Σύνδεση συνδρομητών

Δικαίωμα στην πόλη, δικαίωμα στη ζωή  

Σάββατο, 03 Δεκεμβρίου 2022 12:02
O Βασίλης Λαδάς.
Δημήτρης Κουτσογιάννης
O Βασίλης Λαδάς.

Βασίλης Λαδάς, Ποδηλάτες, κψμ, Αθήνα 2022, 232 σελ.

Παρά το απλουστευτικό σχήμα που ο Λαδάς, διά χειρός Φώτη, διαπιστεύει, το νέο βιβλίο του, γερά αρχιτεκτονημένο, διαβάζεται ως πολιτικό σχόλιο, ως μυθιστόρημα κοινωνικού ρεαλισμού, ως μικρό δοκίμιο για την ιστορία της υποδηματοποιίας στην Πάτρα και όχι μόνο, ως αστυνομική νουβέλα, με το ενδιαφέρον του αναγνώστη να μένει ενεργό έως τέλους. 

 Στις  23 Δεκεμβρίου 2015  ξεκινά στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών η δίκη με κατηγορούμενο τον Τηλέμαχο Μίχο, γόνο εύπορης οικογένειας της Πάτρας,  βιομηχάνων υποδηματοποιών, που κατηγορείται για ανθρωποκτονία από  αμέλεια σε τροχαίο δυστύχημα. Το θύμα ήταν η φοιτήτρια φιλολογίας Δανάη  Νάκα,  που ποδηλατούσε εν μέση οδώ.

Ο εικοσιπεντάχρονος νεαρός αθωώνεται. Πετάχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων καταθέσεις τεσσάρων ποδηλατιστών που είχαν ορκιστεί πως είχαν δει τον Τηλέμαχο Μίχο, εποχούμενο σε  μαύρο Land Rover, να οδηγεί παραβιάζοντας τον κόκκινο σηματοδότη στις 5.30 το πρωί της 15ης Αυγούστου 2012 στη διασταύρωση των οδών Κανελλοπούλου και Ηρώων Πολυτεχνείου και να κτυπά τη Δανάη, τη στιγμή που εκείνη διέσχιζε με πράσινο την προαναφερθείσα διασταύρωση από την πλαζ  προς  το κέντρο της πόλης. Την πέταξε ψηλά, «οκτώ μέτρα από το έδαφος», και την έριξε «είκοσι μέτρα μακριά πάνω στην πετρώδη παραλία». Ο δράστης, σκνίπα στο μεθύσι, ερχόμενος από το καζίνο στο Ρίο, σταμάτησε μετά εκατό μέτρα, δήλωσε  στο δικαστήριο ότι δεν καταλάβαινε ούτε καν τι συνέβαινε γύρω του. Αντιθέτως, οι δικαστές δέχτηκαν ως αληθή την κατάθεση ενός οδηγού ταξί, έναντι αδράς αμοιβής από την οικογένεια Μίχου, ότι οδηγούσε ακριβώς πίσω από το αυτοκίνητο  του Μίχου στην Κανελλοπούλου με κατεύθυνση την Ηρώων Πολυτεχνείου και έτσι είδε τον Μίχο να περνά τη διασταύρωση με πράσινο. Ο μάρτυρας υπεράσπισης, ο ψευδομάρτυρας δηλαδή οδηγός ταξί Χαράλαμπος Δελαπόρτας, δήλωσε, επίσης, ότι δεν έμεινε στον τόπο του δυστυχήματος γιατί έπρεπε να παραδώσει το ταξί στον ιδιοκτήτη του, άλλωστε άλλοι οδηγοί είχαν ήδη σπεύσει. 

Η Δανάη επέλεγε να μετακινείται ποδηλατώντας. Οι ομόλογοί της έσπευσαν να οργανώσουν νυχτερινή  διαμαρτυρία με ποδήλατα στους δρόμους μιας έρημης πόλης, νύχτα Πρωτοχρονιάς, σαν «τελετουργία εξευμενισμού των δρόμων από την καθημερινή βία», αλλά και ως διαμαρτυρία, αγανακτισμένη, για  τα παρελκόμενα των μνημονίων, τα νεκρά μαγαζιά, τις κενές βιτρίνες, τους ανθρώπους που έψαχναν στα σκουπίδια, «στα σκοτεινά, να μην τους βλέπουν» – για να αλλάξεις τη ζωή, σημειώνει ο Μαρκ Οζιέ στο Εγκώμιο του ποδηλάτου, καταρχάς πρέπει να αλλάξεις την πόλη, η ανάπτυξη του ποδηλάτου ανέτρεψε την αστική γεωγραφία, η χρήση του ποδηλάτου επιτρέπει  να ξανασχεδιάσουμε  καινούργιες διαδρομές  και να ανασυγκροτήσουμε την αληθινή πόλη, την πόλη των χρήσεων, των ανταλλαγών και των συναντήσεων του καθημερινού, το ποδήλατο είναι πάντα μία γραφή.

Οι Μιχαίοι, βεβαίως, δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτούς ή ανάλογους προβληματισμούς. Πρόκειται  για  «τέρας με τρία κεφάλια». Το «Μιχαίοι» έμεινε ως προσωνύμιο όταν πέθανε ο ιδρυτής της βιομηχανίας Ματθαίος Μίχας, κοντά στα ενενήντα. Είχε έρθει στην Πάτρα παιδί έξι ετών, ασυνόδευτο, με πλοίο από την Ηγουμενίτσα, θήτευσε αργότερα ως βοηθός στη βιοτεχνία του Κανελλόπουλου, φημισμένος για τα δίψιδα παπούτσια του, την εποχή που στην πόλη αναπτύσσονταν βιομηχανικές μονάδες και πλήθαιναν οι βιοτέχνες, προσεκτικός και ορεξάτος διακρίθηκε σε μια χώρα χωρίς βιομηχανική παράδοση, χωρίς βάσεις στην παραγωγή πρώτων υλών και στις τεχνικές παραγωγής. Ο Ματθαίος έθεσε τις βάσεις, μεταφέροντας τεχνογνωσία πό την Ιταλία, αφού πριν, στην Κατοχή, έφτιαχνε παπούτσια με δέρμα από γουρούνια, με σόλες από λάστιχα αυτοκινήτων, από φθαρμένες ή κλεμμένες ρεζέρβες, χωρίς να παραλείψει να καταταγεί στα Σώματα Ασφαλείας. Στα  εξήντα εννιά του πέθανε ο Μάρκος και στη βιομηχανία –τις εγκαταστάσεις της οποίας θαυμάσια ο Λαδάς περιγράφει– έμειναν ο Λουκάς, εβδομήντα ετών στα τέλη του 2015, και ο γιος του Τηλέμαχος, ο οποίος προοριζόταν, κατά την επιθυμία του γενάρχη, να πάρει τη σκυτάλη της επιχείρησης (ύστερα από τη δίκη είχε αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, και την είχε κοπανήσει στη Μύκονο). Ώς το 2000 η παραγωγή ανθούσε, τότε άρχισε μια ανεπαίσθητη πτώση, που κορυφώθηκε από το 2010 κι ύστερα – το 2015 λειτουργούσε  μόνο μία  από τις αρχικά οκτώ γραμμές παραγωγής, τα αθλητικά υποδήματα έρχονταν από την Κίνα και πακετάρονταν σε κουτιά στην Πάτρα. Υπήρχαν, πάντως, κεφάλαια στην Ελλάδα, σε τράπεζες στην Ελβετία και στον Παναμά, σε off-shore εταιρείες.

Ήδη από το βράδυ του δυστυχήματος, ο Μάρκος Μίχος είχε  ειδοποιήσει τους  ιδιοκτήτες των εφημερίδων να μη δώσουν μεγάλη σημασία στο συμβάν, γιατί, για την ώρα, «είναι αδιευκρίνιστες οι συνθήκες του ατυχήματος». Οι ιδιοκτήτες  συντάχτηκαν, δεδομένου ότι οι  Μιχαίοι πλήρωναν καλά τις διαφημίσεις. Εξάλλου, ο Μάρκος Μίχας είχε διατελέσει πρόεδρος του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου. Ο Λουκάς Μίχας, πενθών, όπως και ο πατέρας της Δανάης –με το πένθος του πρώτου να συνιστά «συναίσθημα  εγωπαθούς συμφεροντολόγου»– συγκάλεσε μέσω skype σύσκεψη στην οποία μετείχε και ο δικηγόρος Καλογρίδης, από το εξοχικό του στον Λόγγο. Ο Μάρκος Μίχας τον ενημέρωσε για τα σχετικά. Ο Τηλέμαχος  διαπιστώθηκε ότι ήταν μεθυσμένος, τέσσερις μάρτυρες  κατέθεσαν ότι παραβίασε το κόκκινο, το τζιπ ανήκε στον Λουκά και ήταν ασφαλισμένο, την οικογένεια του θύματος αποτελούσαν πατέρας, μητριά και δύο μικρά ετεροθαλή αδέλφια. Υπήρχε κίνδυνος φυλάκισης του Τηλέμαχου; Ο δικηγόρος το απέκλεισε. Θα πλήρωνε η ασφαλιστική εταιρεία το ποσό των αποζημιώσεων; Ο Καλογρίδης απάντησε θετικά, αλλά, διευκρίνισε, στη συνέχεια η ασφαλιστική θα απαιτούσε το ποσό από τον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου – το ποσό υπολογίστηκε σε 400.000 ευρώ. Πώς θα αθωωθεί ο Τηλέμαχος, πώς θα αποφύγουμε να πληρώσουμε; ρωτήθηκε  ο Καλογρίδης. Με μάρτυρες, απάντησε, που θα καταθέσουν ότι ο Τηλέμαχος δεν πέρασε με κόκκινο. Η λύση των ψευδομαρτύρων ήταν οικεία στους Μιχαίους στις εργατικές διαφορές, αλλά και στην προσωπική διαφορά του Λουκά Μίχου με την πρώην γυναίκα του, τη μητέρα του Τηλέμαχου. Εδραία πεποίθηση του τελευταίου ήταν ότι ο κάθε άνθρωπος έχει δύναμη όταν ελέγχει το χώρο του ως απόλυτος κυρίαρχος – απλούστατα, η Δανάη  βρέθηκε εκεί όπου κινούνταν ο Τηλέμαχος. Έδωσε, λοιπόν, το πράσινο φως για τα σχετικά.

Τα σχετικά ανέλαβε ο «Μπελμοντό», πενήντα πέντε ετών, επιστάτης στο εργοστάσιο, άνθρωπος για όλες τις δουλειές, κέρβερος πάνω από τους εργάτες και όπου αλλού χρειαζόταν, μανιώδης τζογαδόρος, πρωταθλητής Ελλάδος στα μεσαία βάρη στην πυγμαχία, τιμής ένεκεν αρχιφύλακας στην Αστυνομία, από όπου υποτάχτηκε ύστερα από λίγο ως μέλος συμμορίας εκβιαστών. Οι Μιχαίοι τον είχαν στην υπηρεσία τους για πάνω από τριάντα χρόνια. Απέκτησε το προσωνύμιο «Μπελμοντό» στο εργοστάσιο, αφού έτσι και ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του, και όχι Αβραάμ Νικολίδη από τα Προσφυγικά, όπου κατοικούσε και η πανέμορφη μητέρα του Τηλέμαχου.

Συγχρόνως, ενόψει της δεύτερης δίκης στο Εφετείο, κινητοποιούνται οι ποδηλάτες, τα «Στίλβοντα ποδήλατα», σε συνεργασία με έναν ακτιβιστή.  Μεταξύ τους, όπως σε όλους τους ποδηλάτες, υπάρχει η συνείδηση μιας ορισμένης αλληλεγγύης, η συνείδηση των μοιρασμένων δοκιμασιών και στιγμών, αυτού του ελάχιστου που τους ξεχωρίζει από όλους τους άλλους και δεν ανήκει παρά μόνο σε αυτούς. Ο ακτιβιστής, ο Φώτης, γράφει στον προσωπικό του λογαριασμό πως η ιδεολογία είναι εκείνη «που γεννά στους κατόχους  δυνατών και πολλών ίππων  οχημάτων την αλαζονική πεποίθηση ότι οι δρόμοι τούς ανήκουν, αδιαφορώντας όταν οδηγούν, για την τύχη ποδηλατών, πεζών, κάθε πολίτη που χρησιμοποιεί κοινόχρηστους χώρους» – κάτι, βέβαια, που από μόνο του δεν μας βοηθά να καταλάβουμε τι συμβαίνει στα τροχαία δυστυχήματα, όπου εμπλέκεται το τρίπτυχο οδηγός-αυτοκίνητο-δρόμος.

Παρά το απλουστευτικό σχήμα που ο Λαδάς, διά χειρός Φώτη, διαπιστεύει, το βιβλίο του, γερά αρχιτεκτονημένο, διαβάζεται ως πολιτικό σχόλιο, ως μυθιστόρημα κοινωνικού ρεαλισμού, ως μικρό δοκίμιο για την ιστορία της υποδηματοποιίας στην Πάτρα και όχι μόνο, ως αστυνομική νουβέλα, με το ενδιαφέρον του αναγνώστη να μένει ενεργό έως τέλους.

Ο Τηλέμαχος καταδικάζεται, οι ψευδομαρτυρίες καταρρέουν, ο Λουκάς αυτοκτονεί  –ή, μήπως, κάποιο χέρι τον σπρώχνει στο κενό από την ταράτσα του εργοστασίου–, η Δανάη, στον τάφο της, πληροφορείται τα καθέκαστα από τον βασανισμένο βιοπαλαιστή πατέρα της. Μια στάλα χώμα σκεπάζει το δικαίωμά της στην πόλη, στη ζωή.

Ηλίας Καφάογλου

Δημοσιογράφος, επιμελητής, συγγραφέας, κριτικός. Πρόσφατα βιβλία του: Ελληνική αυτοκίνηση 1900-1940 (2013), Ελύτης εποχούμενος (2014), Πεζός. Ένας μικρός επαναστάτης (2016), Η δημοκρατία στην παραλία (2018), Η Γυφτοπούλα. Μια γυναίκα ερωτευμένη και η εποχή της (2019).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.