Ο Ρόδης Ρούφος γεννήθηκε το 1924 και, σύμφωνα με τον Πέτρο Μακρή Στάικο[i], ανήκε στη γενιά του 1940, αυτή δηλαδή που ανδρώθηκε και εισήλθε στον δημόσιο βίο της χώρας τους σκληρούς καιρούς της Κατοχής.
Είναι η εποχή που σπουδάζει στη Νομική Σχολή κι εντάσσεται στο αντιστασιακό κίνημα που αναπτύσσεται αμέσως στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ως συνέχεια του «πνεύματος της Αλβανίας», συγκεκριμένα στην οργάνωση ΡΑΝ. Αργότερα, συμμετέχει στον Εθνικό Σύνδεσμο Ανώτατων Σχολών και στον Ιερό Λόχο. Η πανσπερμία των αστικών πανεπιστημιακών οργανώσεων σχηματίζεται από παιδιά αθηναϊκών οικογενειών, πολλές φορές ιστορικών (ο Ρόδης Ρούφος και ο φίλος του Κίτσος Μαλτέζος είναι γόνοι οικογενειών που έρχονται από το 1821) και αναπτύσσονται δυναμικά, παράλληλα, αλλά αντιτιθέμενα με τις οργανώσεις της κομμουνιστικής Αριστεράς.
Τους χωρίζουν θέματα τακτικής: οι πρώτοι είναι διψασμένοι για άμεση δράση, οι κομμουνιστές υπομονετικοί κι έμπειροι στην συνωμοσία, συγκεντρώνουν δυνάμεις γι’ αργότερα. Αλλά και πολιτικής, όπως τα κύρια θέματα διεκδίκησης του αγώνα· για τους κομμουνιστές είναι τα καθημερινά υλιστικά, «ψωμί, νερό και φως», «λευτεριά, μόρφωση, σαράντα δράμια λάδι»[ii]· για τους άλλους τα όσο το δυνατόν πιο έντονα χτυπήματα στον κατακτητή στη διεκδίκηση της ελευθερίας. Επίσης, η τύχη της μεταπολεμικής Ελλάδας· έχουν μια αόριστη συμφωνία γενικής αλλαγής, αλλά διαφωνούν για τη μεταπολεμική γεωπολιτική θέση της χώρας· για τους αστούς, ως συμμετέχουσα στον συμμαχικό αγώνα, πρέπει να μεγαλώσει εδαφικά. Σύνθημά τους «η Μεγάλη Ελλάδα», εξ ου και το όνομα της οργάνωσης ΡΑΝ ( Ρωμυλία, Αυλών, Νήσοι)· αντιθέτως, η Αριστερά υποστηρίζει εμμονικά την άποψη, «Ακέραιη Ελλάδα».
Στην αρχή οι αντίθετες οργανώσεις συνυπάρχουν, αντιπαρατιθέμενες πολιτικά, αργότερα όμως η ανατίναξη της ΕΣΠΟ από την ΠΕΑΝ κάνει τις αστικές οργανώσεις ελκυστικές. Απέναντι σ’ αυτή την εξέλιξη, η καλύτερα οργανωμένη και πολυπληθέστερη κομμουνιστική Αριστερά αντιτάσσει τη βία. Ουσιαστικά, οι εμφύλιες συγκρούσεις της δεκαετίας του 1940 ξεκίνησαν στο Πανεπιστήμιο, το φθινόπωρο του 1942, με την εντολή της ΟΚΝΕ στην Σπουδάζουσα «Τσακίστε τους στο ξύλο, σακατέψτε τους», και τελικά με τη δολοφονία του Κίτσου Μαλτέζου. Δύο ιδεολογικά αντιτιθέμενα πρόσωπα εκείνης της εποχής συμφωνούν και περιγράφουν, αργότερα, παρόμοια την κατάσταση. Ο Κώστας Φιλίνης:
Φταίγαμε εμείς. Και τα καρεκλοπόδαρα. Τα καρεκλοπόδαρα έφεραν ύστερα τα όπλα. Από τα καρεκλοπόδαρα αρχίσαμε τις εξυπνάδες και φτάσαμε ύστερα στα όπλα.
Και ο Ρόδης Ρούφος:
Στον πανεπιστημιακό μικρόκοσμο πρωτοεκδηλώθηκε η κομμουνιστική τρομοκρατία. Από τις γροθιές και το βάψιμο συνθημάτων στους τοίχους, ο αγώνας πέρασε στα μαχαίρια, από τα μαχαίρια στα πιστόλια.[iii]
Ο Ρόδης Ρούφος συγκλονίζεται από τη δολοφονία του φίλου του. Μόνο πολύ αργότερα καταφέρνει να την αφηγηθεί, μαζί με τα γεγονότα εκείνης της εποχής, σε μια τριλογία με τον γενικό τίτλο Χρονικό μιας Σταυροφορίας. Σταυροφόρο θεωρούσε τον εαυτό του και τους φίλους του αγωνιστές στην προσπάθεια απελευθέρωσης και ανανέωσης της πολιτικής, κοινωνικής και στρατιωτικής σκηνής της χώρας.
Τα μετεμφυλιακά χρόνια είναι εξίσου απογοητευμένος από την μη ανανέωση του πολιτικού κατεστημένου[iv]. Όμως αμέσως μόλις κηρύχτηκε η δικτατορία του 1967 ξεκίνησε τη δράση ενάντια στη νέα τυραννία, παρ’ όλο που ήταν διπλωμάτης με διεθνή αναγνώριση. Η δράση του είναι πολλαπλή και έντονη και συνεχίζεται με θέρμη ώς το θάνατό του.
Το απομαγνητοφωνημένο κείμενο που ακολουθεί παρακάτω (φανερός ο προφορικός λόγος), θησαυρισμένο στη φωνοθήκη του Γιώργου Ζεβελάκη και παραχωρημένο απ’ αυτόν, προέρχεται από την εκπομπή του Α’ Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, Αιχμές του Λόγου, του Θανάση Νιάρχου, των αρχών της δεκαετίας του 1980, στην οποία συμμετέχουν ο Αναστάσιος Πεπονής[v] και ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Ατυχώς μικρό εισαγωγικό τμήμα δεν έχει διασωθεί.
Πεπονής: «πνευματική εντιμότητα»
Αναστάσιος Πεπονής: Τον Ρόδη Ρούφο χαρακτήριζε πάρα πολύ έκδηλα μια πνευματική εντιμότητα· σεμνός αγωνιστής και σεμνός διπλωματικός. Λίγοι ίσως γνωρίζουν τον ειδικότερο ρόλο που έπαιξε σαν πρόξενος στην Κύπρο τα δύσκολα χρόνια των πρώτων αγώνων, των αγώνων της ΕΟΚΑ, που υπήρξε σύμβουλος και των ένοπλων αγωνιστών και στενός συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Γνωρίζω από αφηγήσεις του ίδιου αλλά και από αφηγήσεις άλλων πως όταν συνελήφθη ο Μακάριος και οδηγήθηκε εξόριστος στις Σεϋχέλλες, ο Ρούφος πήρε στα χέρια του ένα ρόλο πάρα πολύ σημαντικό, πάρα πολύ υπεύθυνο, και φαίνεται ότι τον έβγαλε πέρα με ιδιαίτερη διορατικότητα – κι ίσως αυτός ήταν ο λόγος που την περίοδο εξήντα τέσσερα, εξήντα πέντε ο ίδιος ο Μακάριος είχε συστήσει στην τότε κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου τη χρησιμοποίηση του Ρούφου ειδικά για το Κυπριακό ζήτημα.
Βέβαια, οι πιο νωπές μνήμες είναι οι μνήμες της παρουσίας του, της ενεργής παρουσίας του, στα χρόνια της Δικτατορίας. Είναι μια ευκαιρία να εκφράσουμε, πραγματικά, τον πόνο που αισθανθήκαμε όταν τον χάσαμε το 1972 (προσωπικά εγώ τότε ήμουν εκτοπισμένος στο Θέρμο), και που δεν πρόλαβε να ζήσει, να χαρεί τη Μεταπολίτευση, την ανάσα του κόσμου, αν θέλετε τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδεχτήκαμε την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος.
Θα επιμείνω λίγο ακόμα στη διπλωματική ιδιότητα του Ρόδη Ρούφου. Τη μεθεπομένη της δικτατορίας μού ανακοίνωσε την πρόθεσή του να μην προσφέρει πια υπηρεσίες ως διπλωματικός σ’ έναν κρατικό μηχανισμό που από εκείνη την ημέρα είχε μετατραπεί σε μηχανισμό καταπίεσης, κατάλυσης των λαϊκών ελευθεριών, φιμώματος του λαού. Ζήτησε να τεθεί εκτός υπηρεσίας. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της στάσης του, σε συνδυασμό με άλλες εκδηλώσεις αντιδικτατορικές, ήταν να του απαγγελθεί μια κατηγορία, να υποστεί και μια ποινή για άρνηση ουσιαστικά υπηρεσιών από τον τότε υπουργό των Εξωτερικών της Δικτατορίας. Και ο Ρόδης Ρούφος θέλησε κι αυτό ακόμα να το προσφέρει σαν μια ευκαιρία αντιδικτατορικής εκδήλωσης: είχε γίνει τότε η περίφημη δίκη στο Συμβούλιο Επικρατείας, με την οποία κάνοντας ότι προσβάλαμε την πράξη της τιμωρίας του, ουσιαστικά βρήκαμε την ευκαιρία ν’ ανακοινώσουμε μια επιστολή του προς τον υπουργό Εξωτερικών της Δικτατορίας, που ήταν κι αυτό ένα κείμενο υπερηφάνειας, δημοκρατικής αγωγής και αγωνιστικής διάθεσης.
Με την πνευματική του ιδιότητα, ήταν πρωτοπόρος σε εκδηλώσεις (όπως ένα κείμενο που υπογράφανε δεκαοκτώ πνευματικοί άνθρωποι, ανάμεσά τους και ο φίλος Αλέκος Αργυρίου), ήταν πρωτοπόρος στην προσπάθεια να εκδοθούν τα Δεκαοκτώ Κείμενα, πρωτοπόρος στην προσπάθεια για τα Νέα Κείμενα, και πρέπει να πω ότι ήταν ακόμα από τους πρωτοπόρους στη διατύπωση και την κυκλοφορία όλων σχεδόν των αντιδικτατορικών κειμένων που κυκλοφόρησαν επώνυμα και ενυπόγραφα τα χρόνια της Δικτατορίας, όταν πολλοί άλλοι δεν τολμούσαν να υπογράψουν, δεν τολμούσαν να εκδηλωθούν, επικαλούμενοι πάνω σε πολυθρόνες τα αντιδικτατορικά τους αισθήματα αλλά λέγοντας κιόλας ότι δεν θυσιάζουν έστω και το διαβατήριό τους για ταξιδάκια στο εξωτερικό με προσφορά μια υπογραφή σ’ ένα αντιδικτατορικό κείμενο.
Μα παράλληλα, ο Ρόδης Ρούφος λειτουργούσε ουσιαστικά και ως διπλωματικός. Ήταν ο άνθρωπος που άνοιγε όλους τους δρόμους για να προσεγγίσουμε κάθε παράγοντα που μπορούσε να περάσει στο εξωτερικό το μήνυμα της ελευθερίας, το μήνυμα της αγωνιστικότητας, το μήνυμα της διαμαρτυρίας για όποια ανοχή και υποστήριξη είχαν οι ξένοι στη δικτατορία, μα και το μήνυμα, θα έλεγα, της συνεργασίας προς εκείνες τις πολιτικές και πνευματικές δυνάμεις στην Ευρώπη ή σε άλλες ηπείρους που στεκότανε παράπλευρά μας στην προσπάθεια να οργανώσουμε την άρνηση αποδοχής της Δικτατορίας, στην προσπάθεια να προσφέρει ο καθένας στο μέτρο των δυνατοτήτων του ό,τι μπορούσε για να κρατηθεί υψηλά το αγωνιστικό φρόνημα του λαού, να συμβάλλουμε, όσο ήταν δυνατόν, στην προσπάθεια να απαλλαγεί ο τόπος από εκείνη την τυραννία που μας ντρόπιαζε ως λαό.
Θυμάμαι ότι είχε πάει στο Λονδίνο για την αρρώστια του, αυτή την αρρώστια που τον οδήγησε στο θάνατο, και επιστρέφοντας κατάφερε να επικοινωνήσουμε τηλεφωνικά, όταν ήμουνα εκτοπισμένος στο Κεράσοβο, και η πρώτη του κουβέντα ήταν: «είχα μια μικρή βαλίτσα, έτοιμος για τη δική μου σύλληψη, και με έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν με συλλάβανε». Αγωνίστηκε να βρεθεί κοντά σε μας ή σε κάποιους άλλους εκτοπισμένους. Εμείς ξέραμε γιατί δεν τον πιάνανε, γιατί υπέφερε από αρρώστια που δεν άφηνε καμία ελπίδα. Αυτό το τηλεφώνημα πρέπει να έγινε, αν θυμάμαι καλά, γύρω στο καλοκαίρι του ’72. Τον Οκτώβριο του ’72 μάθαμε το θάνατό του.
Αργυρίου: «δημοκρατικά ευαίσθητος»
Θανάσης Νιάρχος: Κύριε Αργυρίου θα θέλατε τώρα να περάσουμε στην άλλη διάσταση του Ρόδη Ρούφου, […] τη συγγραφική, και να μας μιλήσετε για τη συμβολή του δημιουργού του Χρονικού μιας Σταυροφορίας στην εξέλιξη της πεζογραφίας μας;
Αλέξανδρος Αργυρίου: Πριν αρχίσω γι’ αυτές τις δραστηριότητες του Ρόδη Ρούφου θα ήθελα να πω ότι τον γνώρισα τα χρόνια της δικτατορίας, κι επειδή ο φίλτατός μου κος Πεπονής μίλησε για το ήθος του και εγώ τον γνωρίζω μια κρίσιμη εποχή, θέλω να επισημάνω ακριβώς το υψηλό ήθος που χαρακτήριζε αυτόν τον άνθρωπο. Όταν επρόκειτο να δημοσιεύσουμε διάφορες περιοδικές εκδόσεις, κείμενα, και φοβόταν ότι δυνατόν να ενοχλήσει διάφορες, τη μία ή την άλλη ιδεολογική τάση, φρόντιζε πάντα να ενημερώνει όλους, ώστε τελικώς η απόφαση που θα έβγαινε να είναι απόφαση όλων. Αυτή η δημοκρατική ευαισθησία ήταν ένα στοιχείο που πραγματικά μ’ είχε εντυπωσιάσει.
Τώρα να μιλήσω για το συγγραφέα. Πρόκειται για ένα συγγραφέα που έχει στο ενεργητικό του πέντε μυθιστορήματα, ένα τόμο δοκιμίων, ένα θεατρικό έργο, μεταφράσεις του Ξενοφώντα Ελληνικά, και του Λόγγου Δάφνις και Χλόη. Πρόκειται, δηλαδή, βασικά για έναν μυθιστοριογράφο, αν και θυμάμαι ένα δοκίμιό του που δημοσίευσε το 1956 στη Νέα Εστία που είχε κάνει εντύπωση και είχε τίτλο «Η ελληνική συντηρητική ιδεολογία». Επρόκειτο για ένα σημαντικό κείμενο από την πλευρά της ανάλυσης των ιδιομορφιών που παρουσίαζε η ελληνική συντηρητική ιδεολογία. Από τα πέντε μυθιστορήματά του ίσως τα πιο κρίσιμα από ορισμένη πλευρά να είναι τα τρία πρώτα που αποτελούν και μία τριλογία, που τους έδωσε εκ των υστέρων τον τίτλο Το Χρονικό μιας Σταυροφορίας. Ήταν το πρώτο, Η Ρίζα του Μύθου, το 1954, το δεύτερο, Πορεία στο Σκοτάδι, το 1955, και το τρίτο, Η Άλλη Όχθη, 1958.
Η δράση του στην Κύπρο, για την οποία μας μίλησε ο κος Πεπονής, είχε και ένα συγγραφικό αποτέλεσμα, το μυθιστόρημα Η Χάλκινη Εποχή, ενώ πολύ αργότερα γράφει το μυθιστόρημα Οι Γραικύλοι, που αναφέρεται στην αρχαιότητα και είναι κατά κάποιον τρόπο ιστορικό μυθιστόρημα. Η διάκριση που κάνω αυτή τη στιγμή σκέφτομαι ότι δεν είναι και πάρα πολύ σωστή, δηλαδή το ιστορικό του μυθιστόρημα, το πέμπτο, δεν είναι το μόνο ιστορικό. Όλο το έργο, το μυθιστορηματικό, του Ρόδη Ρούφου έχει μία ιστορική διάσταση, τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του αναφέρονται στα χρόνια της κατοχής, στους αγώνες που έκαναν οι φοιτητές κυρίως, στο Πανεπιστήμιο και στο Αντάρτικο, πολεμώντας τους Γερμανούς και τους Ιταλούς και κάνοντας συγχρόνως έναν ιδεολογικό πόλεμο. Η εντύπωση που άφηνε το πρώτο μέρος, Η Ρίζα του Μύθου, ήταν ότι ο συγγραφέας έπαιρνε αποκλειστικά μια μονομερή θέση, στην πορεία του όμως, στην εξέλιξη του έργου, αυτή η μονομερής φαινομενικά θέση πλάτυνε έτσι που στο τρίτο πια μυθιστόρημα, στην Άλλη Όχθη, να έχει μια απόλυτη κατανόηση όλων των πλευρών και όλων των ιδεολογικών τάσεων που αγωνίστηκαν εναντίον των Γερμανών. Δηλαδή έχομε μία έμπρακτη απόδειξη, ήδη από το 1958: τον Ρόδη Ρούφο να βλέπει την Αντίσταση ως ένα ενιαίο και συλλογικό φαινόμενο του ελληνικού λαού. Αυτό πέρασε και μέσα στο έργο του και είναι πιστεύω το πιο χαρακτηριστικό αντικειμενικό στοιχείο που φέρει αυτό το έργο.
Θέλω να μιλήσω ακόμη και για μια άλλη διάσταση που έχει Το Χρονικό μιας Σταυροφορίας, και να διαβάσω από ένα κείμενό μου που έγραψα σε μια πρωινή εφημερίδα για το έργο, και που αφορά αυτό το θέμα που θέλω να πω. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε ένα μήνα πριν από το θάνατο του Ρόδη Ρούφου και θυμάμαι ότι είχε εκτιμήσει την προσπάθειά μου διερεύνησης, δεν το λέω για τον εαυτό μου, το λέω μόνο γιατί έδειχνε, παρ’ όλο που το κείμενό μου είχε και πολλές επιφυλάξεις, τη δυνατότητα του Ρόδη Ρούφου να βλέπει και μια άλλη θέση και να την αποδέχεται, όχι να την αποδέχεται, να την κατανοεί. Λοιπόν διαβάζω:
«Μπορεί να σκεφθεί κανείς (και να ενισχυθεί από το διάβασμα του Χρονικού του Ρόδη Ρούφου) ότι η “απώθηση” στο περιθώριο της εποχής της Αντίστασης από το “πολιτικό κατεστημένο”, αμέσως ύστερα, δεν οφειλόταν μόνο στο μερίδιο που είχε η Αριστερά στην υπόθεση (και που έπρεπε όπως όπως ν’ απαλειφθεί), όσο στο ότι ή ίδια αυτή πολιτική μερίδα που στάθηκε τότε αντίθετη σε οποιοδήποτε πνεύμα αντιστάσεως, εναποθέτοντας τις ελπίδες της και τις τύχες της στοn συμμαχικό παράγοντα, ενώ “μια φούχτα σπουδαστές” –η φράση είναι του Ρόδη Ρούφου– είχε αναλάβει να σώσει την τιμή και συνεκδοχικά την υπόστασή της – χωρίς το τελευταίο να είναι μέσα στις προθέσεις των Σταυροφόρων (σταυροφόροι είναι οι ήρωες του μυθιστορήματος). M’ όλα ταύτα, η στάση της φρονιμάδας απέναντι στον κατακτητή δεν προβλήθηκε ποτέ δημόσια (γιατί εξάλλου ερχόταν και σε σύγκρουση με τις προτροπές των συμμαχικών δυνάμεων), όμως δεν σταμάτησε να λέγεται σε στενούς κύκλους και να επιβεβαιώνεται από την απραξία των ίδιων των εκφραστών της πολιτικής αυτής. Η άποψη ήταν, αφού η τιμή είχε σωθεί στην Αλβανία, οι ομάδες αντιστάσεως δεν είχαν λόγο υπάρξεως και μόνο θύματα στον άμαχο πληθυσμό προξενούσαν με τις αλόγιστες πράξεις τους. Μα κι αν ακόμα αυτές οι ομάδες (που φύτρωναν σε όλη σχεδόν την κατεχόμενη Ευρώπη) δεν απασχολούσαν (με τη δράση τους είτε με την παρουσία τους μόνo) στρατιωτικές δυνάμεις του εχθρού που τις αφαιρούσε από τα κρίσιμα μέτωπα, όφειλε να τις δει κανείς ως αυθόρμητες χειρονομίες ανθρώπων που αρνούνταν να ενταχθούν σ’ ένα πνεύμα βαρβαρότητας και κτηνωδίας, που η πράξη τους αυτή ανεξάρτητα από τις σκοπιμότητες και τις βλέψεις των ηγεσιών, μέτραγε την ψυχική τους αφιλοκέρδεια, αφού πληρωνόταν όχι σπάνια με θάνατο»[vi].
Νομίζω ότι δεν μπορώ αυτή την στιγμή ν’ αναφερθώ σε όλες τις αρετές αυτής της τριλογίας, αλλά πιστεύω ότι είναι ένα έργο που θα διαβάζεται από καθαρή πρόθεση να δει κανείς την εποχή αυτή και το πνεύμα που επικρατούσε, έστω από μία πλευρά – αλλά αυτή η πλευρά έχει τέτοια ευρύτητα που κατά κάποιον τρόπο περιγράφει σ’ ένα βαθμό και την αντίπαλη ιδεολογία.
Νομίζω όμως, επειδή μιλάμε για τον συγγραφέα, ότι ο κος Πεπονής θα μπορούσε να μας έλεγε και για τα δύο έργα του, ένα γαλλικό και ένα αγγλικό, που δημοσίευσε κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας και κυκλοφόρησαν βέβαια στο εξωτερικό.
«Όχι στις νόθες λύσεις»
Αναστάσιος Πεπονής. Πραγματικά, ο Ρόδης Ρούφος ήταν ανάμεσα σε άλλα βαθύς γνώστης και της γαλλικής και της αγγλικής γλώσσας, τις χρησιμοποιούσε με άνεση και ευχέρεια στον προφορικό και στον γραπτό λόγο. Επιστρατεύοντας λοιπόν για τον αγώνα και τη γλωσσομάθειά του και το συγγραφικό του τάλαντο, έγραψε ένα μακρό κείμενο, ολόκληρο βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρώτα στα γαλλικά με τον τίτλο Η αλήθεια για την Ελλάδα και ύστερα Αγγλικά με τίτλο που η απόδοσή του στα Ελληνικά είναι: Μέσα στην Ελλάδα των Συνταγματαρχών και που όχι μόνο περιέγραφε την κατάσταση, όχι μόνο κονιορτοποιούσε τις προσπάθειες για τη δικαιολόγηση της δικτατορίας αλλά προχωρούσε και σε εύστοχες παρατηρήσεις, σε βαθιές τομές εις ό,τι αφορά τις ρίζες και τα αίτια της δικτατορίας αλλά και εις ό,τι αφορά τις προοπτικές. Εκείνο που έβγαινε από το βιβλίο ήταν μια προειδοποίηση προς τους λογής λογής ξένους, ότι νόθες λύσεις «κηδεμονευόμενης δημοκρατίας» δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί ο ελληνικός λαός.
[i] Πέτρος Στ. Μακρής-Στάικος, Κίτσος Μαλτέζος, ο αγαπημένος των θεών, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2019.
[ii] Ρόδης Ρούφος, Το Χρονικό μιας Σταυροφορίας, Ωκεανίδα, Αθήνα 2004, σ. 21, 22.
[iii] Όπως σημ. i.
[iv] « Η πολιτική γίνεται πιο νηφάλια, παύει να χωρεί έννοιες, σταυροφορικές και αποκαλύψεις […] τα πράγματα επιστρέφουν στα χέρια των ώριμων κυρίων με τους έμπειρους και ψύχραιμους υπολογισμούς…», όπως σημ. ii ,σ. 21,22.
[v] Ο Αναστάσιος Πεπονής ήταν συναγωνιστής του Ρόδη Ρούφου στον Εθνικό Σύνδεσμο Ανωτάτων Σχολών, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας εξέδωσε βιβλίο με τον τίτλο Προσωπική Μαρτυρία, στο οποίο αναφέρεται στο Εθνικό Πανεπιστημιακό Κίνημα της Κατοχής.
[vi] Αλέξανδρος Αργυρίου, Το Βήμα, «Κλειδιά και Αντικλείδια μιας εποχής», φύλλο 9/9/1972. Πιο κάτω από το απόσπασμα που διάβασε, ο Αλέξανδρος Αργυρίου γράφει κάτι προφητικό σχετικά με την πολλαπλή μυθοποίηση της εποχής: «Πιθανώς αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, αν υπήρχαν περισσότερες μαρτυρίες –με ίση όμως τόλμη και θάρρος όπως του Ρ. Ρούφου– να είχαν δώσει τη δυνατότητα μιας εικόνας πιο αληθοφανούς. Και πολύ φοβάμαι πως αν μας θάψουν οι επόμενες δεκαπενταετίες, αυτή η πιθανότητα θα εξανεμιστεί. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που παραχαράσσεται η ιστορία. Ο Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι υπήρξε και παραμένει μέγας δάσκαλος της μεθόδου».