Σύνδεση συνδρομητών

Βρίζοντας τον Μισέλ Ουελμπέκ. Έρωτας, πολιτική και ύφος  στο μυθιστορηματικό έργο του

Παρασκευή, 21 Οκτωβρίου 2022 00:45
O Μισέλ Ουελμπέκ το 2016 στο Μπουένος Άιρες.
Silvina Frydlewsky / Υπουργείο Πολιτισμού της Αργεντινής
O Μισέλ Ουελμπέκ το 2016 στο Μπουένος Άιρες.

Michel Houellebecq, Η επέκταση του πεδίου της πάλης, μετάφραση από τα γαλλικά: Αλέξης Εμμανουήλ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, 201 σελ.

Michel Houellebecq, Τα στοιχειώδη σωματίδια, μετάφραση από τα γαλλικά: Αλέξης Εμμανουήλ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2000, 420 σελ.

Michel Houellebecq, Υποταγή, μετάφραση από τα γαλλικά: Λίνα Σιπητάνου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2015, 308 σελ.

Η κυκλοφορία των μυθιστορημάτων του Ουελμπέκ στη Γαλλία γεννά, συνήθως, αντιδράσεις. Τρία χαρακτηριστικά του έργου του προκάλεσαν τις εντονότερες αντιδράσεις: οι ωμές περιγραφές της ερωτικής μιζέριας των σύγχρονων Δυτικών, η πολιτική του διάσταση και το στυλ του.

Λίγους μήνες πριν από την κυκλοφορία της Σεροτονίνης (2019), η Agathe Novaκ-Lechevalier, η σημαντικότερη ειδικός στο έργο του Μισέλ Ουελμπέκ στη Γαλλία, δημοσίευσε την εξαιρετική της μελέτη Houellebecq: l’art de la consolation[1] (2018). Είναι αξιοσημείωτο ότι η Lechevalier αφιέρωσε εξ ολοκλήρου την εισαγωγή και το πρώτο μέρος της μελέτης της στην εξήγηση της επιλογής της να ασχοληθεί με το έργο του Ουελμπέκ και στην υπεράσπισή του από τις διάφορες κατηγορίες που έχουν εκτοξευτεί εναντίον του από γάλλους δημοσιογράφους, πολιτικούς και ακαδημαϊκούς: μισογύνης, κυνικός, μηδενιστής, ρατσιστής, αντιδραστικός, συγγραφέας χωρίς στυλ, προϊόν μάρκετινγκ κ.λπ.

Oι σελίδες αυτές της Lechevalier είναι ενδεικτικές της πρόσληψης του Μισέλ Ουελμπέκ στη Γαλλία. Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες του εξωτερικού, στις οποίες ο συγγραφέας θεωρήθηκε εξ αρχής και χωρίς δισταγμούς ως ένας πρωτότυπος και εξαιρετικά ενδιαφέρων σύγχρονος μυθιστοριογράφος, στη Γαλλία οι αντιδράσεις ήταν μοιρασμένες. Το δεύτερο μυθιστόρημά του, Tα στοιχειώδη σωματίδια (1998), πραγματοποίησε εντυπωσιακές πωλήσεις, αλλά προκάλεσε σκάνδαλο και ο Ουελμπέκ σύρθηκε στη λάσπη[2]. Εχθρικές ή αμήχανες ήταν οι αντιδράσεις των δημοσιογράφων μετά την έκδοση της Πλατφόρμας (2002), ενώ το γαλλικό πανεπιστήμιο διατήρησε στάση ειρωνικής αδιαφορίας. Η κατάσταση άλλαξε τα τελευταία δέκα χρόνια υπό την πίεση όλο και περισσότερων –νέων κυρίως– ερευνητών και καθηγητών λογοτεχνίας στη Γαλλία που στράφηκαν προς το έργο του. Δύο σημαντικοί σταθμοί αυτής της αλλαγής ήταν η κατάκτηση του βραβείου Γκονκούρ το 2010 για το Ο χάρτης και η επικράτεια και η πραγματοποίηση του τρίτου διεθνούς συνεδρίου γύρω από το έργο του στη Μασσαλία, το 2012. Τα δύο πρώτα διεθνή συνέδρια, και αυτό δεν είναι τυχαίο, είχαν πραγματοποιηθεί στο εξωτερικό (Σκωτία και Ολλανδία). Όπως ανέφερε και ο ίδιος ο Ουελμπέκ σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη, σχολιάζοντας την κατάκτηση του Γκονκούρ, αυτό που τον χαροποίησε πάνω απ’ όλα ήταν το γεγονός ότι το βραβείο μετέβαλε την παράδοξη κατάσταση να εκτιμάται περισσότερο στο εξωτερικό απ’ ό,τι στη Γαλλία[3]. Σήμερα, πάντως, έχει εδραιωθεί στη συνείδηση κοινού και κριτικών ως ο σημαντικότερος εν ζωή μυθιστοριογράφος της χώρας.

Θα ήθελα στη συνέχεια να διερευνήσω τη γαλλική πρόσληψη των μυθιστορημάτων του Ουελμπέκ, αναλύοντας τρία χαρακτηριστικά του έργου του που προκάλεσαν τις εντονότερες αντιδράσεις: τις ωμές περιγραφές της ερωτικής μιζέριας των σύγχρονων Δυτικών, την πολιτική του διάσταση και, τέλος, το στυλ του. Αν και τα τρία θέματα συνδέονται, χάριν σαφήνειας, θα τα εξετάσω παρακάτω ξεχωριστά.

 

Ι.

Τα μυθιστορήματα του Ουελμπέκ έχουν κοινά θεματικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά. Η αφηγηματική δομή παραμένει σχεδόν σε όλα του τα έργα η ίδια: η εξιστόρηση του αδιεξόδου μια ατομικής περίπτωσης, του κεντρικού χαρακτήρα, η οποία αντανακλά τη χρεοκοπία ενός ολόκληρου πολιτισμού. Επιχειρείται παράλληλα στο μυθιστορηματικό του σύμπαν η απόπειρα άρσης του αδιεξόδου με τη μορφή μιας ριζικής συλλογικής αλλαγής: γενετική τροποποίηση στα Στοιχειώδη Σωματίδια, παγκοσμιοποίηση του σεξουαλικού τουρισμού στην Πλατφόρμα, εξισλαμισμός της γαλλικής κοινωνίας στην Υποταγή.

Ένα από τα βασικά θέματα των μυθιστορημάτων του είναι οι δυσκολίες της ερωτικής ζωής των Γάλλων, και γενικότερα των Δυτικών, και οι αρνητικές καταστάσεις που αυτή γεννά (μοναξιά, αυτοπεριφρόνηση, μνησικακία και κατάθλιψη). Ο Ουελμπέκ γνώριζε εξ αρχής ότι η αμεσότητα και η τραχύτητα με την οποία προσέγγιζε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα θα προκαλούσαν αρνητικές αντιδράσεις. Το 2005, σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι μετά την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος, Η επέκταση του πεδίου της πάλης (1994), ήταν πεπεισμένος ότι ποτέ κανείς άνθρωπος δεν θα του απηύθυνε ξανά τον λόγο[4]. Κι αυτό επειδή τόλμησε να αποκαλύψει ντροπιαστικά μυστικά της ανθρωπότητας, δυσάρεστες πλευρές των ερωτικών σχέσεων των σύγχρονων Δυτικών. Το σχόλιό του δεν είναι υπερβολικό και θα συμφωνήσουμε με τον Eric Fassino οποίος θεώρησε ότι ο Ουελμπέκ γράφει «το μαύρο μυθιστόρημα της γαλλικής σεξουαλικότητας», ανατρέποντας την εξιδανικευμένη εικόνα της Γαλλίας ως χώρας του έρωτα, της αρμονίας των φύλων, της ξέγνοιαστης ελευθεριότητας και του ιπποτισμού[5].

Εάν θεωρήσουμε ότι η εμμονική προσήλωση του μυθιστοριογράφου σε αυτό το θέμα αποτελεί αποκλειστικά απόρροια προσωπικών βιωμάτων, προκλητικότητας ή αρρωστημένης φαντασίας, τότε αφήνουμε να μας διαφύγει η διάγνωσή του για την κατάσταση των ερωτικών σχέσεων σήμερα. Θα επιχειρήσω στη συνέχεια να παρουσιάσω την ουελμπεκική πραγμάτευση του ερωτικού φαινομένου στηριζόμενος στις εργασίες δύο κοινωνιολόγων των συναισθημάτων, της Eva Illouz και του Αλαίν Ερενμπέργκ. Η υιοθέτηση της κοινωνιολογικής οπτικής δεν είναι αυθαίρετη, την υποβάλλει το ίδιο το μυθιστορηματικό έργο, καθώς ο Ουελμπέκ απορρίπτει τις ψυχολογικές θεωρήσεις, άστοχα επικεντρωμένες κατά την άποψή του στο άτομο, και διερευνά μέσω των χαρακτήρων του τον τρόπο με τον οποίο οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες οργανώνουν την ανθρώπινη επιθυμία. 

Όσο παράδοξο κι αν φανεί, ο Ουελμπέκ θεωρεί ότι υπεύθυνη για τη σεξουαλική μιζέρια είναι η σεξουαλική απελευθέρωση.Τα μυθιστορήματά του αποτελούν μια υπερβολική ίσως αλλά σε πολλά σημεία εύστοχη κριτική της απελευθέρωσης των ηθών, έτσι όπως αυτή συντελέστηκε τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Βασική διαπίστωση του μυθιστοριογράφου είναι ότι οι αφελείς ελπίδες των προδρόμων της σεξουαλικής απελευθέρωσης, όπως ο Βίλχελμ Ράιχ, και της ηδονιστικής ιδεολογίας του Μάη του 1968 διαψεύστηκαν. Παρά τις αναμφισβήτητες κατακτήσεις σε θέματα ισότητας των φύλων και την  υιοθέτηση μιας πιο ανοιχτής στάσης απέναντι στο σεξ, η απελευθέρωση των ηθών δεν οδήγησε στην προσδοκώμενη άνθηση των ερωτικών σχέσεων.

Ήδη από το πρώτο του μυθιστόρημα, με θέμα την απέλπιδα αναζήτηση ερωτικού συντρόφου δύο τριαντάρηδων μεσοαστών, ο Ουελμπέκ φώτισε τη λειτουργία του μηχανισμού της σεξουαλικής επιλογής στο πλαίσιο των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών[6]. Σύμφωνα με τη «θέση» του μυθιστορήματος, η σεξουαλική επανάσταση είχε συνέπεια τη μεταμόρφωση της αυτονομημένης πλέον από κάθε κανονιστική αρχή και αποδεσμευμένης από την αναπαραγωγή ερωτικής ζωής σε μια αρένα, όπου τα άτομα αναζητούν αγάπη και σεξουαλική ευχαρίστηση με βάση το ερωτικό κεφάλαιο[7] που διαθέτουν. Παρόμοια με τον επαγγελματικό στίβο, σε αυτόn τον αγώνα ορισμένοι κερδίζουν και άλλοι χάνουν. Η αποτυχία, δηλαδή η απόρριψη, η εγκατάλειψη και η αίσθηση του να μη νιώθεις επιθυμητός ή επιθυμητή, βιώνεται σήμερα ιδιαίτερα τραυματικά, όχι μόνο λόγω της ερωτικής μοναξιάς που συνεπάγεται, αλλά κυρίως επειδή πλήττει συντριπτικά το αίσθημα της αυτοεκτίμησης των ατόμων. Σε αυτό το σημείο, o Ουελμπέκ προλαβαίνει τις αναλύσεις της Eva Illouz, η οποία στη μελέτη της Why love hurts (2012) συνέδεσε αριστοτεχνικά την ερωτική αποτυχία με την επιθυμία αναγνώρισης. Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, βασικές πηγές νοήματος, όπως η θρησκεία και οι μεγάλες πολιτικές ιδεολογίες, έχουν στερέψει. Ταυτόχρονα, έχουν εκλείψει, τουλάχιστον με την παραδοσιακή τους μορφή, οι κοινωνικές τάξεις οι οποίες στο παρελθόν εξασφάλιζαν αυτόματα στα άτομα κοινωνική αναγνώριση[8]. Αυτές οι μεταβολές έχουν αποτέλεσμα το νόημα και η αναγνώριση να αναζητούνται στο πλαίσιο του ιδιωτικού βίου. Πιο συγκεκριμένα, η επαγγελματική επιτυχία και η ερωτική ευτυχία μετατρέπονται σε βασικούς τρόπους νοηματοδότησης της ζωής και ικανοποίησης της βαθύρριζης επιθυμίας αναγνώρισης, νοούμενης ως επιβεβαίωση της αξίας του υποκειμένου από τον Άλλο. Η αποτυχία σε έναν από τους δύο τομείς, στην περίπτωση των ηρώων του Ουελμπέκ στον ερωτικό, βιώνεται ως κοινωνικός υποβιβασμός.  Η σεξουαλικότητα αποτελεί πλέον ένα «σύστημα κοινωνικής ιεράρχησης».

Αναμφισβήτητα, συλλογιζόμουν, στις κοινωνίες μας το σεξ αντιπροσωπεύει ούτε λίγο ούτε πολύ ένα δεύτερο σύστημα κοινωνικής διαφοροποίησης, τουλάχιστον εξίσου αδυσώπητο. Τα αποτελέσματα αυτών των δύο συστημάτων είναι άλλωστε αυστηρά ισοδύναμα. Όμοια με τον άκρατο οικονομικό φιλελευθερισμό και για ανάλογες αιτίες, ο σεξουαλικός φιλελευθερισμός παράγει φαινόμενα απόλυτης φτώχειας. Ορισμένοι κάνουν έρωτα κάθε μέρα· άλλοι πέντε-έξι φορές σε όλη τους τη ζωή ή και ποτέ. [...] Στο απόλυτα φιλελεύθερο οικονομικό σύστημα, ορισμένοι συσσωρεύουν τεράστιες περιουσίες· άλλοι βυθίζονται στην ανεργία και την αθλιότητα. Στο απόλυτα φιλελεύθερο σεξουαλικό σύστημα, ορισμένοι ζουν μια συναρπαστική ερωτική ζωή· άλλοι περιορίζονται στον αυνανισμό και στη μοναξιά. […] Μερικοί κερδίζουν και στα δύο ταμπλό· κι άλλοι πάλι χάνουν και στα δύο[9].

Η κριτική της σεξουαλικής απελευθέρωσης στο έργο του Ουελμπέκ δεν περιορίζεται στην ανάδειξη των προλετάριων του ερωτικού πεδίου, στη διερεύνηση του φαινομένου της ερωτικής πτώχευσης. Ο μυθιστοριογράφος διαπιστώνει ότι η ερωτική ελευθερία προκαλεί έντονους κλυδωνισμούς και στο εσωτερικό του ζευγαριού, με αποτέλεσμα οι ερωτικές σχέσεις σήμερα να γίνονται εύθραυστες, ρευστές. Δέσμευση και ελευθερία δύσκολα εναρμονίζονται· το σύγχρονο άτομο τελεί σε σύγχυση λόγω των αντιφατικών του επιθυμιών: έλκεται ταυτοχρόνως από την ασφάλεια της σχέσης και από τις ηδονές  των απεριόριστων δυνητικά επιλογών που του υπόσχονται η άρση των ταμπού και των απαγορεύσεων. Οι συγκρουόμενες αυτές επιθυμίες, όπως ορθά έχει παρατηρήσει ο κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν, οδηγούν συχνά το υποκείμενο στην παράλυση[10]. Ο Ουελμπέκ, από την πλευρά του ιδιοφυώς, παρομοιάζει τη σύγχρονη ζωή με ένα σουπερμάρκετ και περιγράφει εμφατικά τη διάβρωση της επιθυμίας από τη λογική της απατηλής[11] υπερπροσφοράς:

Η λογική του σουπερμάρκετ επιφέρει αναπόφευκτα μια διασπορά των επιθυμιών· ο άνθρωπος του σουπερμάρκετ αδυνατεί οργανικά να είναι ο άνθρωπος μιας μοναδικής θέλησης, μιας μοναδικής επιθυμίας. Εξ ου και μια ορισμένη αποδυνάμωση της θέλησης του σύγχρονου ανθρώπου: όχι ότι τα άτομα επιθυμούν λιγότερο, επιθυμούν αντιθέτως όλο και περισσότερο· αλλά οι επιθυμίες τους έχουν αποκτήσει κάτι το φωνακλάδικο και το κλαψιάρικο. [...] Σε τίποτα δεν θυμίζουν αυτήν την οργανική και ολοκληρωτική δύναμη στραμμένη επίμονα προς την ολοκλήρωσή της, που υποβάλλει η λέξη θέληση. Εξ ου και μια ορισμένη έλλειψη προσωπικότητας στον καθένα […] οι σύγχρονοι Δυτικοί […] αδυνατούν να είναι απλά ανθρώπινα όντα που σκέφτονται και νοιώθουν φυσικά […] Αδυνατούν δε πολύ περισσότερο να παίξουν αυτό το ρόλο απέναντι σε μια άλλη ύπαρξη. Θα έπρεπε, ωστόσο: διότι αυτή η διάλυση της ύπαρξης είναι τραγική· και ο καθένας συνεχίζει παρακινημένος από μια επώδυνη νοσταλγία να ζητά από τον άλλο αυτό που δεν καταφέρνει πια να είναι· να ψάχνει, σαν τυφλωμένο φάντασμα, αυτό το υπαρξιακό βάρος που δε βρίσκει πλέον μέσα του. Αυτή την αντίσταση, αυτή τη διάρκεια, αυτό το βάθος. Όλοι φυσικά αποτυχαίνουν, και η μοναξιά είναι φριχτή[12].

Ένας επιπλέον λόγος που αποσταθεροποιεί τα άτομα είναι το γεγονός ότι οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες έχουν οικειοποιηθεί τον επαναστατικό λόγο περί απελευθέρωσης της επιθυμίας και τον επιβάλλουν μέσα από τα πρότυπα που κυριαρχούν στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τη διαφήμιση. Επιβάλλουν γενικότερα, για να μιλήσουμε όπως ορισμένοι σύγχρονοι μοραλιστές, την τυραννία της ευτυχίας. Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε αυτή την τελευταία ως ένα ιδιόμορφο και αντιφατικό μείγμα ηδονισμού, επιβιωμάτων ρομαντικού έρωτα, επαγγελματικής επιτυχίας, ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής, τέλειας υγείας και αψεγάδιαστης εξωτερικής εμφάνισης, το οποίο ωθεί τα άτομα σε έναν εξαντλητικό αγώνα αυτοβελτίωσης, αφήνοντάς τα πάντα στο τέλος ανικανοποίητα. «Είμαστε οι πρώτες κοινωνίες στην ιστορία», παρατηρεί ειρωνικά ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, «που έκαναν τους ανθρώπους δυστυχισμένους, επειδή δεν είναι ευτυχισμένοι[13]».

Οι αναλύσεις του Αλαίν Ερενμπέργκ στο Η κούραση να είσαι ο εαυτός σου, κοινωνία και κατάθλιψη επιρρώνουν και εμπλουτίζουν τις παραπάνω θέσεις, επιτρέποντας επιπλέον να καταλάβουμε την εξέχουσα θέση της κατάθλιψης στο μυθιστορηματικό σύμπαν του Ουελμπέκ[14]. Μελετώντας στην ψυχιατρική και στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία την εντυπωσιακή διάδοση της κατάθλιψης και την ταυτόχρονη υποχώρηση της υστερίας από τη δεκαετία του 1950 και εντεύθεν, ο Ερενμπέργκ θεωρεί ότι η συγκεκριμένη αλλαγή αντανακλά το πέρασμα από μια κοινωνία ισχυρών ηθικών απαγορεύσεων σε μια κοινωνία όπου όλα επιτρέπονται. Το μεταμοντέρνο ψυχικό άλγος δεν οφείλεται στην καταπίεση των απαγορεύσεων· το σημερινό άτομο καταρρέει υπό το βάρος της ενέργειας που θα πρέπει να δαπανήσει για να κατακτήσει την ευτυχία και την αναγνώριση, εντός ενός κόσμου απεριόριστων δυνατοτήτων και συνεχούς αυξανόμενης ταχύτητας, πολυπλοκότητας και αστάθειας. Η υποχώρηση των απαγορεύσεων, παρατηρεί ο Ερενμπέργκ, αύξησε ταυτόχρονα με την αυτονομία των ατόμων και το αίσθημα ευθύνης που συνοδεύει την αυτοδιαχείριση. Επιπλέον, η ταυτότητα δεν δίδεται πλέον έξωθεν από τα παραδοσιακά συστήματα αναφοράς, αλλά ο καθένας οφείλει να τη δημιουργήσει ex nihilo. Η ευθύνη της δημιουργίας του εαυτού, σύμφωνα με τα νέα κοινωνικά πρότυπα, τα οποία δεν επιβραβεύουν την υπακοή αλλά την πρωτοβουλία, τη δυνατότητα ανάληψης δράσης, την ελαστικότητα και την προσαρμοστικότητα, εξαντλούν το εγώ προκαλώντας την ψυχική βλάβη της κατάθλιψης. Αυτή η παθολογία της ελευθερίας και της δράσης εκφράζεται ως αίσθημα ανημποριάς, αναποφασιστικότητας και κυρίως ανεπάρκειας. «Όχι ότι νιώθω πως έχω πέσει χαμηλά· είναι περισσότερο ο κόσμος γύρω που μου φαίνεται πως βρίσκεται ψηλά[15]», διαπιστώνει με πικρία αλλά και χιούμορ ο καταθλιπτικός ήρωας της Επέκτασης του πεδίου της πάλης. 

 

ΙΙ.

Η αρνητική κριτική του Ουλεμπέκ στη σεξουαλική απελευθέρωση μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε και τη σύγχυση που επικρατεί γύρω από τον πολιτικό προσανατολισμό του έργου του. O Bruno Viard, ένας από τους πρώτους συστηματικούς μελετητές του συγγραφέα, παρατήρησε το εξής: σε αντίθεση με την Αριστερά που στρέφεται εναντίον του οικονομικού φιλελευθερισμού αλλά είναι φιλελεύθερη σε ζητήματα ηθικής, και τη Δεξιά που υιοθετεί τις αντίθετες ακριβώς θέσεις, ο Ουελμπέκ στιγματίζει τόσο τον οικονομικό όσο και τον σεξουαλικό φιλελευθερισμό[16]. Δεν μπορεί δηλαδή να κατηγοριοποιηθεί, γεγονός που ενοχλεί όσους αρέσκονται να προσδίδουν πολιτικά πρόσημα στους συγγραφείς και τα έργα τους.

Οι εκδοτικές του επιλογές επιτείνουν τη σύγχυση. Στην αρχή της συγγραφικής του πορείας, ο Ουελμπέκ συνεργάστηκε με περιοδικά της Αριστεράς, αλλά και με συντηρητικά καθολικά έντυπα. Ο οικονομολόγος Bernard Maris, θύμα της επίθεσης στο Charlie Hebdo  και φίλος του μυθιστοριογράφου, αφιέρωσε μια μελέτη στον Ουελμπέκ, θεωρώντας τον έναν από τους πιο σφοδρούς πολέμιους του οικονομικού φιλελευθερισμού[17]. Οι εκδότες των συντηρητικών εντύπων με τα οποία ο Ουελμπέκ συνεργάστηκε είναι πεπεισμένοι από την πλευρά τους ότι πρόκειται για έναν καθολικό συγγραφέα...

Από τα πρώτα βήματα της καριέρας του, ο Ουελμπέκ κατηγορήθηκε ως αντιδραστικός. Ο ίδιος, όχι άδικα, αρνείται τον χαρακτηρισμό. Ο αντιδραστικός ασκεί κριτική στο παρόν νοσταλγώντας ένα εξιδανικευμένο παρελθόν. Η νοσταλγία απουσιάζει παντελώς από το έργο του Ουελμπέκ και οι ελάχιστες αναφορές στο παρελθόν το παρουσιάζουν χειρότερο από το παρόν. Σε ένα κείμενό του με τον τίτλο Ο συντηρητισμός πηγή προόδου[18], ο συγγραφέας αυτοχαρακτηρίζεται ως συντηρητικός. Νομίζω ότι σε αυτή την έννοια θα πρέπει να προσδώσουμε ανθρωπολογικό και όχι πολιτικό νόημα. Ο συντηρητισμός, έτσι όπως παρουσιάζεται στο συγκεκριμένο κείμενο, απορρέει από μια βαθιά δυσπιστία απέναντι σε κάθε βίαιη αλλαγή που υποκινείται από τον ιδεαλισμό, τον ενθουσιασμό και την αφέλεια.

Ένας άλλος χαρακτηρισμός που θα του ταίριαζε ίσως καλύτερα είναι εκείνος του αντιμοντέρνου. Τον συγκεκριμένο όρο χρησιμοποίησε ο Antoine Compagnon για να περιγράψει μια κατηγορία συγγραφέων μεταξύ των οποίων βρίσκουμε και ορισμένους από τους κορυφαίους του 19ου και του 20ού αιώνα, όπως ο Μπωντλαίρ, o Φλωμπέρ, ο Σελίν, και ο Σιοράν[19]. Καχύποπτοι απέναντι στην ιδέα της τεχνικής και της ηθικής προόδου, πεσιμιστές χωρίς όρια,  άθεοι που θα ήθελαν να πιστέψουν, οι αντιμοντέρνοι  βιώνουν οδυνηρά τη σχέση τους με την εποχή τους και της επιτίθενται. Αυτό δεν τους κάνει αντιδραστικούς, υποστηρίζει ο Compagnon, αλλά δύσπιστους απέναντι στις απατηλές υποσχέσεις του σύγχρονου κόσμου και οξυδερκείς αναλυτές των παθογενειών του.

Ένα τελευταίο σημείο αναφορικά με την πολιτική που αξίζει τον σχολιασμό είναι η βιαιότητα με την οποία ο Ουελμπέκ επιτίθεται στην πολιτική ορθότητα. Στην ιδανικότερη μορφή του, ο έλεγχος του λόγου και της σκέψης στο όνομα των δικαιωμάτων και της ευαισθησίας ευπαθών κοινωνικών ομάδων αποσκοπεί στην αποφυγή του αποκλεισμού τους και εμψυχώνεται από την ευγενή έγνοια των θυμάτων[20]. Σήμερα, όμως, η πολιτική ορθότητα έχει μετατραπεί σε κυρίαρχο λόγο με δύο βασικά χαρακτηριστικά: πρώτον, περιορίζει την έννοια της πολιτικής στην αποκλειστική ενασχόληση με τα θύματα και τα δικαιώματά τους, με αποτέλεσμα –τουλάχιστον στις πιο ακραίες περιπτώσεις– η αγανάκτηση και η διαμαρτυρία να γίνονται αυτοσκοποί φτωχαίνοντας με αυτό τον τρόπο την έννοια της πολιτικής δράσης[21]. Δεύτερον, η πολιτική ορθότητα αποκλείει βίαια οποιονδήποτε δεν συμμορφώνεται με αυτήν, απειλώντας σε ακραίες περιπτώσεις την ελευθερία του λόγου. Για παράδειγμα, ένα πνεύμα ρηχής ηθικολογίας χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό την κριτική λογοτεχνίας σήμερα και κυρίως τις πολιτισμικές σπουδές, με αποτέλεσμα μοναδικό διακύβευμα της κειμενικής ανάλυσης να γίνεται η εξεύρεση και η καταδίκη των εξουσιαστικών σχέσεων που περιέχονται στα λογοτεχνικά έργα. Έτσι αποφεύγουμε κάθε σοβαρή συζήτηση για το έργο του Ουελμπέκ, εκκινώντας από ορισμένες φράσεις των ηρώων του και κολλώντας στα βιβλία του την ετικέτα του ρατσισμού και του μισογυνισμού. Με τον ίδιο τρόπο, ο Κούντερα θεωρείται από πολλούς αμερικανούς κριτικούς ευρωκεντριστής, ελιτιστής και μισογύνης[22].

Αναφέρθηκα στο θέμα της πολιτικής στο έργο του Ουελμπέκ, λόγω των έντονων αντιδράσεων που προκάλεσε. Νομίζω πάντως ότι η πολιτική αποτελεί δευτερεύον ζήτημα για το συγγραφέα. Στον Χάρτη και την επικράτεια ο Ουελμπέκ μάς δίνει το κλειδί της στάσης του. Αναφερόμενος στον κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος, τον ζωγράφο Ζεντ Μαρτέν, και στο πάθος του να αναπαραστήσει τον κόσμο, ο αφηγητής παρατηρεί ότι «το βλέμμα που ο Ζεντ Μαρτέν ρίχνει στην κοινωνία της εποχής του […] είναι περισσότερο βλέμμα εθνολόγου παρά πολιτικού σχολιαστή[23]». Ένα βλέμμα, δηλαδή, αποστασιοποιημένο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ουελμπέκ μας μιλάει σε αυτό το σημείο και για το δικό του βλέμμα και είναι ακριβώς αυτή η αποστασιοποίηση, λανθασμένα ερμηνευμένη κατά την άποψή μου ως αδιαφορία, που εξασφαλίζει στη μυθιστορηματική του τέχνη δύο από τα βασικά της χαρακτηριστικά: την αντικειμενικότητα στην περιγραφή του κόσμου και την ειρωνεία. 

 

ΙΙΙ.

Η τελευταία μομφή εναντίον του Μισέλ Ουελμπέκ αφορά την απουσία ύφους ή το «κακό» ύφος της γραφής του, και προέρχεται κυρίως από τους ακαδημαϊκούς κύκλους. Για το συγκεκριμένο θέμα έχει χυθεί πολύ μελάνι. Πρώτος ό Dominique Nogeuz υπερασπίστηκε τον Ουελμπέκ, το 2003, αφιερώνοντας το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του Houellebecq, enfait, στην ανάλυση του συγκεκριμένου θέματος[24]. Το 2016, ο Samuel Estier, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης, δημοσίευσε ομοίως ένα βιβλίο με θέμα τη διαμάχη γύρω από το ύφος του Ουελμπέκ[25].

H ιδέα ότι ο Ουελμπέκ στερείται ύφους είναι φυσικά αβάσιμη, για να μην πω παράλογη. Γραφή χωρίς ύφος δεν υπάρχει, το δε ύφος του Ουελμπέκ είναι εύκολα αναγνωρίσιμο. Η χρήση του επιστημονικού λεξιλογίου, η  πλαγιογράφηση για να τονίσει ή να ειρωνευτεί μια ιδέα και η προσφυγή στη γενίκευση και την υπερβολή, εκφραστικά μέσα με τα οποία επιτίθεται στην πολιτική ορθότητα, αποτελούν ορισμένα από τα βασικά του γνωρίσματα. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε σε αυτά τις ξαφνικές εναλλαγές του τόνου της αφήγησης με σκοπό την αποσταθεροποίηση του αναγνώστη, το σπαρταριστό χιούμορ (ο Ricard στο προαναφερθέν άρθρο εύστοχα παρατηρεί ότι όποιος δεν ξεκαρδίζεται κυριολεκτικά διαβάζοντας τα βιβλία του, δεν καταλαβαίνει την τέχνη του Ουελμπέκ) και πάνω απ’ όλα την ειρωνεία και την αμφισημία (το τελευταίο κεφάλαιο της Υποταγής, για παράδειγμα, έχει γραφτεί σε ευκτική έγκλιση περιγράφοντας τη μεταστροφή του κεντρικού χαρακτήρα στο Ισλάμ ως ενδεχόμενη).

Νομίζω ότι οι παρεξηγήσεις γύρω από το θέμα του ύφους οφείλονται στην αδιαφορία του συγγραφέα για τα υφολογικά στολίδια. Οι ελάχιστες μεταφορές, οι συχνές επαναλήψεις και οι κοφτές φράσεις δίνουν την εντύπωση ενός ύφους αφρόντιστου που προσομοιάζει στον προφορικό λόγο.Πρόκειται όμως για τη συνειδητή επιλογή ενός συγγραφέα που θέλει να αποφύγει κάθε προσπάθεια εντυπωσιασμού «λειαίνοντας» τη γραφή του, ώστε ο αναγνώστης να παρακολουθεί ευκολότερα την αφήγηση. Εξίσου αδιάφορος είναι ο Ουελμπέκ και στην αντίληψη του ύφους ως απόκλιση από τον καθημερινό, επικοινωνιακό λόγο, βασικό χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας των πρωτοποριών. Ο ίδιος, όταν αναφέρεται στο συγκεκριμένο ζήτημα, αρέσκεται να αναφέρει αποστομωτικά τον Σοπενάουερ: «Η μοναδική προϋπόθεση ενός καλού ύφους είναι το να έχει κανείς κάτι να πει[26]». Και ακόμα, φράση που σόκαρε τους γαλουχημένους από τον Ρολάν Μπαρτ κριτικούς λογοτεχνίας στη Γαλλία: «η ποίηση έχει επηρεαστεί περισσότερο από αυτή την ηλίθια ιδέα που ταυτίζει τη λογοτεχνία με τη δουλειά πάνω στη γλώσσα, ώστε να παραχθεί μια γραφή[27]». Η λογοτεχνία, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο Ουελμπέκ, αντιτίθεται ριζικά στην κυρίαρχη από τη δεκαετία του 1960 στη Γαλλία θεώρηση της λογοτεχνίας, ως μια περιπέτεια της γραφής. Το ύφος, στην περίπτωσή του, γίνεται ένα από τα στοιχεία της λογοτεχνίας και όχι απαραιτήτως το σημαντικότερο. «Όταν ένας πεπειραμένος πεζογράφος», έγραφε ο Κωστής Παπαγιώργης για τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο, «απεχθάνεται τόσο πολύ την καλλιέπεια, την κομψότητα και τα τερτίπια της συγγραφικής καλλονής, το πιθανότερο είναι ότι τον έχει απορροφήσει κάτι βαθύτερο[28]». Στην περίπτωση του Ουελμπέκ, αυτό το κάτι είναι ο κόσμος. Τα μυθιστορήματά του αποκαθιστούν την εξοβελισμένη από τη δεκαετία του 1960 από τα γαλλικά γράμματα έννοια της αναπαράστασης, και έτσι η λογοτεχνία, ανακτώντας τη βασική λειτουργία της, γίνεται ξανά πηγή γνώσης και ευχαρίστησης.

 

[1] Agathe Novak-Lechevalier, Houellebecq: l’art de la consolation, Stock, Paris, 2018.

[2] Βλ. τα ενδιαφέροντα σχόλια του François Ricard στο άρθρο του “Le roman contre le monde, Houellebecq, Muray, Duteurtre”, διαθέσιμο στο https://www.erudit.org/fr/revues/liberte/1999-v41-n3-liberte1037655/32153ac/

[3] https://www.youtube.com/watch?v=c4w07K5kqMA.

[4] Michel Houellebecq, “Merci de votre visite” [Interview, 2005], https://www.youtube.com/watch?v=nl9oAeibqPY.

[5] EricFassin, “Houellebecq sociologue”, http://lmsi.net/Houellebecq-sociologue.

[6] François-Xavier Ajavon, “Michel Houellebecq et la notion de ‘sélection sexuelle’”,  Dans Le  Philosophoire 2002/3 (no 18), σ. 167-173. Διαθέσιμο στο https://www.cairn.info/revue-le-philosophoire-2002-3-page-167.htm.

[7] Το ερωτικό κεφάλαιο συνίσταται στα έμφυτα ή επίκτητα χαρακτηριστικά, όπως η ομορφιά, το σεξ απίλ και ορισμένες κοινωνικές δεξιότητες, που προκαλούν το ερωτικό ενδιαφέρον. Eva Illouz, Why love hurts, Polity Press, Cambridge, 2012, σ. 55-58.

[8] Στο ίδιο, βλ. Κυρίως το κεφάλαιο “The Demand for Recognition: Love and the Vulnerability of the Self”, σ. 109-156.

[9] Μισέλ Ουελμπέκ, Η επέκταση του πεδίου της πάλης, μετάφραση: Αλέξης Εμμανουήλ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1999, σ. 127, 128.

[10] Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Ρευστή αγάπη, για την ευθραυστότητα των ανθρώπινων δεσμών, μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2006, σ. 12.

[11] Χαρακτήρισα την υπερπροσφορά απατηλή, διότι το εμπόδιο στην ικανοποίηση της ερωτικής επιθυμίας δεν εξαφανίστηκε μετά τη σεξουαλική επανάσταση, αλλά άλλαξε μορφή. Η συλλογική απαγόρευση αντικαταστάθηκε από ένα άλλο εμπόδιο, ιδιαίτερα τραυματικό για τον ναρκισσισμό του ατόμου, καθώς απευθύνεται αποκλειστικά στον ίδιο: την αδιαφορία του άλλου.

[12] Michel Houellebecq, “Approches du désarroi”, στο Interventions 2, Flammarion, Paris,  2009, σ. 36,37 και 40 (η μετάφραση δική μου).

[13] Πασκάλ Μπρυκνέρ, Η αέναη ευφορία, δοκίμιο για το καθήκον της ευτυχίας, μετάφραση: Λόισκα Αβαγιανού, Αστάρτη, Αθήνα 2001, σ. 94.

[14] Αλαίν Ερενμπέργκ, Η κούραση να είσαι ο εαυτός σου, κοινωνία και κατάθλιψη, μετάφραση: Δημούλα Βασιλική, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 2013.

[15] Ουελμπέκ (1999), ό.π., σ. 175.

[16] “Houellebecq est mal lu!”, συνέντευξη του Bruno Viard στο bibliobs, 11-05-2012 :https://bibliobs.nouvelobs.com/romans/20120511.OBS5369/houellebecq-est-mal-lu.html

[17] Μπερνάρ Μαρίς, Ο Ουελμπέκ ως οικονομολόγος, μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2015.

[18] Michel Houellebecq, “Le conservatisme, source de progrès”, Le Figaro, 8/11/2003.

[19] Antoine Compagnon, Les antimodernes, De Joseph de Maistre à Roland Barthes, Gallimard, Paris, 2010.

[20] Ο Ρενέ Ζιράρ προέβη σε μια εξαιρετική ανάλυση της σύγχρονης μέριμνας για τα θύματα τονίζοντας δύο βασικά σημεία. Το πρώτο αφορά τη (συχνά απωθημένη) προϊστορία του φαινομένου, το γεγονός ότι ο ανθρωπισμός και ο φιλανθρωπισμός, αυτά τα ειδοποιά φαινόμενα του δυτικού πολιτισμού, είναι απότοκα του χριστιανισμού. Το δεύτερο σημείο της ανάλυσής του στιγματίζει ένα αρνητικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης μέριμνας για τα θύματα. Η τελευταία όχι μόνο δεν εμφορείται πάντα από πνεύμα δικαιοσύνης αλλά μετατρέπεται συχνά σε όπλο μιμητικών αντιπαλοτήτων. Πιο απλά, η υπεράσπιση του θύματος δεν υποκινείται από ενδιαφέρον γι’ αυτό, αποτελεί αντιθέτως αφορμή για να καταδικαστούν όσοι δεν δείχνουν την πρέπουσα σημασία απέναντί του. «Υπάρχουν εν γένει θύματα, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως το παρουσιάζουν πάντοτε εκείνα που μας επιτρέπουν να καταδικάσουνε τους διπλανούς μας. Και εκείνοι μας ανταποδίδουν στα ίσα. Στο μυαλό τους έχουν κυρίως τα θύματα για τα οποία μας θεωρούν υπεύθυνους». Ρενέ Ζιράρ, Εθεώρουν τον σατανά ως αστραπή, μετάφραση: Ευγενία Γραμματικοπούλου, Εξάντας, Αθήνα 2002, σ. 242.

[21] Βλ. Marcel Gauchet, “Quand les droits de l'homme deviennent une politique” στο La démocratie contre elle-même, Gallimard, Paris 2002, σ. 326-385.

[22] Βλ. τα ενδιαφέροντα σχόλια του François Ricard για την αμερικανική πρόσληψη του έργου του Kούντερα στο Milan Kundera, ŒuvreII, Gallimard, Bibliothèque de la Pléiade, Paris, 2011, σ. 1277 και 1278.

[23] Μισέλ Ουελμπέκ, Ο χάρτης και η επικράτεια, μετάφραση: Λίνα Σιπητάνου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2012, σ. 185-186.

[24] Dominique Nogeuz, Houellebecq, enfait, Fayard, Paris, 2003.

[25] Samuel Estier, À propos du “style” de Houellebecq. Retour sur une controverse (1998-2010), Archipel, Lausanne, 2015.

[26] Michel Houellebecq, “Lettre à Lakis Proguidis”, στο Interventions 2, Flammarion, Paris 2009, σ. 153 (η μετάφραση δική μου). Σε μια συνέντευξή του στη Murielle-Lucie Clèment (http://salon-litteraire.linternaute.com/fr/michel-houellebecq/content/1811929-michel-houellebecq), ο συγγραφέας θα αναφερθεί εκτενώς στο συγκεκριμένο ζήτημα. Η ενδιαφέρουσα αυτή συνομιλία αποτελεί ανάπτυξη της διάσημης φράσης του Μπουφόν, «le style, c’est l’homme / το ύφος είναι ο άνθρωπος», και ο Ουελμπέκ αναλύει πράγματι με εξαιρετική διεισδυτικότητα την επίδραση στοιχείων του χαρακτήρα του στο ύφος του. Σε άλλες συνεντεύξεις θα αναφερθεί και σε άλλα στοιχεία της γραφής του, όπως στο γεγονός ότι αυτή αποτελεί ένα αμάλγαμα ειδών (η ποίηση, το δοκίμιο και το διήγημα βρίσκουν τη θέση τους στο εσωτερικό των μυθιστορημάτων του) και κοινωνικών λόγων. Λόγων χρωματισμένων από το επαγγελματικό περιβάλλον των χαρακτήρων του, λόγων πολιτικών, δημοσιογραφικών, επιστημονικών και κυρίως τηλεοπτικών και διαφημιστικών, οι οποίοι μεταφέρονται συχνά αυτούσιοι αποδίδοντας πιστά τον κατακλυσμό της καθημερινότητάς μας από την πλημμυρίδα τους, στο https://www.houellebecq.nl/3474/entretien-avec-michel-houellebecq/.

[27] Houellebecq (2009), ό.π., σ. 154 (η μετάφραση δική μου).

[28] Κριτική στο Αθηνόραμα για τον Μαύρο Γάμο. Διαθέσιμο στο https://vangelisraptopoulos.wordpress.com/%CE%BC%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%BF%CF%82-%CE%B3%CE%B1%CE%BC%CE%BF%CF%82/.

Χρήστος Γροσδάνης

Επίκουρος καθηγητής γαλλικής λογοτεχνίας και λογοτεχνικής-πολιτισμικής κριτικής στο τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Τελευταία άρθρα από τον/την Χρήστος Γροσδάνης

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.