Άνεμος είναι και με παίρνει.
Άνεμος τούτου εδώ του τόπου.
Είναι μία ανάσα ανθρώπου
Οικουμενική
Την ταραχή φουντώνει, την πορτογαλική.
Έξαψη από τρέλα που ’χει γιάνει
Που για τα πάντα φτάνει
Δίχως να φτάνει όμως.
Kι από ουρανό σε ουρανό πηγαίνει
Από τη μία θάλασσα σ’ άλλη περνά
Ακόμη κι αν δεν πιάνει σε στεριά.
Κι ο πειρασμός που συνεχώς εμένα αλλάσσει
Και συνεχώς με πίκρες με γεμίζει
Στης τύχης τον τροχό καθώς γυρίζει
Ενόσω ψάχνω να με βρω που μ' έχω χάσει.
Miguel Torga, «Ταξίδι»
Εκδόθηκε, επιτέλους και στην Ελλάδα, πέρασαν κιόλας κάποιοι μήνες, το εμβληματικό –περιπετειώδες και ερωτικό– μοντερνιστικό μυθιστόρημα Ο Σενιόρ Βεντούρα, του πορτογάλου συγγραφέα Μιγκέλ Τόργκα (1907-1995), με υποδειγματική μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα, σε μια κομψή και λιτή έκδοση (εκδ. Στιγμός). Αξιομνημόνευτο, παρότι σεμνό και αθόρυβο, το εκδοτικό αυτό γεγονός δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο, για πολλούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα γιατί το βιβλίο είναι το πρώτο έργο του Τόργκα που μεταφράζεται στα ελληνικά, έστω και αν ο συγγραφέας είχε προταθεί αρκετές φορές για Νόμπελ, έστω και αν το εν λόγω έργο έχει μεταφρασθεί σε πολλές γλώσσες· στα κινεζικά μάλιστα σε δίγλωσση έκδοση, εν έτει 1989! Θα αποτολμήσω, κάπως αφοριστικά, να εκφράσω μια μελαγχολική παρατήρηση: στο ελληνικό εκδοτικό και μιντιακό τοπίο, οι σύγχρονοι κλασικοί συγγραφείς –αλλά και πολλοί παλαιότεροι, του 19ου αιώνα– που έχουν γράψει στις λεγόμενες «μικρές» ευρωπαϊκές γλώσσες μάλλον δεν έχουν θέση. Ή, έστω, δεν βρίσκουν θέση ανάλογη με εκείνη ομοεθνών τους συγγραφέων-διαττόντων αστέρων της «επικαιρότητας», οι οποίοι ακολουθούν θεματικά τους εκάστοτε συρμούς, οι οποίοι αναγορεύονται σε «ενδιαφέροντα» του αναγνωστικού (ή απλώς αγοραστικού) κοινού. Ακόμη και αν αυτοί οι συρμοί, εν πολλοίς –γιατί υπάρχουν και αρκετές εξαιρέσεις, ευτυχώς– έχουν διαμορφωθεί/σφυρηλατηθεί από ΜΜΕ, διεθνείς εκθέσεις βιβλίου και από λογοτεχνικούς πράκτορες. Με το βλέμμα όλων των σημαινόντων παραγόντων του εκδοτικού χώρου στραμμένο πάντα στα γούστα των Παρισίων, του Λονδίνου, της Νέα Υόρκης. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τους πορτογάλους συγγραφείς του 19ου και του 20ού αιώνα, έστω και αν τα πορτογαλικά, παρότι μάλλον «μικρή» γλώσσα για την Ευρώπη, σε παγκόσμια κλίμακα κατέχει την 5η θέση σε αριθμό φυσικών ομιλητών. Εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα είναι βέβαια ο Φερνάντο Πεσόα και ο Ζοζέ Σαραμάγκου, μετά το Νόμπελ...
O συγγραφέας
Ο Αντόλφο Κορέια ντα Ρόσα [Adolfo Correia da Rocha], ο οποίος έλαβε αργότερα το ψευδώνυμο Μιγκέλ Τόργκα, με το οποίο είναι γνωστός, γεννήθηκε το 1907 στο Σάο Μαρτίνιο ντε Άντα, της Βίλα Ρεάλ, στην περιοχή Τρας-ος-Μόντες, στον πορτογαλικό «Άπω Βορρά». Από μικρή ηλικία (αν)έδειξε τη «λουζιτανικότητά» του. Λουζιτανία [Lusitânia, στα πορτογαλικά], στην εξελληνισμένη του εκδοχή, ήταν το ρωμαϊκό όνομα της Πορτογαλίας, για το οποίο εξακολουθούν να τρέφουν μια ιδιαίτερη αγάπη οι Πορτογάλοι. Os Lusíadas, δηλαδή Οι Λουζιτανοί, είναι ο τίτλος του εκτενούς επικού ποιήματος του Καμόενς, του σημαντικότερου έργου της πορτογαλικής λογοτεχνίας. Περιγράφει την περιπετειώδη ανακάλυψη του θαλάσσιου δρόμου προς τις Ινδίες από τον πορτογάλο θαλασσοπόρο Βάσκο ντα Γκάμα (1498). Το έργο συγκρίνεται με τη λατινική Αινειάδα και τα ελληνικά Ομηρικά Έπη. Γράφτηκε στο Μακάου –από όπου πέρασε και ο Σενιόρ Βεντούρα, ο ήρωας του ομώνυμου έργου– και εκδόθηκε το 1572 στην Λισσαβώνα. H εθνική μυθολογία των Πορτογάλων ακολουθεί τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, ο οποίος, στην Φυσική Ιστορία, ετυμολογεί –σαφώς εσφαλμένα, υπό το φως της σύγχρονης έρευνας– τη λέξη Λουζιτάνια από τον Lusus, γιο ή συνοδό του Βάκχου, στη ρωμαϊκή του εκδοχή, παραπέμποντας παράλληλα και στη Λύσσα των Βακχών του Ευριπίδη. Ο Καμόενς, βασιζόμενος στον Πλίνιο, παρουσιάζει τον Lusus ως ιδρυτή της χώρας του και εμπλουτίζει δημιουργικά το εθνικό αφήγημα γύρω από τον καταγωγικό μύθο της Πορτογαλίας. Μια παρατήρηση, επί τη ευκαιρία: o πρύτανης των πορτογαλικών γραμμάτων είναι ποιητής, ενώ ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες, ο πρύτανης των ισπανικών, είναι πεζογράφος. Έχει τη σημασία του αυτό, θα το θίξουμε κάπως στη συνέχεια.
Ο συγγραφέας έδειξε από τα νιάτα του πως ήταν ένας αρχετυπικός πεισματάρης Πορτογάλος, δεν δεχόταν εκπτώσεις στα όνειρα και τους στόχους του, στα πάθη και τις αντιφάσεις του. Και όντας από ταπεινή και φτωχή οικογένεια, επέλεξε την πάγια πορτογαλική διέξοδο: φυγή, ταξίδι, ξενιτιά, μετοικεσία και… τελικά παλιννόστηση! Δεκάχρονο παιδί στάλθηκε στο σπίτι κάποιων συγγενών του στο Πόρτο, όπου έκανε το θυρωρό, το παιδί για τα θελήματα, ενώ καθάριζε και το σπίτι. Ατίθασος χαρακτήρας, άντεξε μόνο ένα χρόνο. Μετά τον έβαλαν οικότροφο οι γονείς του στο Λαμέγκο, στο σεμινάριο των Ιησουιτών. Έμαθε καλά την πορτογαλική, τη γεωγραφία, την ιστορία, τα λατινικά, τις άγιες γραφές. Έμεινε δυο χρόνια και μετά γνωστοποίησε στον πατέρα του πως δεν τον ενδιέφερε η παπαδική. Στάλθηκε τότε σε ένα θείο μεγαλοκτηματία στην πολιτεία Μίνας Ζεράις της Βραζιλίας. Είδε τι εστί αποικία, έστω και «τέως αποικία»… Δούλεψε σκληρά και, έπειτα από πέντε χρόνια, ο θείος, αναγνωρίζοντας την έφεσή του στα γράμματα, του χρηματοδότησε σπουδές στο λύκειο, στη Βραζιλία αρχικά, και μετά στην Κοΐμπρα της Πορτογαλίας, όπου τελικά κατέληξε να σπουδάσει ιατρική (1928-1933). Εργάστηκε αρχικά ως γιατρός σε μικρά χωριά της φτωχής ορεινής περιοχής Τρας-ος-Μόντες. Το 1940 άνοιξε ιατρείο ωτορινολαρυγγολογίας στην Κοΐμπρα. Παράλληλα, το 1929, άρχισε να συνεργάζεται με την Presença, κορυφαία επιθεώρηση του δεύτερου πορτογαλικού μοντερνισμού, συγκρινόμενη από πολλούς με την επιθεώρηση Orpheu, του πρώτου μοντερνισμού, η οποία είχε ιδρυτή τον Πεσόα. Διάσημοι συνεργάτες του Orpheu, όπως ο ζωγράφος και συγγραφέας Almada Negreiros, συμμετείχαν και στην Presença. Ούτε μύγα στο σπαθί του, όμως, ο Μιγκέλ Τόργκα: το 1930, με τις πρώτες αισθητικής, αλλά και ιδεολογικής και πολιτικής, φύσεως διαφωνίες, αποχώρησε από την επιθεώρηση. Υπήρξε συνιδρυτής άλλων δύο επιθεωρήσεων, της Sinal και της Manifesto. Στο μεταξύ, εξέδιδε συνεχώς μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές. Λάτρης και γνώστης της Ισπανίας και των γραμμάτων της, τη διέσχισε κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου καθ’ οδόν προς τη Γαλλία και, στην επιστροφή του, εξέδωσε το έργο Quarto Dia da Criação do Mundo [Τέταρτη Ημέρα της Δημιουργίας του Κόσμου], μια καταγγελία του φρανκισμού και μια μαρτυρία για τον εμφύλιο ταυτόχρονα, η οποία είχε αποτέλεσμα την ολιγόμηνη φυλάκισή του από το δικτατορικό καθεστώς του Σαλαζάρ (1940). Άφησε πενήντα περίπου ποιητικές συλλογές, διηγήματα, δοκίμια και μυθιστορήματα και ένα ενδιαφέρον 16τομο Ημερολόγιο (1941-1994).
Η συγγραφική ματιά του Μιγκέλ Τόργκα, πεισματικά κριτική και σαρδόνια, παράλληλα δε χαμηλόφωνη όσο και υποχθόνια ανατρεπτική, αντίστοιχη προς το χαμηλό προφίλ του αντικομφορμιστή συγγραφέα, φροντίζει να δίνει φωνή σε αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν και εστιάζει στον εκάστοτε συγκεκριμένο άνθρωπο. Ειδικά τον πορτογάλο αγρότη, με το μεγαλείο του και την εξαθλίωση/αθλιότητά του. Αμφιρρέπει πάντα ανάμεσα σε μια μοντερνιστική ψυχογραφία και σε μια υπαρξιστική ηθογραφία, στο πνεύμα των καιρών πάντα αλλά και με το βλέμμα στραμμένο στη μεγάλη ιβηρική αφηγηματική παράδοση. Το 1989, ο Μιγκέλ Τόργκα τιμήθηκε με το βραβείο Camðes στην πρώτη απονομή του. Το βραβείο συνιστά τη μέγιστη λογοτεχνική διάκριση για συγγραφείς που γράφουν στα πορτογαλικά.
Περιπέτεια στην άκρη του κόσμου
Το μυθιστόρημα που πραγματευόμαστε, ή μάλλον η εκτενής νουβέλα, όπως εύστοχα χαρακτηρίζει η μεταφράστρια το έργο, γράφτηκε και εκδόθηκε σε μια πρωτόλειά μορφή το 1943. Το 1985 ο συγγραφέας εκδίδει μια αναθεωρημένη εκδοχή του έργου, με έναν σύντομο σχετικά αν και πολύ κατατοπιστικό πρόλογο από τον ίδιο.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη και 33 κεφάλαια. Ίσως όχι τυχαία, ερωτοτροπεί, επιμόνως και διακριτικά με τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες. Ο κεντρικός ήρωας, ο Σενιόρ Βεντούρα, είναι ένα φτωχό αγροτόπαιδο γεννημένο στο Πενεντόνο, που βρίσκεται στο Αλεντέζο (Νότια Πορτογαλία), κατά το συγγραφέα. Φυλάει τα πρόβατα ενός τσιφλικά στο κοντινό Φαρόμπο. Είκοσι χρονών και σχεδόν αναλφάβητος φεύγει για τη Λισσαβώνα, για να κάνει το στρατιωτικό του. Ρωμαλέος, ανήσυχος, πεισματάρης, παρορμητικός, παράφορος, τετραπέρατος όσο και πανούργος, καβγατζής, αμόρφωτος, παράτολμος, αδίστακτος, μπλέκει σε έναν τσαμπουκά σε μια ταβέρνα· υπάρχει και ένας νεκρός. Δεν είναι καθαρό ποιος τον σκότωσε –επιμένει σε αυτό ο αφηγητής–, ο ήρωας πάντως παίρνει φύλλο πορείας για το Μακάου στην Κίνα, πορτογαλική αποικία τότε. Εκεί συνδέεται ερωτικά, στα κρυφά εννοείται, με την κόρη του γραμματέα του κυβερνήτη της αποικίας. Αναγκάζεται σε κάποια φάση να λιποτακτήσει και να πάρει των ομματιών του, για να μην πληρώσει ακριβά τις συνέπειες της αποκοτιάς του. Γίνεται λαθρέμπορος οπίου στη θάλασσα της Κίνας. Μετά μπλέκει και σε διάφορες άλλες παρανομίες, σε ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, σε συγκρούσεις με τις αρχές. Κατάληξη, ο θάνατος ενός τελωνειακού στο βρετανικό τότε Χονγκ Κονγκ. Αναγκάζεται να πάει στο Πεκίνο, πιάνει δουλειά σε ένα συνεργείο της Ford και γνωρίζει τον Περέιρα, ένα χωριάτη από την περιοχή του Μίνιο, στη Βόρεια Πορτογαλία. Τακιμιάζουν στο πι και φι. Αναθυμούνται και νοσταλγούν, από κοινού την πατρίδα, με τρόπο συγκινητικό, αφελή και διασκεδαστικό. Ο Σενιόρ Βεντούρα για πρώτη φορά αρχίζει να παρουσιάζει κάποιες ευαισθησίες. Ο Περέιρα κατέχει την τέχνη της μαγειρικής και ανοίγουν ταβερνείο. Λόγω κάποιου περιστασιακού και άνευ ουσίας τσαμπουκά με αγενείς πελάτες, Αμερικανούς, αναγκάζονται να κλείσουν το μαγαζί. Και τότε αρχίζει μια τρελή και περιπετειώδης ζωή για να κονομήσουν χοντρά λεφτά, η οποία τους φέρνει μέχρι τη Μογγολία. Τα καταφέρνουν, σε γενικές γραμμές. Σταματάω όμως εδώ για να μην προδώσω την υπόλοιπη πλοκή, που δεν είναι και λίγη για ένα βιβλίο περίπου 150 σελίδων, μικρού μεγέθους: περιλαμβάνει ένα θάνατο, έναν μεγάλο και μοιραίο –καρμικό θα λέγαμε– έρωτα με μια άπιστη και τυχάρπαστη καλλονή από τη Ρωσία, την Τατιάνα, τεκνοποιία, ταξίδι με τον υπερσιβηρικό, ερωτική προδοσία, καψούρα, απογοήτευση, παλιννόστηση και άλλα πολλά. Και μια αριστοτεχνική επιστροφή στην αρχή. Η πλοκή στο βιβλίο είναι ραγδαία, οι καταστάσεις ανάγλυφες, πολλές φορές κωμικές στην αναπαράστασή τους, παρά το στοιχείο του τραγικού στον πυρήνα τους. Η συγκίνηση άφθονη, σε συνδυασμό με κάποια «παράλογη» και απροσδόκητη αποστασιοποίηση, αρκετά συχνή. Καθώς και ένας έντονα λυρικός τόνος, κατά στιγμές. Οι διάλογοι, σύντομοι, κοφτοί, ευθύβολοι, εξωφρενικοί ενίοτε, σε αντιστοιχία με τις εξωφρενικές καταστάσεις της πλοκής, εναλλάσσονται αντιστικτικά με τους στοχασμούς του συγγραφέα.
Πρόκειται για μια νουβέλα η οποία έχει εμπεδώσει πλήρως τα στοιχεία του ώριμου μοντερνισμού. Πρώτα και κύρια γιατί, αν και γραμμένη σε τρίτο πρόσωπο από τον παντογνώστη συγγραφέα, επιζητεί τη συμμετοχή του αναγνώστη, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, για την ολοκλήρωσή της. Δεν είναι, όμως, εξεζητημένη κατασκευή για διανοούμενους, είναι μια έξυπνα δομημένη στην ανέλιξή της, αλλά και στο ρυθμό της, αληθοφανής αφήγηση, έτσι ώστε να διαβάζεται μονορούφι και από «ανεπαρκείς» αναγνώστες: ως συναρπαστικό περιπετειώδες αφήγημα. Επιπλέον, ο αφηγητής «παίζει», κατά κάποιον τρόπο, με τον αναγνώστη, προσθέτοντας κωμικές πινελιές στις τραγικές στιγμές και τραγικoύς υπαινιγμούς στις κωμικές. Μια μορφή αποστασιοποίησης και αυτό το στοιχείο. Υπάρχουν ακόμη κάποιες παρανοϊκές, εξωπραγματικές λογοτεχνικές επινοήσεις και τεχνάσματα, «επιμελώς κρυμμένα», για να «ψιθυρίσουν» στον υποψιασμένο αναγνώστη ότι η ιστορία είναι πέρα για πέρα μυθοπλασία, ειδικά όταν δείχνει πως βασίζεται σε πραγματολογικά στοιχεία. Αίφνης, δεν υπάρχει γνωστή τοποθεσία με το όνομα Πενεντόνο, στο Αλεντέζο, όπου υποτίθεται πως γεννήθηκε ο αρχετυπικός Αλεντεζάνος, κατά το συγγραφέα πάντα, ο Σενιόρ Βεντούρα. Το παινεμένο Πενεντόνο είναι ου τόπος. Ούτε Φαρόμπο υπάρχει στο Αλεντέζο. Τοποθεσίες με αυτό το όνομα υπάρχουν, αλλά στο Βορρά της χώρας, κοντά στα μέρη από όπου κατάγεται ο Περέιρα, ένας χαρακτήρας σχεδόν στους αντίποδες του Σενιόρ Βεντούρα, κατά το συγγραφέα... Κάπως κοντά στα μέρη από όπου κατάγεται και ο συγγραφέας! Επισημαίνουμε πως ο συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί ότι ο Σενιόρ Βεντούρα είναι παράφορος, παράτολμος, ένας κουζουλός και κουτουρατζής στα καθ’ ημάς, ακριβώς γιατί είναι Αλεντεζάνος· τέτοιους ανθρώπους βγάζει το Αλεντέζο –γραφικούς κατά πολλούς–, κατ’ εξοχήν πατρίδα της πορτογαλικής δημιουργικής «λύσσας», στην οποία παραπέμπει και ο Καμόενς.
Ρicaresca του εικοστού αιώνα
Πέρα, όμως, από αρκετά ανάλογα επιμέρους στοιχεία, εμφανή σε μια πρώτη ανάγνωση, πόσο μάλλον και σε μια διεξοδική ανάλυση, μπορεί κανείς να υποστηρίζει τεκμηριωμένα πως η νουβέλα είναι μοντερνιστική ως προς τη βασική έμπνευση και το κεντρικό της θέμα αυτό καθεαυτό, αλλά και την αποσπασματική ανέλιξή της, στο βαθμό που ανταποκρίνεται πλήρως στην αποφθεγματική ρήση που αναφέρει ο Έζρα Πάουντ, το 1935, στα δοκίμιά του σχετικά με τον Μοντερνισμό: “Make it new!” Και τούτο διότι η νουβέλα ανανεώνει αριστοτεχνικά, μεταφέροντάς το στον εικοστό αιώνα, ένα παλαιό, «ενδημικό» σχεδόν, αφηγηματικό είδος της ιβηρικής γραμματείας, τη λογοτεχνία picaresca. Συνδέεται άμεσα με τη μεγάλη παράδοση της λογοτεχνίας αυτής, της λογοτεχνίας της κατεργαριάς/αλητείας, όπως θα μπορούσε να αποδοθεί ο όρος στα ελληνικά. Η novela picaresca γνώρισε μεγάλες δόξες στην Ισπανία του 16ου και του 17ου αιώνα, με κορυφαίες εκφράσεις της τα έργα Lazarillo de Tormes, ανωνύμου συγγραφέα,[1] Guzmán de Alfarache, του Mateo Alemán, El Buscón [Ο Μπαγάσας], του Quevedo, αλλά και τις Novelas ejemplares, του Θερβάντες[2]. Στην picaresca, ο κεντρικός ήρωας είναι ένας pícaro, δηλαδή ένας θρασύς αλητάμπουρας ή/και τυχοδιώκτης, οι πράξεις του οποίου δικαιολογούνται, καθώς οδηγούν την πλοκή ̶υπόρρητα συνήθως, και ρητά ενίοτε ̶ στο έργο, στο βαθμό που είναι ένας φτωχοδιάβολος, ο οποίος δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι, οπότε μετέρχεται εξ ανάγκης ποικίλων αθέμιτων μέσων για να επιβιώσει, ενίοτε και για να ευδοκιμήσει. Ο βίος και η πολιτεία του pícaro είναι μια οιονεί αλληγορία της τυχοδιωκτικής ζωής που προσιδιάζει στις κοινωνικές συνθήκες, σε μια εποχή στην οποία έχει καταρρεύσει η απαρασάλευτη στατικότητα και η αίσθηση σταθερότητας της μεσαιωνικής οικουμένης, ενώ παράλληλα ο απόηχος των Ανακαλύψεων ανοίγει νέους ορίζοντες στο φαντασιακό των κατοίκων της Ιβηρικής. Και στις ζωές πολλών απ’ αυτούς. Βέβαια, το τέλος του pícaro είναι, σχεδόν πάντα, κάπως ατυχές και θλιβερό, καθότι η εποχή αυτή, εποχή της Αντιμεταρρύθμισης, δεν επέτρεπε την ουσιαστική αμφισβήτηση της θείας τάξης του κόσμου, ούτε βέβαια και της επίγειας τάξης πραγμάτων και του ελέω Θεού ηγεμόνος· είμαστε στην εποχή του μπαρόκ σε όλες τέχνες κι η αναγεννησιακή «καθαρότητα της ματιάς» έχει χαθεί, ας μην το ξεχνάμε: ο συγγραφέας τέρπει, κατά βάση, ως οφείλει, υπονομεύοντας κάπως, ίσως, συντηρητικές ιδέες και αντιλήψεις και βάζοντας, πιθανόν, σε σκέψεις τον αναγνώστη, καθιστά όμως σαφές ότι ο ήρωας είναι των αδυνάτων αδύνατον να πάει ενάντια στο πεπρωμένο του. Tην τύχη, με άλλα λόγια, άλλοτε καλή και άλλοτε κακή… Καθόλου τυχαίο που ο Μιγκέλ Τόργκα, «σχεδιάζοντας» το όνομα του ήρωά του –όπως λέει στον πρόλογο της έκδοσης του 1985–, τον ονομάζει Ventura, λέξη που στα πορτογαλικά σημαίνει την τύχη, την καλοτυχία, αλλά και τον κίνδυνο, την κακιά την ώρα. Να ένας ακόμη κεντρικότατος συμβολισμός. Πέρα από το γεγονός –ίσως επίσης όχι τυχαίο– ότι αυτό το επώνυμο αφθονεί μεταξύ των σεφαραδιτών οι οποίοι ήταν conversos, δηλαδή των Εβραίων της Ιβηρικής που είχαν αλλαξοπιστήσει, ουσιαστικά ή κατ’ επίφασιν, και είχαν γίνει «νέοι χριστιανοί». Για να μην υποστούν διώξεις αρχικά και, σε τελική ανάλυση, για να μην εκδιωχθούν από την Ισπανία και την Πορτογαλία, οι οποίες ακολουθούσαν απαρέγκλιτα τις επιταγές της Ιεράς Εξετάσεως, στα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα. Ύποπτοι πάντα, για την Εκκλησία, οι «νέοι χριστιανοί» ήταν πολίτες εύποροι και δημιουργικοί συνήθως, πολύτιμοι για τις δυο χώρες, αλλά αντιμετωπίστηκαν, εν πολλοίς, με βάση όλα τα γνωστά στερεότυπα για τους Εβραίους: περιπλανώμενοι Ιουδαίοι, ανέστιοι, απάτριδες και κοσμοπολίτες, αναξιόπιστοι, φιλοχρήματοι κ.λπ. Βέβαια, και εδώ έχουμε μια εγγενή υπόρρητη αντίφαση με όλα τα σαλαζαρικής κοπής ιδεολογήματα περί «λουζιτανικότητας» την εποχή της «πρώτης» συγγραφής του έργου: την περιπλάνηση του ανήσυχου Πορτογάλου και τη δημιουργία εμπορικών σταθμών (feitorias) στα πέρατα της οικουμένης, εν είδει μοίρας όσο και «ιστορικής αποστολής» της Πορτογαλίας στον κόσμο. Την οποία πραγματώνουν και ενσαρκώνουν συχνά «τέως Εβραίοι»!
Έχουμε και πορτογαλικά παραδείγματα έργων που κατατάσσονται ειδολογικά στην picaresca. Όπως αναφέρει η Isabel Ponce de Leão, στη μελέτη της O eterno retorno (A propósito de O Senhor Ventura) [Η αιώνια επιστροφή (Με αφορμή το έργο Ο Σενιόρ Βεντούρα)],[3] η πορτογαλική λογοτεχνία, χωρίς να έχει επιδείξει έργα εφάμιλλα των καλύτερων ισπανικών, δεν περιφρονεί το είδος. Παραθέτει ως παραδείγματα τα έργα Arte de Furtar [Τέχνη του Κλέπτειν] του D. Franscisco Manuel de Melo, Νovelas exemplares [Υποδειγματικές νουβέλες] του Rafael Pires Rebelo, O Piolho Viajante [Η Ταξιδεύτρα Ψείρα] του António Manuel Policarpo da Silva. Επιπλέον, η picaresca στην Πορτογαλία κινήθηκε και προς ένα είδος περιπετειώδους ταξιδιωτικής λογοτεχνίας στις κτήσεις και τους εμπορικούς σταθμούς της χώρας στην Αφρική και, κυρίως, στην Άπω Ανατολή, είδος το οποίο αφίσταται ουσιαστικά από την καθαρή μυθοπλασία. Κορυφαίο έργο της, υπό μορφή αυτοβιογραφίας, είναι η Peregrinaçãο,[4] του Fernão Mendes Pinto, πορτογάλου ναυτικού, στρατιώτη, κουρσάρου, πρέσβη, ο οποίος πλούτισε, φτώχυνε, αιχμαλωτίστηκε και πουλήθηκε σκλάβος πολλές φορές, ενώ θρυλείται πως ήταν και ο πρώτος Ευρωπαίος που πάτησε στην Ιαπωνία. Μια αφήγηση βασιζόμενη σε αυτοβιογραφικά στοιχεία, η οποία εμπεριέχει και αφηγήσεις άλλων, αληθινές ή ψεύτικες, όσο και, προφανώς, γενναίες δόσεις φαντασίας. Ίσως ο (αντι)ήρωας της Περιπλάνησης ως ανθρώπινος τύπος να είναι ό,τι πιο κοντινό (sic), από την παλαιά λογοτεχνική παράδοση της Πορτογαλίας, στον Σενιόρ Βεντούρα. Τηρουμένων των αναλογιών… Κατά την Isabel Ponce de Leão, η παλαιά picaresca, έστω και αν δεν έδωσε σημαντικά καθαρόαιμα έργα του είδους στη λογοτεχνία της χώρας, δεν έπαψε να εμπνέει σταθερά τους πορτογάλους συγγραφείς μέχρι και τον εικοστό αιώνα, προκειμένου αυτοί να «κατασκευάζουν» αμφιλεγόμενους, πλην συμπαθείς και πολύ ενδιαφέροντες και πρωτότυπους (αντι)ήρωες. Φέρνει ως παραδείγματα συγγραφέων του 20ού αιώνα τον Aquilino Ribeiro και τον Vitorino Nemésio. Εμείς θα προσθέταμε ακόμη τον πρύτανη του πορτογαλικού ρεαλισμού του 19ου αιώνα, τον Eça de Queirós, ο οποίος, στην εμβληματική φιλοσοφική και περιπετειώδη νουβέλα του O Mandarim,[5] «περιπλανά» τον (αντι)ήρωά του στην Κίνα και στη Μογγολία, στα μέρη που διατρέχει και ο Σενιόρ Βεντούρα.
Ο Μιγκέλ Τόργκα, στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, γράφει: «Γεμίζω με τη μαγική ανάμνηση του Σενιόρ Βεντούρα, που τίποτα δεν μπόρεσε να τον εμποδίσει να διατρέξει τις επτά ηπείρους, οι οποίες καλούν μάταια καθέναν μας. Στη μορφή του βάζω την πραγματικότητα αυτού που είμαι και τη νοσταλγία αυτού που θα μπορούσα να είμαι.[6] Στο σχεδίασμα του ονόματός του εναποθέτω όσα η φαντασία μου μου επιβάλλει με όρους απόστασης και κινδύνου. Ζω σε αυτόν. Και όσο διαρκεί η ανάμνηση των περιπετειών του, αισθάνομαι τόσο αληθινός, που είμαι σχεδόν ευτυχισμένος». Και πάλι, ο συγγραφέας, με έναν άκρως μοντερνιστικό τρόπο, αφήνει το έργο μετέωρο ανάμεσα σε μια «αυτοβιογραφική μυθοπλασία» και την υποτιθέμενη εξιστόρηση της αληθινής όσο και εξωφρενικής ζωής ενός ανθρώπου τον οποίο γνώριζε. Όπου και πάλι θα σπεύσει να αυτοδιαψευσθεί μοντερνιστικά από το ίδιο το βιβλίο: ο Σενιόρ Βεντούρα ταξίδεψε μόνο σε δυο ηπείρους, κατά το βιβλίο, αυτό είναι σαφές, την Ασία και την Ευρώπη!
Η ενδοσκόπηση ενός Πορτογάλου
Μήπως υπάρχει, όμως, και κάποιος άλλος βασικός ερμηνευτικός μίτος στο βιβλίο, πέρα από τη νοσταλγική προβολή του ίδιου του (νεαρού) συγγραφέα σε μια ζωή που θα ήθελε να ζήσει; Γράφει στον πρόλογο της αναθεωρημένης έκδοσης του 1985 σχετικά με το έργο:
Γραμμένο απνευστί πριν από σαράντα χρόνια, στην ηλικία όπου η τόλμη συνιστά επιχείρημα, κατέθεσα σε αυτό γυμνή όλη την αλόγιστη φαντασία και την εκφραστική αδεξιότητα που διαθέτει ατιμωρητί η νεότητα. Αλλά όταν το ξαναδιάβασα στην ωριμότητά μου ένιωσα τόσο αμήχανα, που έκανα ό,τι ήταν δυνατόν για να το ξεχάσω και για να ξεχαστεί. Σήμερα, ωστόσο, στην καμπή της ζωής, όπου κοιτάζει κανείς με διαύγεια και καλοσύνη τις απερισκεψίες της νεότητάς του, αποφάσισα να το ξαναπιάσω. Το καθάρισα υπομονετικά από τις κυριότερες σκουριές, ξαναχτένισα τις πιο παράδοξες συμπεριφορές, προσπάθησα εντέλει να το κάνω αναγνώσιμο. Για εκείνο και για μένα. Για εκείνο, διότι, όπως και να ’χει, διηγείται μια ιστορία αληθοφανή για μας τους Πορτογάλους, που είμαστε οι πλάνητες αυτού του κόσμου, ικανοί όπου και να βρεθούμε για το καλό και για το κακό· για μένα, γιατί σε κανέναν συγγραφέα δεν αρέσει να αφήνει πίσω του έργα που έχει αποκηρύξει… Αφού το αποδέχτηκα στη συνείδησή μου και το βασάνισα στο αμόνι της γραφής, αναγνωρίζω πλήρως αυτό το φαντασιοκόπημα. Και μάλιστα με κάποια τρυφερότητα. Ίσως, πάλι, γιατί νιώθω ανίκανος να το επαναλάβω…
Πρόκειται για σαφή δήλωση του συγγραφέα πως το βιβλίο είναι ένας εκτενής (ανα)στοχασμός πάνω στο «αληθοφανές» εθνικό αφήγημα του πλάνητα Πορτογάλου, ο οποίος έκαμε γνωστό τον κόσμο όλο στους Ευρωπαίους.
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητες, για τον έλληνα αναγνώστη, μερικές ιστορικές επισημάνσεις που οδηγούν μέχρι και στο απώτερο παρελθόν των ιβηρικών χωρών. Τον 13ο αιώνα, στην μάχη του Muret (1213), σκοτώθηκε, νικημένος από τον γαλλικό δυναστικό οίκο των Καπέτων, ο αφορεσμένος από τον Πάπα βασιλιάς της Αραγωνίας Pere II, σύμμαχος των ευγενών της Προβηγκίας που υποστήριζαν την αίρεση των Καθαρών, ενάντια στον Πάπα και το γαλλικό στέμμα. Χάθηκε έτσι η ιστορική ευκαιρία να δημιουργηθεί ένα κράτος εκατέρωθεν των Πυρηναίων, με τη συμμετοχή της Οξιτανίας, της Αραγονίας και της Καταλονίας. Κάτι που θα είχε, ίσως, αποτέλεσμα μια αναγκαστική σύγκλιση ανάμεσα στην ηπειρωτική ακόμα Καστίλη και τη ναυτική ήδη Πορτογαλία. Αυτό δεν συνέβη και, στην απομονωμένη πλέον από τον ευρωπαϊκό κεντρικό κορμό Ιβηρική –“L'Afrique commence aux Pyrénées”, κατά τον Αλμπέρ Καμύ–, μέσα από πολέμους και βασιλικά παντρολογήματα, δημιουργούνται δυο βασίλεια ανταγωνιστικά όσο και συμπληρωματικά: της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Το ένα επεκτείνεται στην υφήλιο προς δυσμάς και το άλλο προς ανατολάς, έτσι τους είχε μοιράσει την οικουμένη ο πάπας με τη Συνθήκη του Τordesillas (1494), στο ξεκίνημα των Ανακαλύψεων και της υπερπόντιας επέκτασης των δύο χωρών. Με αντάλλαγμα τον εκχριστιανισμό των νέων τόπων. Η σχετικά ανέφελη συνύπαρξη των δύο χωρών οδήγησε μέχρι και σε παράδοση τους στέμματος της Πορτογαλίας, από το συμβούλιο του θρόνου και ελλείψει διαδόχου, στην Ισπανία (1580). Ο διαχωρισμός των δύο βασιλείων επανήλθε το 1640. Τα μέσα του 19ου αιώνα βρήκαν τις δύο χώρες να έχουν χάσει τις κτήσεις τους στην Αμερική, δηλαδή την πορτογαλική Βραζιλία και τα άλλα, ανεξάρτητα πλέον, λατινοαμερικανικά κράτη, που ανήκαν κάποτε στην Ισπανία. Ισπανία και Πορτογαλία, από κραταιές αυτοκρατορίες που ήταν άλλοτε, συνειδητοποίησαν απότομα πως είχαν καταλήξει να είναι καθυστερημένες ευρωπαϊκές χώρες της περιφέρειας. Η μετάβαση από την αυτοκρατορία στο εθνικό κράτος –πολυεθνικό κατά ορισμένους, σε ό,τι αφορά την Ισπανία– έθετε το ζήτημα (επανα)καθορισμού ή και ουσιαστικής αναζήτησης της εθνικής ταυτότητας. Παρότι τα 60 χρόνια συμβίωσης Ισπανών και Πορτογάλων υπό κοινό μονάρχη άφησαν ένα (αρνητικό) στίγμα τους στην πορτογαλική έκφραση, ζωντανή μέχρι σήμερα, «De Espanha nem bom vento nem bom casamento» [Από την Ισπανία ούτε καλός άνεμος ούτε καλή παντρειά] –μια αναφορά στον παγερό άνεμο του καστιλιάνικου οροπεδίου αλλά και σε μοναρχικούς γάμους που εκλαμβάνονται ως οιονεί απειλή για την πολιτιστική ταυτότητα της Πορτογαλίας–, την εποχή εκείνη άρχισε να αναπτύσσεται, παράλληλα και δυναμικά, και στις δύο χώρες, ο iberismo [ιβηρισμός].
Ο ιβηρισμός συνιστά ένα ευρύ ρεύμα ιδεών και στάσεων, το οποίο πρεσβεύει ιδέες κινούμενες από την πολιτιστική και την οικονομική προσέγγιση και σύγκλιση, μέχρι και τη δημιουργία ενιαίας χαλαρής κρατικής υπόστασης. Οι ρίζες του ιβηρισμού, οριακά, θεωρείται πως ξεκινούν ακόμη και στον εθνικό ποιητή της χώρας, τον Καμόενς, ο οποίος έγραψε και σονέτα στα ισπανικά. Εκδηλώνονται σαφώς για πρώτη φορά μέσα από την αμοιβαία όσμωση αντιμοναρχικών φιλελεύθερων κύκλων και των δύο χωρών, κύκλων που βρίσκονταν σε τροχιά σύγκρουσης με το σχέδιο της πανευρωπαϊκής απολυταρχικής παλινόρθωσης υπό τον Μέτερνιχ, τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Καθώς και από σοσιαλιστικούς και αναρχικούς κύκλους στη συνέχεια. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αναρχικοί των δύο χωρών δημιούργησαν μια ενιαία ομοσπονδία, τη FAI (Federación Anarquista Ibérica). Παρ’ όλα αυτά δεν έλειψαν και οι εύγλωττες φωνές ιβηριστών που τοποθετούνταν στη συντηρητική πλευρά του πολιτικού φάσματος. Φωνές διανοητών που έβλεπαν στον ιβηρισμό ένα είδος διευρυμένου (ιβηρικού) πατριωτισμού, ο οποίος θα επέτρεπε και στις δύο χώρες της καθυστερημένης πλέον ευρωπαϊκής περιφέρειας να βασιστούν στην κοινή παράδοση και στην, κοινή είτε παράλληλη, εν πολλοίς, ιστορία τους. Θα έπρεπε γι’ αυτό να αντιμετωπίσουν θετικά την Αραβοκρατία στην Ιβηρική και τις γηγενείς ιβηρικές βασιλικές οικογένειες (σε αντιπαράθεση με την ξενόφερτη δυναστεία των Βουρβόνων, που βασίλευε στην Ισπανία), και να μην παρασυρθούν από τις σειρήνες ενός κίβδηλου και εσπευσμένου εκσυγχρονισμού και άτεγκτου ρασιοναλισμού, που εκπορεύονταν από την Ευρώπη. Στην Πορτογαλία, παρά τον υποβόσκοντα πάντα φόβο της αφομοίωσης από την Ισπανία, ο ιβηρισμός είχε επιφανείς υποστηρικτές. Έναν ιδιότυπο πλην σαφώς δηλωμένο ιβηρισμό είχε εκφράσει και ο Φερνάντο Πεσόα, ο οποίος συχνά αναφερόταν σε μια ιβηρική συνομοσπονδία εθνών, η οποία, συν τοις άλλοις, θα έλυνε και τα ζητήματα της Καταλoνίας, της Χώρας των Βάσκων και της Γαλικίας, καθότι πίστευε ακράδαντα στην ύπαρξη μιας «ιβηρικής ψυχής», έστω και πολυεθνικής! Σε πιο κοντινές σε εμάς εποχές, υπέρ του ιβηρισμού στην Πορτογαλία έχουν ταχθεί οι συγγραφείς Lobo Antunes και, φυσικά, ο José Saramago[7] – ήταν και παντρεμένος με Ισπανίδα! Σημαντικοί εκπρόσωποι ποικίλων όσο και ιδεολογικά αντιπαρατιθέμενων εκφάνσεων του ιβηρισμού στην Ισπανία ήταν ο μυθιστοριογράφος Juan Varela, ο διακεκριμένος φιλόλογος και διανοητής Menéndez Pelayo και, εν είδει αντιβάρου στον άκριτο ευρωπαϊσμό και στην πάγια και ύποπτη «αλληλοκατανόηση» μεταξύ των κρατών του ευρωπαϊκού Βορρά ή/και της Ανατολικής Ευρώπης ο πρωθυπουργός Χοσέ Μαρία Αθνάρ, καθώς και κάποιοι υπουργοί του, οι οποίοι επισήμαιναν τους ειδικούς διατλαντικούς δεσμούς των χωρών της Ιβηρικής με τη Λατινική Αμερική και κάποιες αφρικανικές χώρες. Ο πλέον διακεκριμένος υπέρμαχος του ιβηρισμού στην Ισπανία ήταν ο φιλόσοφος και συγγραφέας Μιγκέλ ντε Ουναμούνο. Σημειώνουμε ότι το ψευδώνυμο Μιγκέλ Τόργκα, το οποίο είχε επιλέξει ο συγγραφέας, παραπέμπει, κατά τον ίδιο, στους δύο «μεγάλους» Μιγκέλ των ισπανικών γραμμάτων, τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες και τον Μιγκέλ ντε Ουναμούνο. Τorga είναι το ρείκι, φυτό που ευδοκιμεί στους άγονους πετρότοπους της Ιβηρικής, οι οποίοι ήταν και αυτοί μια ακόμη αφορμή για να γυρέψουν την τύχη τους αναρίθμητοι φτωχοί και τολμηροί πορτογάλοι και ισπανοί τυχοδιώκτες στα πέρατα του κόσμου.
Ο Πορτογάλος Δον Κιχώτης
Ο συγγραφέας δηλώνει σαφώς μια άποψη και μια στάση με το ψευδώνυμο που επιλέγει. Αν και, ακόμη και αγνοώντας την προέλευση του ψευδωνύμου του συγγραφέα, θα ήταν δύσκολο για τον αναγνώστη να μην ψυχανεμιστεί πως οι φιγούρες του Σενιόρ Βεντούρα και του Περέιρα παραπέμπουν στις οικείες μορφές του ιδεαλιστή και ονειροπαρμένου Δον Κιχώτη και του πραγματιστή και προσγειωμένου Σάντσο Πάντσα. Εξάλλου, μια «περιπλάνηση» είναι και το αριστούργημα του Θερβάντες, σε μια πρώτη ανάγνωση. Ο Σάντσο Πάντσα του Μιγκέλ Τόργκα, ο Περέιρα δηλαδή, παίζει ίσως πιο καίριο ρόλο από ό,τι ο αντίστοιχος του Θερβάντες. Και εν τη απουσία του, ο Σενιόρ Βεντούρα βαδίζει αργά αλλά σταθερά προς το χαμό. Ας δούμε τι γράφει στην αρχή του δεύτερου μέρους του βιβλίου ο συγγραφέας:
Ο Δον Κιχώτης μου έχασε τον Σάντσο του και είναι Πορτογάλος. Ορμητικός από τη φύση του, δεν έχει τη μυστικιστική τρέλα του ιππότη της Ελεεινής Μορφής και δεν είναι παρθένος. […] Γνωρίζω ότι για εμάς τους Πορτογάλους δεν υπάρχει ανδραγάθημα χωρίς τη μοιραία παρουσία της λίμπιντο, κι εφόσον έχουν έτσι τα πράγματα, καλώς καμωμένα […] ακόμη και οι λιγότερο σημαντικές υπάρξεις είναι απαραίτητες για το σύνολο. Το εμπλουτίζουν [...] Προχωρώ […] αλληλέγγυος με το πεπρωμένο του πρωταγωνιστή μου, αν και λίγο λυπημένος μιας και ξέρω ότι θα παντρευτεί τη Δουλτσινέα του.
Οι Πορτογάλοι Περέιρα και Σενιόρ Βεντούρα δεν αφίστανται μεταξύ τους χαρακτηρολογικά όσο οι Ισπανοί Σάντσο Πάντσα και Δον Κιχώτης, δεν διαφωνούν τόσο ριζικά. Εξάλλου, οι Πορτογάλοι (αρέσκονται να) λένε πως η χώρα τους δεν ρέπει προς τις μεγάλες αντιθέσεις και τα μοιραία πάθη, καθότι ο Πορτογάλος χαρακτηρίζεται, ιδιοσυγκρασιακά σχεδόν, από «ήπια ήθη» (costumes brandos)... Και ο ιησουιτικής παιδείας ηθικολόγος Σαλαζάρ ευνοούσε και ενίσχυε υπόρρητα (και) αυτή την ταπεινή, όσο και πραγματιστική, ματιά κάθε ατόμου στη «μικρή» ζωή του, η οποία λειτουργούσε αντιστικτικά προς το ηρωικό μεγαλείο του αρχετυπικού πατριώτη Πορτογάλου. Ο Μιγκέλ Τόργκα, μέσα από τα παραπάνω λόγια, δείχνει να «βιώνει» τα πράγματα πιο… ισπανικά, είναι πιο ονειροπόλος και απόλυτος από τον «πολύ» πορτογάλο ήρωά του, ο οποίος, σε κάποιες στιγμές, είναι έτοιμος να επανακάμψει στα πατρώα χώματα και στις μικροαπολαύσεις της φτωχικής καθημερινότητας του χωριού του, κάτι που διακαώς επιθυμούσε ο Περέιρα. Μιλάει σοβαρά ο Μιγκέλ Τόργκα ή ειρωνεύεται; Μάλλον και τα δύο, σε μια αμφίρροπη στάση που διατρέχει όλο το βιβλίο, πέρα για πέρα μοντερνιστική.
Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο μοντερνισμός, σε πολλά έθνη της περιφέρειας, ασχολήθηκε μετά πάθους και με το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας: Βραζιλία, Γεωργία, ακόμη και Ελλάδα με τη «γενιά του ’30» κ.ά. Ο εικοστός αιώνας βρήκε την Ισπανία να έχει απολέσει τις τελευταίες υπερπόντιες κτήσεις της, την Κούβα και τις Φιλιππίνες, μετά την ήττα από τις ΗΠΑ στον πόλεμο του 1898, και να επιστρέφει στην ευρωπαϊκή της μοίρα: ένα καθυστερημένο ευρωπαϊκό έθνος σε αναζήτηση ταυτότητας. Και με πολλούς λαούς εντός συνόρων, Καστιλιάνους, Καταλανούς, Βάσκους… Η περίφημη ισπανική λογοτεχνική Γενιά του ’98, ο Αργυρός Αιώνας των ισπανικών γραμμάτων, με κορυφαίο εκπρόσωπο τον Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, ανα-/συ-ζητεί αυτή την ταυτότητα· την ανακαλύπτει κάπου ανάμεσα στην ιβηρική ιδιαιτερότητα –διάβαζε: ιβηρισμός– και την ποικιλομορφία της και σε μια οικουμενική, πλέον, προσέγγιση των πραγμάτων, την οποία φέρνουν στη χώρα τα μεγάλα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά και ιδεολογικά ρεύματα της εποχής: μοντερνισμός, υπαρξισμός, ψυχανάλυση και μαρξισμός. Πάντα με μια ισορροπημένα κοσμοπολίτικη ματιά στα ανθρώπινα[8]. Στην ίδια γραμμή με τον Μιγκέλ ντε Ουναμούνο κινείται και ο Μιγκέλ Τόργκα. Πιο συγκεκριμένα, η έκφραση: «Το οικουμενικό είναι το τοπικό χωρίς τοίχους» εκφράζει επακριβώς τη «θέση» του Μιγκέλ Τόργκα, η οποία υπερβαίνει, εν εσχάτη αναλύσει, το ζήτημα της αναζήτησης εθνικής ταυτότητας, τουλάχιστον μέσα από τη λογοτεχνία… Πρόκειται για μια φράση του από το Ημερολόγιό του, την οποία προσφυώς η μεταφράστρια θέτει ως προμετωπίδα στη μεστή και κατατοπιστική της Εισαγωγή.
Η βίαιη επικράτηση του φρανκισμού στην Ισπανία το 1939 διακόπτει την όλη συζήτηση περί ιβηρισμού και επιβάλλει το ιδεολόγημα μιας ανιστόρητης απόπειρας αναβίωσης της «μίας και ενιαίας» –καθώς και λόγω φύσεως ή/και ιστορίας… πολύ διαφορετικής από τα άλλα δυτικά έθνη– Ισπανίας. Μιας χώρας «ιδιαίτερης», καθολικοτάτης βεβαίως, με σημείο αναφοράς τους Καθολικούς βασιλείς Φερδινάνδο και Ισαβέλα, «πνευματικής παρακαταθήκης της Δύσης», αναχώματος απέναντι «στο μαρξισμό και την εβραιομασονία», δηλαδή τον φιλελευθερισμό και τον κοσμοπολιτισμό, στα καθ’ ημάς. Δεν έχει αποικίες πλέον η Ισπανία, πλην κάποιων ασήμαντων κτήσεων στο Μαρόκο. Στην επίσης δικτατορική Πορτογαλία, όμως, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική: ο Αρμίντο Μοντέιρο, υπουργός Αποικιών του Estado Novo, δηλαδή του πορτογαλικής κοπής ολοκληρωτικού καθεστώτος του Σαλαζάρ, ο οποίος βρισκόταν στην εξουσία από τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1920, διατρανώνει το ιδεολόγημα της ιστορικής υπεροχής μιας Πορτογαλίας η οποία, χάρη στη θεία πρόνοια, είχε αναλάβει να «εκπολιτίσει» και να εκχριστιανίσει πρωτόγονους λαούς, ενεργώντας σχεδόν γενναιόδωρα. Και εξακολουθούσε να τους ποδηγετεί πατρικά, να τους προστατεύει, να τους «αναπτύσσει», και να προωθεί την ευημερία τους, όντας η Πορτογαλία, κατά τον Σαλαζάρ, ένα ιδιότυπο πολυηπειρωτικό Império χωρίς μονάρχη. Γιατί η Πορτογαλία, σε αντίθεση με την Ισπανία, διατηρούσε ακόμη σημαντικές αποικίες της στην Αφρική, στην Ινδία και στο Τιμόρ[9]. Αυτή η κλασικά αποικιοκρατική θέση, επικρατούσα στα χρόνια της συγγραφής του έργου, βρισκόταν σε υπόγεια αντιπαράθεση με μια άλλη, «ευφυή» εξιδανίκευση της πορτογαλικής αποικιοκρατίας, η οποία τη θεωρούσε ριζικά διαφορετική από τις άλλες αποικιοκρατίες. Αναφερόμαστε στην αμφιλεγόμενη θεωρία του «λουζοτροπικαλισμού» (lusotropicalismo στα πορτογαλικά) του βραζιλιάνου ανθρωπολόγου και ιστορικού Gilberto Freyre, μαθητή του Αμερικανού ανθρωπολόγου Franz Boas. Πολύ του συρμού τότε στη Βραζιλία της πατριωτικής εκσυγχρονιστικής δικτατορίας του Getúlio Vargas, ο Gilberto Freyre είχε σημαντική απήχηση και σε κύκλους διανοουμένων της Πορτογαλίας, οι οποίοι συνιστούσαν ένα είδος «εποικοδομητικής εσωτερικής αντιπολίτευσης» στο καθεστώς. Ο Gilberto Freyre, ούτε λίγο ούτε πολύ, θεωρούσε πως οι Πορτογάλοι, λαός με αφομοιωμένες τις αραβικές και αφρικανικές φυλετικές προσμίξεις και πολιτισμικές καταβολές, είχε την ιδιότητα να προσεγγίζει διαφορετικά, και ηπίως συγκρουσιακά, τους ιθαγενείς λαούς σε Βραζιλία, Αφρική και Ασία. H ματιά του Freyre έτεινε να αντιμετωπίζει ως win-win τη σχέση αποικιοκράτη και αποικιοκρατούμενου. Με δυο λόγια, ήθελε τον Πορτογάλο «σχετικά αμόλυντο» από τα ρατσιστικά στερεότυπα, χαρακτηριστικά των Βρετανών, των Γάλλων και των Ολλανδών, πάντα ανοιχτό στην επωφελή και για τις δυο πλευρές επιμειξία (miscigenação)[10]. Σε μια πρώτη φάση, η θεωρία περί επιμειξίας και μη καθαρότητας του αίματος των Πορτογάλων είχε οδηγήσει το σαλαζαρικό καθεστώς να αντιμετωπίζει εχθρικά αυτή την καινοφανή και ρηξικέλευθη θεωρία, η οποία μεσουρανούσε στην πολυεθνική Βραζιλία, που αναζητούσε την εθνική της ταυτότητα, και αυτή… Βρισκόμαστε ακόμη στον Μεσοπόλεμο, ο φυλετισμός του ναζισμού ήταν σε άνοδο στην Ευρώπη. Έχει ο καιρός γυρίσματα: περίπου δέκα χρόνια μετά τη συγγραφή του Σενιόρ Βεντούρα, κατά τη δεκαετία του 1950, ο Gilberto Freyre θα προσκληθεί στην Πορτογαλία από το καθεστώς του Σαλαζάρ, θα ταξιδέψει στις αποικίες της Πορτογαλίας και η θεωρία του θα αντιμετωπιστεί αρκετά θετικά. Η Πορτογαλία πάσχιζε εσπευσμένα να αφομοιώσει τις αφρικανικές κτήσεις, να τις εποικίσει και να τις εκσυγχρονίσει χωρίς κραδασμούς.
Είναι βέβαιο πως ο Μιγκέλ Τόργκα, προσεκτικός και διεισδυτικός παρατηρητής των γεγονότων και των ιδεών του καιρού του, χαρακτηριζόταν, προφανώς, από γνώση και επίγνωση και των δύο θέσεων σχετικά με την πορτογαλική αποικιοκρατία και την εθνική ταυτότητα της χώρας του. Το βιβλίο, υπαινικτικά και, κυρίως, αλληγορικά και συμβολικά –η λογοκρισία του σαλαζαρισμού δεν θα επέτρεπε τίποτε άλλο–, «σχολιάζει» πονηρά, υπονομευτικά και σκωπτικά –για τους επαΐοντες ή/και για τους υποψιασμένους–, με λεπτότητα αλλά και με σαφήνεια, και τις δύο θέσεις σχετικά με τον Πορτογάλο και την «ευγενή αποστολή» του στον κόσμο. Ο Σενιόρ Βεντούρα και ο Περέιρα μόνον εξερευνητές και εκπολιτιστές (sic) δεν είναι στη μακρινή Κίνα, αφού και εκεί ακόμα εννοούν να μαγειρεύουν χωριάτικα φαγητά της Πορτογαλίας, στο ταβερνείο τους! Δεν μαθαίνουν τη γλώσσα, δεν επηρεάζονται από ήθη και έθιμα, αδιαφορούν κραυγαλέα για τον περίγυρο, το «Άλλο» και τον «Άλλο». Το βιβλίο παραμένει κραυγαλέα μουγκό, παρά ίσως τις προσδοκίες κάποιων αναγνωστών, σε ό,τι αφορά τον κινεζικό πολιτισμό, μακριά, πολύ μακριά από τα έργα συγγραφέων όπως ο συγγραφέας της Περιπλάνησης. Δεν παρατηρούνται επιμειξίες με τις γυναίκες του τόπου, ο Σενιόρ Βεντούρα μπλέκει με θυγατέρες δυτικών αξιωματούχων και με μια Ρωσίδα expat, τρελοκαμπέρω και τυχοδιώκτρια σαν και του λόγου του. Η άποψη του ήρωα για τους Κινέζους γενικά, από ανύπαρκτη μέχρι αδιάφορα αρνητική, συνοψίζεται στο τόνο της πρόποσης σε ένα σημείο του βιβλίου: «Στο μουνί που πέταξε τους Κινέζους». Ο συγγραφέας, όμως, φροντίζει να έχει κοντά του ο ήρωας και μια καλή φίλη Κινέζα, την κυρία Λιανγκ, έτοιμη πάντα να συμβουλέψει και να βοηθήσει ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα, στις δύσκολες στιγμές που του επιφυλάσσει η μοίρα. Πολιτική ορθότης avant la lettre ή γλυκόπικρη ειρωνεία;
Ο συγγραφέας, υιοθετεί και χρησιμοποιεί ένα κλασικότατο είδος της ιβηρικής γραμματείας, το οποίο αναβαπτίζει στα σύγχρονα ρεύματα, το ανανεώνει και μας παρουσιάζει έναν σύγχρονο όσο και παμπάλαιο ήρωα, τον θεληματικό φτωχοδιάβολο που κυνηγά τη μοίρα του, έτοιμος να γυρίσει τον κόσμο. Κυνηγημένος από την ανάγκη, δίχως να έχει το χρόνο και την πολυτέλεια για να τον γνωρίσει, να τον μελετήσει, να τον αλλάξει. Ένα συγκεκαλυμμένα υπαρξιακό μυθιστόρημα, μελαγχολικό και νηφάλιο, που αναδεικνύει το άτομο το οποίο υφίσταται την ιστορία, που βιώνει την κατά Μιγκέλ ντε Ουναμούνο intrahistoria [ως ενδοϊστορία ή καθημερινή ιστορία, θα μπορούσε να αποδοθεί ο όρος], δηλαδή τη ζωή όλων των ταπεινών που δεν φτάνει ποτέ στους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων ούτε και στα βιβλία της ιστορίας, στην καθημερινή γλυκόπικρη ιστορία των απλών ανθρώπων που λειτουργεί ως διάκοσμος για την επίσημη, «ορατή» ιστορία. Το άτομο, στην προκειμένη περίπτωση, όπως και σε πολλά έργα του συγγραφέα, είναι ο ταπεινός και καταφρονεμένος αγρότης της Ιβηρικής που περιπλανιέται στον κόσμο όλο για να βρει μια θέση στον ήλιο. Ναι, είναι ονειροπόλος ο ήρωας του Μιγκέλ Τόργκα, όπως ο Δον Κιχώτης. Οι καιροί όμως έχουν αλλάξει. Ο Σενιόρ Βεντούρα είναι ένας Δον Κιχώτης επί καπιταλισμού, ο οποίος ονειρεύεται, στο ξεκίνημα της «καριέρας» του, να πιάσει την καλή, έτοιμος για (σχεδόν) όλα, προκειμένου να το επιτύχει. Αλλά και την ηδονή και τον έρωτα, ίσως και την οικογένεια, στη συνέχεια. Κερδίζει και χάνει και στα δυο όνειρά του, μέσα από διαδρομές άλλοτε πεζές και ανούσιες και άλλοτε επικολυρικές. Σε αυτή την περιπετειώδη νουβέλα, διανθιζόμενη από ποιητικά όσο και φιλοσοφικά στοιχεία, ο συγγραφέας δείχνει να έχει αφομοιώσει πολλά διδάγματα των δύο μεγάλων δασκάλων - παραμυθάδων, του ισπανού πεζογράφου Θερβάντες και του πορτογάλου επικού ποιητή Καμόενς. Μέσα σε ένα εννοιολογικό πλαίσιο που παραπέμπει στη φιλοσοφική σκέψη του Mιγκέλ ντε Ουναμούνο.
Το μικρό αυτό αριστούργημα, πυκνό και γεμάτο κρυφές πτυχές προς εξερεύνηση, είναι μοναδικό, επειδή αποτελεί το υβριδικό δημιούργημα της «λύσσας» της νιότης του συγγραφέα σε συνδυασμό με τη νηφάλια ματιά της τρίτης ηλικίας του. Χαρακτηριστικό και εμβληματικό έργο σε ό,τι αφορά την «εθνική ψυχή» της Πορτογαλίας, ό,τι και αν αυτό μπορεί να σημαίνει για όσους (θέλουν να) πιστεύουν πως έχει υπόσταση αυτή η έννοια. Η Πορτογαλία είναι το παλαιότερο κράτος της Ευρώπης με τα σημερινά σύνορα. Κάτι έχει να μας διδάξει. Και μέσα από ένα πρίσμα που συνδυάζει την ιστορική γνώση με τις σημερινές αναζητήσεις περί εθνικής ταυτότητος –και ταυτοτήτων εν γένει–, το βιβλίο αυτό είναι ένα απροσδόκητα επίκαιρο έργο στη σημερινή Ευρώπη των εθνών και των πατρίδων, των κρατών και των επιτροπών. Μια Ευρώπη η οποία δεν παύει (να φιλοδοξεί) να είναι το πεδίο ολοκλήρωσης του κάθε ατόμου, ακόμη και του πιο ταπεινού. Μέσα από ποικίλους δρόμους και με πυξίδα, τελικά, την τύχη του. Γιατί αυτό είναι, σε τελική ανάλυση, και το θέμα του βιβλίου, με πρόσχημα το εθνικό αφήγημα του πλάνητα Πορτογάλου και την τρυφερή αποδόμησή του.
Το παρόν κείμενο θα βοηθήσει, ελπίζουμε, στη βαθύτερη κατανόηση και απόλαυση του έργου, μέσα από την κατανόηση της Πορτογαλίας και της ιστορικής συγκυρίας της συγγραφής του, όσο και μέσα από την κατανόηση του ίδιου του συγγραφέα. Γιατί, όπως είχε γράψει ένας άλλος ιβηριστής, αλλά και ευρωπαϊστής, φιλόσοφος, ο Ισπανός Ortega y Gasset: «Εγώ είμαι εγώ και οι συγκυρίες μου».
Η σωστή λέξη
Η γραφή του Μιγκέλ Τόργκα δείχνει απλή αλλά είναι δύσκολη, λόγω του λεξιλογικού του πλούτου και της φοβερής ευθυβολίας του λόγου του. Απαιτεί πεισματικά τη «σωστή λέξη» στη μετάφραση. Η μεταφράστρια το πέτυχε απολύτως. Σχεδόν αναμενόμενο από τη Μαρία Παπαδήμα, η οποία έχει γνωρίσει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τον μεγαλύτερο αριθμό έργων γραμμένων στα πορτογαλικά. Τα συγχαρητήρια σε αυτήν για τούτη τη μετάφρασή της περιττεύουν. Της αξίζουν όμως συγχαρητήρια γιατί αυτή επέλεξε τούτο το τόσο ιδιαίτερο έργο του Μιγκέλ Τόργκα για να μας τον συστήσει. Και να μας βοηθήσει να γνωρίσουμε, με λίγη προσπάθεια, την Πορτογαλία, μέσα από τα στερεότυπα –των Πορτογάλων και των μη Πορτογάλων– όσο και πέρα απ’ αυτά.
[1] Η ζωή του Λαθαρίγιο ντε Τόρμες, Ανωνύμου, σε μετάφραση Ισμήνης Κανσή, εκδόσεις Printa, Αθήνα, 2006.
[2] Υποδειγματικές νουβέλες, Μiguel de Cervantes, σε μετάφραση Σοφίας Κορνάρου, Εκδόσεις Printa, Αθήνα, 2003.
[3] https://bdigital.ufp.pt/bitstream/10284/433/2/34-40FCHS04-4.pdf
[4] Περιπλάνηση*, Ένας Πορτογάλος του 16ου αιώνα στην Κίνα και την Ιαπωνία, Fernão Mendes Pinto, σε μετάφραση Μαρίας Φερέιρα-Χιδίρογλου, Στοχαστής, Αθήνα, 1994 (η λέξη Περιπλάνηση σημαίνει και Προσκύνημα).
[5] Ο Μανδαρίνος, Eça de Queirós, σε μετάφραση Νίκου Πρατσίνη, Νήσος, Αθήνα 2012.
[6] Ο τέλειος ορισμός της τόσο «πορτογαλικής» –και δύσκολα μεταφράσιμης– έννοιας της saudade!
[7] Στο μυθιστόρημά του Η πέτρινη σχεδία, σε μετάφραση Αθηνάς Ψυλλιά, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2000, ο συγγραφέας πραγματεύεται και σχολιάζει, ανάλαφρα αν και με πολύ ουσιαστικό τρόπο, τα υπέρ και τα κατά του ιβηρισμού.
[8] Έχει ενδιαφέρον το πώς κάποια στιγμή αλλάζει η κοσμοπολίτικη ματιά του Μιγκέλ Tόργκα στην κλειστή και εθνικιστική Πορτογαλία του Σαλαζάρ, ο οποίος πρότεινε ως έμβλημα στο λαό τη φράση «Orgulhosamente sόs» [«Υπερήφανα μόνοι»], ματιά η οποία αποδομεί με λεπτότητα, αλλά και κάποια κατανόηση, το εθνικοπατριωτικό αφήγημα του καθεστώτος. Περίπου δέκα χρόνια μετά την είσοδο της Πορτογαλίας στην ΕΕ, ο συγγραφέας επιστρέφει στην καχυποψία και το φόβο του Πορτογάλου προς το «Άλλο». Αυτοαναιρείται μοντερνιστικά (!), αναιρώντας και το ιδεολόγημα του ανοιχτού Πορτογάλου προς το «Άλλο» –θα αναφερθούμε σε αυτό στη συνέχεια–, όταν γράφει, το 1993, στο Ημερολόγιό του, αναφερόμενος στην είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ: «Κατάργηση των συνόρων. Ελεύθερη κυκλοφορία ατόμων και αγαθών. Μας κατέλαβαν χωρίς αντίσταση και χωρίς να υποφέρουμε. Έχοντας πρώτα δεχτεί το αναισθητικό των εισβολέων και των συνεργών τους, είμαστε τώρα επισήμως Ευρωπαίοι κατά πρώτον, Ισπανοί κατά δεύτερον και Πορτογάλοι κατά τρίτον». Ο Μιγκέλ Τόργκα ενδιαφερόταν πολύ για την πολιτική, ήταν όμως δύσπιστος απέναντι στους πολιτικούς κάθε αποχρώσεως.
[9] H Πορτογαλία διατηρούσε τις αποικίες της, υπό τη σκιά και χάρη στην κάλυψη της Βρετανίας, παραδοσιακής της συμμάχου, η οποία ωφελείτο οικονομικά από αυτές, ειδικά τις αφρικανικές που δεν έμπαιναν στην αέναη «μοιρασιά» της Αφρικής ανάμεσα σε Γαλλία, Αγγλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Υπ’ αυτή την έννοια, η Πορτογαλία μπορούσε μεν να εμφανίζεται ως «μικρομέγαλη» δύναμη, στην προπαγάνδα του καθεστώτος εντός συνόρων, ήταν ανίκανη όμως να υπερασπισθεί τα συμφέροντά της απέναντι στις σύγχρονες μεγάλες δυνάμεις. Έχει ενδιαφέρον πώς, στην ανέλιξη του μυθιστορήματος, η τύχη του Σενιόρ Βεντούρα αλλάζει όταν κινδυνεύει από τις αγγλικές αρχές του Χονγκ Κονγκ, ενώ αλλάζει και πάλι όταν αρχίζει να εργάζεται για την αμερικανική Ford αλλά και όταν αναγκάζεται να κλείσει το ταβερνείο λόγω του τσαμπουκά με τους Αμερικανούς. Είναι μια αλληγορική ματιά στην τότε γεωπολιτική πραγματικότητα… Και αλλάζει –άλλη αλληγορία και τούτη;– όταν γνωρίζει τις σειρήνες του έρωτα στο πρόσωπο της Ρωσίδας Τατιάνας, αλλαγή συναρπαστική και στη συνέχεια ολέθρια. Οι σειρήνες της μετεπαναστατικής Ρωσίας γοήτευαν πολλούς στη μεσοπολεμική Πορτογαλία, διανοούμενους κυρίως.
[10] Τα τρία πρώτα έργα του, γραμμένα αρχικά στα αγγλικά κατά τη δεκαετία του 1930, ήταν αυτά που έθεσαν τα θεμέλια του «λουζοτροπικαλισμού»: 1. The Masters and the Slaves: a study in the development of Brazilian civilization: εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1933, με τον τίτλο "Casa-Grande & Senzala". 2. New World in the Tropics: the culture of modern Brazil. 3. The Mansions and the Shanties: the making of modern Brazil: εκδόθηκε για πρώτη φορά στα πορτογαλικά το 1936, με τον τίτλο "Sobrados e Mucambos".