Σύνδεση συνδρομητών

Η Αφρική του Μιχάλη Μοδινού

Κυριακή, 20 Νοεμβρίου 2022 22:52
Αφρικανοί μουσικοί, χαρακτικό της βικτωριανής εποχής. Ο Μιχάλης Μοδινός εμμένει στις αναφορές του στη «μεικτή αφροαμερικάνικη μουσική από κρουστά και έγχορδα που γεννιόταν σιγά σιγά μέσα από τις στάχτες της ευρωπαϊκής μας παιδείας».
David Bukach
Αφρικανοί μουσικοί, χαρακτικό της βικτωριανής εποχής. Ο Μιχάλης Μοδινός εμμένει στις αναφορές του στη «μεικτή αφροαμερικάνικη μουσική από κρουστά και έγχορδα που γεννιόταν σιγά σιγά μέσα από τις στάχτες της ευρωπαϊκής μας παιδείας».

Μιχάλης Μοδινός, Χρυσή Ακτή, Καστανιώτη 2005 - Ο Μεγάλος Αμπάι, Καστανιώτη 2007 - Η Σχεδία, Καστανιώτη 2011 - Άγρια Δύση, Καστανιώτη 2013 - Εκουατόρια, Καστανιώτη 2016

Από τη Χρυσή Ακτή στον Μεγάλο Αμπάι και την ουτοπία της Εκουατόρια, στο πολυδύναμο συγγραφικό  έργο του Μιχάλη Μοδινού, η Αφρική  υποστρώνει οριζοντίως τις  μεγάλες θεματικές του γραμμές – ανάπτυξη, παγκοσμιοποίηση, περιβαλλοντική παρακμή, πολιτισμική σύντηξη, σύγκρουση  κοινωνίας και φύσης, κρίση της οικογένειας, σχέση της Ελλάδας με τον κόσμο. Νοούμενη με την ανθρωπογεωγραφική της διάσταση, η Μαύρη Ήπειρος μοιάζει να αποτελεί συχνά τον κεντρικό αφηγηματικό ήρωα που πλαισιώνει και εν πολλοίς καθορίζει την πλοκή αλλά και τις υφολογικές επιλογές.

 

Στα βιβλία του Μοδινού η σχεδόν απόβλητη φυσική παρουσία, υποτιμημένη από τον ανθρωποκεντρισμό και το κυρίαρχο πολεοδομικό σκηνικό της ανθρώπινης κωμωδίας, ξανάρχεται επιτέλους στην πεζογραφία· δεν θα ήταν υπερβολή να μιλήσουμε για λογοτεχνική αποκατάσταση της φύσης. Το έργο του αποτελεί επιπλέον τη συνεπέστερη πρόταση του νέου κοσμοπολιτισμού. Μπορεί να το διαβάσει κανείς πάνω σε διαφάνεια του παγκόσμιου χάρτη ή στο παλίμψηστο όπου έχουν προεγγραφεί οι περιπέτειες του μύθου και της εθνολογίας, ο Πόε, ο Βερν, ο Χέμινγουαιη, ο Μπόρχες, θεωρημένοι από τον Λεβί-Στρως· πριν απ’ όλα όμως, προϋπάρχει ο μύθος του Οδυσσέα, του υπερήρωα στην ιδρυτική περιπέτεια της fiction:. «...πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω».

Δημήτρης Ραυτόπουλος

Η Αφρική  έχει επηρεάσει  έναν αριθμό σημαντικών λογοτεχνών  στην νεότερη ελληνική και όχι μόνο γραμματεία. Ιδιαίτερη  περίπτωση αποτελεί ο Μιχάλης Μοδινός, που τιμήθηκε μεταξύ άλλων με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος του 2017 για την Εκουατόρια, η οποία τοποθετείται κάπου περί τις πηγές του Λευκού Νείλου, στην καρδιά της ηπείρου. Τόσο σ’ αυτό το βιβλίο όσο και στον Μεγάλο Αμπάι –που είχε προηγηθεί χρονικά κατά μία σχεδόν δεκαετία– ο συγγραφέας, με επίκεντρο την Αφρική,  επηρεάζεται, εμπνέεται και, εντέλει, δημιουργεί έργα επικής πνοής. Δεν έχει εντούτοις αναλυθεί συστηματικά από την κριτική η εμβληματική παρουσία της «Μαύρης  Ηπείρου» που, συνειδητά ή υποσυνείδητα, διαπερνά το σύνολο του συγγραφικού του έργου,  ούτε το πόσο και πώς έχει συμβάλει σε αυτό η ιδιότητά του ως περιβαλλοντολόγου μηχανικού και γεωγράφου. Εδώ αναδεικνύουμε και επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε τη δημιουργική εμμονή με τη Μαύρη Ήπειρο μέσω του ίδιου του έργου του αλλά και  της προσωπικής συνέντευξης που μας παραχώρησε.

 

Η Αφρική και η Ιστορία

Η Αφρική έχει υποστεί σκληρή εκμετάλλευση, που δεν περιορίστηκε στη λεηλάτηση των κοιτασμάτων και των εν γένει φυσικών της πόρων, αλλά συνεχίστηκε επί αιώνες με την κατάφωρη αδικία ενάντια στον γηγενή πληθυσμό της από τους αποικιοκράτες πολλών ευρωπαϊκών [και όχι μόνο]  χωρών. Η κυριαρχία τους επί των αφρικανικών εδαφών συνέβαλε από τη μια στη σχετικά ανεπτυγμένη σύγχρονη οικονομία των περισσότερων χωρών της, από την άλλη όμως στη συνεχιζόμενη, ακόμα και τον 21ο αιώνα, δύσκολη καθημερινότητα, ακόμη και εξαθλίωση πολλών περιοχών της.

Απέναντι σε αυτές τις ιστορικά τεκμηριωμένες οικονομικές  και πολιτικές  επιλογές, έρχεται ενίοτε η λογοτεχνία να αναλύσει τη μοναδικότητα της φύσης αλλά και την πολιτισμική ποικιλότητα των γηγενών πληθυσμών, τον αγώνα τους ενάντια στον εξευτελισμό, την προσπάθεια να επιβιώσουν.  Έρχεται να διασώσει τη μνήμη της ανθρωπότητας – όχι μέσω παρελθόντων γεγονότων όπως τα αφηγείται η ιστορία, αλλά εν δυνάμει συμβάντων που αναβαθμίζουν τη γνώση για όσα οι άνθρωποι βίωσαν, αισθάνθηκαν ή ονειρεύτηκαν. Η λογοτεχνική μνήμη μπορεί έτσι να διαπλάσει μια καθοριστική σχέση με τον φαντασιακό κόσμο των ανθρώπων του παρελθόντος, τις μύχιες σκέψεις, τα υλικά σημεία αναφοράς της ζωής και των καιρών τους. Με άλλα λόγια, στις καλές στιγμές της,  η λογοτεχνία –εκτός από τις ποικίλες άλλες λειτουργίες της– αποτίνει φόρο τιμής στους αδίκως υποφέροντες, ζώντες ή τεθνεώτες. Γίνεται μια καθαρτήρια ατραπός γνωριμίας, τόσο για τους αναγνώστες όσο και για τους δημιουργούς.

Στη νεοελληνική γραμματεία και μέσα στο πλαίσιο που αναφέρθηκε, υπήρξαν λιγοστοί μεν αλλά επιφανείς οι λογοτέχνες που ασχολήθηκαν με την αφρικανική ήπειρο και τις πολλές της εκφάνσεις – από τον Τσίρκα, τον Καραγάτση και τον Καχτίτση μέχρι τον Αρανίτση και τον Αλεξάκη. Εμπνεύστηκαν από την πολυπολιτισμικότητά της, την ξεχωριστή σαγήνη, την εφιαλτική και επικίνδυνη κάποιες φορές όψη της, τους υποσυνείδητους φόβους,  την ανασφάλεια του παρόντος και του μέλλοντος, τον αισθησιασμό και την ερωτική απελευθέρωση.

Ιδιαίτερη πάντως είναι η περίπτωση του  Μιχάλη Μοδινού. Στο σημαντικό ποιοτικά αλλά και ποσοτικά έργο του υπάρχουν δύο διακριτές συγγραφικές περίοδοι. Η πρώτη αφορά την έκδοση  επιστημονικών δοκιμίων και βιβλίων ερευνητικού χαρακτήρα/περιεχομένου. Η δεύτερη, την παρουσία του στα λογοτεχνικά δρώμενα ως αμιγώς μυθιστοριογράφου. Σε μεγάλο μέρος του έργου του, ανεξάρτητα από τα θέματα που πραγματεύεται και τις χρονικές περιόδους στις οποίες αυτά  διαδραματίζονται, η Αφρική είναι παρούσα, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο έντονα. Στόχος του δεν είναι η εξιδανίκευση ή η αγιοποίηση, ούτε η στηλίτευση και η ευχολογία. Είναι η καταγραφή της δικής του αλήθειας, όπως τη βίωσε στα παρατεταμένα ταξίδια του και όπως καταγράφηκε στη σκέψη του. Λέει ο ίδιος:  

Η Μαύρη Αφρική ήταν για μένα τεράστια επιρροή – άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή μου.  Είναι ένα ταξίδι στον χώρο αλλά και τον χρόνο, σαν να βλέπεις σε μια ζωφόρο διάφορες φάσεις της ανθρωπότητας, από τον πρωτογονισμό έως και σύγχρονες εκδοχές του πολιτισμού. Μέχρι πολύ πρόσφατα οι φυλές εκεί ζούσαν σε  καθεστώς σχετικής αυτάρκειας, ισορροπίας,  με ευρύ πολιτιστικό υπόβαθρο – μουσική, χορός, γλυπτική, επεξεργασία υλών... Υπήρχε μια ελευθεριότητα στα ερωτικά ζητήματα, έβλεπες εκπληρωμένο το μετέπειτα μεγάλο φεμινιστικό αίτημα της εποχής, να βγουν ελεύθερα έξω οι γυναίκες, να εργασθούν, να ερωτευτούν. Τα εξώγαμα παιδιά ήταν αποδεκτά εκ παραδόσεως. Εκεί δεν συνάντησα ποτέ την απαξίωση της γυναίκας και τα χρόνια εκείνα [κυρίως δεκαετία του 1970] δεν υπήρχε εκπόρνευση – δυστυχώς υπάρχει σε τεράστιο βαθμό σήμερα. (Μοδινός, 2019)

Η διεθνής επαγγελματική του πορεία ως περιβαλλοντολόγου και γεωγράφου, αλλά και η ενεργός συμμετοχή του στα κοινά ως πρωτοπόρου του οικολογικού κινήματος, του έδωσαν τη δυνατότητα αφενός να γνωρίσει ποικίλα μέρη του πλανήτη, αφετέρου να χαρακτηριστεί «πολίτης του κόσμου». Μια διαδρομή που αναπόφευκτα καθόρισε τις συγγραφικές επιρροές και τη δημιουργική του εξέλιξη. Η επί πολλά χρόνια ενασχόλησή του με το περιβάλλον, τον Τρίτο Κόσμο  και τα ζητήματα της  ανάπτυξης έδωσαν, μεταξύ άλλων, βιβλία που έγιναν «καλτ», ακόμη και μπεστ σέλερ στον καιρό τους – ήδη από τη δεκαετία του 1980. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, οι Μύθοι της Ανάπτυξης στους Τροπικούς - Οικογεωγραφία και το Από τη Εδέμ στο Καθαρτήριο. Το ότι πρόκειται για δοκίμια ή βιβλία ερευνητικού χαρακτήρα που κινούνται στο μεταίχμιο ανθρωπολογίας, γεωγραφίας, ταξιδιωτικών εντυπώσεων και περιβαλλοντικής έρευνας τον οδήγησε σ’ ένα πρωτότυπο είδος γραφής με εμπλοκή του αφηγητή και χρήση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, παρότι το αντικείμενο των βιβλίων  εκείνων ήταν «επιστημονικό». Το είδος αυτό ονομάσθηκε από τον ίδιο  «Οικογεωγραφία» και άνοιξε το δρόμο για μια σύντηξη του παρατηρητή με το αντικείμενο της αφήγησης, παρόμοια με αυτήν που υιοθετείται στη σύγχρονη ανθρωπολογική έρευνα. Από κει και πέρα, λέει ο ίδιος, «η στροφή μου προς τη μυθοπλασία μοιάζει φυσιολογική, αν και απαίτησε χρόνια συστηματικής δουλειάς, εντρύφηση στους κλασικούς από τον Σταντάλ ώς τον Ντοστογιέφσκι, συστηματικό ξαναδιάβασμα έργων που καθόρισαν τη νεότητά μου. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και σήμερα, αντλώ υλικό από προγενέστερες έρευνες και κάνω μια λογοτεχνία που θέλω να έχει αναπαραστατική ακρίβεια» (Μοδινός, 2019).

Το συγγραφικό του έργο ξεκινά το 1986. Τότε εκδόθηκαν οι Μύθοι της Ανάπτυξης στους Τροπικούς. Το βιβλίο αφορούσε θέματα οικολογίας και ανάπτυξης σε ποικίλα σημεία του πλανήτη {από τον Αμαζόνιο μέχρι τη Σαχάρα], με μια περιηγητική/γεωγραφική ματιά διόλου στερούμενη λογοτεχνικών αρετών. Περιλάμβανε εκτεταμένα άρθρα και μελέτες δημοσιευμένες από το 1983 ώς το 1985 στο περιοδικό Νέα Οικολογία, εκδότης του οποίου ήταν  ο ίδιος, που άνοιξε ποικίλους δρόμους σκέψης. Παρατηρεί ο αναγνώστης ότι στα εκάστοτε κεφάλαια του πρώτου αυτού βιβλίου υπήρχαν εισαγωγικά παραθέματα μυθιστοριογράφων  ή φιλοσόφων, αλλά και τολμηρά αποσπάσματα από το προσωπικό  του ημερολόγιο. Η  όλη ανάλυση διαπνεόταν από εμφανή αφηγηματική αύρα και από μια συνειδητή επιλογή να διανθιστεί η δοκιμιακού τύπου γραφή με «ρέοντα» κείμενα, ίσως ως μια «μακρά πρόβα τζενεράλε» πριν από την επίσημη εμφάνισή του στην ελληνική γραμματεία ως μυθιστοριογράφου. Επιπλέον, εμφανής υπήρξε  η εμπρόθετη συμπερίληψη πρωτοπρόσωπης αφήγησης που μας θυμίζει ιστορικούς, συγγραφείς και περιηγητές σαν τον Ηρόδοτο ή τον Παυσανία. Ο ίδιος τοποθετείται επ’ αυτού ως εξής: «Η στροφή ήταν προγραμματισμένη και η προεργασία εμπρόθετη. Το ίδιο αφορά το ύφος της γραφής και στις δύο διακριτές συγγραφικές μου περιόδους. Υπάρχει μια μακρά γεωγραφική/ανθρωπολογική  παράδοση πίσω από τη γραφή μου αλλά απαιτείται βέβαια και τόλμη για να γίνουν τομές στην εξιστόρηση – όποιο είδος και αν υπηρετεί κανείς»… Κι ακόμη:  «Συνεργάσθηκα από νωρίς με επιδραστικά περιοδικά της εποχής, όπως ο Πολίτης και το Αντί, ενώ πολύ πριν από τη λογοτεχνική στροφή μου είχαν δοκιμασθεί στην “αγορά” τα δοκιμιακά μου βιβλία, με εμφανή την  προσπάθεια μου για  σύζευξη του επιστημονικού και του αφηγηματικού λόγου.  Επρόκειτο για μια απόπειρα ανασυγκρότησης του θρυμματισμένου Όλου.  Συχνά έγραφα σε πρώτο πρόσωπο ακόμη και για δύσπεπτα τεχνικά  θέματα, πάνω στην παράδοση που είχαν εγκαινιάσει ανθρωπολόγοι και γεωγράφοι».

Η σχέση και τα προσωπικά του βιώματα με τους γηγενείς της αφρικανικής ηπείρου θα  λειτουργήσουν ως εφαλτήριο για τη μετέπειτα πορεία του: «Συγγραφέας πάντως αισθάνθηκα πολύ νωρίς,  όταν κάποτε με επισκέφθηκε στο εργοτάξιο μες στην καρδιά της ζούγκλας, στο Καμερούν, ένας φύλαρχος για να μου παραπονεθεί  ότι τα έργα οδοποιίας όπου δούλευα είχαν ξυπνήσει τους προγόνους. Επρόκειτο για τα εκρηκτικά που χρησιμοποιούσαμε για να ανοίξουμε διόδους στην καρδιά του δάσους. Την ίδια εκείνη νύχτα άρχισα να γράφω το πρώτο μου βιβλίο – που σήμερα βρίσκεται στην έκτη του έκδοση».

Τόσο oi Μύθοι της Ανάπτυξης στους Τροπικούς όσο και το Από την Εδέμ στο Καθαρτήριο, που εκδόθηκε το 1988, θεωρήθηκαν από ποικίλους μελετητές «πρωτοποριακά βιβλία». Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον, που δίνει βαρύνουσα σημασία στην αξία τους, είναι η ευθύτητα και η τόλμη, σε συνδυασμό με την «επιστημοσύνη» και την καίρια γνώση ειδικών ζητημάτων. Ο Μοδινός αρνείται τη σιωπή και αποκαλύπτει με εντυπωσιακή τεκμηρίωση και δομημένα επιχειρήματα επώδυνες αλήθειες. Γράφει επ’ αυτού ο επί χρόνια συνοδοιπόρος του Ηλίας Ευθυμιόπουλος:

Στο δεύτερο λ.χ. βιβλίο του, ο Μοδινός μιλάει για πρώτη φορά, τουλάχιστον στον ελληνικό χώρο, για το περίεργο εκείνο damping που γίνεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση  προς τις  χώρες της Αφρικής και όχι μόνο, σε ότι αφορά το εμπόριο και ιδιαίτερα το εμπόριο της ζάχαρης. Με απλά λόγια, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδοτεί την ευρωπαϊκή ζάχαρη για να μπορεί να σταθεί στο διεθνές εμπόριο και έτσι βέβαια αποκλείει και καταστρέφει τις τοπικές οικονομίες σειράς χωρών. Αυτά γράφονται το 1986-88 και αναλύονται σ’ αυτό το βιβλίο. Είκοσι χρόνια μετά έρχεται η Ευρωπαϊκή Ένωση και αναγνωρίζει το θέμα. Είκοσι χρόνια μετά βρισκόμαστε στην εποχή όπου εγκαταλείπεται η πολιτική των επιδοτήσεων στην ευρωπαϊκή ζάχαρη. Αντιδρούν βέβαια  διάφοροι […] χωρίς να τίθεται το πολιτικό μέρος του ζητήματος. Κανείς δεν έχει καταλάβει τίποτα ή  κανείς δεν έχει εισπράξει τίποτα απ’ όλη αυτή την εικοσαετία. Ο συγγραφέας δικαιώνεται αλλά η κοινωνία και η πολιτική καταγράφουν μία ακόμα αποτυχία… (Ευθυμιόπουλος, 2017)

Έπειτα από μερικά ακόμη βιβλία και ποικίλες «πράσινες» πολιτικές περιπέτειες, το 1996, συνεχίζοντας να αφυπνίζει και να προβληματίζει, ο  Μοδινός εξέδωσε το κατεξοχήν θεωρητικό, ριζοσπαστικό  του έργο, την Αρχαιολογία της Ανάπτυξης, με θέμα την κριτική  στη νεοκλασική και τη μαρξιστική  θεωρία της ανάπτυξης από τη σκοπιά της Οικολογίας. Η υπανάπτυξη θεωρήθηκε από εκείνον φαινόμενο σύστοιχο της ανάπτυξης και εξ αυτής εκπορευόμενο, ενώ  το οικολογικό πρόβλημα αναφυόταν «όχι ως προϊόν του εκβιομηχανισμένου Βορρά, αλλά ενός βυθιζόμενου στο τέλμα Νότου» (Μοδινός, 1996).

 

Η λογοτεχνική στροφή

Από τότε και ώς το 2005 επιλέγει λίγο-πολύ τη συγγραφική σιωπή. Η ενδοσκόπηση, η εσωτερική αναζήτηση, η επιθυμητή ανάδραση που θα λειτουργούσε ως απάντηση στις συλλογικές ματαιώσεις, η αγάπη για τη γλώσσα και η πληθώρα των βιωμάτων οδηγούν το 2005, αναπάντεχα, ξαφνικά και χωρίς καμιά προαναγγελία στο πρώτο του μυθιστόρημα, τη Χρυσή Ακτή. Πρόκειται για μια υπόθεση  ατομική, για μια θεωρητικά προσωπική υπόθεση, που υποστρώνεται από διερωτήσεις για το ευρωπαϊκό μέλλον, το χρεοκοπημένο ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης [και εντέλει εκπτώχευσης], τη σχέση παράδοσης και εκσυγχρονισμού. Έρχεται να μιλήσει για τον έρωτα, την οικογένεια, την εργασία, την καθημερινότητα, εντέλει για την πολιτική, αλλά μ’ έναν άλλο τρόπο, με μια γλώσσα που δεν υπάρχει ούτε στα συνέδρια  ούτε στη φτωχή μας καθημερινότητα. Ο ίδιος θα υπερασπιστεί αυτή την επιλογή υποστηρίζοντας: «Δεν ήμουν ποτέ απλός παρατηρητής των κοινωνικών πραγμάτων. Συντηκόμουν  ανέκαθεν με το αντικείμενο της αφήγησης. Θα έλεγα λοιπόν πως, σε  ό,τι αφορά τη λογοτεχνική μου στροφή επρόκειτο για μια μετάβαση από το δοκίμιο στη μυθοπλασία. Παρότι ο τοκετός  εμπεριείχε ωδίνες και μια μακρά αγρανάπαυση, ήρθε φυσιολογικά. Η μυθιστορηματική στροφή ήρθε όταν ένιωσα ότι κλείνω έναν πνευματικό κύκλο και ότι απαιτείται η κάθαρση που μόνο η τέχνη της μυθοπλασίας μπορεί να προσφέρει προκειμένου να συλληφθούν τα μηνύματα των καιρών…».

Το 2005, λοιπόν, εμφανίζεται στα λογοτεχνικά δρώμενα, αφότου έχει διανύσει μεγάλο κύκλο ως συγγραφέας / εκδότης / θεωρητικός του οικολογικού κινήματος, αφήνοντας πίσω του –οριστικά απ’ ό,τι φαίνεται– την παρεμβατική, ακτιβιστική, πολιτική δράση. Η Χρυσή Ακτή  κάνει αίσθηση στα λογοτεχνικά και όχι μόνο πράγματα. Είναι μια στροφή 180 μοιρών στη συγγραφική του πορεία – ένα εγχείρημα που, πάντως, λίγοι πίστευαν ότι θα είχε διάρκεια. Ο ίδιος ο  Μοδινός δεν έκανε τυχαία τη συγκεκριμένη επιλογή. Λέει: «Ήθελα να επανέλθω πια  στο παλιό μου εφηβικό όνειρο, να γράψω μυθοπλασία. Από κει και πέρα δούλεψα πολύ. Τι άλλο να προσθέσω; Όπως η οικολογία στοχεύει στον οργανικισμό και την  διεπιστημονικότητα, έτσι  και η λογοτεχνία οφείλει να απαντά  στο  αίτημα της σύνθεσης: στην οργανική ανασύσταση ενός κατατεμαχισμένου κόσμου, στην ανάδειξη της σχέσης ανθρώπου-φύσης, εντέλει στην κάθαρση. Στα τέλη του 2004, ωρίμασε λοιπόν η ιδέα της Χρυσής Ακτής» (Μοδινός, 2019). Ακολούθησαν, ως γνωστόν, άλλα οκτώ φιλόδοξα και εντελώς αποκλίνοντα ως προς τη θεματική τους μυθιστορήματα σε μια μόνο δεκαπενταετία.

 

Ο τόπος ως αφηγηματικός ήρωας

Κατά την ανάγνωσή μου, κοινό σημείο αναφοράς του άλλοτε δοκιμιογράφου με τον  μυθιστοριογράφο συνιστά η σημασία των τόπων στη διαμόρφωση όχι απλώς των συνθηκών ζωής αλλά επίσης στην ψυχοσύνθεση, στις επιλογές και στην προσωπικότητα των ανθρώπων. Στη Χρυσή Ακτή, λ.χ., επιλέγονται, διόλου τυχαία, τρεις τόποι οι οποίοι θα αποτελέσουν τους χώρους δράσης του κεντρικού ήρωα: η Δυτική Αφρική [Γκάνα], η Κρήτη [Ρέθυμνο, κυρίως] και το ευρωπαϊκό κέντρο, οι Βρυξέλλες – καθένας με τη δική του ιδιαιτερότητα και την ξεχωριστή συμβολή του στις αποφάσεις ζωής που παίρνει. Όπως γράφει ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος: «Οι τόποι στον Μοδινό  είναι κάτι παραπάνω από συμβολικοί. Πρώτος τόπος η Αφρική: η μήτρα του ανθρώπου, η πηγή της σόουλ, της τζαζ, του ελεύθερου έρωτα, του χορού, της τροπικής φύσης. Η Χρυσή Ακτή υπήρξε το μεγαλύτερο κέντρο δουλεμπορίου από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα. Ως κέντρο δουλεμπορίου τροφοδότησε με εκατοντάδες χιλιάδες αυτόχθονες τα σκλαβοπάζαρα και τις φυτείες του Νέου Κόσμου. Ήταν το κέντρο ενός εμπορίου το οποίο άλλαξε όχι μόνον την εικόνα και την ιστορία της ηπείρου,  αλλά ολόκληρη την ιστορία της  ανθρωπότητας, και υπαγόρευσε σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό αυτό που ακολούθησε στο επίπεδο της πολιτικής γεωγραφίας. Εκεί, στη Χρυσή Ακτή, ο ήρωας γνωρίζει τη γυναίκα του, εκεί επανέρχεται κάνοντας κύκλους γύρω από ένα αόρατο μαγνητικό κέντρο» (Ευθυμιόπουλος, 2017).

Στο πρώτο του αυτό βιβλίο, μεταξύ άλλων, θα μυήσει τους αναγνώστες στη μαγεία της αφρικανικής γης και σε πρωτόγνωρα, εν πολλοίς ανεπανάληπτα βιώματα. Ξεκάθαρη θα είναι και η ερμηνεία του για την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της, διά στόματος του κεντρικού ήρωα, του Νικ:

Τότε πρωτοκατάλαβα ότι στην ουσία της αφρικανικής ψυχής υπήρχε κάτι που δεν μπορούσαμε να αγγίξουμε εμείς οι Ευρωπαίοι, κάτι που αψηφούσε τη θρησκεία και την οικονομία και την πολιτική μας, κάτι που δεν επιδεχόταν αλλοίωση, όσες εισβολές κι αν γίνονταν, όσα οικήματα και πόλεις ολόκληρες κι αν χτίζονταν, όσες φυτείες κι αν αντικαθιστούσαν τις σαβάνες και τα πυκνά δάση. Ίσως όμως αυτό το ανέγγιχτο, απροσπέλαστο κομμάτι της ψυχής τους αποδειχθεί η καταδίκη τους, σκεφτόμουν. (Μοδινός, 2005, σ. 367)

Το 2007 είναι μια καθοριστική χρονιά, καθώς εκδίδεται  το πρώτο  από τα δύο επικά έργα του για τη Μαύρη Ήπειρο, Ο Μεγάλος Αμπάι. Το 1769, ο σκωτσέζος εξερευνητής Τζέημς Μπρους αναλαμβάνει  αρχηγός μιας αποστολής για την επίλυση ενός πανάρχαιου γεωγραφικού γρίφου: την αναζήτηση των πηγών του Γαλάζιου Νείλου (του Μεγάλου Αμπάι, στα αιθιοπικά), ξεκινώντας από το Κάιρο και επιστρατεύοντας όλα τα μέσα της εποχής. Πρόκειται για μια διαδρομή 6.500 χλμ. που θα ολοκληρωθεί έπειτα από τρία χρόνια περιπετειών και αναμέτρησης με τα στοιχεία της φύσης αλλά και τους επικυρίαρχους στο λεγόμενο Κέρας της Ανατολικής Αφρικής.  Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο.  Όμως πραγματικός ήρωας και αφηγητής της επικής αυτής μυθιστορίας δεν είναι ο Μπρους. Είναι  ένας γραικός, ο Στρατής Ταταράκης, φυγάς από την πατρίδα του, τη Μήλο, παιδί του Διαφωτισμού και ταυτόχρονα Ανατολίτης, που αποφασίζει να  συμμετάσχει στην αποστολή αυτή η οποία θα άλλαζε τον ρου της Ιστορίας – όχι μόνο για χάρη της περιπέτειας αλλά και για να δώσει τη δική του εκδοχή της ανθρώπινης κατάστασης, θα λέγαμε αναδρομικά.

Ο Μοδινός δεν επιλέγει τυχαία τους πρωταγωνιστές του. Οι ήρωες του βιβλίου  ωθούνται από συγκεχυμένα κίνητρα που δεν εντάσσονται υποχρεωτικά στις μεγάλες γεωστρατηγικές επιλογές της εποχής τους.  Με άλλα λόγια, είναι τραγικοί ήρωες που ζουν την έσχατη μοναξιά του ταξιδιού – του καινούργιου, του ξένου, του πρωτοφανούς, του ανοίκειου. Βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωποι με πολλαπλές επιλογές. Πρωτοαντικρίζουν την παρθενικότητα άλλων πολιτισμών και αντιμετωπίζουν προκλήσεις που επανατοποθετούν τα υπαρξιακά τους θεμέλια: αμαρτία, πόλεμος, σχέσεις με το άλλο φύλο και με τη φύση, βία, πολυγαμία, θάνατος. Διερωτώνται διαρκώς πάνω στις αξίες αυτού που ονομάζεται πολιτισμός. Εδώ έχουμε ίσως –μυθιστορηματική αδεία– ένα αναδρομικό προείκασμα της δυτικής ανθρωπολογικής επιστήμης που ενάμιση αιώνα αργότερα θα μελετήσει την «άγρια σκέψη», με τους  Μαλινόφσκι, Μως, Λεβύ-Στρως κ.ά. Διόλου «περίεργες» δεν ακούγονται στ’ αυτί του αναγνώστη αυτές οι πρόδρομες φωνές καθώς διανύουμε ήδη την εποχή του Διαφωτισμού και, βεβαίως, της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης. Ας μην ξεχνάμε δε ότι, στα τέλη του 18ου αιώνα, λίγα χρόνια μετά την επική αποστολή του Τζέημς Μπρους, για την ακρίβεια  τριάντα μόλις χρόνια μετά το ταξίδι των πρωταγωνιστών του βιβλίου, ο  Ναπολέων, συνοδευόμενος από εκατοντάδες σοφούς και σύσσωμη τη Γαλλική Ακαδημία, θα κατακτήσει την Αίγυπτο των Μαμελούκων. [Αλλά μόνο την Αίγυπτο, καθώς δεν θα καταφέρει να αναπλεύσει τον Νείλο ώς την καρδιά της Αφρικής].

Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς το μέγεθος της περιπέτειας που ζει η εξερευνητική αποστολή στον Μεγάλο Αμπάι, καθώς έχει να καλύψει ένα πολύ ευρύτερο γεωγραφικό πεδίο, με οδηγό τη διαίσθηση, το θάρρος, αλλά και μια βαθιά περιέργεια για την κατανόηση της, ακόμη τότε,  παρθένας φύσης και των  κοινωνιών που συναντά στη μεγάλη της πορεία προς το Νότο. Ίσως όμως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου, αλλά και το αρχικό ενδιαφέρον για τη συγγραφή του, είναι –πέραν της οικολογικής και ιστορικής ανασύνθεσης της εποχής– η υποβόσκουσα σύγκρουση ανάμεσα στον Μπρους, τον αρχηγό της αποστολής, και τον γραικό σύντροφό του. Ο πρώτος εκπροσωπεί την ψύχραιμη επιστημονικίζουσα προσήλωση στο στόχο (η αναζήτηση της αλήθειας «με τον εξάντα και το μοιρογνωμόνιο») ενώ ο δεύτερος αφήνεται να τον παρασύρει το ταξίδι. Έτσι ο Στρατής βιώνει την άλλη πλευρά της πραγματικότητας και, όπως αποδεικνύεται, βρίσκεται πιο κοντά στη σύνθετη αλήθεια ως προς τις πηγές του μυθικού ποταμού αλλά και ως προς τον ανθρωπολογικό πλούτο που η αποστολή συναντά στην επική της πορεία.

Ο χρόνος ενασχόλησης για τη γραφή και την ολοκλήρωση του Μεγάλου Αμπάι ήταν ασφαλώς πολύς και η πρωτοκαθεδρία της γεωγραφίας και των τόπων καταλυτική: «Ο Μεγάλος Αμπάι είναι προϊόν δεκαετούς έρευνας στην Αφρική και ειδικότερα στη λεκάνη απορροής του Γαλάζιου Νείλου. Οι τόποι με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα και πιστεύω ότι στην καλή λογοτεχνία έχουν πάντα κεντρικό ρόλο στην αφήγηση – είναι κάτι σαν κεντρικοί ήρωές της. Δεν ξέρω τι θα ήταν η Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ χωρίς καλή γνώση της επαρχιακής Γαλλίας, ή το Φως τον Αύγουστο του Φώκνερ χωρίς εξαντλητική καταγραφή της ανθρωπογεωγραφίας του αμερικανικού Νότου. Σκεφθείτε τον Τουέιν, τον Μέλβιλ,  στις μέρες μας τον Μάρκες, ή ακόμη τον περίφημο εκείνο Παραγουανό, τον Αουγκούστο Ρόα Μπάστος. Η γεωγραφία είναι παρούσα σε όλους αυτούς τους συγγραφείς και καθορίζει την πορεία των ηρώων, τις συγκρούσεις, το δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Αποκορύφωμα πάντως του θριάμβου της γεωγραφίας στη μοίρα των ηρώων είναι η μυθική/επινοημένη Κομητεία Γιοκναπατάουφα του Φώκνερ. Πεποίθησή μου είναι ότι  τίποτα δεν θα ήταν στη λογοτεχνία αυτό που είναι αν άλλαζαν οι χωρικές συντεταγμένες. Ακόμη και στην πεζογραφία «δωματίου» οι απόηχοι του έξω κόσμου έχουν τη σημασία τους» (Μοδινός 2019).

 

Πολιτισμός και αγριότητα

Θα ακολουθήσουν τα μυθιστορήματα Η Σχεδία (2011) και Άγρια Δύση (2013). Στο πρώτο, η παρουσία της Αφρικής είναι έμμεσα αισθητή – ως μνήμη και ως όραμα. Με διατυπωμένη τη θέση πως «η Γεωγραφία δεν είναι παρά η Ιστορία τοποθετημένη μπροστά στα μάτια μας», ο συγγραφέας, στη Σχεδία, καταγράφει μια συγκλονιστική μαρτυρία για τη γοητεία αλλά και το δράμα του μετέπειτα Τρίτου Κόσμου που όλοι μπορεί να έχουμε ακουστά, αλλά ποτέ ίσως δεν ζήσαμε. Αφηγείται λοιπόν η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, η Μαντάμ Ζεπαρντιέ [μια γυναικεία εκδοχή του Ροβινσώνα καθ’ οδόν για τη Σενεγάλη], την περιπέτειά της στη Σουρινάμ, ολλανδική αποικία στη νοτιοαμερικανική ήπειρο με πληθυσμό πρωτίστως αφρικανικής προέλευσης :

Χωρίς να το καταλάβω, συντελούντος και του ποτού, βρέθηκα να του αφηγούμαι τη ζωή μου στο Παραμαρίμπο. Για το σκούρο ξύλινο σπίτι με τα αετώματα και το περιστύλιο, το λασπωμένο ποτάμι που αργοκυλούσε στις παρυφές της βαμβακοφυτείας, τα τραγούδια των Μαύρων όταν έκοβαν το ζαχαροκάλαμο με τις μεγάλες καμπυλωτές ματσέτες τους, το ποστάλι που έφθανε κάθε εβδομάδα μέσω Καγιέν, φέρνοντας νέα για την Τρομοκρατία και αργότερα για τις νίκες του Ναπολέοντα. Για την αποπνικτική υγρή ζέστη, τους πυρετούς, την πυκνή ανθυγιεινή ζούγκλα που εισέβαλλε στην περίμετρο της φυτείας, τις γιορτές και το κουτσομπολιό της αποικίας, τα αργόσυρτα άπραγα απογεύματα, τη μοιραία –όπως αποδείχθηκε– εμμονή των Ολλανδών εποίκων στη συσσώρευση του χρυσαφιού τους και έπειτα στην επανεπένδυσή του, τη χολέρα, την ευλογιά και τον τύφο, που ξεσπούσαν κατά κύματα εξολοθρεύοντας τα απομεινάρια από τις φυλές των αυτοχθόνων, τα ακίνητα βαριά φυλλώματα της ζούγκλας, τα μιγαδάκια που γεννιούνταν κάθε τόσο φτιάχνοντας νέες φυλές –μαύροι, λευκοί και ινδιάνοι σε ποικίλες αναλογίες–, τη βρομιά της γονιμότητας, τη μεικτή αφροαμερικάνικη μουσική από κρουστά και έγχορδα που γεννιόταν σιγά σιγά μέσα από τις στάχτες της ευρωπαϊκής μας παιδείας, την άμαξά μου, το κολύμπι στην εκτυφλωτική ακτή την κατάσπαρτη με σπασμένα κοράλλια, τις πηχτές οσμές της αποσύνθεσης, την ατελείωτη εποχή των βροχών, τα τροπικά φρούτα και το ρούμι, τα ξεβρασμένα φύκια και τα άνοστα υπερμεγέθη ψάρια, τη γλυκιά πλήξη του αιφνίδιου σούρουπου, την εξέγερση και τη φυγή των σκλάβων στο εσωτερικό της ηπείρου ή στην απέναντι όχθη του ποταμού, στα υπερπόντια εδάφη της ελεύθερης Γαλλίας, όπου και θα συγκροτούσαν νέες φυλές, άλλες γλώσσες, αποκλίνουσες μιγαδικές κουλτούρες. Κι έπειτα έπιασα τον εαυτό μου να αφηγείται τα γεγονότα της νύχτας του μεγάλου τρόμου – την επίθεση των απελεύθερων Μαρούν της φυλής των Σαραμάκα, το σπίτι να λαμπαδιάζει, μια πιρόγα να ανατρέπεται  πριν καταφέρει να φθάσει στο Σαιν Λωράν ντε Μαρονί, τους αλιγάτορες να γλιστρούν στο νερό με ορθάνοιχτα τα φρικτά τους σαγόνια, τον στρατό να φθάνει πολύ αργά και ενώ η φυτεία ήδη καταβροχθιζόταν από τις φλόγες, την καμαριέρα και τον μάγειρά μου να προσπαθούν να με σώσουν από μια ομάδα εξεγερμένων, τη φυγή μου με το εγγλέζικο εμπορικό πλοίο «Κόμης του Λάνκαστερ» στα νότια, στο Σαλβαντόρ ντε Μπαΐα… (Η Σχεδία, 2011, σ. 59-61).

Στην Άγρια Δύση πάλι η Αφρική μπορεί επίσης να μην πρωταγωνιστεί με  εμφατικό τρόπο αλλά δεν ξεχνιέται ολότελα. Ο συγγραφέας επανέρχεται στη σταθερή του θέση, που εκφράζει εν προκειμένω μια Αμερικανίδα, η Τερέζα: «αυτό είναι το διαζύγιο του πολιτισμού από τη φύση […]. Διαφθείρουμε τον Τρίτο Κόσμο ενώ του ρουφάμε σαν μεδούλι την πνευματική του ικμάδα […] η φύση θα αντισταθεί τιμωρώντας την αλαζονεία μας» ( Άγρια Δύση, 2013, σ. 46-48).

Το 2016 εκδίδεται η Εκουατόρια, έργο το οποίο έρχεται ως φυσική συνέχεια του Μεγάλου Αμπάι, αν και εκτυλίσσεται εκατό χρόνια αργότερα, στα τέλη του 19ου αιώνα. Ας θυμίσουμε παρενθετικά  εδώ  ότι είναι η εποχή όπου ο Φρόυντ ξεκινά αυτό που θα γίνει έργο της ζωής του: τη μελέτη του ασυνείδητου, του ανθρώπινου ψυχισμού, και  της  σεξουαλικότητας – με ιδιαίτερη έμφαση στη γυναικεία σεξουαλικότητα, την οποία μάλιστα αποκαλεί «μαύρη ήπειρο». Με την Εκουατόρια, ο Μιχάλης Μοδινός επιστρέφει  σ’ εκείνη τη χρονική περίοδο, στα τέλη του 19ου αιώνα, στην κορύφωση της  αποικιοκρατίας. Μέσω μιας ιστορικού είδους  μεταμυθοπλασίας ψυχαναλύει, κατά τη δική μου ανάγνωση, την ουτοπία της ίδιας της ανθρώπινης επιθυμίας για την οργάνωση μιας ιδανικής πολιτείας. Γνωρίζοντας ο αφηγητής, συνειδητά ή ασυνείδητα, ότι η αλήθεια δεν μπορεί να ειπωθεί στην ολότητά της –καθότι δεν επαρκούν οι λέξεις, ούτε οι μεταξύ τους σχέσεις–, καταγίνεται  λογοτεχνικά με το θέμα της ουτοπίας. Καταφεύγει στον Νείλο, το θεϊκό ποτάμι. Ασχολείται με τις πηγές του χρησιμοποιώντας τις ως λογοτεχνική μεταφορά που παραπέμπει στις αρχές και στο νόημα της ανθρώπινης κοινωνικής οργάνωσης. Αν η ουτοπία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια του ανθρώπου να δημιουργήσει και να συντηρήσει ένα αυθεντικό νόημα ζωής, τότε ο Μοδινός με τη γραφή του αναδεικνύει λογοτεχνικά την πραγμάτωση της ουτοπίας, έστω και αν αυτή διαρκεί μόλις  δυο δεκαετίες (Πετροπούλου 2017).

Με εμμονή στην ιστορική αλήθεια, ο συγγραφέας  χαρτογραφεί εδώ  με  ρεαλισμό  τη λάμψη και τη μοναδικότητα της αφρικανικής ηπείρου αλλά και την εξουθένωσή της από τις πρακτικές του δυτικού πολιτισμού για εξορθολογισμό και «πολιτισμική»  καθοδήγηση. Μολονότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα  450 σελίδων, με την τεχνική της εσωτερικής εστίασης και έναν εμπλεκόμενο στη μυθοπλασία πρωταγωνιστή/αφηγητή ομώνυμο του συγγραφέα, με τη χρήση της ειρωνείας, της εγρήγορσης, των ανατροπών και των απροσδόκητων εναλλαγών,  διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο οποίος αναπόφευκτα ερωτεύεται τα πρόσωπα, το μύθο, την Αφρική, την ίδια τη φύση. Η Αφρική λικνίζεται στις σελίδες του σαν νεαρή νέγρα, σαν «περιζήτητη Αβησσυνή χορεύτρια», σαν δυνατό αιλουροειδές, σαν άπιαστο όνειρο. Όταν όμως κατακτάται, η νεαρή Αφρικανή εκπορνεύεται,  το αιλουροειδές κλείνεται σε τσίρκο και το όνειρο γίνεται εφιάλτης: στην αρχή για τους αυτόχθονες και μετά, σε μια ιστορική αναγωγή του χρόνου στο σήμερα, για τους Δυτικούς, καθώς η αραβική Τζιχάντ που εξαπολύεται στο Σουδάν τα χρόνια εκείνα θα αποτελεί στις ποικίλες εκδοχές της κεντρικό ζήτημα ακόμα και στις μέρες μας. Ο συγγραφέας χτίζει επομένως το μύθο του σε μια ουτοπική κοινωνία, αλλά οδηγείται σ’ αυτή την επιλογή επειδή γνωρίζει καλά τις  εξαιρετικά προσοδοφόρες επιχειρήσεις με το εμπόριο της μαύρης σαρκός, την ανισότητα και την πλήρη καταστρατήγηση κάθε λογικής και ήθους, που υποβοηθάται, αν δεν γεννιέται, από τον πολιτισμικό σχετικισμό: «Άλλο η Μαύρη Ήπειρος και άλλο οι νεόκοπες Ηνωμένες Πολιτείες με το Σύνταγμα και τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας τους», λέγεται κάπου στο βιβλίο.

Ο Μεγάλος Αμπάι και η Εκουατόρια είναι  βιβλία με θέματα  διόλου συνήθη στη σύγχρονη νεοελληνική γραμματεία. Δεν είναι μόνο οι τόποι όπου κατά κύριο λόγο εξελίσσονται τα δρώμενα, αλλά και η όλη σύλληψη της μυθοπλασίας, η ευρύτητά της, η ενασχόληση με τρέχοντα οικουμενικά θέματα – ένα είδος ιστορικής μεταμυθοπλασίας. Βιβλία που για να ολοκληρωθούν απαιτήθηκε ασφαλώς πολύς χρόνος και μπορεί να θεωρηθούν «αδελφά» μυθιστορήματα. Λέει ο ίδιος σε ερώτησή μας: «Ασφαλώς είναι αδελφά ή μάλλον δίδυμα βιβλία. Οι αφηγηματικοί χρόνοι απέχουν ωστόσο έναν αιώνα μεταξύ τους, οπότε αλλάζουν οι θεματικές γραμμές, η έμφαση, ακόμη και οι υφολογικές κατευθύνσεις: από την ανακάλυψη του κόσμου και τον έρωτα της περιπέτειας ώς την επιστημονική και γεωπολιτική κυριαρχία ή την πρώιμη παγκοσμιοποίηση μεσολάβησαν πολλά.  Χρειάστηκαν δεκαετίες για να ωριμάσουν τα βιβλία αυτά  και αρκετά χρόνια για να γραφούν. Άλλωστε, απέχουν μια δεκαετία μεταξύ τους (εκδόθηκαν το 2007 και το 2016 αντίστοιχα). Έχει βεβαίως προηγηθεί τεράστια επιτόπια έρευνα. Ενσωματώνω σε αυτά ποικίλα υφολογικά μεταμυθοπλαστικά κεκτημένα της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής. Ή τουλάχιστον το προσπάθησα» (Μοδινός, 2019).

Όσον αφορά τη δημιουργικά καταλυτική δύναμη της λογοτεχνικής γραφής, ο κεντρικός ήρωας στην Άγρια Δύση, απευθυνόμενος στην αγαπημένη του Τερέζα, εξομολογείται: «Η απόφαση να γίνω συγγραφέας πάρθηκε όταν συμπέρανα πως μόνο έτσι μπορούσα να ανακτήσω μέρος έστω της υφαρπαγμένης πραγματικότητας. Οι συγγραφείς μένουν στην ιστορία γιατί, μέσω των λέξεων, αποφαίνονται, θέλουν δεν θέλουν, για το νόημα των πραγμάτων. Γιατί μέσω της αφήγησης κατασκευάζουν την αλήθεια όταν οι ιστορικοί απλώς την αναζητούν. Κι ακόμη γιατί ορίζουν μια άλλη ημερήσια διάταξη, πέρα από τη σφαίρα της πολιτικής. Δεν είναι λίγο αυτό, έλεγα στον εαυτό μου, τότε στα εικοσιπέντε μου χρόνια. Γι’ αυτό και ο Καίσαρας έτρεμε τους ποιητές περισσότερο από τους βαρβάρους που ροκάνιζαν τα σύνορα της αυτοκρατορίας» [Άγρια Δύση, 2013:146). Αλλά και η Τερέζα, με τη σειρά της, τοποθετείται για τη δημιουργικότητα μέσω της γραφής : «Η λογοτεχνία κατασκευάζει τη ζωή – έτσι δεν είναι; Άρα υπηρετεί, ό,τι κι αν λένε οι δύσπιστοι, την αλήθεια».

Ως κατακλείδα, ο  Μοδινός δεν διστάζει να τοποθετηθεί για τον διδακτικό ρόλο της λογοτεχνίας  και της δύναμης που έχει όχι μόνο για τον αναγνώστη αλλά και –ή κυρίως– για τον ίδιο το συγγραφέα: «Πιστεύω στον διδακτικό ρόλο της λογοτεχνίας, κι ας λένε… Ανακάλυψα πράγματα, έμαθα πράγματα. Καθημερινά μαθαίνω μέσω της λογοτεχνίας. Ανακαλύπτω τον Άλλο, αλλά και ολόκληρες γνωστικές ηπείρους. Η καλή λογοτεχνία σήμερα (κυρίως η αγγλοσαξονική) προϋποθέτει πολλή έρευνα ακόμα και σε δύσβατους τομείς όπως  η γενετική, το περιβάλλον, η ιατρική, η βιολογία. Και κάτι άλλο: Ίσως εντέλει να έγινα καλύτερος άνθρωπος. Συνομιλώ νοερά καθημερινά με τους εν δυνάμει αναγνώστες – με συντροφεύουν και με διδάσκουν» (Μοδινός, 2019).

Ταιριαστό μας φαίνεται να κλείσουμε με ένα παράθεμα από τον Μεγάλο Αμπάι:

Όλα ήταν αρχαία, όσο ο κόσμος, αλλά διαρκώς αναβαπτιζόμουν στη νεότητα της γέννησης.

 

 

Βιβλιογραφία

Γιώργος Αριστηνός, «Για τη Σχεδία», Bookpress, Μάρτιος 2012

Γιώργος Αριστηνός, «Άγρια Δύση και λογοτεχνική κατάδυση», Ο Αναγνώστης, 5/12/2013

Άγης Αθανασιάδης, Η ιστορία μιας ουτοπίας, Librofilo, 22 Σεπτεμβρίου 2016

Νικόλας Βερνίκος, Σοφία Δασκαλοπούλου, Πολυπολιτισμικότητα: Οι διαστάσεις της πολιτισμικής ταυτότητας, Κριτική, 2002

Έφη Γαζή, «Οριενταλισμός: το κείμενο ως γεγονός», Μνήμων 21, 1999, 237-242

Ηλίας Ευθυμιόπουλος, «Οι ουτοπίες και οι διαψεύσεις: το υπαρκτό κοσμοείδωλο του Μοδινού»,  Literature,  9/7/2017

Ελισάβετ Κοτζιά, Ελληνική πεζογραφία 1974-2010: το μέτρο και τα σταθμά, Πόλις 2020

Δημοσθένης Κούρτοβικ, Η Ελιά και η Φλαμουριά, Πατάκη, 2021

Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Κόντρα στο αιώνιο ρεύμα», «Βιβλιοδρόμιο», Τα Νέα, 14/1/2017

Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Το κάλεσμα της άγριας φύσης», «Βιβλιοδρόμιο», Τα Νέα, 26/5/2017

Μιχάλης Μοδινός, Μύθοι της Ανάπτυξης στους τροπικούς – Οικογεωγραφία, Στοχαστής, 1986

Μιχάλης Μοδινός, Από την Εδέμ στο Καθαρτήριο, Εξάντας, 1988

Μιχάλης Μοδινός, Η Αρχαιολογία της Ανάπτυξης - πράσινες προοπτικές, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996

Μιχάλης Μοδινός, Χρυσή Ακτή, Καστανιώτη, 2005

Μιχάλης Μοδινός, Ο Μεγάλος Αμπάι,  Καστανιώτη, 2007

Μιχάλης Μοδινός, Η Σχεδία, Καστανιώτη, 2011

Μιχάλης Μοδινός, Άγρια Δύση - Μια ερωτική ιστορία, Καστανιώτη, 2013

Μιχάλης Μοδινός, Εκουατόρια, Καστανιώτη, 2016

Γιάννης Παπαθεοδώρου, «Γεμίζοντας το κενό του χάρτη», Η Αυγή, 15/7/2007

Γιώργος Περαντωνάκης, «Το ελληνικό μυθιστόρημα αναμετριέται με την παγκοσμιοποίηση», Βookpress, Ιούνιος 2017

Γιώργος Περαντωνάκης, «Σε αναζήτηση της ουτοπίας», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 30/1/2021

Μίνα Πετροπούλου, «Εκουατόρια: Η αναγκαιότητα και το ανέφικτο της ουτοπίας», Fractal, 22/2/2017

Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Στο λογοτεχνικό οικοσύστημα του Μιχάλη Μοδινού», The BooksJournal, τ. 34, Αύγουστος 2013

Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Μια Τροπική Εδέμ», The BooksJournal, τ. 75, Μάρτιος 2013

Δημήτρης Τζιόβας, Ο άλλος εαυτός: ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία, μετάφραση: Άννα Ρόζενμπεργκ, Πόλις, 2007

Δημήτρης Τζιόβας, Η πολιτισμική ποιητική της ελληνικής πεζογραφίας: από την ερμηνεία στην ηθική, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης  2015

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Η κίνηση του εκκρεμούς: άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017, Πόλις,  2018

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Άνοδος και πτώση μιας πραγματικής ουτοπίας», Εντευκτήριο, τ. 112, Αύγουστος 2017

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Η σχεδία της φρίκης», Το Βήμα, 8/5/2011

Θωμάς Ψύρρας, «Για την παγκοσμιότητα της Εκουατόρια», Νέα Εστία, τ. 1874, Φθινόπωρο 2017

Linus A. Hoskins, “Eurocentrism vs. Afrocentrism: A Geopolitical Linkage Analysis’’, Journal of Black Studies 23, 1992, σ. 247-257

Peter Hulme, Tim Youngs (επιμ.), The Cambridge Companion to Travel Writing, Cambridge University Press, 2002

Claude Lévi-Strauss, Structural Anthropology, μετάφραση: Claire Jacobson, Brooke, Basic Books, 1963

Προσωπική συνέντευξη Μιχάλη Μοδινού, 22-23/5/2019

  

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.