Γεννημένος στο Βέλγιο στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Ζωρζ Σιμενόν είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γαλλόφωνης λογοτεχνίας με σύντομα πλην εξαιρετικά πυκνά μυθιστορήματα, που συνήθως υπερβαίνουν κατά πολύ το αστυνομικό είδος, χωρίς, ωστόσο, να καταργούν τους κανόνες του. Το τραίνο μάς πηγαίνει σε ένα παραμεθόριο γαλλικό χωριό του Βορρά, όταν η ναζιστική Γερμανία έχει καταλάβει τη Δανία, τη Νορβηγία και την Ολλανδία και είναι έτοιμη να στραφεί εναντίον του Βελγίου και της Γαλλίας. Ο Μαρσέλ Φερόν, που δουλεύει ως τεχνικός ραδιοφώνων, αποκόπτεται από την έγκυο γυναίκα του και την τετράχρονη κόρη του, ταξιδεύοντας με ένα τραίνο φυγάδευσης προσφύγων το οποίο έχει κατεύθυνση το Νότο και τη Λα Ροσέλ. Η Λα Ροσέλ είναι λιμάνι στον Ατλαντικό, που γνώρισε σημαντικές περιόδους εμπορικής ανάπτυξης και υπήρξε κέντρο φιλοξενίας και υποστήριξης των ναζιστικών υποβρυχίων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Εδώ μεταφέρει ο Σιμενόν τη δράση και ενός άλλου μυθιστορήματος, που έχει τίτλο Οι δαίμονες του πιλοποιού και γράφτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 στην Αριζόνα (στα ελληνικά έχει μεταφραστεί επίσης από την Αργυρώ Μακάρωφ, και πάλι για λογαριασμό των εκδόσεων Άγρα).
ΟΤΑΝ Ο ΣΙΜΕΝΟΝ ΔΕΝ ΓΡΑΦΕΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ
Το τραίνο δεν είναι αστυνομικό, όπως είναι Οι δαίμονες του πιλοποιού, ολοκληρώθηκε το 1961 και απηχεί την εμπειρία του συγγραφέα του από την περίθαλψη φυγάδων στη Λα Ροσέλ το 1940. Ο Μαρσέλ γνωρίζεται στο τραίνο προς τη Λα Ροσέλ με μια μοναχική τσέχα εβραία, η οποία έχει πάρει μέρος στην αντίσταση κατά των Γερμανών, και ενώνεται μαζί της με τα δεσμά του έρωτα σε ένα περιβάλλον διαρκών κινδύνων, απειλής, καταστροφής, αγωνίας, αλλά και παρατεταμένης εκ μέρους του αδιαφορίας και απάθειας. Το βιβλίο ανήκει στα «σκληρά» μυθιστορήματα του Σιμενόν (τα έργα του χωρίς τον Μαιγκρέ και χωρίς αστυνομική πλοκή) και έγινε ταινία από τον Πιέρ Γκρανιέ-Ντεφέρ το 1973 με τον προσφάτως θανόντα Ζαν Λουί Τρεντινιάν και τη Ρόμυ Σνάιντερ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο Μαρσέλ μπλέκεται στα δίχτυα του πολέμου και έλκεται έντονα από τη μυστηριώδη, λιγομίλητη και παραδόξως υποτακτική Τσέχα, κάνοντας έρωτα μαζί της στους πιο απίθανους τόπους (εντός και εκτός του τραίνου). Τίποτε, παρ’ όλα αυτά, δεν αλλάζει στη ζωή του και στον κόσμο του. Επιστρέφει στη γυναίκα και την κόρη του, δεν ξαναβλέπει παρά πολύ αργότερα την Τσέχα (χωρίς να τολμήσει να τη γλιτώσει από το θάνατο) και επιμένει να αδιαφορεί τόσο για τον πόλεμο όσο και για την πολιτική.
ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Ο Σιμενόν μάς υποβάλλει διακριτικά το ιστορικό του ήρωα και της οικογένειάς του. Έχοντας ζήσει μεταξύ 14 και 18 ετών σε σανατόριο ως φυματικός, υπομένει τραυματικά το σκοτεινό παρελθόν του. Σε ηλικία δέκα χρόνων, περί τα τέλη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, βλέπει, δίχως να είναι σε θέση να εννοήσει τι ακριβώς συμβαίνει, τη μητέρα του να επιστρέφει ολόγυμνη στο σπίτι, με ξυρισμένα μαλλιά και ένα έξαλλο σμάρι ανθρώπων από πίσω της να τη βρίζει ασύστολα. Εκείνη το μόνο που κάνει είναι να μαζέψει τα πράγματά της και να τον εγκαταλείψει διά παντός. Από τότε, και μέχρι να επιβιβαστεί στο τραίνο για τη Λα Ροσέλ, ο Μαρσέλ παρατηρεί το σύμπαν μέσα από ένα φίλτρο αποστασιοποίησης και σιωπής. Η μητρική γύμνια και φυγή θα προσδιορίσουν διά βίου τη στάση και τον ψυχισμό του Μαρσέλ: μένει κοντά στη σύζυγο και το παιδί του δίχως καμιά φλόγα να κάψει ποτέ την καρδιά του, ποθεί έντονα την Τσέχα χωρίς εντέλει να παραδοθεί ούτε στο κορμί ούτε στη διάνοιά της, μάχεται για την επιβίωση στην πορεία του τραίνου προς το Νότο και στη Λα Ροσέλ, μα όσο κι αν σκάψει βαθύτερα, όσο κι αν προσπαθήσει να ανακαλύψει απώτερα κοιτάσματα του εαυτού, σε όποια περιοχή της συνείδησης και του περίγυρού του κι αν στραφεί, το αποτέλεσμα θα είναι μηδενικό – και το οποιοδήποτε ισοζύγιο επίσης.
Η ικανότητα και η ευαισθησία του Σιμενόν να πλάσει έναν ήρωα με τέτοια χαρακτηριστικά σε μια Γαλλία έτοιμη να καταρρεύσει, και ενόσω οι περισσότεροι τριγύρω του μοιάζουν έτοιμοι να κάνουν το μεγάλο βήμα και να αλλάξουν τα πάντα, είναι μοναδική. Εκεί όπου η Ιστορία πρόκειται να συντριβεί υπό την πίεση διαδοχικών συμπληγάδων, εκεί όπου ο έρωτας ποτίζεται για να ξεπεταχτεί ολάνθιστος, εκεί όπου τα όπλα θα λιανίσουν οσονούπω ό,τι και όποιον βρεθεί μπροστά τους, ο Μαρσέλ κατεβαίνει στον πυρήνα του μηδενός χωρίς να εξοντωθεί και χωρίς να πεθάνει. Το παιδικό του τραύμα είναι τόσο δυνατό ώστε έχει τη δύναμη να εξαλείψει τόσο τον έρωτα όσο και τον πόλεμο. Ο Σιμενόν αποδεικνύεται για πολλοστή φορά αντάξιος της κάθε άλλο παρά τυχαίας φήμης του, μετακινώντας ογκόλιθους και, το σημαντικότερο, χωρίς να υψώσει ούτε σε μία αράδα του γραπτού του τον τόνο.