Εκείνα τα χρόνια των σπουδών της προσχώρησε στο Ρωσικό Συμβολικό Κίνημα και θαύμαζε τον Αλεξάντερ Μπλοκ και την Άννα Αχμάτοβα. Ο ποιητής Μαξιμίλιαν Βολοσίν έγινε ο μέντοράς της. Πήγε στο Κοκτεμπέλ της Κριμαίας για να τον συναντήσει. Εκεί, το 1912, παντρεύτηκε, έπειτα από σφοδρό έρωτα, τον Σεργκέι Γιακλοβίεβιτς Εφρόν. Παράλληλα, είχε μια παράπλευρη πολλαπλή και θυελλώδη ερωτική ζωή και έγραψε τα πρώτα της ποιήματα.
Το 1917, μετά το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Εφρόν προσχώρησε στους λευκούς που αντιτάχθηκαν στην Επανάσταση, ενώ η Τσβετάγιεβα επέστρεψε στην Μόσχα. Εκεί η κατάσταση ήταν τραγική. Κατάφερε να φύγει το 1922 και να συναντήσει τον Εφρόν στην Πράγα. Η επανασύνδεσή τους ήταν χαρμόσυνη και για τους δύο και λίγο μετά έφυγαν για το Παρίσι. Ωστόσο, ο Εφρόν έμπλεξε σε μια ιστορία με ρώσους κατασκόπους και, εν αγνοία της συζύγου του, επέστρεψε στη Μόσχα, κρατήθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό ώς το 1937 οπότε συνελήφθη, κατηγορήθηκε ως τροτσκιστής και δολοφονήθηκε με περίστροφο το 1941.
Η Τσβετάγιεβα επέστρεψε στη Σοβιετική Ένωση το 1939, στάλθηκε σε μια απομακρυσμένη επαρχία, όπου το 1941 αυτοκτόνησε. Η κόρη της, Άλυα, που είχε με την κατάθεσή της συμβάλει στη σύλληψη και στο φόνο του πατέρα της, οδηγήθηκε στην φυλακή, απ’ όπου βγήκε το 1955.
Το βιβλίο της Τσβετάγιεβα, Γήινα Σημεία, είναι μια συλλογή κειμένων ημερολογίου (1917-1922), που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα δυτικά περιοδικά μετά τη διαφυγή της από τη Ρωσία το 1922.
Την ίδια μετεπαναστατική εποχή, η Τσβετάγιεβα δεν ήταν μοναδική περίπτωση. Και άλλοι συγγραφείς και λογοτέχνες, όπως ο Ιβάν Μπούνιν[i], ο Βίκτορ Σκλόβσκι[ii], η σατιρική ποιήτρια Νατζέντα Αλεξάντροβνα Λοκβίσκαγια[iii] με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Τέφι και η κόμισα Έντιθ Σόλογκουμπ[iv] δημοσίευσαν ημερολόγια ή αναμνήσεις από την μετεπαναστατική Ρωσία και τη διαφυγή τους στο εξωτερικό. Τα βιβλία τους συγκροτούν ένα λογοτεχνικό σώμα που περιγράφει με ενάργεια τη δύσκολη ζωή, την πείνα, τη φτώχεια, την έκπτωση, ακόμη και το λιμό, με την παράλληλη πλήρη επικράτηση της μυστικής αστυνομίας της Τσεκά στον έλεγχο κάθε πλευράς της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, στο κυνήγι του «ταξικού» εχθρού και στην υπεράσπιση του ολοκληρωτικού καθεστώτος που δημιουργήθηκε και κυριάρχησε αμέσως, από τα πρώτα χρόνια.
Τα ημερολογιακά κείμενα στα Γήινα Σημεία μεταφέρονται ανεπεξέργαστα, δίχως σχολιασμό ή εισαγωγή. Είναι δύσκολα, ελλειπτικά, ιδιαίτερα για τον σημερινό αναγνώστη που δεν γνωρίζει λεπτομέρειες για τη ζωή στη Ρωσία εκείνης της εποχής ή που εμφορείται από μια τελείως άλλη, «ρομαντική» εκδοχή της Επανάστασης.
Η Τσβετάγιεβα κρατούσε ημερολόγιο όταν ζούσε με τα δύο παιδιά της απομονωμένη στη μοσχοβίτικη σοφίτα της σε συνθήκες πολύ σκληρές, εγκατάλειψης, απόλυτης φτώχειας, πείνας και εξαθλίωσης. Η ζωή της είχε μετατραπεί σε μια διαδικασία καθημερινής αναζήτησης της ελάχιστης τροφής (είτε στις ουρές είτε στη μαύρη αγορά), συνήθως πατάτες, αλεύρι βρώμης και σπάνια ένα κομμάτι λαρδί (το απόλυτο αγαθό).
Για ν’ αντεπεξέλθει έπιασε δουλειά στο Λαϊκό Κομισαριάτο των Εθνοτήτων, δεν κατάφερε όμως ούτε έτσι να εξασφαλίσει το φαγητό της οικογένειας, καθώς στη Μόσχα επικρατούσε καθολικός λιμός. Απελπισμένη, το 1919 έβαλε τα παιδιά της σ’ ένα κρατικό ορφανοτροφείο, όπου το 1920 η τρίχρονη Ηρίνα πέοανε από πείνα και η οχτάχρονη Άλυα αρρώστησε και χρειάστηκε η συντετριμμένη μητέρα της να την αποσύρει για να ζήσει. Θεωρούσε τότε ότι «ο Θεός την τιμώρησε για το λάθος που έκανε», να πάει τα παιδιά στο ορφανοτροφείο.
Το ημερολόγιο της Τσβετάγιεβα είναι προσωπικό. Από την παρατήρηση των συμβαινόντων στο περιβάλλον περνάει στον εσωτερικό στοχασμό που αυτά προκαλούν.
Στο ομώνυμο με τον τίτλο του βιβλίου κείμενο «Γήινα Σημεία», υπάρχει ένα τμήμα που αφορά τη σχέση τού «δεν μπορώ» με το «δεν θέλω». Είναι ένας στοχασμός για το πόσο μπορεί να ενδώσει κανείς στις εκάστοτε εξωτερικές πιέσεις, στις οποίες πιθανόν να υπακούουν οι επιθυμίες του. Είναι κάπως σκοτεινό, αλλά μας προτρέπει να σκεφτούμε και να συνειδητοποιήσουμε τα όρια της ελευθερίας μας.
Μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα σαν μικροδιήγημα:
Το δεν θέλω μου πάντα: δεν μπορώ
Aπό τη Μαρίνα Τσβετάγεβα
Το δεν θέλω μου πάντα: δεν μπορώ. Σε μένα δεν υπάρχει αυθαιρεσία. Δεν μπορώ - και γλυκά μάτια.
Το δεν μπορώ μου - κάποιο φυσικό όριο, όχι μόνο δικό μου, του καθένα. Το θέλω δεν έχει όριο, γι’ αυτό δεν υπάρχει δεν θέλω.
Το δεν μπορώ ιερότερο από το δεν θέλω. Το δεν μπορώ είναι η υπερνίκηση όλων των δεν θέλω, όλες οι απόπειρες του θέλω διορθωμένες – είναι το τελευταίο άθροισμα.
Το δεν μπορώ μου δεν είναι ανημπόρια. Κάτι περισσότερο: είναι η κύρια δύναμή μου. Δηλαδή, είναι κάτι μέσα μου, που σε πείσμα όλων των επιθυμιών (της βίας πάνω μου!) ωστόσο δεν θέλει, σε πείσμα όλης της επιθυμούσας βούλησης, που ορθώνεται εναντίον μου, δεν θέλει στην θέση εμής ολόκληρης, δηλαδή υπάρχει (έξω από τη βούλησή μου!) –μέσα μου, δικό μου, εμένα– υπάρχει εγώ.
Δεν θέλω να υπηρετήσω στον Κόκκινο Στρατό. Δεν μπορώ να υπηρετήσω στον Κόκκινο Στρατό. Το πρώτο προϋποθέτει: «Θα μπορούσα αλλά δεν θέλω!» Το δεύτερο: «Θα ήθελα αλλά δεν μπορώ». Τι είναι σημαντικότερο: να μην μπορείς να διαπράξεις φόνο ή να μη θέλεις να διαπράξεις φόνο; Στο να μην μπορείς – όλη η φύση μας. Στο να μη θέλεις – η συνειδητή μας βούληση. Αν εκτιμάς με όλη σου την ουσία – ισχυρότερο, φυσικά: το δεν θέλω. Αν εκτιμάς όλη σου την ουσία – φυσικά: το δεν μπορώ.
Οι ρίζες τού δεν μπορώ πιο βαθιά απ’ ό,τι μπορείς να υπολογίσεις. Το δεν μπορώ αναπτύσσεται από κει απ’ όπου και τα μπορώ μας: όλα τα χαρίσματα, όλες οι αποκαλύψεις, όλα τα Leistungen[v]: χέρια, που κινούν βουνά, μάτια, που ανάβουν τ’ αστέρια.
Από τα βάθη του αίματος ή από τα βάθη της ψυχής.
Μιλώ για ένα αρχαϊκό δεν μπορώ, για ένα μέχρι το θάνατο δεν μπορώ, γι’ αυτό το δεν μπορώ, χάρη του οποίου δίνεσαι να σε κόψουν κομμάτια, για ένα σεμνό δεν μπορώ.
Υποστηρίζω: ότι το δεν μπορώ κάνει τους ήρωες κι όχι το δεν θέλω.
Κι ας γίνει το δεν θέλω μου - δεν μπορώ: το μεγάλο και τελευταίο μου δεν θέλω όλου μου του είναι. Ας θέλουμε τα πιο τερατώδη πράγματα. Πόδια, προχωρήστε! Χέρια, αρπάξτε! ώστε την τελευταία στιγμή: τα πόδια να καρφωθούν στη γη, το τσεκούρι – να πέσει από τα χέρια: δεν μπορώ!
Ας αρχίσουμε από την επιθυμία! Ας τα επιθυμήσουμε όλα! Το δεν μπορώ χωρίς να έχεις δοκιμάσει όλα τα θέλω – λυπηρή αδυναμία και, φυσικά, καταλήγει σε: μπορώ.
Αλλά κι εγώ όχι μόνο δεν μπορώ (να προδώσω ας πούμε), αν εγώ ακόμη και δεν θέλω να μπορώ: (να προδώσω)
Αλλά σε αληθινά χείλη το δεν θέλω είναι δεν μπορώ ( όχι δική μου μόνο βούληση, αλλά όλη μου η ουσία δεν θέλει!), αλλά σε αληθινά χείλη το δεν μπορώ είναι δεν θέλω (όχι μόνο το ασυνείδητό μου είναι, αλλά όλη μου η βούληση δεν θέλει!).
Δεν μπορώ να το θέλω και δεν θέλω να το μπορώ.
– Φόρμουλα–
Δεν μπορώ:
1) να πιάσω με τα χέρια μου ένα σκουλήκι,
2) να μην υπερασπιστώ (δίκαιους, σφάλλοντες, εδώ, εκατό βέρστια παραπέρα, σήμερα, μετά από εκατό χρόνια, το ίδιο είναι)
3) να υπερασπιστώ – εμένα
4) να αγαπήσω από κοινού.
[i] Iβάν Μπούνιν, Μέρες καταραμένες, Μόσχα 1918 - Οδησσός 1919, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2018 και Iβάν Μπούνιν, Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Οροπέδιο, Αθήνα 2021.
[ii] Βίκτορ Μπορίσοβιτς Σκλόβσκι, Συναισθηματικό ταξίδι: Απομνημονεύματα,1917-1922, δεν έχει εκδοθεί στην Ελλάδα.
[iii] Νατζέντα Αλεξάντροβνα Λοκβίσκαγια, Αναμνήσεις. Από τη Μόσχα στη Μαύρη Θάλασσα. Απομνημονεύματα του ταξιδιού στην εξορία, 1918-20, Παρίσι 1930, δεν έχει εκδοθεί στην Ελλάδα.
[iv] Edith Sollohub, The Russian Countess, escaping from Revolutionary Russia, Impress Books Ltd 2009, δεν έχει εκδοθεί στην Ελλάδα. Απόσπασμα δημοσιεύτηκε στην στήλη αυτή του Books’ Journal, τχ. 131, σ. 94.
[v] Στα γερμανικά: κατορθώματα.
Η παλατένια σοφίτα!.., Μαρίνα Τσβετάγιεβα (μτφρ.-απόδοση: Ranele)
Κοτζάμ παλατάρα, η δική μου παλατένια σοφίτα!
Κοπιάστε λοιπόν. Προσοχή - χαρτομάνι, το κάθε χαρτί εν δυνάμει σαΐτα…
Ελάτε και δώστε το χέρι! – Τραβάτε λιγάκι δεξιά, -
εδώ απ΄τη στέγη που μπάζει, υπάρχουν νερά.
Και τώρα θαυμάστε αφού βολευτείτε ψηλά στο σεντούκι
τι σόι υφαντά της Φλάνδρας μου΄πλεξε των αραχνών το μπουλούκι.
Λοιπόν, αγνοήστε εκείνους που σπέρνουν ιδέες και τρέλες
πως μία γυναίκα μπορεί να υπάρξει με δίχως δαντέλες!
Ορίστε σοφίτας θαυμάτων μια λίστα ατέρμων
μας επισκέπτονται δω και ο δαίμων και πλήθη αγγέλων
και κείνος, ο πιo κορυφαίος απ΄την ίδια παρέα,
αφού από τα ουράνια στη στέγη – απόσταση - μία ιδέα!
Τα τέκνα μου - δύο πριγκίπισσες στέγης σαθρής,
μαζί με την εύθυμη Μούσα επί κεφαλής, -
καθώς σας ζεσταίνω το δείπνο φτωχό, ο θεός να το κάνει φαΐ προκοπής,
θα σας ξεναγήσουν μες στο δικό μου βασίλειο ποιητικής.
-Και τι αν τελειώσουν τα ξύλα για σόμπα; - Σιγά τα ωά!
Διαθέτει καθείς ποιητής για απόθεμα έναν τορβά
με πύρινα λόγια που κάνουν την ίδια δουλειά!
Εφέτος ιδίως σιγά μην σκεφτώ τον χιονιά…
Ανέκαθεν είναι σκληρό το ψωμί του αηδονιού-ποιητάρη
και λίγο μας νοιάζει η Μόσχα που κόκκινα τώρα γουστάρει!
Κοιτάχτε τριγύρω : απ΄άκρη σε άκρη –
το χρώμα της Μόσχας - παντού ουρανί σαν το δάκρυ!
Παρ΄όλα αυτά αν εκείνον κλονίσει με άλλες στερήσεις βαθιά
η χολεριασμένη ετούτη του δεκαεννιά η χρονιά, -
Τι άλλο; - Και πάλι θα ζήσουμε με δίχως ψωμιά!
Αφού απ΄τη στέγη ως άστρα - απόσταση - μόλις μικρή δρασκελιά!
Οχτώβρης, 1919
31 Δεκ 2022, 03:12