Τον Ρόδη Ρούφο δεν τον γνώρισα προσωπικά. Η πρώτη επαφή που είχα με το ξεχωριστό πνευματικό του έργο ήταν το 1970, όταν σπούδαζα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διάβασα το διήγημά του «Ο Υποψήφιος», που δημοσιεύθηκε στον συλλογικό τόμο Δεκαοχτώ Κείμενα. Με εντυπωσίασε η καθαρότητα της γραφής του, η εντιμότητά του, το λεπτό πολιτικό του αισθητήριο και το θάρρος του. Φάνταζε πολύ τολμηρό, στα μάτια ενός εικοσάχρονου φοιτητή, μεσούσης της δικτατορίας, ένας αριθμός σημαντικών πνευματικών δημιουργών, με διαφορετικό ιδεολογικό προσανατολισμό, σε κάποιες περιπτώσεις και εντελώς αντίθετο, να καταγγέλλουν δημόσια τους αυτόκλητους και επίορκους «σωτήρες» της δημοκρατίας μας και της κοινωνικής μας ελευθερίας. Ήταν μια πράξη συμφιλίωσης του πνευματικού κόσμου, που δεν πέρασε απαρατήρητη, στην οποία η συμμετοχή του Ρούφου ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Ακολούθησαν ανάλογες συμβολές του στις αντικαθεστωτικές συλλογικές εκδόσεις Νέα Κείμενα και Νέα Κείμενα 2 (1971) και σε άλλες αντιδικτατορικές και πατριωτικές πρωτοβουλίες, για τις οποίες πάντα θα κατέχει περίοπτη θέση στη συλλογική μας μνήμη.
Στους νέους αρέσουν πάντα αυτοί που δεν συμβιβάζονται κι έτσι άρχισα σιγά σιγά να ψάχνω και να διαβάζω βιβλία του. Δυο χρόνια αργότερα, το 1972, κυκλοφόρησε σε δεύτερη συγκεντρωτική έκδοση το Χρονικό μιας Σταυροφορίας, αφιερωμένο στον Κίτσο Μαλτέζο, συναγωνιστή του Ρούφου, που σκοτώθηκε «παλικαρίσια», όπως γράφει, εντελώς άδικα σημειώνω εγώ, την 1η Φεβρουαρίου 1944.
Το Χρονικό είναι ένα μυθιστόρημα σε τρία μέρη, που το α΄ μέρος δημοσιεύθηκε αυτοτελώς το 1954, με τον τίτλο Η ρίζα του μύθου, το β΄ το 1955 με τον τίτλο Πορεία στο σκοτάδι και το γ΄ το 1958 με τον τίτλο Η άλλη όχθη. Στο έργο του αυτό εμφανίζεται με το ψευδώνυμο Ρόδης Προβελέγγιος, κάνοντας χρήση του επωνύμου της γιαγιάς του από τον πατέρα του, αδελφής του ποιητή Αριστομένη Προβελέγγιου, προφανώς λόγω της διπλωματικής του ιδιότητας.
Ο πατέρας του Λουκάς Ρούφος υπήρξε γόνος παλιάς οικογένειας των Πατρών, με προεπαναστατικές ρίζες, και εξελέγη επανειλημμένα βουλευτής Αχαΐας, αρχικά με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Ήταν στενός συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου, με τον οποίο διαφώνησε έντονα μετά το κίνημα της Εθνικής Αμύνης, μάλιστα διώχθηκε και φυλακίστηκε. Στις εκλογές του 1920 συνεργάστηκε με τον Δημήτριο Γούναρη, μάλιστα διετέλεσε και υπουργός στην τελευταία κυβέρνηση Γούναρη, πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έπειτα από λίγο όμως επέστρεψε στο κόμμα των Φιλελευθέρων και, μέχρι το τέλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, του οποίου διετέλεσε και υπουργός, συνδεόταν με στενή φιλία μαζί του. Απόδειξη αποτελεί η μεταξύ τους αλληλογραφία, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον και φωτίζει πτυχές της περιόδου του Εθνικού Διχασμού και μετέπειτα.
Δεν ήταν συνεπώς δυνατόν ο κοσμοπολίτης και με πλατιά παιδεία Ρόδης Ρούφος, μεγαλωμένος σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο βάραινε η οικογενειακή παράδοση από την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, με γενάρχη τον Μπενιζέλο Ρούφο, να παρέμενε αμέτοχος την περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής και αργότερα, όταν η Ελλάδα δοκιμαζόταν από εμφύλιους σπαραγμούς, κατά την περίοδο του Κυπριακού Αγώνα και μέχρι το τέλος της ζωής του, κατά των Συνταγματαρχών.
Το Χρονικό μιας Σταυροφορίας είναι κατ’ ουσία μια πολιτική απολογία, ένα μυθιστόρημα με ιστορικό πυρήνα στο οποίο είναι αποτυπωμένη η τραυματική εμπειρία του συγγραφέα από όσα είδε και έζησε και από τις απογοητεύσεις που ένιωσε, για έναν Αγώνα ο οποίος μπορεί να μη χάθηκε εντελώς, πάντως ήταν δυσανάλογος σε κόστος, σε σύγκριση με το αποτέλεσμα. Όπως δηλώνει εξαρχής, ήταν κι αυτός μέσα στα γεγονότα που αποτελούν το υπόβαθρο του μύθου και πίσω από τη μυθοπλασία κρύβονται φίλοι του και συναγωνισταί του, που μοιράστηκε μαζί τους τις αγωνίες τους, τους φόβους τους, αλλά και τους οραματισμούς τους για μια ελεύθερη και καλύτερη Ελλάδα. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μετέπειτα ζωή του, ιδίως από τη δράση του στην Κύπρο και από την άρνησή του, από την πρώτη ημέρα, να συνεργασθεί με τους Συνταγματάρχες, που είχε συνέπεια αρχικά να τεθεί σε διαθεσιμότητα και εν συνεχεία να απολυθεί από το διπλωματικό σώμα, στο οποίο κατείχε επίζηλη θέση. Παρέμεινε μέχρι το τέλος του ενεργός πολίτης και φιλελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος, που δεν αναλώθηκε στα λόγια, αλλά προχώρησε και στην πράξη, με σεβασμό στη γνώμη των άλλων, χωρίς υποχωρήσεις ή αμφιταλαντεύσεις σε θέματα αρχών.
Θέσεις και αντιθέσεις
Όταν δημοσίευσε τη Ρίζα του μύθου, το α΄ μέρος της τριλογίας Χρονικό μιας Σταυροφορίας, δέχτηκε τα πυρά κριτικών και αναγνωστών, οι οποίοι σχολιάζοντας τον τόνο του βιβλίου και τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που περιείχε τον κατηγόρησαν, και μαζί μ’ αυτόν και τη συντροφιά των ηρώων του, κυρίως συμμαθητών του από τις Σχολές Μακρή, που αρχικά είχαν επηρεαστεί από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, για ταξικό εγωισμό, ιδεολογική σύγχυση, φλυαρία, εμπάθεια στην αντικομμουνιστική του τοποθέτηση κ.ά. Κύριος χώρος από τον οποίο εκπορεύθηκαν οι εναντίον του κατηγορίες ήταν η Αριστερά. Είναι συχνό το φαινόμενο κάποιοι κριτικοί να «ανακαλύπτουν», σε έργα που σχολιάζουν, πράγματα που ποτέ δεν πέρασαν από το μυαλό του συγγραφέα.
Με τη σεμνότητα και την εντιμότητα που τον διέκρινε έκανε την αυτοκριτική του στα επόμενα μέρη του έργου, Η πορεία στο σκοτάδι και η Άλλη όχθη, χωρίς ανακολουθίες. Με συμφιλιωτική διάθεση αφιέρωσε το β΄ μέρος στους τίμιους αγωνιστές συντρόφους ή αντιπάλους και στο γ΄ μέρος έδωσε το στίγμα της προσωπικής του στάσης, για την ελευθερία, τον αμοιβαίο ανθρώπινο σεβασμό, την πολιτική μετριοπάθεια και την αδέκαστη αντικειμενικότητα, αρετές οι οποίες είναι απαραίτητες για να στεριώσει ο δημοκρατικός δημόσιος βίος.
Είχε συναίσθηση, ότι στις μεγάλες τραγικές συγκρούσεις της Ιστορίας δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί». Συνήθως όλοι έχουν κάποιο δίκιο και γι’ αυτό τήρησε κριτική στάση απέναντι και στα δύο άκρα.
Στο α΄ μέρος (Ρίζα του μύθου) κυριαρχεί η αγανάκτηση για την άδικη και παράλογη εκτέλεση του φίλου του Κίτσου Μαλτέζου, ένα γεγονός που τον πλήγωσε και τον σημάδεψε. Πέρασε πολύς καιρός για να το ξεπεράσει και να μπορέσει να δει με καθαρό μάτι και ψυχική νηφαλιότητα τις αδυναμίες και τις βρομιές της όχθης στην οποία ανήκε και να παινέψει ό,τι θετικό έβρισκε στους αντιπάλους του. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια και εντιμότητα παραδέχθηκε ότι στο αρχικό κείμενο του α΄ μέρους υπάρχουν σελίδες που αργότερα τον ενοχλούσαν, αλλά δεν τις άλλαξε ούτε τις αφαίρεσε, διότι αποτελούν μαρτυρία για την τότε ιδεολογική του τοποθέτηση. Άλλωστε, πως αλλιώς θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ωρίμανση του συγγραφέα, κατά τη διάρκεια της γραφής του β΄ και του γ΄ μέρους της τριλογίας του, αν απέκρυπτε ή αποκήρυσσε την άγουρη, λέει ο ίδιος, δικαιολογημένη λέω εγώ, σκληράδα που είχε προηγηθεί, αν δεν την είχε ξεπεράσει; Αυτό δεν σημαίνει ότι υπαναχώρησε. Απλά είδε το παρελθόν διαφορετικά, με κατανόηση και συγχωρητική διάθεση και με πρόθεση συμφιλίωσης και συνεργασίας.
Διαβάζοντας το Χρονικό και όσο πλησιάζουμε προς το τέλος, ένα μήνυμα διαπερνάει τις σελίδες του. Αντί για δογματισμούς, καχυποψίες, συμφέροντα και έτοιμα σχήματα μίσους, είναι προτιμότερο και πιο επωφελές να δώσουν τα χέρια οι τίμιοι άνθρωποι και της μιας και της άλλης όχθης, για να δει καλύτερες μέρες ο τόπος. Δυστυχώς τα παθήματα ακόμα δεν έχουν γίνει μαθήματα και ο λόγος του Ρόδη Ρούφου θα συνεχίσει να είναι ένα ζωντανό και πάντα επίκαιρο κάλεσμα, που ακόμα δεν έχει βρει την ανταπόκριση που θα έπρεπε. Ίσως φταίει η παιδεία μας, ίσως κάποιες ιδιότητες του ψυχισμού μας, πάντως ο συναινετικός και ενωτικός λόγος που έσπειρε, μπορεί να μην έπεσε σε ιδιαίτερα εύφορη γη, πάντως δεν έπεσε σε τελείως άγονη.
Ο Κίτσος Μαλτέζος
Ο Κίτσος Μαλτέζος, Μιχάλης στο Χρονικό, Ο αγαπημένος των θεών κατά τον βιογράφο του Πέτρο Μακρή-Στάικο, εκτός από στενός φίλος του ήταν και συναγωνιστής του Ρούφου και, μαζί και με άλλους συνομηλίκους τους, όλοι προνομιούχα παιδιά της γενιάς του 1940, κατέθεσαν το απόσταγμα της ψυχής τους και τη ρώμη της ηλικίας τους για ένα καλύτερο αύριο, μακριά από μίση και πάθη. Δυστυχώς για τον χαρισματικό Μιχάλη, τρισεγγονό του στρατηγού Μακρυγιάννη και τελευταίο απόγονό του, την Τρίτη 1η Φεβρουαρίου 1944, το πρωί, δολοφονήθηκε στη Συγγρού, μετά τη λεωφόρο Αμαλίας, λίγα μέτρα από το σπίτι του, από τον Μικέ Κουρουνιώτη, κάποτε αχώριστο φίλο του στο προαύλιο του Πανεπιστημίου. Η δολοφονία αποφασίστηκε από τον ΕΛΑΣ Σπουδάζουσας, με πρωταγωνιστή τον Άδωνι Κύρου, γιο του Αχιλλέα Κύρου, συνεκδότη της Εστίας και στυλοβάτη του μεταξικού καθεστώτος, ο οποίος, χάρις στις γνωριμίες της οικογένειάς του, δεν λογοδότησε στις διωκτικές αρχές, παρότι ήταν εν γνώσει τους η άμεση συνέργειά του.
Ο θάνατος του Κίτσου Μαλτέζου δεν πέρασε απαρατήρητος, όπως τόσοι άλλοι θάνατοι την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου, διότι η οικογένειά του ήταν από τις πιο γνωστές των Αθηνών και ο ίδιος, μεθυσμένος από πατριωτικό πάθος, «φαντάζεται πως αυτός πρέπει να σώσει το έθνος του», όπως έγραψε ο Ίων Δραγούμης για τον εαυτό του (Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες), διότι, «[ο] καθένας γεννήθηκε σωτήρας του έθνους του, λίγοι όμως ξέρουν πως γεννήθηκαν τέτοιοι, δηλαδή πως αυτοί θα το σώσουν, αν θέλουν». Δύσκολα μπαίνουν σε καλούπια τέτοια πρόσωπα και με τη δράση τους αφήνουν ισχυρά αποτυπώματα.
Γι’ αυτό και ο φόνος του μυθοποιήθηκε και τον κατέστησε πρωταγωνιστή στην υπόθεση δύο μυθιστορημάτων. Της Τειχομαχίας του Θεόφιλου Φραγκόπουλου και του Χρονικού μιας Σταυροφορίας του Ρόδη Ρούφου. Για την Αριστερά ήταν μια σκοτεινή σελίδα της δράσης της για την οποία αρνείται επίμονα να μιλήσει, ενώ για τη σκληρή μετεμφυλιακή Δεξιά ήταν μία ευκαιρία πολιτικής εκμετάλλευσης, παρότι ο ίδιος δεν της ανήκε, όπως δέχεται και ο βιογράφος του.
Η φιλία τους συνεχίστηκε και στα φοιτητικά τους χρόνια, με τον Ρούφο να είναι ενταγμένος στην ΠΕΑΝ και τον Μαλτέζο στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ), από την οποία όμως αποστασιοποιήθηκε ψυχικά, διότι, όπως έγραψε σε κάποιο φίλο του, «θα ’θελα να ξέρεις πως δεν μετέχω στην οργανωμένη τρομοκρατία». Δεν μπορούσε να δεχτεί να προδίδεται ο σκοπός, δηλαδή να εξοντώνονται άνθρωποι που κι αυτοί αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της χώρας. Μέσα του συγκρούσθηκαν δύο κόσμοι, από τη μία πλευρά η έντονη και ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του, ένας ιδιαίτερος, λόγω καταγωγής, πατριωτισμός και η αποστροφή του για την εμφυλιοπολεμική τακτική της ΟΚΝΕ και από την άλλη το όραμα της Επανάστασης, που θα έφερνε την πολιτική και κοινωνική απελευθέρωση. Υπερίσχυσε το πρώτο. Αποχώρησε από την ΟΚΝΕ, αλλά δεν έπαψε να είναι σοσιαλιστής. Μόνο τον κομμουνισμό εγκατέλειψε για πάντα. Ήταν τότε 22 ετών.
Στη Ρίζα του μύθου η παρουσία του Κίτσου Μαλτέζου είναι καταλυτική και αποτελεί ορόσημο για τα γεγονότα, διότι ήταν ο φυσικός ηγέτης της παρέας. Το ξεδίπλωμα του μύθου γίνεται με πολλή χάρη και η διατύπωση των διαφόρων απόψεων, όπως και η ανάδειξη της πραγματικότητας, γίνεται με λεπτότητα και προσοχή, με πυκνότητα λόγου και με σκωπτική διάθεση, όπου χρειάζεται. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που, όταν γράφτηκε, άλλαξε τα μέτρα του ιστορικού μυθιστορήματος, χάρη στην υποδειγματική σύνθεση χρονικού και μαρτυρίας. Έκτοτε έχουν γραφτεί πολλά ιστορικά μυθιστορήματα, ακόμα και για την περίοδο της Κατοχής, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, αλλά το Χρονικό μιας Σταυροφορίας θα παραμένει να ξεχωρίζει για την καθαρότητα της γραφής του και για τη φρεσκάδα που αποπνέει. Μια έντιμη φρεσκάδα, με επανατοποθετήσεις και ειλικρινή διάθεση αυτοκριτικής, χωρίς ψυχώσεις, αγκυλώσεις και εμμονές. Είναι ένα απόσταγμα Ιστορίας και μνήμης που προκαλεί μελαγχολικούς συνειρμούς για το αίμα που χάθηκε άδικα.
Μετά την αποστασιοποίηση του Μαλτέζου από την ΟΚΝΕ, ακολούθησε η ένταξή του στη ΡΑΝ, την ένοπλη αντιστασιακή οργάνωση που ίδρυσε στις αρχές του 1943 ο συνταγματάρχης Κων. Βεντήρης, όπου είχε την ευκαιρία να συνεργασθεί με επίλεκτους νέους της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας. Όλοι αυτοί διαπερνούν τις σελίδες του Χρονικού με προσωπεία που τους έδωσε ο συγγραφέας, χωρίς οι ελαφρές παραλλάξεις στα χαρακτηριστικά τους να αλλοιώνουν την πραγματικότητα.
Ήταν μεγάλη απόφαση να τολμήσει ο Κίτσος Μαλτέζος να φύγει από την ΟΚΝΕ και αυτό τον ωρίμασε, τον έκανε πιο σκληρό, έμαθε τις στρατηγικές και τις τακτικές των άλλων και γνώριζε πλέον πώς να κατευθύνει, με κάποια δόση υπεροψίας, που είναι εμφανής και στο Χρονικό, όσους νέους πλαισίωσαν τη σταυροφορία του. Καταγγέλλει την ΕΠΟΝ για προδοσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, για διαφθορά της νεολαίας και για εμφύλιο μίσος και απουσιάζει χαρακτηριστικά από κάθε πράξη βίας, την οποία θα γνωρίσει ο ίδιος ως θύμα της. Ήταν χαρισματικός και η αποχώρησή του ήταν μεγάλη ζημιά για την ΟΚΝΕ. Έτσι λοιπόν δεν μπορούσαν να τον αφήσουν να συνεχίσει, διότι ήταν απειλή. Στις πρώτες γραμμές δίπλα του στοιχήθηκε και ο Ρούφος, μαζί με πολλούς άλλους νέους, που κι αυτοί ανησυχούσαν για τη βία η οποία είχε πάρει απειλητικές διαστάσεις. Όπως έγραψε ο Ρούφος σε επιστολή του προς τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, που έπειτα από συμβουλή φίλων του δεν του την επέδωσε, «[τ]ο πρόβλημα για τους νέους του 1943 ήταν αν η Ελλάδα θα γινόταν κομμουνιστική ή θα ’μενε ελεύθερη. Ήταν πρόβλημα ύπαρξης ή μη ύπαρξης…» (Κονδυλοφόρος, τ. 8, 2009, University Studio Press, σ. 304-310).
Στα τέλη του 1943, ο Κίτσος Μαλτέζος είναι ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης στον αστικό – πανεπιστημιακό χώρο, όλοι τον αντιμετωπίζουν με θαυμασμό, αλλά αυτός δεν είναι ικανοποιημένος, διότι βλέπει την προσήλωση της τάξης του στο παλιό, στο φθαρμένο σύστημα ιδεών και αξιών του Μεσοπολέμου. Μέσα του γίνεται μια πάλη που αντικατοπτρίζεται στις σελίδες του Χρονικού.
Ζωντανεύοντας ο συγγραφέας στιγμές μιας πέτρινης εποχής, έχει συναίσθηση ότι δεν γράφει Ιστορία και προσπαθεί, με επίγνωση ότι αυτό δεν είναι εφικτό αλλά πρέπει να είναι στόχος, να είναι αντικειμενικός, έστω κι αν ο ίδιος υποστηρίζει ότι δεν προσπάθησε να είναι αντικειμενικός. Ο χρόνος και η κατάληξη των γεγονότων τον βοηθάει σ’ αυτό, ιδίως στο β΄ και γ΄ μέρος, όπου έχει υποχωρήσει το συναίσθημα και προσεγγίζονται τα γεγονότα με νηφαλιότητα, παρότι κι αυτός τραυματίσθηκε. Ομολογεί ότι ως τραυματίας είναι μεροληπτικός και εγωκεντρικός, αφήνει όμως στους «άλλους» να κρίνουν αν έκανε καλά που μίλησε για το τραύμα του. Ως «άλλος» λοιπόν πιστεύω ότι έκανε καλά και μάλιστα όπως μίλησε έκανε πολύ καλά, διότι έθιξε θέματα που καίνε και που, όπως του έγραψε και ο Βενέζης, τους έδωσε μορφή και ζωντάνια, θα συμπλήρωνα εγώ.
Συμφωνώ με το βιογράφο του Κίτσου Μαλτέζου, Πέτρο Μακρή - Στάικο ότι το Χρονικό είναι «απαύγασμα του βαθύτατου πόνου» που ένιωσε ο Ρόδης Ρούφος από την εκτέλεση του επιστήθιου φίλου του, ο οποίος, παρά τη σύντομη ζωή του, με την προσωπική ακτινοβολία του σφράγισε τη νιότη της γενιάς του. Η ζωή του και ο άδικος και παράλογος θάνατός του πέρασαν στη σφαίρα του μύθου, αλλά δεν επηρέασαν μόνο τον Ρούφο και τον Φραγκόπουλο, που προσπάθησαν να ζωντανέψουν τη μνήμη του με τα μυθιστορήματά τους. Ο Κίτσος και η Μάρμω, στους Πανθέους του Τάσου Αθανασιάδη, είναι πρόσωπα εμπνευσμένα από τον Κίτσο Μαλτέζο και τη Μάρμω Γεωργαλά, μία όμορφη κοπέλα της εποχής, που χρησιμοποίησε και ο Φραγκόπουλος στο βιβλίο του Το Σιωπηλό Σύνορο, για να πλάσει μια φανταστική ερωτική ιστορία μεταξύ τους, που μυθοπλαστικά ήταν η αιτία του μίσους του Άδωνι Κύρου για τον παλιό του φίλο.
Στον Κίτσο Μαλτέζο θα αφιερώσει ένα ποίημα με τον τίτλο «Μοιρολόγι της λεωφόρου Αμαλίας», από την ποιητική συλλογή του Προγεφύρωμα, και ο Νίκος Πολίτης.
Η σιωπή του ΚΚΕ και η επιθυμία να μη θιγεί η οικογένεια του Άδωνι Κύρου λειτούργησαν αποτρεπτικά για μια εις βάθος έρευνα της δολοφονίας του. Γι’ αυτό και ο Ρούφος και ο Φραγκόπουλος επέλεξαν τη λύση του μυθιστορήματος. Χωρίς αυτούς και, αργότερα, χωρίς τον Πέτρο Μακρή-Στάικο, μπορεί να είχε ξεχαστεί η ηρωική μορφή του Κίτσου Μαλτέζου ή η μνήμη του να ήταν έρμαιη στα χέρια προπαγανδιστών της σκληρής μετεμφυλιακής εποχής.
Το Χρονικό ολοκληρώθηκε δεκαπέντε χρόνια μετά τη δολοφονία του και ο χρόνος που πέρασε και οι εμπειρίες που απέκτησε ο συγγραφέας, συμμετέχοντας στον Ιερό Λόχο του ΕΣΑΣ και στον ΕΔΕΣ, συν η φρίκη του πολέμου που έζησε, τον έκαναν σκεπτικιστή και τον ώθησαν να εγκαταλείψει τον υπερβολικό φανατισμό της εποχής των γεγονότων και να προσπαθήσει να εμβαθύνει με ψυχραιμία στον παραλογισμό του εμφύλιου σπαραγμού.
Στις νεότερες γενιές, εκτός από τους αναγνώστες του Ρούφου και του Φραγκόπουλου, ο Κίτσος Μαλτέζος είναι άγνωστος. Σ’ όποια παράταξη κι αν τον εντάξει κανείς, εκτός της Αριστεράς βέβαια, δεν υπήρξε και δεν υπάρχει κανένας να τον υμνήσει ή να τον θρηνήσει ή να του στήσει μνημείο, διότι «η μεταπολεμική πολιτεία των νικητών του Εμφυλίου», όπως πολύ ορθά επισημαίνει ο Πέτρος Μακρής - Στάικος,
εμπλουτισμένη με καιροσκόπους, δωσιλόγους και μαυραγορίτες, αφού τον χρησιμοποίησε για τους σκοπούς της, τον λησμόνησε, όπως λησμόνησε κι όλα τ’ άλλα, τα «δικά της» σκοτωμένα παιδιά της γενιάς του ’40, «ανώνυμα» και «επώνυμα». Ίσως γιατί, και αυτά, πάλαιψαν και θυσιάστηκαν όχι μόνο για την Ελευθερία αλλά και για το όραμα μιας άλλης διαφορετικής Ελλάδας.
Ξεφυλλίζοντας το Χρονικό διαπιστώνουμε ότι η αληθινή ιστορία των παιδιών της γενιάς του 1940, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, επικαλύφθηκε από τη λήθη, παρότι ήταν το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής τους. Και αυτό συνέβη διότι ο αγώνας τους σημαδεύτηκε από την αίσθηση της ματαιότητας, η οποία, σε συνδυασμό με την υποταγή τους σ’ ένα σύστημα που δεν αναγνώριζε την αντίσταση κατά του κατακτητή σε όλο το εύρος της, κατέστησε απρόθυμους τους περισσότερους να καταγράψουν ό,τι έζησαν και να συμβάλουν στη διάσωση της ιστορικής μνήμης.
Τα ονόματα των ηρώων του, που είναι υπαρκτά πρόσωπα, είναι διαφορετικά από τα πραγματικά. Ο συγγραφέας επέλεξε να ονομασθεί Δίων, προφανώς από τον Δίωνα τον Κάσσιο, τον έλληνα ιστορικό που το έργο του αποτελεί την κυριότερη πηγή της Ρωμαϊκής Ιστορίας και θεωρείται ο άριστος των ιστορικών του 3ου μ.Χ. αιώνα και του τέλους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Να είχε άραγε, με αυτό το προσωπείο που επανέλαβε και σε άλλο έργο του, τη συναίσθηση ότι όσα θα γράψει, έστω με μυθιστορηματική μορφή, θα αποτελέσουν κύρια πηγή για την εποχή που ξετυλίγεται ο μύθος και για τα πρόσωπα που τον ύφαναν ή να παραπέμπει στον πλατωνικό Δίωνα; Ο Σπύρος Ιακωβίδης, αρχαιολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός –ο ανασκαφέας των Μυκηνών ο οποίος ανέπτυξε σημαντική αντιστασιακή δράση κατά την κατοχική περίοδο– είναι ο Στέφανος. Ο επιστήθιος φίλος του (Μπούλης) Θεόφιλος Φραγκόπουλος είναι ο Μάρκος και ο Δημήτρης Πουλάκος ο Ρένος.
Ο κεντρικός ήρωας, ο Κίτσος Μαλτέζος, είναι ο Μιχαήλ, ενώ αυτός που αποφάσισε μαζί με άλλους τη δολοφονία του, ο Άδωνις Κύρου, είναι ο Φίλης. Γύρω απ’ αυτούς ο Ρούφος θα στήσει τον καμβά του μυθιστορήματός του, μαζί και με πολλούς άλλους αγνούς και καλοπροαίρετους νέους, που αγωνίστηκαν για τις ιδέες τους.
«Η Ιστορία δεν περιμένει»
«Μα πώς μπορείς να μένεις αμέτοχος στον αγώνα και να μην παίρνεις θέση; Θέλεις να περιμένεις δέκα χρόνια, να καταλήξεις πρώτα σε θεωρητικά συμπεράσματα κι έπειτα ν’ αγωνιστείς; Η Ιστορία δεν περιμένει», είπε ένας συμφοιτητής του στον Δίωνα. Εκείνη την ημέρα ο Δίων δεν μπορούσε να του απαντήσει, αλλά ένα χρόνο αργότερα, πιο καλά κατηρτισμένος, θα μπορούσε να του είχε πει: «αυτό ήταν λογικότερο παρά το να αρπάξει την πρώτη αγωνιστική δυνατότητα που παρουσιαζόταν και μετά να προσπαθήσει με κάθε θυσία να τη δικαιολογήσει θεωρητικά». Τελικά, καθένας υπακούει στην προσωπική του μοίρα και όλες οι μοίρες μπορούν να δικαιωθούν (σ. 39).
Χωρίς περιστροφές, ο Ρούφος ομολογεί τις απόψεις του, τις συμπάθειές του και τις αδυναμίες του, τη δυσαρέσκειά του και τις απογοητεύσεις του ακόμα και για πολλούς ομοϊδεάτες του και είναι επιφυλακτικός στις ιδεολογικές τοποθετήσεις του. Καταφάσκει στη ζωή, με την κοινωνική άνεση που τον διέκρινε, και πιστεύει ότι η εθνική ιδέα και η κλασική μόρφωση συνθέτουν έναν υγιή κόσμο αρχών που αξίζει να τον υπερασπιστεί κανείς ακόμα και με τα όπλα.
Έχει συνείδηση της ιστορικότητας των στιγμών που έζησε και γι’ αυτό και η εκφορά της γραφής του, τα διανοήματά του και οι διαυγείς κρίσεις του είναι διατυπωμένα με προσοχή, ακρίβεια, διακριτικότητα, αλλά και ευθύτητα, χωρίς γενικόλογες υπεκφυγές. Πικραμένος από τη βία που είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος στα Πανεπιστήμια, μεταξύ κομμουνιστών και αντικομμουνιστών, κυρίως κατά των χριστιανοδημοκρατών, όπως ονοματίζει το χώρο του, θα βάλει στο στόμα ενός ήρωά του μία φράση που συμπυκνώνει την ουσία του αγώνα τους. «Την ιστορία δημιουργεί το Πνεύμα και όχι η Βία» (σ. 88).
«Δε φοβάσαι, Μιχαήλ, πως με το να ζητάς πάντα να καταλαβαίνουμε τον αντίπαλο και να ’μαστε αντικειμενικοί, ελαττώνεις τη μαχητική διάθεση των δικών σου; Άμα πιστεύω πως κι ο αντίπαλος έχει κι αυτός κάπως δίκιο, με τι καρδιά θα τον πολεμήσω;», διερωτάται ένας από τους ήρωές του (σ. 151).
Η ρίζα του μύθου κλείνει με το τρίτο κεφάλαιο, που φέρει τον τίτλο «Αγαπημένος των θεών» και δονείται από τη δολοφονία του Μιχαήλ. Ο Δίων, μαζί με δυο άλλους φίλους του, έτρεξαν στο νεκροτομείο, όπου τον είχαν μεταφέρει και από τα κάγκελα του παραθύρου τον είδαν μέσα στη μισοσκότεινη αίθουσα, που ήταν αδειανή, ξαπλωμένο, γυμνό σ’ ένα τραπέζι. «Η έκφρασή του, όσο διακρινόταν, ήταν γαλήνια, χωρίς προσμονή πια» (σ. 238).
Το δεύτερο μέρος (Πορεία στο σκοτάδι) ανοίγει μ’ ένα στίχο του Γιώργου Σεφέρη, «Στα σκοτεινά. Πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε…». Άραγε, μετά το φόνο του Μιχαήλ, οι σύντροφοί του είχαν το αίσθημα ότι προχωρούσαν στα σκοτεινά, χωρίς τη φωτεινή παρουσία του ή υπαινίσσεται τη δική του πνευματική διαδρομή, για να φτάσει στην Άλλη όχθη;
Στην «Πορεία στο σκοτάδι» ο συγγραφέας οδηγείται σε ανασκευές, οι οποίες του επιτρέπουν να κρατήσει ό,τι πρέπει να διατηρηθεί. Αυτό φαίνεται και από την αφιέρωση, «στους τίμιους αγωνιστές της Τρομερής Χρονιάς – συντρόφους Ιερολοχίτες ή αντιπάλους». Τίμιοι και αντίπαλοι. Αυτούς επιλέγει.
Ποτέ ο Ρόδης Ρούφος, με όσα έγραψε και όπως έζησε δεν έκλεισε το μάτι σε οποιαδήποτε ολοκληρωτική ιδεολογία. Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι φανατικοί τον κατηγόρησαν ότι προσέβλεπε στον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο και στην ανώτερη τάξη της πλατωνικής Πολιτείας. Οι κριτικές αυτές παραπέμπουν σ’ έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο ανάγνωσης του έργου του, που απέβλεπε στη μονοπώληση της Εθνικής Αντίστασης. Και επειδή ο συγγραφέας δεν ήταν στην ίδια όχθη με τους κατηγόρους του, ήταν γι’ αυτούς θιασώτης ολοκληρωτικών ιδεολογημάτων. Είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο ένα Χρονικό, στο οποίο με μυθιστορηματικό τρόπο παρουσιάζονται γεγονότα μιας εμφύλιας σύρραξης, να ενοχλεί, ακόμα και συνοδοιπόρους, περισσότερο ή λιγότερο φανατικούς και ιδίως τους αντιπάλους. Όμως ο Ρούφος δεν επεδίωξε να προκαλέσει. Χωρίς υπεκφυγές ή αποσιωπήσεις παρουσίασε τον τρόπο ζωής μιας μερίδας της εύπορης αθηναϊκής νεολαίας της εποχής που ζούσε ανέμελα, αγαπούσε τη μόρφωση, διασκέδαζε, δημιουργούσε αισθηματικές σχέσεις, προβληματιζόταν και αγωνίστηκε για έναν καλύτερο κόσμο, μακριά από βιαιότητες και συρράξεις. Ίσως αυτά να ενόχλησαν όσους είχαν επενδύσει στη βία.
«Ο αγώνας στην Αθήνα δεν μπορούσε να ’ταν πια παρά μόνο εκδίκηση. Εκδίκηση όμως ήταν κάτι πολύ μικρόψυχο για τον Μιχαήλ, κάτι που αυτός θα αποδοκίμαζε» (σ. 249), έγραψε, την επαύριο της δολοφονίας του. Και γι’ αυτό δεν πήρε μέρος στις επιχειρήσεις αντιποίνων, παρά τα ανώνυμα απειλητικά τηλεφωνήματα που είχε λάβει. «Εδώ Μιχαήλ… σε περιμένω!».
Χωρίς να αμφιβάλει για τη λάμψη της προσωπικής του μοίρας, ομολογεί ότι, «[ο] Μιχαήλ δεν ήταν στρατιώτης μιας έτοιμης ιδέας, ήταν από κείνους που δημιουργούν καινούργιους μύθους. Ήταν μόνο ο Μιχαήλ, αυτή η μοναδική αστραπή που μια φορά υπήρξε και δε θα ξαναϋπάρξει. Και θέλησε να πεθάνει σ’ αυτό τον αγώνα όπου παιζόταν κι η τύχη του έθνους – αλλά δεν πέθανε για το έθνος» (σ. 301). Όταν γράφτηκαν αυτές οι γραμμές είχαν περάσει περίπου έντεκα χρόνια από την εκτέλεση του Κίτσου Μαλτέζου και ο συγγραφέας μπορούσε να δει πιο ψύχραιμα και ορθολογικά τα γεγονότα. Στις σελίδες που ακολουθούν υπάρχει μια διάθεση διαλλακτικότητας και κατανόησης και της άλλης πλευράς, χωρίς να τους δικαιολογεί ή να υποχωρεί από τις θέσεις του. Παραδέχεται ότι έχουν και οι άλλοι δικαίωμα να έχουν άποψη, ανεξάρτητα αν συμφωνούν ή διαφωνούν μαζί του, και αυτό προσέδωσε στον αγώνα του πιο τίμιο και πιο ουσιαστικό περιεχόμενο.
Στην Ήπειρο
Έπειτα από μια ανολοκλήρωτη προσπάθεια να συμμετάσχει «στο παράξενο και κακόμοιρο έπος των Ιερολοχιτών», τον συναντάμε στο αρχηγείο της Αγγλικής Αποστολής στην Ήπειρο, στα Δερβίζιανα, όπου εντυπωσιάζεται από την άνεση και τη χλιδή που επικρατούσε. Από την άλλη, η επαφή του μ’ ένα αντάρτικο ανεξάρτητο τάγμα, που αποτελείτο από ντόπιους σκληροτράχηλους χωρικούς –τους χαρακτηρίζει άγριους κατσικοκλέφτες– τον έφερε αντιμέτωπο με μία πραγματικότητα καμία σχέση δεν είχε με αυτό που πίστευαν οι ιδεολόγοι σύντροφοί του στην Αθήνα, για τους «αγνούς Έλληνες των βουνών». Το μόνο που ενδιέφερε αυτούς τους σκληροτράχηλους χωρικούς ήταν πώς θα εκμεταλλευθούν οικονομικά το αντάρτικο και η θέση τους στο εθνικό στρατόπεδο ήταν εντελώς τυχαία, χωρίς οποιαδήποτε ιδέα για τον εθνικό αγώνα. Όλα τα καθόριζε η εξασφάλιση της μισθοτροφοδοσίας και η μανία τους να κλέβουν – ήταν συνήθεια ή παράδοση και το έκαναν για εξάσκηση ή τους το επέβαλε κάποιος άγραφος κώδικας.
Από τα ξεχωριστά ιστορικά στοιχεία του Χρονικού είναι όσα αναφέρει για τις συνθήκες διαβίωσης των Άγγλων αξιωματικών και στρατιωτών στα Δερβίζιανα:
Το φαγητό ήταν πλούσιο, τα γλυκά και τα πιοτά εκλεκτά, υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και ραδιόφωνο και μια αποθήκη που περιλάβαινε όλα τ’ αγαθά του θεού, από πολυτελή εσώρουχα και οδοντόβουρτσες μέχρι μυρωδάτο σαπούνι μιας από τις καλύτερες μάρκες. Ένα πλήθος Ιταλών εξυπηρετούσε γρήγορα κι έξυπνα τους Άγγλους και τους διερμηνείς, ένας πρώην μετρ ντ’ οτέλ σέρβιρε σα να βρισκόταν ακόμα στο κομψότερο ξενοδοχείο της Ρώμης. Όλοι αυτοί οι υπηρέτες (Ιταλοί και αιχμάλωτοι) κατάφερναν με μυστηριώδη τρόπο να διαθέτουν μεγάλα κομμάτια από αλεξίπτωτα –το μεταξωτό τους ύφασμα ήταν το μόνο μέσο συναλλαγής στην Ελεύθερη Ορεινή Ελλάδα εκτός από τη χρυσή λίρα– και καλοπερνούσαν. (σ. 361)
Εκεί ήταν και το στρατηγείο του Ζέρβα, όπου εντάχθηκε και συνάντησε και αρκετούς συναγωνιστές του από τα φοιτητικά τους χρόνια, που αρχικά συμμετείχαν στον Ιερό Λόχο Σπουδαστών και μετά πήγαν στον ΕΔΕΣ. Αλλά είχαν απογοητευθεί από την ηγεσία του Στρατού και την πολιτικολογία της.
Έπειτα από όσα είδε και έζησε στο Πανεπιστήμιο, αλλά και στα βουνά της Ηπείρου, άρχισε να αναρωτιέται. Μήπως «είχαν ώς ένα σημείο δίκιο εκείνοι που θέλαν να σπάσουν όλο το οικοδόμημα; Μήπως πραγματικά αγωνίζονταν για το πνεύμα και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που ποδοπατιούνται από τον πλουτοκράτη και τον καραβανά; […] Μήπως γι’ αυτό ο Μιχαήλ είχε μείνει πάντα, στο βάθος της ψυχής του, αριστερός – επειδή ήταν πολύ άνθρωπος;» (σ. 470).
Χωρίς περιστροφές ομολογεί ότι, «στο Πανεπιστήμιο, το 1943 κιόλας, ο αγώνας κατά των Γερμανών είχε σχεδόν ξεχαστεί, τόσο είχε απορροφηθεί κάθε ενέργεια απ’ τον εμφύλιο σκοτωμό. Κι εκεί ήταν που η ελευθερία είχε αλλάξει σιγά σιγά νόημα, χρωματίστηκε μ’ εσωτερική πολιτική και κατάντησε να σημαίνει λιγότερο την εθνική απελευθέρωση και περισσότερο την απαλλαγή από την αντίπαλη ελληνική παράταξη» (σ. 481).
Στην άποψη του ΚΚΕ, που προϋποθέτει μια ριζική αλλαγή, μια ανατροπή της πραγματικότητας, ο Ρόδης Ρούφος, που ήταν στην απέναντι όχθη, αντέταξε την πίστη του στην απελευθέρωση από τις κατοχικές δυνάμεις και στην αποκατάσταση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αστικού τύπου. Αποδέχεται τις αντιφάσεις της πραγματικότητας, αλλά πιστεύει ότι χωρίς ο κόσμος να είναι ο καλύτερος δυνατός μπορεί να βελτιωθεί. Είναι μια αισιόδοξη προοπτική που χάθηκε στην αντιφατικότητα του πολιτισμού. Και μπορεί να νίκησε το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο, όμως, επειδή εκείνοι που επικράτησαν δεν μπόρεσαν, ή καλύτερα δεν ήθελαν, διότι αυτό εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους, να επουλώσουν τις πληγές, ο διχασμός της ελληνικής κοινωνίας συνεχίζει να αναπαράγεται με τις εποχιακές του μεταλλάξεις. Άρα ο αγώνας δεν ολοκληρώθηκε.
Οι Αθηναίοι Ιερολοχίτες, όπως παραδέχεται, δεν ήταν σε θέση «να δουν καθαρά την πραγματικότητα της σύρραξης που πλησίαζε» και φοβόντουσαν τυχόν «προκλητικές ενέργειες» του Εθνικού Στρατού. Θεωρούσαν δε «την ηγεσία του ικανή να προκαλέσει επίτηδες εμφύλιο πόλεμο για να κρατήσει τη δύναμή της και να γίνει απαραίτητη στην Κυβέρνηση και τους Άγγλους, πράμα που θα εξαγόραζε με διάφορα πολιτικά ανταλλάγματα» (σ. 537).
Μια πορεία αυτογνωσίας
Και από την Ήπειρο στην Κέρκυρα (Νοέμβριος 1944), με τη ζωή να έχει πολύ μεγαλύτερη ποικιλία και πιο ανάλαφρο νόημα.
Είχε δίκιο ωστόσο ο Πλάτων στη βασική προϋπόθεση που διατύπωσε για τη δημιουργία της ιδεατής Πολιτείας: «Εάν μη ή οι φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν εν ταις πόλεσιν ή οι βασιλής τε νυν λεγόμενοι και δυνάσται φιλοσοφήσωσι γνησίως τε και ικανώς» (Πολ. Ε΄ 473 c-d). Αν υποκαταστήσουμε την έννοια του «καθοδηγητή» ή του «κομματικού υπεύθυνου» στην ξεπερασμένη λέξη «βασιλεύς» που εύλογα ενοχλεί τη συνείδηση κάθε προοδευτικού στοιχείου, το δίλημμα ισχύει για τα σημερινά δεδομένα. (σ. 688)
Είναι σκέψεις ενός συντρόφου του, «αριστερού φιλοσόφου», όπως τον χαρακτηρίζει, κατά τον οποίο, «[δ]ύσκολο είναι να φιλοσοφήσουν ορθά οι οποιοιδήποτε καθοδηγητές – ου παντός φιλοσοφείν. Εύκολο, αντίθετα, είναι να δοθούν υπεύθυνες κομματικές θέσεις σ’ αληθινούς φιλοσόφους» (σ. 689). Αλήθεια, πόσο εύκολο είναι το τελευταίο;
Όταν έγραφε το τρίτο μέρος του Χρονικού (Η άλλη όχθη), το 1958, υπηρετούσε στην Κεντρική Υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών, αφού προηγουμένως ήταν για δύο χρόνια (1954-1956) πρόξενος στην Κύπρο και είχε συνεργαστεί μυστικά με την ΕΟΚΑ, σε μία καυτή περίοδο για το Κυπριακό. Άρα γνώριζε την ελληνική πολιτική πραγματικότητα από πρώτο χέρι, όπως γνώριζε και ότι δεν είναι εύκολο, μάλλον είναι αδύνατον, να δοθούν υπεύθυνες κομματικές θέσεις σε αληθινούς φιλοσόφους. Ήταν όμως πολύ πρόωρο να το πει την εποχή που ξετυλίγεται το μυθιστόρημα (1944), όχι γιατί δεν συνέβαινε και τότε, αλλά γιατί θα χάλαγε τη γοητεία του μύθου.
Στο δίλημμα της σχέσης με τους ολοκληρωτισμούς, δηλαδή με τις βεβαιότητες, ο Ρούφος, προσατενίζοντας τον άνθρωπο, ως κέντρο του κόσμου, βρίσκει την ευκαιρία να διακηρύξει ότι κάθε πτώση είναι κινητήρια δύναμη για εγερτήριο κάλεσμα. Σ’ αυτό έγκειται η αξία της μοναδικής μαρτυρίας του, η οποία, εκτός από τα πολλά στοιχεία που διασώζει, καταγράφει και διαφορετικές συμπεριφορές, που προσφέρονται για πολύπλευρες αναγνώσεις.
Το Χρονικό είναι μία σπουδή πάνω στα ελληνικά νιάτα, σε μία εποχή ιδεολογικής ταραχής, με κύριο στόχο την ελευθερία. Τον κύκλο που άνοιξε με το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα, επεδίωξε ο Ρούφος να ολοκληρώσει με το άλλο ιστορικό μυθιστόρημά του, τη Χάλκινη Εποχή, Το Μυθιστόρημα του Κυπριακού Αγώνα. Όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε ο Αιμίλιος Χουρμούζιος (εφ. Η Καθημερινή, 5 Ιαν. 1961) και συμφώνησε και ο Βάσος Βαρίκας (εφ. Το Βήμα, 26 Φεβρ. 1961), εκείνο που προσπαθεί να κάνει και με τα δύο αυτά ιστορικά μυθιστορήματά του, που έχουν εσωτερική ιδεολογική σύνδεση, είναι να αναδείξει τη δραματική και «επώδυνη» πορεία αυτογνωσίας και αυτοσυνείδησης της γενιάς του, από την πικρή γεύση της «στράτευσης» και της διάψευσης, από τη σύγχυση και το σκεπτικισμό, από την αμφισβήτηση και την αναζήτηση, σε μία συγκεκριμένη αντίληψη περί «χρέους», αξιών και ιδανικών, ικανή να συμφιλιώσει ξανά το εθνικό με το πανανθρώπινο. Στη Χάλκινη Εποχή είναι παρόντα και πρόσωπα γνωστά από το Χρονικό, θωρακισμένα όμως από το χρόνο με περισσότερη γνώση και εμπειρία, που τα βοήθησαν να απαλλαγούν από πλάνες και ενθουσιασμούς και να γευθούν την πίκρα της αμφιβολίας και του σκεπτικισμού.
Ολοκληρώνοντας ο Ρούφος τον Πρόλογο που προέταξε στη β΄ έκδοση του Χρονικού (1972), λίγο πριν από το θάνατό του, μας κληροδοτεί μια πνευματική παρακαταθήκη, πάντα επίκαιρη, που αντανακλά και το απαύγασμα του ρωμαλέου αναστοχασμού του στις σελίδες του Χρονικού:
Το παρελθόν δεν αλλάζει, μπορεί ν’ αλλάξει όμως ο τρόπος που το βλέπουμε. Καιρός να το δούμε με νηφάλια, κριτική ματιά – και, όσο γίνεται, με διάθεση κατανόησης και συγγνώμης για τα σφάλματα, ακόμα και για τα εγκλήματα που όλοι κάναμε. (σ. 13)