Σύνδεση συνδρομητών

«Σκότωσε ό,τι μπορείς»

Δευτέρα, 19 Δεκεμβρίου 2022 23:26
12 Δεκεμβρίου 1969, Πιάτσα Φοντάνα, Μιλάνο, Ιταλία. Λίγη ώρα πριν, έχει εκραγεί μία βόμβα στην έδρα της Banca Nazionale dell'Agricoltura (Αγροτική Τράπεζα) στην Πιάτσα, σκοτώνοντας 17 άτομα και τραυματίζοντας 88. Το ίδιο απόγευμα πυροδοτήθηκαν άλλες τρεις βόμβες στη Ρώμη και το Μιλάνο, και βρέθηκε άλλη μία που δεν είχε εκραγεί. Οι αρχές αναζήτησαν τους δράστες στους χώρους της άκρας Αριστεράς, του αναρχισμού, στο τέλος όμως κατηγορήθηκαν εκπρόσωποι της νεοφασιστικής Ακροδεξιάς. Το 1979 καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη για την τρομοκρατική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα τα μέλη της νεοφασιστικής ακροδεξιάς οργάνωσης Ordine Nuovo (Νέα Τάξη), Φρανκ Φρέντα, Τζιοβάνι Βεντούρα και ο Guido Giannettini. Δύο χρόνια αργότερα και οι τρεις αθωώθηκαν στο δεύτερο βαθμό (αν και ο Φρανκ Φρέντα και ο Τζιοβάνι Βεντούρα καταδικάστηκαν σε 15 χρόνια κάθειρξη για τις τρομοκρατικές επιθέσεις στην Πάντοβα και στο Μιλάνο στις 13 και στις 25 Απριλίου του 1969). Το 1982 το ανώτατο δικαστήριο Corte di Cassazione ακύρωσε την απόφαση του Εφετείου του Καταντζάρο για την αθώωση του Φρέντα και του Βεντούρα. Η νέα δίκη ξεκίνησε στο Μπάρι το 1984 και τον Αύγουστο του 1985 το εφετείο έκρινε εκ νέου αθώους λόγω έλλειψης στοιχείων τον Franco Freda και τον Giovanni Ventura. Με την ίδια απόφαση αθωώθηκε και ο Βαλπρέντα.
Φωτογραφία αρχείου
12 Δεκεμβρίου 1969, Πιάτσα Φοντάνα, Μιλάνο, Ιταλία. Λίγη ώρα πριν, έχει εκραγεί μία βόμβα στην έδρα της Banca Nazionale dell'Agricoltura (Αγροτική Τράπεζα) στην Πιάτσα, σκοτώνοντας 17 άτομα και τραυματίζοντας 88. Το ίδιο απόγευμα πυροδοτήθηκαν άλλες τρεις βόμβες στη Ρώμη και το Μιλάνο, και βρέθηκε άλλη μία που δεν είχε εκραγεί. Οι αρχές αναζήτησαν τους δράστες στους χώρους της άκρας Αριστεράς, του αναρχισμού, στο τέλος όμως κατηγορήθηκαν εκπρόσωποι της νεοφασιστικής Ακροδεξιάς. Το 1979 καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη για την τρομοκρατική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα τα μέλη της νεοφασιστικής ακροδεξιάς οργάνωσης Ordine Nuovo (Νέα Τάξη), Φρανκ Φρέντα, Τζιοβάνι Βεντούρα και ο Guido Giannettini. Δύο χρόνια αργότερα και οι τρεις αθωώθηκαν στο δεύτερο βαθμό (αν και ο Φρανκ Φρέντα και ο Τζιοβάνι Βεντούρα καταδικάστηκαν σε 15 χρόνια κάθειρξη για τις τρομοκρατικές επιθέσεις στην Πάντοβα και στο Μιλάνο στις 13 και στις 25 Απριλίου του 1969). Το 1982 το ανώτατο δικαστήριο Corte di Cassazione ακύρωσε την απόφαση του Εφετείου του Καταντζάρο για την αθώωση του Φρέντα και του Βεντούρα. Η νέα δίκη ξεκίνησε στο Μπάρι το 1984 και τον Αύγουστο του 1985 το εφετείο έκρινε εκ νέου αθώους λόγω έλλειψης στοιχείων τον Franco Freda και τον Giovanni Ventura. Με την ίδια απόφαση αθωώθηκε και ο Βαλπρέντα.

Alberto Garlini, Ο νόμος του μίσους, μετάφραση από τα ιταλικά: Βασιλική Πέτσα, Πόλις, Αθήνα 2022, 720 σελ.

Μιλάνο, Μάιος 1985. Ο εικοσάχρονος φοιτητής Στέφανο Γκουέρα βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ύστερα από τη συμμετοχή του στη Μάχη της Βάλε Τζούλια, το 1968.

Μιλάμε για την πολύ βίαιη για την Ιταλία περίοδο, για τα «μολυβένια χρόνια», από τις αρχές Μαρτίου του 1968 έως το 1980. Το 1969, στις 12 Δεκεμβρίου,  στη «σφαγή στην Πιάτσα Φοντάνα», ο απολογισμός ήταν νεκροί 17, τραυματίες 88. Τα γεγονότα είναι γνωστά, δεν επιμένω. Θυμίζω απλώς ότι στις 16 Μαρτίου 1978 απήχθη από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες ο Άλντο Μόρο, 54 μέρες αργότερα βρέθηκε νεκρός.  

Ο Γκουέρα, για να γυρίσουμε στον μυθιστορηματικό ήρωα του Γκαρλίνι, «ξανθός, λιγομίλητος, λιπόσαρκος, μισός Άγγελος, μισή οχιά […], ένα χωριατόπαιδο που δεν μεγάλωσε ποτέ»,  είναι, λοιπόν,  λαïκής καταγωγής νοσταλγός του φασιστικού καθεστώτος, με λογοτεχνικές ευαισθησίες και ενδιαφέροντα, διαβάζει την ποιήτρια Σεσάρεα Καριέγο από την Αργεντινή –«ένα ποίημα της Σεσάρεο πάει κάπως έτσι: Η πόλη έχει μαύρες κόγχες και μια πληγή στον λαιμό»–,  αλλά και Ντοστογιέφσκι, Μάρκες, Μπόρχες. Διέφευγε τη σύλληψη έχοντας καταφύγει στη Λατινική Αμερική. «Μαύρο ήρωα» τον αποκαλούν οι εφημερίδες, του αναγνωρίζουν «την ευγένεια της άκρας Δεξιάς», της οποίας αποτελεί τον αποκλειστικό φορέα, συχνότερα τον αποκαλούν «μαχητή».

Εκείνη την περίοδο, ακροαριστεροί και ακροδεξιοί φοιτητές συγκρούονται στους δρόμους του Μιλάνου, της Ρώμης, της «Κόκκινης Μπολόνια», του Ούντινε. Η μάχη στη Βάλε Τζούλια σηματοδότησε την έναρξη του κινήματος του 1968 στην Ιταλία: πρώτη φορά οι φοιτητές αντέδρασαν οργανωμένα στην αστυνομική βία, αλλά και πρώτη φορά στην πρώτη γραμμή ακροαριστεροί βρέθηκαν ανάμεσα στους νεοφασίστες, οι οποίοι, όπως είναι σήμερα γνωστό (και ο Γκαρλίνι το κάνει σαφές) έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας «στρατηγικής της έντασης».

Ο «επαναστατικός πόλεμος, η σκληρή κριτική ενάντια στην κοινωνία της ευδαιμονίας» αποτελούσε εκείνα τα χρόνια κοινή κληρονομιά τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς, «κόκκινοι και μαύροι πολεμούσαν ενάντια στη σύφιλη του δημοκρατικού συστήματος. Ενωμένοι ενάντια στον κοινό εχθρό».  Η ιαχή «Ευρώπη - Φασισμός - Επανάσταση» δονεί τις αίθουσες των αμφιθεάτρων. Η ιαχή αυτή «κρατά ενωμένο έναν λαό», είναι η ιαχή  μιας νέας γενιάς που προσβλέπει και αναζητά ένα κράτος ισχυρό, μιας νέας γενιάς, καθώς η «Ένδοξη Τριακονταετία» φτάνεις στο τέλος της, «που θα δώσει και τη ζωή της, αν χρειαστεί, για να εκπληρώσει την ιστορική αποστολή που έμεινε ανολοκλήρωτη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: την ουτοπία ενός απέραντου κόκκινου και μαύρου  φασισμού. Μια Ευρώπη ελεύθερη».

Αυτή η γενιά τότε, επισημαίνει ο Γκαρλίνι στο μυθιστόρημα-επίτευγμά του, ήταν «ισχυρή και επαναστατική, ισαπέχουσα απ’ τα δύο ολοκληρωτικά μπλοκ των ΗΠΑ  και της ΕΣΣΔ. Ισαπέχουσα, στα καθ’ ημάς, από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας». Το πρώτο βρισκόταν στα όριά του, ενώ νέες δυνάμεις, νέες αντιλήψεις ταχύτατα έδιναν το στίγμα τους και το εκλογικό σώμα στρεφόταν, λόγω κυρίως της κοινωνικοοικονομικής συγκυρίας, προς την Αριστερά. Το 1968 το Ιταλικό ΚΚ συγκέντρωσε το 38% των ψήφων του εκλογικού σώματος και αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση. 

Τα προτάγματα για «νόμο και τάξη», τάξη και προστασία, συχνά από τους νεοφασίστες,  οργανωμένους  με παραστρατιωτικό τρόπο –ο Γκαρλίνι μάς δίνει θαυμάσιες συγγραφικά σελίδες επ’ αυτού– πληθαίνουν, τα χρόνια της ευφορίας έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Από τη μια η Αριστερά (κυρίως και πρωτίστως στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά αναφέρεται ο Γκαρλίνι), από την άλλη οι νεοφασίστες επίσης και αναλόγως. Σχέδιο σχετικό είχε καταρτιστεί ήδη από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, σχέδιο για την αναγέννηση του φασιστικού κινήματος το οποίο δρούσε παράνομα στην Ιταλία τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο.

«Διέθετε στελέχη και ήταν προετοιμασμένο για πολιτική μάχη σε περίπτωση εισβολής. Ήταν τ’ αυγό του φιδιού. Πολλές εστίες μαύρης αντίστασης στη νέα Ιταλία. Εμείς είμαστε η πραγματική ιταλική αντίσταση. Σε καμία περίπτωση οι εγκληματίες κομμουνιστές. Σιγά σιγά αναγνωριστήκαμε μεταξύ μας. Αισθανόμασταν σαν Βενεδικτίνοι μοναχοί, που κατά τον βαρβαρικό Μεσαίωνα είχαν διατηρήσει, στη σιωπή των μοναστηριών, τη σπουδαία ρωμαïκή κι ελληνική κουλτούρα», αποφαίνεται ένας συνοδίτης του Στέφανο.

«Είχαμε προβλέψει την εμπορευματική παρακμή, είχαμε αγωνιστεί εναντίον και, πλέον, είμαστε έτοιμοι να δώσουμε την τελευταία μάχη. Τ’ αυγά του φιδιού υπάρχουν ακόμη. Είναι πιο πολυάριθμα από ποτέ. Και σκάνε όλα διαμιάς, σαν νυχτερινή έκρηξη χιλιάδων πυροτεχνημάτων», εκρήξεων βίας ως μορφή στιβαρής πολιτικής χειρονομίας, όλα αντιμετωπίζονται κατ’ ευχήν, αρκεί «να χτυπάς».

Νοσταλγοί του ναζισμού, ανατρέχουν στον Γκέμπελς και μας θυμίζουν τι έγραφε ο Γκέμπελς όταν ο Χίντεμπουργκ διόρισε  τον Χίτλερ καγκελάριο: «Η παρτίδα σκάκι για την κατάκτηση της εξουσίας ξεκίνησε». Αυτό το παιχνίδι, λέει ο Στέφανο διά χειρός Γκαρλίνι, «δεν θα το παίξουμε με    πλεκτάνες και πολιτικούς διαξιφισμούς. Θα το παίξουμε με τις βόμβες. Με τα όπλα.  Με τον φόβο.  Στην Ιταλία δεν θα υπάρξει ούτε ένας άνθρωπος που να αισθάνεται ασφαλής  στο σπίτι του […] Το νεανικό μας αίμα πρέπει να ζημιωθεί σε ολόκληρο το έθνος».

Πέραν της λατρείας της βίας και του θανάτου –«Σκότωσε ό,τι μπορείς»– προπαγανδίζεται το μυθικό παρελθόν, πρυτανεύει ο αντιδιανοουμενισμός, δοξολογείται η ιεραρχία, διακηρύσσεται η διάλυση της κοινωνικής πρόνοιας,  κατ’ ουσίαν αφαιρείται η ανθρώπινη υπόσταση, όλα αυτά τα στοιχεία, οι πρακτικές, που έχουν πειστικά δείξει ο Κωστής Παπαïωάννου και ο Τζέισον Στάνλεϋ  ότι συστήνουν και συνιστούν βασικούς πυλώνες της φασιστικής πολιτικής, όπως άλλωστε η ανάδυση των νεοφασιστικών κινημάτων στην Ευρώπη σήμερα υποδεικνύει.  Και δεν είναι μόνο ο κυβερνητικός συνασπισμός δεξιών και ακροδεξιών κομμάτων υπό την Τζόρτζια Μελόνι,, είναι και η πρωτοπόρος επί του θέματος Αυστρία, με το συντηρητικό Λαïκό Κόμμα της να συνασπίζεται με το Κόμμα της Ελευθερίας του Γεργκ Χάιντερ, είναι και η Σουηδία, για να μην επιμείνουμε, λόγου χάριν, στην Ουγγαρία –  καταλογογραφώ πρόχειρα.   

Οι νεοφασιστικές ομάδες, για να επισκεφθούμε ξανά τον Γκαρλίνι,   χρεώνουν τις αιματηρές επιθέσεις στην Αριστερά και στους αναρχικούς και τα απόνερα των ενεργειών-επιχειρήσεων  κυοφορούν εξελίξεις    στο εσωτερικό των νεοφασιστικών ομαδοποιήσεων. Εντέλει, ο Στέφανο στρέφεται κατά των πρώην συντρόφων του, οι οποίοι τον καταδικάζουν σε εξορία στη Γη του Πυρός.

Ο Γκαρλίνι στο έμμοχθο ογκώδες, αλλά σοφά δομημένο  μυθιστόρημά του, που διαβάζεται, χάρη και στην κρουστή γλώσσα που έχει σμιλεύσει η Βασιλική Πέτσα με αμείωτο ενδιαφέρον, αφού μια ολόκληρη  εποχή εξεικονίζεται, αποδομεί την οπτική των νεοφασιστών μέσα από το ανάλογο εγχείρημα που έχει αναθέσει στον ήρωά του, τον Στέφανο, αυτόν που αυτός σθεναρά αυτή την οπτική υπηρέτησε. 

Ο Στέφανο στρέφεται στη βία λόγω των οικογενειακών δυσλειτουργιών της παιδικής του ηλικίας, αυτές που τον έκαναν να νιώθει ταπεινωμένος και τον εξόργισαν, εκείνες που  τον  οδήγησαν σε μια κρίση ταυτότητας, την διερεύνηση και απόκτηση της οποίας, ή την ανάκτησή της, αν προτιμάτε, μέσω της στράτευσης στα νεοφασιστικά ιδεώδη και τις ομότροπες πρακτικές, επιδίωξε να επιτύχει. Ο Γκαρλίνι δίνει το λόγο στον Στέφανο και στους συνοδοιπόρους του, όχι βεβαίως ούτε μία στιγμή για να τους δικαιολογήσει, αλλά για να δείξει τις θηριώδεις, εγκληματικές  πρακτικές τους – ξέρουμε καλά τις αντίστοιχες στη χώρα μας.

Ο Γκαρλίνι μάς συστήνει ένα «γοητευτικό τέρας», έναν χαρακτήρα σύνθετο και ψιλοδουλεμένο –με τον έρωτα και την ποίηση να λειτουργούν τρόπον τινά αντιστικτικά στην επέλαση της φρίκης– μέσα από τα σύντομα κεφάλαια της απολογίας του στο δικαστήριο, που συνδέονται με μεγάλες φέτες ιστορίας. Ο Στέφανο δολοφονήθηκε, εντέλει, αλλά ποιος τράβηξε τη σκανδάλη;

 Ένα είναι σίγουρο και ο Γκαρλίνι δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία επ’ αυτού: η θεωρία ότι η βία «από όπου και να προέρχεται» πρέπει να αντιμετωπίζεται με τα ίδια μέτρα και σταθμά, η θεωρία «των δύο άκρων», όπως, άλλωστε μάς έχουν δείξει η Χάννα Άρεντ και ο Ζωρζ Λαμπικά, είναι τόσο επικίνδυνη όταν νόμος γίνεται το μίσος! 

 

Ηλίας Καφάογλου

Δημοσιογράφος, επιμελητής, συγγραφέας, κριτικός. Πρόσφατα βιβλία του: Ελληνική αυτοκίνηση 1900-1940 (2013), Ελύτης εποχούμενος (2014), Πεζός. Ένας μικρός επαναστάτης (2016), Η δημοκρατία στην παραλία (2018), Η Γυφτοπούλα. Μια γυναίκα ερωτευμένη και η εποχή της (2019).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.