Ο Γιάννης Πάσχος δεν υπήρξε ανέκαθεν αυτό που όλοι λίγο-πολύ ξέρουμε σήμερα: βιολόγος και ιχθυολόγος, με διακεκριμένη πανεπιστημιακή και επαγγελματική καριέρα (μεταξύ άλλων εργάστηκε σε ιχθυογεννητικούς σταθμούς ενώ το 1997 ανέλαβε το εργαστήριο υδατοκαλλιεργειών του ΤΕΙ Ηπείρου), με συμμετοχή σε πλήθος ερευνητικά προγράμματα και σε γνωμοδοτικές επιτροπές, με πρωτοβουλίες
σε διεθνείς συναντήσεις ως εκπρόσωπος της Ελλάδας, αλλά και με ένα πλούσιο βιογραφικό ως πρόεδρος επιστημονικών συνεδρίων ή ως κριτής σε επιστημονικά περιοδικά. Και να μην παραλείψω, εννοείται, τη λογοτεχνική του δουλειά: ποιήματα, συλλογές διηγημάτων, νουβέλες και δοκίμια.
ΝΙΟΤΗ ΠΟΥ ’ΔΕΙΧΝΕΣ…
Κανένας, βεβαίως, ή σχεδόν κανένας δεν ήταν στα παιδικά και στα νεανικά του χρόνια αυτό το οποίο κατέληξε να γίνει στον ενήλικο βίο του. Η διαφορά με τον Πάσχο, όπως προκύπτει από την ανά χείρας αυτοβιογραφική του νουβέλα, που γραμμένη σε τόνους σπαρακτικής κωμωδίας βάζει στο στόχαστρο την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της ελληνικής περιφέρειας κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, είναι πως χρειάστηκε να ξεκινήσει την πορεία του (και να τη συνεχίσει εφ’ όρου ζωής) με μια μαθησιακή δυσκολία αδιάγνωστη όταν ο ίδιος
ετοιμαζόταν να ανοίξει τα φτερά του για το μέλλον. Και το όνομα αυτής της δυσκολίας; Δυσλεξία.
Σήμερα ουδείς συνδέει τη δυσλεξία με κάποιο είδος νοητικής υστέρησης, με διανοητική κακοπάθεια ή με έναν τύπο αντιληπτικής δυσλειτουργίας. Στα χρόνια του Γιάννη Πάσχου, ωστόσο, εννοώ στα μαθητικά του χρόνια, γονείς, συγγενείς και εκπαιδευτικοί το μόνο που μπορούσαν να καταλάβουν ήταν πως είχαν να κάνουν με ένα τεμπέλικο και απείθαρχο παιδί, αφημένο στη βλακεία και στη χαζομάρα του. Γιατί; Μα, επειδή ο μικρός Γιάννης μπερδευόταν με τα γράμματα και με τους αριθμούς, δεν κατάφερνε να βάλει σε τάξη τις αράδες των βιβλίων καθώς έτρεχαν μπροστά στα μάτια του, έχανε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του όταν έπρεπε να διαβάσει, να γράψει και να μιλήσει αγγλικά ή βυθιζόταν στον τρόμο όταν τον έλεγχαν για τα άπειρα ορθογραφικά του λάθη.
ΔΙΑΠΟΜΠΕΥΣΗ
Κάπως έτσι πιάνει να ξετυλίγεται, με κοφτούς και εξαιρετικά πυκνούς ρυθμούς, στο πλαίσιο μιας αφήγησης η οποία έχει προνομιακό σκηνικό ένα χωριό των Ιωαννίνων, τον γενέθλιο τόπο του αυτοβιογραφούμενου συγγραφέα, η συναρπαστική περιπέτεια την οποία αναπτύσσει βήμα προς βήμα ο Πάσχος στο Χρονικό ενός δυσλεκτικού. Ο συγγραφέας και πρωτοπρόσωπος αφηγητής, που μιλάει από τη σκοπιά του ώριμου παρόντος, δεν θα θρηνήσει ούτε στιγμή για το αταύτιστο τότε πρόβλημά του, περιγελώντας (ακόμα και διαπομπεύοντας) τους πάντες στον περίγυρό του - όσους τον περιστοίχιζαν στο σχολικό και στο οικογενειακό του περιβάλλον: τους δασκάλους, που αγωνίζονταν να ξεριζώσουν τα αυτιά του (τα δικά του και των συμμαθητών του) όποτε υπέκυπτε, και υπέκυπτε παραπάνω από συχνά, σε σφάλματα απομνημόνευσης και ορθογράφησης, τους γονείς του, που μολονότι δάσκαλοι, ή ακριβώς εξαιτίας του ότι είχαν την ιδιότητα του δασκάλου ήταν αδύνατο να παραδεχτούν πως ο γιος τους αεροβατούσε στα μαθήματα, τον παππού του που όντας επίσης δάσκαλος, δυσπιστούσε έναντι της οιασδήποτε ικανότητας του εγγονού. Και οι συμμαθητές; Οι συμμαθητές αποτελούν το μείζον, το πλέον κρίσιμο ακροατήριο του μικρού Γιάννη: ένας αεικίνητος χορός, που μπορεί είτε να τον καταβαραθρώσει με τις μομφές και τις αποδοκιμασίες του (ποιος να διανοηθεί εκείνη την εποχή τη λέξη "bullying";) είτε να τον απογειώσει με την πάνδημη αποδοχή του, τουλάχιστον όποτε ο μικρός Γιάννης θα φέρει εις πέρας κάτι εξωφρενικό για τις εγνωσμένες δυνατότητές του.
Και οι δυνατότητες του μικρού (και αργότερα, βέβαια, κάπως μεγαλύτερου) Γιάννη ήταν πάμπολλες, προερχόμενες όλες από τη δυσλεξία: προφορική ρώμη και φραστική ευλυγισία, δύναμη μετατροπής των λέξεων σε εικόνες, αναπλήρωση του πραγματικού, της λειψής πρόσληψης της πραγματικότητας, από το φανταστικό – από τη φαντασιακή προβολή και υποβολή μιας μαθησιακής ύλης τόσο σταθερής και χειροπιαστής για τους εταίρους του. Και είναι πιθανόν αυτή η πρώιμη και ασυνήθιστη εξοικείωση με τη φαντασία να μην είναι άσχετη με την κατοπινή λογοτεχνική εξέλιξη του Πάσχου.
Όπως κι αν έχει, βασισμένος σε έναν αυστηρώς αντιδραματικό αυτοβιογραφικό λόγο, που κρίνει τη δημόσια εκπαίδευση δηκτικά, αλλά και με χιούμορ, και με μεγάλη κατανόηση για τους ανθρώπους, ο Πάσχος γράφει μια νουβέλα γεμάτη από αγάπη και πίστη σε όσα υπόσχεται η ζωή. Μόνο που για να κερδίσει κανείς τις υποσχέσεις θα πρέπει πρωτύτερα να έχει αγωνιστεί με όλα τα αποθέματα της ψυχής και της καρδιάς του: όπως ο Πάσχος, που μετασχηματίζει τώρα αυτά τα αποθέματα σε γνήσιο λογοτεχνικό χρυσάφι. Όσο για το χειρόγραφο του Χρονικού ενός δυσλεκτικού, αν υποθέσουμε πως κρατάμε στα χέρια μας ένα χειρόγραφο, μπορεί να είναι πια απαλλαγμένο από ορθογραφικά λάθη, αλλά διασώζει στο ακέραιο το βίωμα της ανορθογραφίας δίχως να το φορτώσει στην πλάτη μιας αρνητικής μοίρας και χωρίς επιπλέον να καταπλακώσει όσους το διαβάζουν τώρα πλήρως αποκατεστημένο με τη δυσφορία ή με τη μιζέρια του αυτοοικτιρμού. Γιατί η δυσλεξία έχει μεταμορφωθεί από disadvantage σε ζείδωρο τροφό μιας ελεύθερης και υψηλής τέχνης που εξιστορεί μαγευτικά τα κρυφά σουσούμια της.