Με την αφυπηρέτησή της από την ενεργό δημοσιογραφία, η Χριστίνα Πουλίδου συνέχισε το γράψιμο, αλλά τώρα πια μυθιστορημάτων. Και το έκανε με υπερβάλλουσα παραγωγικότητα, τρία μυθιστορήματα σε μόλις πέντε χρόνια: Άνω-Κάτω το 2016, Πέρα Δώθε το 2019 και Χωρίς Πυξίδα το 2021.
Τα δύο πρώτα ήταν «ιστορικά μυθιστορήματα» με φόντο τη Σύρο, με την προσθήκη και της Χίου στο δεύτερο. Τούτο εδώ, όμως, αφορά το πρόσφατο παρελθόν και το παρόν, αν και αναφέρεται σε μια μελλοντική εποχή, δηλαδή στη διετία 2025-27. Και αυτό το συγγραφικό τέχνασμα σχετίζεται με τη θεώρηση όλων αυτών των χρόνων ως μιας ενιαίας μεταβατικής περιόδου, για να περιγράψει την εποχή που φεύγει «και τις αντιδράσεις υποδοχής σε αυτήν που έρχεται …».
Η εφημερίδα, η οποία είναι ο κεντρικός τόπος για την ιστορία και τους ήρωες του μυθιστορήματος ονομάζεται Πυξίδα, τίτλος που, σύμφωνα με έναν από τους ήρωες του μυθιστορήματος, υπονοεί ότι «κατέχει τη βούλα της ορθότητας. Όταν πρωτοεκδόθηκε, όμως, ήταν άλλες εποχές. Το σωστό και το λάθος ήταν σε πόλεμο. Μετά μπερδεύτηκαν θολά».
Εν ολίγοις, η Ελλάδα, η Ευρώπη και ο κόσμος βαδίζουν αυτή τη μεταβατική περίοδο Χωρίς Πυξίδα, όπως αποτυπώνεται και στον τίτλο που επελέγη για το βιβλίο.
Η Ευρώπη γίνεται άλλη
Yπάρχουν τρεις τρόποι ανάγνωσης του τρίτου μυθιστορήματος της Χριστίνας Πουλίδου. Ο πρώτος είναι να το δει κανείς ως μυθιστόρημα «πολιτικής φαντασίας». Αυτό δεν αφορά τις πολιτικές δυνάμεις που πρωταγωνιστούν. Μπορεί να αναφέρονται με ψευδώνυμα, για παράδειγμα Πελέν και Ζιβανσόν στη Γαλλία, Μπλόκο του Βορρά και Πεπόνι στην Ιταλία, Δολέμος στην Ισπανία και ΠΡΙΖΑ (!) στην Ελλάδα, αλλά ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται εύκολα τις αντιστοιχήσεις. Η «πολιτική φαντασία» έχει να κάνει με ένα δυστοπικό σενάριο για την Ευρώπη τη διετία 2025-27, όπου «μετά τη διεύρυνση έρχεται η συστολή», σύμφωνα με τον διευθυντή της Πυξίδας.
Η αρχή γίνεται με τη συνθήκη Σένγκεν από την οποία αποχωρούν διαδοχικά ορισμένες μεγάλες και ύστερα κάποιες μικρότερες χώρες της ΕΕ. Έπειτα έχουμε νέα όξυνση του μεταναστευτικού στο Νότο με οργισμένες αντιδράσεις Ιταλίας και Ελλάδας, μεγάλη τρομοκρατική επίθεση στο αεροδρόμιο του Βερολίνου, εθνικιστική ανάφλεξη στα Βαλκάνια και μια μείζονα ελληνοτουρκική κρίση με κωμικοτραγική συμβιβαστική κατάληξη.
Η κορύφωση, όμως, έρχεται με τις γαλλικές προεδρικές εκλογές και τη νίκη της Πελέν. Μερικές βδομάδες από την εκλογή της προκηρύσσει δημοψήφισμα για το ευρώ με αποτέλεσμα ακροδεξιές κυβερνήσεις κόμματα και κινήματα –και όχι μόνο– σε όλη την Ευρώπη να πανηγυρίζουν. Το αποτέλεσμα οδηγεί στην αποχώρηση της Γαλλίας από το ευρώ με αλυσιδωτές επιπτώσεις ενώ, την ίδια, ώρα οι μετεκλογικές εξελίξεις στην Ιταλία κάνουν πιθανή τη συμμετοχή στην κυβέρνηση του μεταφασιστικού κόμματος.
Στην Ελλάδα, η ΠΡΙΖΑ βλέπει –κατά πλειοψηφία– τη νίκη της Πελέν ως «ένα ηχηρό ρήγμα στο σύστημα», ενώ η ομάδα της στην Ευρωβουλή απαντά στην πρωτοβουλία της Πελέν με πρόταση να προκηρυχθεί πανευρωπαϊκό δημοψήφισμα για το ευρώ. Νωρίτερα έχουν προκηρυχθεί εκλογές και οι δημοσκοπήσεις δίνουν στο αναγεννηθέν «Εθνικό Πατριωτικό Κίνημα» κοντά στο 10%, καθώς είχε καβαλήσει στο ρεύμα ψαρεύοντας «στα θολά νερά του αντιεμβολιαστικού κινήματος και κινητοποιήθηκε για την Πελέν».
Η Χριστίνα Πουλίδου στήνει το μυθιστόρημά της σε ένα δυστοπικό σενάριο πολιτικής φαντασίας, βασισμένο στους φόβους της για την άνοδο του αντιευρωπαϊσμού. Λέει χαρακτηριστικά ένας ήρωάς της:
Λίγοι πια ήθελαν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν λυπηρό αλλά ήταν αληθινό – η ανθρωπότητα δεν έμαθε από το παρελθόν της […] τα άπιαστα δεδομένα της περασμένης γενιάς [για ειρήνη και ευημερία] έγιναν κεκτημένα ήδη παρωχημένα – και άρα αδιάφορα– στην επόμενη γενιά. […] [Σ]ε τούτη την ενδιάμεση εποχή [...] όλες οι προκαταλήψεις είχαν βγει στον αφρό και η μία τροφοδοτούσε την άλλη. Η αλήθεια ήταν σύνθετη και πολύπλοκη [...]. Ενώ η εύκολη ρητορεία καταπίνεται τόσο εύκολα. Αριστεροί και δεξιοί ορκίζονται στο εθνικό κράτος και καταριούνταν τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Απλά πράγματα, απλές έννοιες και εύπεπτες.
Μερικές φορές, βέβαια, η πραγματικότητα ξεπερνά τους φόβους και τα σενάρια των μυθιστοριογράφων. Αυτό, τουλάχιστον, δείχνει η ρωσική εισβολή, ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία και η άγνωστη συνέχειά του, τρία χρόνια πριν από τη διετία 2025-27 του Χωρίς Πυξίδα. Ο πραγματικός φόβος πάντως όχι μόνο δεν αναιρεί τον διατυπωμένο μυθιστορηματικά αλλά, ίσα ίσα. τον καθιστά πιο εφιαλτικό.
Σε μια αριστερή εφημερίδα
Ο δεύτερος τρόπος ανάγνωσης του βιβλίου είναι να το δει κανείς ως ένα μυθιστόρημα που αφορά τη λειτουργία, τη ζωή, τους ανθρώπους, τις σχέσεις σε μια αριστερή εφημερίδα.
Στον υπότιτλο, η Πυξίδα αυτοπροσδιοριζόταν ως «Ανεξάρτητη φωνή της Αριστεράς», πράγμα που προκαλούσε τα –κατά μόνας– γέλια του διευθυντή της, καθώς «ήξερε τι πιέσεις δεχόταν για να στρώσει τη γραμμή της εφημερίδας» από το κόμμα –την ΠΡΙΖΑ–, «να πειθαρχήσει, να περιορίσει [...] γιατί δεν έβαλε το άρθρο του ενός συντρόφου και του άλλου». Τα οικονομικά της είναι χάλια, κάθε μήνα υπήρχε αγωνία για «να πληρωθούν τα μισθολόγια», συχνά υπήρχε καθυστέρηση 2-3 μηνών στις πληρωμές που τελικά εξασφαλίζονταν από το κόμμα.
Πρόκειται για μια «φωτογραφία» της Αυγής στην οποία εργάστηκε για χρόνια η Χριστίνα Πουλίδου. Μόνο που είναι μια εντελώς φανταστική Αυγή. Καταρχάς, όποιος θελήσει να αντιστοιχίσει τα πρόσωπα της Πυξίδας με πραγματικά πρόσωπα που εργάστηκαν στην Αυγή θα χάσει το χρόνο του, διότι οι χαρακτήρες της Πυξίδας είναι μυθιστορηματικά επινοημένοι. Κατά δεύτερον, στην Πυξίδα περιγράφεται πως «υπήρχαν δύο διαμετρικά αντίθετες απόψεις, οι οποίες καλούνταν να συμβιώσουν καταναγκαστικά σε μιαν ασίγαστη καθημερινή διαπάλη». Κι αυτό συμβαίνει, υποτίθεται, την περίοδο 2025-2027. Στην πραγματική Αυγή, όμως, είναι πάρα πολλά τα χρόνια που δε συμβαίνει κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα αρκετοί εδώ και καιρό να την αποκαλούν –δηκτικά– «Αυγιανή».
Στην Πυξίδα, λοιπόν, διευθυντής είναι ο Πάλλης, γόνος καλής αστικής οικογένειας, μεγαλωμένος στο Κολωνάκι, με πολλές γνωριμίες και με πτυχίο στην Ιατρική την οποία εγκατέλειψε για τη δημοσιογραφία. Έχει αντιδικτατορική δράση, κομματική διαδρομή και παράσημα, αφού στη διαμάχη στο συνέδριο για το όνομα πρότεινε ως συμβιβαστική λύση το ΠΡΙΖΑ και καλές σχέσεις με τον «Μεγάλο». Διαθέτει γρήγορη σκέψη και κρατά τις ισορροπίες, «βασικά έχει καταπιεί μια ζυγαριά», όπως λέει ένα συνάδελφός του. Έχει φυσιολογική και ήρεμη οικογενειακή ζωή και δύο κόρες που σπουδάζουν στις ΗΠΑ.
«Εξ αριστερών» του Πάλλη βρίσκεται ο Μπάρκας ο οποίος ζει ακόμα στο φοιτητικό του σπίτι στον Κολωνό, έχει μόνο αντροπαρέες, περνά τα πρωινά του στα κομματικά γραφεία και τα καλοκαίρια στο σπίτι της ξαδέλφης του στο χωριό βγάζοντας λόγους στο καφενείο. Αριστεριστοκομμουνιστής και αντιευρωπαϊστής υπονομεύει τον Πάλλη στα κομματικά γραφεία λέγοντας πως είναι «φιλελές μενουμευρωπαίος της κακιάς ώρας» αλλά και στην εφημερίδα, οργανώνοντας απεργίες τις παραμονές που το κόμμα θα δώσει χρήματα για τους καθυστερημένους μισθούς, ώστε να δοξασθεί ο ίδιος και εν γένει η αριστεροσύνη. Δηλώνει περήφανος για την αριστερή καταγωγή του αλλά στην πορεία αποκαλύπτεται (σε λίγους) πως ο πατέρας του ήταν ταγματασφαλίτης.
«Εκ δεξιών» του Πάλλη είναι ο Μορφίδης, κλώνος μεγάλης οικογένειας της Αριστεράς, γεννημένος στη Βουδαπέστη, με γονείς πολιτικούς πρόσφυγες που βρέθηκαν σε δύο διαφορετικές χώρες του ανατολικού μπλοκ. Σπούδασε στην Ουγγαρία, έκανε μεταπτυχιακό στη Γιουγκοσλαβία κι έπειτα πήγε στη Μόσχα την εποχή του Γκορμπατσόφ όπου γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα πήγε στην Πυξίδα, θεωρώντας τη συνέχεια της οικογένειάς του. Έχει πολύμορφη και εκτεταμένη κουλτούρα, είναι πολύγλωσσος κι έχοντας εικόνα από τα μέσα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» είναι ρεφορμιστής και παθιασμένος ευρωπαϊστής. Καημός που τον τρώει, ο σχετικά πρόσφατος θάνατος της γυναίκας του.
Όπως είναι φυσικό οι δημοσιογραφικές συσκέψεις αυτής της «τρόικας» είναι επεισοδιακές και μερικές φορές (όταν τις διαβάζεις) διασκεδαστικές. Με πιο χαρακτηριστική αυτήν μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος για το ευρώ από την Πελέν, όπου έπειτα από το κονταροχτύπημα των δύο απόψεων, ο Πάλλης βγάζει έναν ισορροπιστικό τίτλο λέγοντας σε Μπάρκα και Μορφίδη να γράψουν στο κυριακάτικο «τριακόσιες λέξεις» με το όχι και το ναι στο ευρώ του καθενός.
Πέραν της «τρόικας», το σημαντικότερο από τα υπόλοιπα πρόσωπα –και μάλλον ολόκληρου του μυθιστορήματος– είναι η Νίκη, υπεύθυνη των διεθνών, τα οποία λόγω της συγκυρίας «έπαιρναν επιτέλους την εκδίκηση της ιστορίας τους», όπως λέει η ίδια. Εξαιτίας αυτού, άλλωστε, συμμετέχει στις συσκέψεις, όπου διατυπώνει ταυτόσημες απόψεις με τον Μορφίδη ενώ εξαιτίας ορισμένων άρθρων της γίνεται στόχος κομματικών τρολ. Η Νίκη έζησε πάνω από 20 χρόνια στην Αγγλία όπου είχε πάει για μεταπτυχιακό και τα 16 από αυτά βρέθηκε στο Ελληνικό Πρόγραμμα του BBC. Εκεί γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της Ανδρέα, που έκανε το διδακτορικό του κι έπειτα ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του καριέρα. Έχουν δύο παιδιά, τον Θοδωρή και την Αντιγόνη, που κρατούν σημαντικούς ρόλους στο μυθιστόρημα. Η Νίκη γύρισε στην Ελλάδα όταν άνοιξε θέση στο Πανεπιστήμιο για τον Ανδρέα και από άμισθη ανταποκρίτρια έγινε έμμισθη υπεύθυνη των διεθνών στην Πυξίδα.
Προφανώς από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν πολλά ακόμα πρόσωπα της Πυξίδας, άλλα με μικρότερο κι άλλα με μεγαλύτερο ρόλο. Όπως παρελαύνουν και πολλά στιγμιότυπα από τη ζωή της εφημερίδας είτε από τις συσκέψεις, είτε από τις συνελεύσεις και την αγωνία για τα οικονομικά, είτε από τη λοιπή καθημερινότητά της και τις σχέσεις μεταξύ συναδέλφων. Το πολιτικό στίγμα πάντως είναι πως «από το προσωπικό της εφημερίδας λίγοι είχαν μείνει πιστοί στα νάματα της φιλοευρωπαϊκής Αριστεράς».
Όλα τριγύρω αλλάζουνε
Ο τρίτος τρόπος ανάγνωσης του βιβλίου είναι να το δει κανείς ως ένα μυθιστόρημα για τις αλλαγές στους ανθρώπους και στις σχέσεις τους, τις οποίες προκαλεί η μεταβατική εποχή των πολλαπλών και συνεχών κρίσεων.
Οι πιο χαρακτηριστικές σελίδες γι’ αυτό αφορούν ένα γεύμα που παραθέτει η Νίκη και ο Ανδρέας σε παλιούς φίλους, με τους οποίους έχουν διαφοροποιηθεί πολιτικά μετά το δημοψήφισμα και κρατούσαν αποστάσεις. Το τόλμησαν παρ’ όλα αυτά και, τελικά, «έγινε... Κούγκι». Τι κι αν ο Ανδρέας ήταν συμμαθητής και ζούσε στην ίδια πολυκατοικία με τον άνδρα του «φιλικού ζευγαριού», αν η Νίκη ήταν συμφοιτήτρια με τη γυναίκα, αν είχαν κοινή αντιδικτατορική δράση, αν ήταν μαζί στην Αγγλία, αν τα παιδιά τους μεγάλωσαν παρέα. Κουβέντα στην κουβέντα η συνάντηση «σαν παράθυρο στην τηλεόραση ήταν. Κανείς δεν άκουγε κανέναν. Όλοι ήταν ξαναμμένοι και φώναζαν ταυτόχρονα. Τους άκουσε όλη η γειτονιά».
Μετά την εσπευσμένη αναχώρηση των καλεσμένων ακολουθεί ένας μονόλογος της Νίκης που καταλαμβάνει αρκετές σελίδες –από τις καλύτερες θεωρώ– του βιβλίου. «Βάλθηκε να μετρά τις χαλασμένες φιλίες [...] απ’ το δημοψήφισμα και πέρα, χάθηκαν με πολύ κόσμο. Στην αρχή νόμισαν πως θα είναι παροδικό [...]. Η ζωή όμως τους διέψευσε. Το “παροδικό” μονιμοποιήθηκε». Εκτός από την αποτύπωση της κατάστασης η Νίκη προχωρά και σε μια ερμηνεία:
Ξαφνικά, συνειδητοποιούσε ότι πάντα οι σχέσεις της με τους ανθρώπους διυλίζονταν μέσα απ’ το κόσκινο της πολιτικής. […] Μπορείς να κάνεις χωριό με ανθρώπους που έχουν συμπεριφορά αποκλίνουσα απ’ τη δική σου σε θεμελιώδη ζητήματα; Δεν γίνεται!
Προσπαθεί, βέβαια, να βρει και βαθύτερους προσωπικούς λόγους που εξηγούν τη μεταστροφή και την αντιπαλότητα – αλλά ας μην... προδώσουμε τα πάντα.
Αντίστοιχα προβλήματα απότοκα των ταραγμένων καιρών υπάρχουν κι αλλού. Ο Μορφίδης δέχεται την επίσκεψη του παιδικού του φίλου Μπέλα από τη Βουδαπέστη. Του εξηγεί πως στην Ουγγαρία η κατάσταση «είναι ακριβώς όπως τότε, στα χρόνια του κομμουνισμού, μη σου πω και χειρότερα» και πως απολύθηκε ως αντιφρονών και επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Επίσης, του εκμυστηρεύεται πως η γυναίκα του τον χώρισε επειδή η ίδια είναι άνθρωπος του καθεστώτος, ενώ η κόρη του τον θεωρεί προδότη και εχθρό της πατρίδας και δεν τον έχει αφήσει να δει τον εγγονό του!
Το επόμενο επεισόδιο είναι, επίσης, «εισαγόμενο». Η Νίκη δέχεται την επίσκεψη της φίλης της Μπρέντα από τα χρόνια της Αγγλίας και του BBC, η οποία έρχεται στην Ελλάδα για ιατρικές εξετάσεις λόγω της κατάρρευσης του NHS εξαιτίας του Brexit! Στις κουβέντες τους η Μπρέντα επισημαίνει πως «ο λαϊκισμός έχει κονιορτοποιήσει την εγγλέζικη λογική, διάβρωσε την εγγλέζικη ψυχή και πλέον η κοινωνία μας έχει σπάσει στα δύο». Την ενημερώνει πως χάθηκε με την πιο στενή της φίλη και συνεργάτρια στο BBC, Σίρλεϋ, η οποία «ξαφνικά μεταλλάχθηκε, έγινε αγνώριστη, επιθετική, απότομη, συγκρουσιακή [...] το βράδυ της αποχώρησής μας απ’ την Ευρώπη πανηγύριζε με τον Φάρατζ κι έκαιγε τις ευρωπαϊκές σημαίες».
Στο βιβλίο, όμως, δεν υπάρχουν μόνο οι δυσάρεστες αλλά και οι φωτεινές εκδοχές αλλαγής ανθρώπων στη διάρκεια αυτής της μεταβατικής εποχής.
Οι πιο χαρακτηριστικές έχουν κοινή αφορμή. Τον βαρύ τραυματισμό της Νίκης από βόμβα μολότοφ, η οποία εκτοξεύθηκε στη διάρκεια επεισοδίων σε διαδήλωση αντιεξουσιαστών ενώ αυτή περπατούσε αμέριμνη. Οδηγείται στο νοσοκομείο, χειρουργείται κι όταν επιστρέφει σπίτι περνά καιρός με φυσιοθεραπείες, λογοθεραπείες κ.ά. έως ότου επιστρέψει στην Πυξίδα.
Ο Θοδωρής, ο γιος της Νίκης και του Ανδρέα, ήταν το μεγάλο τους πρόβλημα και άγχος, καθώς είχε μπλέξει –με βοηθητικό ρόλο– σε μια ομάδα αντιεξουσιαστών που βρισκόταν στις παρυφές της τρομοκρατίας. Ο τραυματισμός της μητέρας του τον σοκάρει. Σκέφτεται και μουδιάζει πως «οι σύντροφοί του βάρεσαν αναίτια τη μάνα του». Επιστρέφει στο πατρικό, κάνει «βάρδιες» στο νοσοκομείο, βοηθά μετά στο σπίτι, ψάχνει να βρει από πού προερχόταν η μολότοφ, ανακαλύπτει τελικά την ένοχη συλλογικότητα κι αντιλαμβάνεται –με τύψεις– πως αν δεν ήταν η μάνα του θα προσπερνούσε αδιάφορα το θέμα.
Η περιπέτεια της μάνας του για τον Θοδωρή ήταν «σαν να του έδωσε ένα κλειδί στο χέρι να ξεκλειδώσει και την άλλη πλευρά, να δει και την άλλη πλευρά του νομίσματος». Κι έπειτα σκέφτεται πως στους γονείς του «δεν μπορούσε να καταλογίσει κάποια πρόθεση χαλιναγώγησης ή καταπίεσής του». Στη συνέχεια θυμάται την ομάδα και την κοπέλα του που ήταν μέλος της και θυμώνει: «χειριστική ήταν η Ισμήνη, όχι οι γονείς του. Κι αυτή η στενομυαλιά, η υπεροψία της επαναστατικής παντογνωσίας, η απαγόρευση της αμφισβήτησης [...] του γίνονταν αποκρουστικά».
Η αλλαγή του Θοδωρή έχει πολύ ψωμί ακόμα -διαβάστε τη στο βιβλίο– και κάνει χαρούμενους και ευτυχισμένους τη Νίκη και τον Ανδρέα.
Η περιπέτεια της Νίκης «έγινε ένα μάθημα ζωής» και για τον Μπάρκα που, πλέον, σκεφτόταν πως «εύκολα δίνεις το σύνθημα για συγκρούσεις και επεισόδια, αν όμως ήσουν εσύ ο τυχαίος διαβάτης;» Ο Μπάρκας εκπλήσσει τους πάντες καθώς «επανεκτίμησε τα αυτονόητα της ζωής» και εμφανίζεται «συμπονετικός και ανθρώπινος στο πλάι της Νίκης» στο νοσοκομείο. Αργότερα, «μπαινοβγαίνοντας σαν μουσαφίρης στο σπιτικό της Νίκης μύρισε την μυρωδιά της οικογένειας». Στη συνέχεια «αραίωσαν και τα σουλάτσα του στα κομματικά γραφεία. Τους είχε βαρεθεί κι αυτούς». Άρχισε, πλέον, να περνάει τα πρωινά του στα γραφεία της Πυξίδας και να διαβάζει εφημερίδες δίπλα-δίπλα με τον (αντίπαλο) Μορφίδη, ενώ ξεκίνησαν να πιάνουν και κουβέντα. «Λιγόλεπτες ήταν οι συζητήσεις τους, περιορισμένες. Ήξεραν κι οι δυο ότι υπήρχαν όρια», όμως πέρα από τα ευρωπαϊκά και τα λοιπά πολιτικά «υπήρχαν και τόσα άλλα θέματα». Έπειτα έρχεται η μετακόμιση της Μάρως, νεότερης συναδέλφου στην εφημερίδα, στην πολυκατοικία του στον Κολωνό, την οποία συμπαθεί αλλά φοβάται μην του γίνει βδέλλα. Όταν, όμως, τον βρίσκει έξω από το σπίτι με έμφραγμα, τον σώζει και του παραστέκεται, τα πράγματα αλλάζουν. Η συμπάθεια μετατρέπεται για τον ορκισμένο εργένη και γεροντοπαλίκαρο σε έρωτα και συγκατοίκηση.
Η αλλαγή του Μπάρκα δεν τον οδηγεί και σε αλλαγή απόψεων. Παραμένει στον αντίποδα του Μορφίδη και της Νίκης. Όμως μαλακώνει κάπως και στην πολιτική του συμπεριφορά. Για παράδειγμα, προσπαθεί να συγκρατήσει από τον ολοσχερή «φιλοπελενισμό» δικούς του ανθρώπους στην εφημερίδα. Ακόμα πιο χαρακτηριστικά όταν πληροφορείται, φτάνοντας στη συνεδρίαση της κομματικής παράταξης των δημοσιογράφων, πως προτείνουν απεργία σε όλα τα ΜΜΕ τους λέει πως «μεγαλύτερη ηλιθιότητα την εποχή του Ίντερνετ» δεν υπάρχει και σηκώνεται και φεύγει. Προφασίζεται πως του είπε ο γιατρός να μη συγχύζεται αλλά «ήταν η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή ήταν ότι πια είχε κι άλλα πράγματα να κάνει στη ζωή του. Όπως να πάει σινεμά με τη γυναίκα του».
Και δυο και τρεις ψυχές
«Έτσι είναι οι άνθρωποι, έχουν και δυο και τρεις ψυχές» λέει ο Μορφίδης στη Νίκη σε μια συζήτησή τους. Κι αυτό αποτυπώνεται στις σελίδες του βιβλίου με τις αρνητικές και θετικές ανθρώπινες αλλαγές σε μια εποχή μεγάλης κρίσης.
Και ίσως επειδή το δυστοπικό ευρωπαϊκό σενάριο επικρέμαται απειλητικό σε όλες τις σελίδες του βιβλίου, η Πουλίδου επιλέγει με ένα happy end να επικεντρωθεί στην καλύτερη από τις «δυο και τρεις ψυχές». Στο τέλος, λοιπόν, όλη η Ελλάδα αλλά και η Ευρώπη κρέμεται από τις τηλεοράσεις παρακολουθώντας τις προσπάθειες της ΕΜΑΚ να διασώσουν μαθητές του δημοτικού και τους δασκάλους τους που εγκλωβίσθηκαν σε ένα σπήλαιο έπειτα από ένα μεγάλο σεισμό 6,3 Ρίχτερ στη Χίο.
Το ίδιο συμβαίνει και στην Πυξίδα, όπου όλο το προσωπικό, ευρωπαϊστές και αντιευρωπαϊστές, αριστεριστοκομμουνιστές και ρεφορμιστές ξημεροβραδιάζονται μπροστά στις τηλεοράσεις της εφημερίδας, αγωνιούν, αγχώνονται, αγκαλιάζονται, κλαίνε. Κι όταν η επιχείρηση διάσωσης ολοκληρώνεται τα γραφεία της σείονται από τα χειροκροτήματα και όλοι φιλούν όλους. «Ανθρωπιά», σκέφτεται η Νίκη. «Αυτό ξεχύθηκε από τα έγκατα του σπηλαίου κι έφτασε ώς το Μεταξουργείο. Μπορεί να ήταν παροδικό –σίγουρα θα ήταν παροδικό– αλλά υπήρχε».
***
Διατύπωσα εισαγωγικά την άποψη πως υπάρχουν τρεις τρόποι ανάγνωσης του μυθιστορήματος. Νομίζω πως ακόμα και όσοι/ες ενδέχεται να μην ενδιαφέρονται πολύ για τους δύο πρώτους, αποκλείεται να μην ιντριγκάρονται από τον τρίτο.
Μπορεί το Χωρίς Πυξίδα να αναφέρεται στη διετία 2025-2027, αλλά αυτά που περιγράφονται, για τις αλλαγές στους ανθρώπους και τις σχέσεις τους, τα έχουμε ήδη ζήσει στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου των διαδοχικών και αδιάκοπων κρίσεων.
Η Νίκη στο μονόλογό της σκέφτεται τις φιλίες που χάθηκαν και συμπεραίνει: «Οι απώλειες δεν αναπληρώθηκαν. Τα κενά έμειναν τρύπες αδειανές – πολύ οδυνηρές». Ο Θοδωρής, από την άλλη, μετά την αλλαγή του, αντιλαμβάνεται πως «άλλος άνθρωπος ήταν. Το παρελθόν του τώρα του φαινόταν δύσοσμο, μίζερο, δυσάρεστο, οριστικά σφραγισμένο πίσω του».
Νομίζω πως είναι ελάχιστοι οι άνθρωποι -ανεξαρτήτως πολιτικών φρονημάτων- που δεν έχουν βιώσει αντίστοιχες καταστάσεις και προβλήματα στους ίδιους και τον περίγυρό τους, όπως αυτά που γλαφυρά αναδεικνύονται στο μυθιστόρημα της Χριστίνας Πουλίδου.