαθών της στρατιωτικής ηγεσίας, η γαλλική κοινωνία στο σύνολό της υπήρξε τραγικά απροετοίμαστη ν’ αντιμετωπίσει  τη γερμανική απειλή. Οι μνήμες των απωλειών του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου έπαιξαν αναμφισβήτητα το ρόλο τους. Οι Γάλλοι, ενστικτωδώς θα λέγαμε, επιθυμούσαν ν’ αποφύγουν μια νέα δημογραφική αφαίμαξη. Εκτός όμως αυτού, οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν εξίσου στη δράση του κράτους και των πολιτικών κομμάτων, τα οποία δεν μπόρεσαν να εμφυσήσουν στον γαλλικό λαό το αίσθημα της αναγκαιότητας της δράσης[11]. Ως εκ τούτου, καμία κοινωνική τάξη δεν κατάφερε να υψωθεί πάνω από το άμεσο συμφέρον της ώστε να σχηματιστεί το απαραίτητο κοινό εθνικό μέτωπο εναντίον του εχθρού.

Ο διορατικός Ρεϊμόν Αρόν, από την πλευρά του, έδωσε τη δική του εξήγηση στο άρθρο του «Δημοκρατικά και Ολοκληρωτικά κράτη[12]» (1939). Δύο σχετικά με το παρόν άρθρο σημεία αξίζει να σχολιαστούν. Αρχικά, το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον Αρόν, οι δημοκρατίες είναι συντηρητικά πολιτεύματα, υπό την έννοια ότι χωρίς ν’ αποκλείουν τις μεταρρυθμίσεις τείνουν προς τη διατήρηση του status quo και τη διαφύλαξη των αξιών του δυτικού πολιτισμού, ενώ αντίθετα τα ολοκληρωτικά κράτη εμψυχώνονται από γνήσιο επαναστατικό πάθος και αποσκοπούν στη ριζική αλλαγή όλων των πλευρών της ατομικής και της συλλογικής ζωής. Ο Aρόν τονίζει στο τέλος του άρθρου του ότι η δυσπιστία μεγάλης μερίδας των πολιτών απέναντι στις δημοκρατικές αξίες και η έντονη επιθυμία τους για μια ριζική κοινωνική αλλαγή συνιστά σημαντική ένδειξη της παρακμής των δημοκρατιών της εποχής του. Προσθέτει δε ότι αυτή η στάση εξηγεί τόσο την απήχηση των επαναστατικών εξαγγελιών της Αριστεράς όσο και την έλξη της Δεξιάς για τον φασισμό, δύο τάσεις οι οποίες, κατά την άποψή του, αλληλοτροφοδοτούνται εμποδίζοντας τη συσπείρωση και τη δράση εναντίον του απολυταρχισμού και δημιουργώντας ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις μεταστροφής των ίδιων των δημοκρατιών σε ανελεύθερα καθεστώτα.

Οι θέσεις του Μπλοχ και του Aρόν μάς επιτρέπουν να κατανοήσουμε καλύτερα το κλίμα εντός του οποίου εξελίσσονται οι χαρακτήρες του Μπλοχ-Μισέλ. Ταυτόχρονα, ο μυθιστοριογράφος προτείνει τη δική του εξήγηση εμπλουτίζοντας με το έργο του την ιστορική και κοινωνιολογική έρευνα. Στο μυθιστόρημα, η άρνηση του Ντανιέλ ν’ αναγνωρίσει τη σοβαρότητα της απειλής και να στρατευτεί πηγάζει από τη βαθιά του επιθυμία να ζήσει ευτυχισμένος. Ο πόλεμος καταστρέφει το όνειρο μιας ζωής αφιερωμένης στην τέχνη του, τη μουσική, και στις ερωτικές περιπέτειες. Θα λέγαμε ότι ο Ντανιέλ ενσαρκώνει τη μοντέρνα, εκλεπτυσμένη εκδοχή μιας θεμελιώδους τάσης του δημοκρατικού ατόμου την οποία ο Μπενζαμέν Κονστάν είχε εντοπίσει και περιγράψει ήδη από το 1812: την αναδίπλωση των πολιτών των σύγχρονων δημοκρατικών καθεστώτων στην ιδιωτική σφαίρα, την αδιαφορία για τον πολιτικό βίο και την αποκλειστική αναζήτηση της ασφάλειας και των απολαύσεων[13]. Κατ’ επέκταση, ο Ντανιέλ θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί πρόδρομος του κυρίαρχου από τη δεκαετία του 1960 ηδονιστικού ατομικισμού, όταν η τάση που περιέγραψε ο Κονστάν εντατικοποιήθηκε και έλαβε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, ωθώντας ορισμένους μελετητές της τελευταίας αυτής μεταμόρφωσης του δυτικού ατομικισμού να μιλήσουν για «ναρκισσισμό» (Christopher Lasch) ή για την «άνοδο της ασημαντότητας» (Καστοριάδης). Ο Μίλαν Κούντερα, από την πλευρά του, σε ένα αμφίσημο απόσπασμα του μυθιστορήματος Η Αθανασία (1988), περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο η συγκεκριμένη τάση, σε συνδυασμό με τη μακροχρόνια ειρήνη που απολάμβανε η Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες, μετέβαλε τη σχέση των Ευρωπαίων με τον πόλεμο. Παράλληλα, μας δίνει ένα χρήσιμο κλειδί για την κατανόηση της στάσης του Ντανιέλ:

Ποιος είναι ο αιώνιος όρος των τραγωδιών; Η ύπαρξη ιδανικών των οποίων η αξία θεωρείται ότι υπερτερεί εκείνης της ανθρώπινης ζωής. Και ποιος είναι ο όρος των πολέμων; Το ίδιο πράγμα. Η εποχή της τραγωδίας δεν μπορεί να κλείσει παρά με μια επανάσταση της επιπολαιότητας. […] Τα πράγματα θα χάσουν το 90 τοις εκατό του νοήματός τους και θα γίνουν ελαφρά. […] Φαντάζεσαι εσύ τη γαλλική νεότητα έτοιμη να πολεμήσει για την πατρίδα της; Στην Ευρώπη, ο πόλεμος έχει γίνει αδιανόητος. Όχι πολιτικά, αλλά ανθρωπολογικά αδιανόητος. Στην Ευρώπη οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί πια να κάνουν πόλεμο[14].    

Η ομορφιά και η πρωτοτυπία του μυθιστορήματος του Ζαν Μπλοχ-Μισέλ πηγάζουν από την ισορροπημένη πραγμάτευση του ιδανικού της ευτυχίας του κεντρικού χαρακτήρα. Ο μυθιστοριογράφος δεν αρκείται στην εύκολη καταδίκη του Ντανιέλ στο όνομα ανώτερων ιδανικών, αλλά προσπαθεί να τον κατανοήσει και δεν διστάζει ν’ αφιερώσει τις ομορφότερες σελίδες του μυθιστορήματος στις προσπάθειές του να ζήσει ευτυχισμένος ―οι σελίδες όπου ο Ντανιέλ, απομακρυσμένος απ’ όλους και απ’ όλα, επιδίδεται στις μουσικές του μελέτες σ’ ένα απομονωμένο χωριό της γαλλικής επαρχίας αποτελούν το καλύτερο ίσως μέρος του βιβλίου. Ταυτόχρονα όμως, ο Μπλοχ-Μισέλ ωθεί σταδιακά τον ήρωά του στη συνειδητοποίηση της ελαφρότητας της στάσης του, όταν ο κόσμος γύρω του κυριολεκτικά καίγεται. Η συνειδητοποίηση αυτή θα οδηγήσει με τη σειρά της στη μεταστροφή του Ντανιέλ, στην απομάκρυνσή του από το ιδανικό της νιότης του και στην ένταξή του στη γαλλική Αντίσταση. Κάνοντας χρόνια αργότερα τον απολογισμό της ζωής του, θα παρατηρήσει το εξής:  «ποτέ η βαθιά βεβαιότητα ότι η ευτυχία μού ανήκε δικαιωματικά δεν με εγκατέλειψε. Ό,τι καλύτερο έκανα στη ζωή μου το έκανα ενάντια σε αυτό το συναίσθημα, και ό,τι χειρότερο όταν παραδιδόμουν σε αυτό[15]».

Αναφέραμε στην αρχή του άρθρου ότι ο Μάρτυρας αποτελεί το δεύτερο βιβλίο του Ζαν Μπλοχ-Μισέλ που μεταφράζεται στα ελληνικά. Ευελπιστούμε ότι δεν θα είναι το τελευταίο και ότι η εξαιρετική πρωτοβουλία των εκδόσεων Οκτάνα να γνωρίσει τον γάλλο συγγραφέα στο ελληνικό κοινό θα συνεχιστεί. Από την πλούσια συγγραφική παραγωγή του, πέραν του Daniel et Noémie και των δοκιμίων για το μυθιστόρημα και για τον Μάη του 1968, ξεχωρίζει το Les Grandes Circonstances (Οι κρίσιμες περιστάσεις), μια συλλογή επεισοδίων και στιγμιότυπων από τον πόλεμο και την Αντίσταση εξιστορημένα με απίστευτη οικονομία. Ορθώς η μεταφράστρια του Μάρτυρα στο επίμετρό της χαρακτηρίζει τις Κρίσιμες περιστάσεις ως «ένα ντοκουμέντο δωρικής λιτότητας[16]»: πιθανόν να μην έχει γραφτεί πιο λακωνικό και αποστασιοποιημένο κείμενο για το συγκεκριμένο θέμα. Ακριβώς δε όπως στα μυθιστορήματά του, η αφήγηση του Μπλοχ-Μισέλ εμψυχώνεται από τη διαρκή έγνοια της απέριττης περιγραφής και της νηφάλιας κατανόησης του βιώματος:

Τα βασανιστήρια είναι ο πόνος που προκαλείται με τη συνδρομή της φαντασίας. Μπορείτε να χτυπήσετε έναν άνθρωπο μέχρι θανάτου χωρίς να τον βασανίσετε. Όταν αντιθέτως ο δήμιος διαφοροποιεί την ένταση και τη φύση του πόνου επιδεικνύοντας ευρηματικότητα, τότε πρόκειται για βασανιστήρια[17].

 

[1] Μίλαν Κούντερα, Η τέχνη του μυθιστορήματος, μτφρ. Φίλιππος Δρακονταειδής, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1988, σ. 23.

[2] Ο εβραϊκής καταγωγής Γάλλος ιστορικός Marc Bloch υπήρξε συνιδρυτής με τον Lucien Febvre της σχολής των Annales και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς του 20ού αιώνα. Ο Mαρκ Μπλοχ έλαβε μέρος στους δύο παγκόσμιους πολέμους και παρασημοφορήθηκε για την ανδρεία του. Το 1943, σε ηλικία 57 ετών, πέρασε στην παρανομία στο πλευρό των αντιστασιακών. Συνελήφθη από τους Γερμανούς στη Λυών το 1943.

[3] Dominique Rabaté, Le Roman français depuis 1900, Presses Universitaires de France, 1998, σ. 53. (réédition numérique FeniXX), Kindle.

[4] Ο καταπιεστικός χαρακτήρας του σοβιετικού καθεστώτος άρχισε να γίνεται σταδιακά γνωστός στη Δύση τη δεκαετία του 1940, αλλά πολλοί αριστεροί διανοούμενοι, μεταξύ των οποίων και ο Σαρτρ, δίσταζαν να το καταδικάσουν επειδή φοβούνταν ότι η καταδίκη του θα ισοδυναμούσε με την απόρριψη του κομμουνισμού στο σύνολό του. Ο Μπλοχ-Μισέλ, στην προσπάθειά του ν’ αφυπνίσει τον Σαρτρ και τον φίλο και συνεργάτη του στην επιθεώρηση Les Temps Modernes Μερλώ-Ποντύ, τους απηύθυνε ένα γράμμα-καταπέλτη. Ο Σαρτρ το συνόψισε ως εξής: «Πώς γίνεται να μην καταλαβαίνετε ότι η σοβιετική οικονομία χρειάζεται ένα υποταγμένο εργατικό δυναμικό και ότι κάθε χρόνο προσλαμβάνει και εκμεταλλεύεται εκατομμύρια υποσιτισμένους εργάτες;»: Jean Paul-Sartre, Situations IV, Gallimard, 1964, σ. 229 (η μετάφραση δική μου).

[5] Jean-Paul Sartre, L’être et le néant, essai d’ontologie phénoménologique, édition corrigée avec index par A. Elkaïm-Sartre, Paris, Gallimard, coll. «Tel», 1994, σ. 82. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί από τον Κωστή Παπαγιώργη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1977.

[6] Alexis Philonenko, «Liberté et mauvaise foi chez Sartre», στο Revue de Métaphysique et de Morale, 86e Année, No. 2 (Avril-Juin 1981), σ. 161. Διαθέσιμο στο: https://www.jstor.org/stable/40902237.

[7] Jean Bloc-Michel, Ο Μάρτυρας, μτφρ. Ευγενία Γραμματικοπούλου, Οκτάνα, Θεσσαλονίκη, 2020, σ. 79.

[8] Jean-Paul Sartre, L’être et le néant, ό.π., σ. 602-621 και σ. 674.

[9] John Fowls, Ο Μάγος, μτφρ. Φαίδων Ταμβακάκης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1997, σ. 19.

[10] Vincent Descombes, Philosophie par gros temps, Les Éditions de Minuit, 1989, σ. 77.

[11] Marc Bloch, L’étrange défaite, Témoignage écrit en 1940, Société des Éditions Franc-Tireur, Paris, 1946, σσ. 81-109. Διαθέσιμο στο: http://classiques.uqac.ca/classiques/bloch_marc/etrange_defaite/etrange_defaite.html

[12] Raymond Aron, « États démocratiques et états totalitaires », Commentaire, 1983/4 (Ν. 24), σ.  701-719.

[13] Benjamin Constant, «De la liberté des anciens comparée à celle des modernes», 1812, διαθέσιμο στο: https://fr.wikisource.org/wiki/%C5%92uvres_politiques_(Constant)/De_la_libert%C3%A9_des_Anciens_compar%C3%A9e_%C3%A0_celle_des_Modernes.

[14] Μίλαν Κούντερα, Η Αθανασία, μτφρ. Κατερίνα Δακαλάκη, 2011, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 149.

[15] Jean Bloch-Michel, Daniel et Noémie, Gallimard, 1971, σ. 109.

[16] Jean Bloch-Michel, Ο Μάρτυρας, ό.π., σ. 168.

[17] Jean Bloch-Michel, Les Grandes Circonstances, Gallimard, 1949, σ. 177 (η μετάφραση δική μου).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.