Ι.
Το Σίλβερβιου ο Λε Καρρέ το δούλευε παράλληλα με τα αλλά δύο, τα τελευταία που εκδόθηκαν όσο ζούσε: την Κληρονομιά των κατασκόπων και το Ένας έντιμος άνθρωπος. Το βιβλίο τελείωσε τον Σεπτέμβριο του 2014. «ΟΚ, είναι έτοιμο», είπε στον Τζόνι Γκέλερ, τον ατζέντη του τα τελευταία 15 χρόνια. Όμως, το συνηθισμένο κουτί με το δακτυλόγραφο δεν έφτασε ποτέ. Αντ’ αυτού έφτασε ένα γράμμα που έλεγε: «Αποφάσισα ότι δεν είναι ο κατάλληλος καιρός, αλλά αν θέλεις να το εκδώσεις μετά το θάνατό μου με την άδεια των γιων μου, έχεις την ευχή μου». Δεν ήθελε καν να το διαβάσει ο ατζέντης του: «φοβάμαι ότι θα σου αρέσει και θα προσπαθήσεις να με πείσεις και αυτή τη στιγμή δεν νιώθω ότι θέλω να βγει αυτό το βιβλίο».
Ο Λε Καρρέ ποτέ δεν αποκάλυψε το λόγο που πήρε αυτή την απόφαση. Πάντως δεν οφειλόταν στο φόβο ότι η έμπνευσή του στέρεψε. Μέχρι το θάνατό του, τον Δεκέμβριο του 2020, στα 89 του χρόνια, έγραψε –και εξέδωσε– τρία ακόμη βιβλία. Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο μυστήριο.
Το δεύτερο μυστήριο ξεκινά όταν μια ασυνήθιστη αγγελιοφόρος έρχεται στο Λονδίνο από μια πολίχνη στη νοτιοανατολική ακτή της Αγγλίας. Κομίζει ένα ανησυχητικό μήνυμα σ’ έναν βετεράνο πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών.
Στην ίδια παραλιακή πολίχνη έχει καταλήξει ο συμπαθητικός τριαντατριάχρονος Τζούλιαν Λόνζλι, ύστερα από ένα υποχρεωτικό πέρασμα από το Σίτι. «Ήρθα, έκλεψα, κατάκτησα, απήλθα. Τέλος», αποφαίνεται και, μετά τη σπονδή στον Μαμμωνά, χρησιμοποιεί τα λάφυρα για να αγοράσει ένα βιβλιοπωλείο, «Τα Καλύτερα Βιβλία». Μόνο που βιβλιοπώλης και άξεστος -όπως είναι τα περισσότερα γκόλντεν μπόις– δεν γίνεται. Όταν βρίσκει μία παλιά κάρτα πελάτη πολωνικής καταγωγής αναρωτιέται ποιος να είναι αυτός ο παντελώς άγνωστος συγγραφέας –μάλλον Πολωνός κι αυτός– για τον οποίον ενδιαφέρεται ο πελάτης. Ευτυχώς, δεν είναι υπεράνω του να χρησιμοποιήσει ένα δεκανίκι. Ψάχνοντας στο Google ανακαλύπτει ότι ο συγγραφέας αυτός, είναι στην κορυφή των αναφορών στις ανθρωπιστικές επιστήμες —πάνω από τον Χέγκελ και στην ίδια παρέα με τον Μαρξ, τον Σαίξπηρ, τη Βίβλο, τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα και τον Φρόυντ. Νόαμ Τσόμσκι το όνομά του, θεμελιωτής της γλωσσολογίας. Πρακτικά δεν μπορείς να γράψεις μια εργασία στο πεδίο αν δεν τον αναφέρεις. Για να το λέει το Google, έτσι θα ’ναι.
Αυτή την ανασφάλεια, την «υστέρηση στον πολιτιστικό τομέα», οσμίζεται ο εξηνταπεντάρης με τα ασημένια μαλλιά και τα πυκνά πυρρόξανθα φρύδια που μπαίνει στο βιβλιοπωλείο ένα απόγευμα λίγο πριν από το κλείσιμο. Το όνομά του, Εντουαρντ Έιβον: «ένας από τους ανθρώπους για όλες τις δουλειές», όπως περιγράφει τον εαυτό του στον Τζούλιαν. Το όνομα είναι Έιβον — όπως ο ποταμός, τονίζει. Είναι γνήσιος ή απατεώνας; αναρωτιέται ο Τζούλιαν, που πάντως παραδέχεται ότι ακόμη και αν είναι άπατη τα καταφέρνει πολύ καλά. Το όνομα Έιβον ίσως είναι ένα διπλό κλείσιμο του ματιού του συγγραφέα. Πρώτο γιατί Έιβον στην πρωτοκέλτικη γλώσσα σημαίνει ποταμός, μία ταυτολογία δηλαδή, ένα σβήσιμο των ιχνών. Ένα δεύτερο, γιατί από τους πολλούς Έιβον, ο πιο γνωστός είναι αυτός που περνάει από το Στράτφορντ, τη γενέτειρα του Σαίξπηρ. Σίγουρα το κείμενο κρύβει πιο πολλά απ’ αυτά που φανερώνει.
Ο Άγγλος Έντουαρντ ξεκινάει τη σχέση κάνοντας επίδειξη λογοτεχνικών γνώσεων στον αδαή Τζούλιαν. Του εκθειάζει τους Δακτύλιους του Κρόνου του Β. Γκ. Ζέμπαλντ, Αλλά γιατί χρησιμοποιεί τη γερμανική προφορά και τον αποκαλεί Ζίμπαλντ; Είναι γλωσσομάθεια και αγάπη για τον συγγραφέα ή μήπως κάτι άλλο; Και όταν του λέει ότι γνωρίζει τον πατέρα του και τον έχει βοηθήσει οικονομικά, τι εννοεί; Και τι σημαίνει η επιστολή που είχε στείλει ο Έντουαρντ στον πατέρα του, γραμμένη σε επιστολόχαρτο της βρετανικής πρεσβείας στο Βελιγράδι, όπου ο Έντουαρντ δίδασκε γλωσσολογία ενώ μαινόταν ο πόλεμος; Σίγουρα αυτός ο άνθρωπος δεν είναι ένας, αλλά πολλοί.
Ο παντογνώστης αφηγητής συχνά υιοθετεί την οπτική του Τζούλιαν, αλλά φυσικά δεν περιορίζεται σ’ αυτή. Η πλοκή προχωράει αργά στην αρχή και επιταχύνεται κατόπιν, ενώ στη σελίδα 61 σχεδόν ακούς το πρώτο «κλικ» από τα κομμάτια της ιστορίας που συναρμόζουν. Η γραφή στο Σίλβερβιου, ωστόσο, είναι στακάτη, νευρική, θυμωμένη, είναι κείμενο ενός νεότερου ανθρώπου, θα ’λεγε κανείς. Δεν έχει καμία σχέση με τους σχεδόν παραληρηματικούς νωχελικούς μαιάνδρους στους οποίους περιπλανιέται ο αναγνώστης, στα όρια του λαβυρίνθου, στον αριστουργηματικό Τέλειο κατάσκοπο, που θεωρείται το magnum opus του Τζον Λε Καρρέ. Και για να δανειστούμε έναν ακόμη όρο από τη μουσική, οι προτάσεις του μοιάζουν με τον συγκοπτικό ρυθμό της τζαζ. Το χτύπημα έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις: «Ο Τζούλιαν, που όλη του η ζωή, συνειδητοποιεί τώρα, ήταν ένα παρατεταμένο σεμινάριο πάνω στο συμβιβασμό».
Μυθιστόρημα του Λε Καρρέ χωρίς έναν απατεώνα, ή τουλάχιστον ανεύθυνο πατέρα, και μία άπιστη σύζυγο είναι σαν πέστο χωρίς βασιλικό. Εδώ ο πατέρας του Τζούλιαν ήταν ένας αποσχηματισμένος εφημέριος που έχει βατέψει το μισό ποίμνιό του και ζόρισε την οικογένειά του, τόσο ηθικά όσο και οικονομικά. Όσο για την άπιστη σύζυγο της ιστορίας, αυτή εγκαταλείπει τον αφοσιωμένο άντρα της για δήθεν ανασκαφές στην Τουρκία –ατελέσφορες τελικά– με έναν ωραίο αρχαιολόγο. Αν και ο Φρόυντ εξομολογήθηκε την αδυναμία του, ύστερα από 30 χρόνια στο επάγγελμα, να καταλάβει τι θέλουν οι γυναίκες, μήπως η λύση τελικά είναι απλή, δηλαδή η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στον έρωτα για τη δουλειά και στην αγάπη για τη σύζυγο; Πολύ δύσκολη ισορροπία για έναν κατάσκοπο, που είναι δοσμένος ψυχή τε και σώματι πρωτίστως στη δοουλειά.
ΙΙ.
Στα τελευταία του έργα ο Τζον Λε Καρρέ κάνει συχνές αναδρομές στο παρελθόν — όχι μόνον ως φλασμπάκ, αλλά προσκαλώντας παλιές φιγούρες των βιβλίων του (στην Κληρονομιά των κατασκόπων καλεί μέχρι και τον Τζορτζ Σμάιλι) να τακτοποιήσουν τα πράγματα και ίσως να κλείσουν παλιούς λογαριασμούς, όπως αυτοαναφορικά θέλει και ο ίδιος. Σε μια από τις πιο απολαυστικές σκηνές του βιβλίου, ο Στιούαρτ Πρόκτορ, το αιώνιο λαγωνικό της Υπηρεσίας, επισκέπτεται –με κάποια ανόητη ιστορία για προκάλυμμα– ένα ζευγάρι απόμαχων αστεριών της Υπηρεσίας, προκειμένου να διερευνήσει μια διαρροή. Οι πινελιές με τις οποίες τούς περιγράφει είναι επιδέξια αδρές: ο Φίλιπ, «ένας ανοιχτόκαρδος Εγγλέζος, σχεδόν χωρίς άσπρη τρίχα στα όμορφα σκούρα μαλλιά του, χαμογελώντας τραχιά πίσω από τον ώμο της Τζόαν. Το χαμόγελο όμως ήταν παγωμένο και το ένα μάτι δυσοίωνα κλειστό». Εγκεφαλικό, γι’ αυτό χρειάζεται και το μπαστούνι. Και η Τζόαν «η απίστευτα όμορφη διευθύντρια Επιχειρήσεων Ανατολικής Μεσογείου», σήμερα, 25 χρόνια μετά, «μία νταρντάνα ντυμένη με φαρδύ παντελόνι με λάστιχο στη μέση κι ένα τίσερτ με μια στάμπα της παλιάς πόλης της Βιέννης πάνω στο πληθωρικό της μπούστο». Και όταν ο Φίλιπ ξεστρατίζει τη συζήτηση με την φλυαρία του, η σύζυγος τον επαναφέρει στην τάξη: «Αγάπη μου, δεν μπορείς να ξεκινάς από τη μέση της ιστορίας. Δεν μπορείς να τη βγάζεις ξαφνικά απ’ το καπέλο σου σαν κουνέλι. Προηγούνται οι κοινωνικές καταβολές και οι διαμορφωτικές επιρροές». Δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω για να καταλάβουμε ποιο είναι το αφεντικό σε αυτή τη σχέση.
Είναι παλαιοί κατάσκοποι και φυσικό είναι να έχουν στο αίμα τους τους παλιούς τρόπους, τις παλιές μεθόδους. Έτσι, όταν μετά την ψιλοκουβέντα μπαίνουν στα σοβαρά, «όπως όλοι οι άνθρωποι που είχαν εργαστεί στις μυστικές υπηρεσίες, αν έπρεπε να συζητηθούν λεπτά ζητήματα» –όπως τι ακριβώς συνέβη στη θητεία τους στην Γιουγκοσλαβία τον καιρό του πολέμου– «καλό ήταν η συζήτηση να γίνεται σ’ ένα γυμνό δωμάτιο χωρίς μεσοτοιχίες και χωρίς πολυελαίους». Γιατί, όπως καλά γνωρίζουν, και οι πολυέλαιοι έχουν αυτιά, ακόμη και αν φωτίζουν το σπίτι τους.
Και όταν έρχεται η ώρα να αποχωριστούν, ο Φίλιπ κάνει έναν σύντομο απολογισμό της ζωής του στο κεφαλόσκαλο: «Δεν κάναμε και πολλά για ν’ αλλάζουμε τον ρου της ανθρώπινης ιστορίας. Μεταξύ παλιών κατασκόπων, νομίζω ότι θα ήμουν πιο χρήσιμος αν με είχαν βάλει να διευθύνω μια λέσχη αγοριών». Δεν είναι καν σίγουρος για το ποιος υπήρξε.
Η Βοσνία συνδέεται στο μυθιστόρημα μέσω ενός υπόγειου περάσματος με την Παλαιστίνη. Την Παλαιστίνη, με την οποία ο Λε Καρρέ είχε ειδική σχέση. Επισκέφθηκε την περιοχή πολλές φορές και συνάντησε τον Γιάσερ Αραφάτ δυο φορές. Και μπορεί, όταν αγκαλιάστηκε με τον Αραφάτ, να μη βρήκε μια γενειάδα τραχιά που μύριζε θειάφι και μπαρούτι, όπως περίμενε, αλλά ένα μεταξένιο γένι που μύριζε βρεφική πούδρα της Τζόνσον· εντούτοις τα πράγματα που είδε εκεί τον συγκλόνισαν: τσαλακωμένες φωτογραφίες, καρφιτσωμένες στο αρχηγείο του, με σφαγμένα γυναικόπαιδα· επτάχρονα παιδιά στα νοσοκομεία με ανατιναγμένα πόδια· χήρες και κυρίως ορφανά (τόσα πολλά που έφτιαξαν και χορωδία)· δεκαπεντάχρονα αγόρια ζωσμένα με φισεκλίκια και κρατώντας αυτόματα· και τέλος μια τραυματική επίσκεψη στην Τσατίλα, το στρατόπεδο των παλαιστινίων προσφύγων στο Λίβανο, μετά το μακελειό του 1982. Αυτά τα πράγματα δεν ξεχνιούνται· και στο Σίλβερβιου εμφανίζονται παντού, υπόρρητα και υποβλητικά.
Όταν ο Λε Καρρέ έγραφε το Σίλβερβιου, το ΝΑΤΟ ήταν σε κώμα, με μηχανική υποστήριξη από τις ΗΠΑ. Δεν το είχε ακόμη νεκραναστήσει ο Βλαντίμιρ Πούτιν, δίνοντάς του το φιλί της ζωής με την εισβολή στην Ουκρανία. Η Αμερική, μετά το γύρισμα του αιώνα, δεν είχε βγάλει ακόμη την ιμπεριαλιστική στολή της και χρησιμοποιούσε το καμουφλάζ του ΝΑΤΟ ως αμυντικής συμμαχίας. Ο συγγραφέας είναι πολύ θυμωμένος όταν ένας πράκτορας, πιστός στην πατρίδα και ήπιος στη συμπεριφορά, επιτέλους, ξεσπά λέγοντας: «Η εμμονή της Αμερικής να διαχειρίζεται τη Μέση Ανατολή με κάθε κόστος, η συνήθειά της να ξεκινά έναν νέο πόλεμο κάθε φορά που χρειάζεται να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις του προηγούμενου πολέμου που ξεκίνησε. Το ΝΑΤΟ ως απομεινάρι του Ψυχρού Πολέμου, ένα λείψανο που κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Και η φτωχή, χωρίς δόντια, χωρίς ηγέτη Βρετανία μένει πίσω γιατί εξακολουθεί να ονειρεύεται μεγαλεία και δεν ξέρει τι άλλο να ονειρευτεί».
Και όταν κάποιος από την κλειστή κοινωνία των μυστικών υπηρεσιών που υποφέρει από καρκίνο πεθαίνει, ο Λε Καρρέ, ο οποίος επίσης είχε προσβληθεί από την ασθένεια (αλλά «το είδος που σε συντροφεύει ώς το τέλος, όχι αυτό που φέρνει το τέλος») περιγράφει την κηδεία με εξαιρετική λεπτομέρεια, πικρά, τρυφερά και με χιούμορ. Η νεκρώσιμη τελετή γίνεται φυσικά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (προστάτη της Αγγλίας, την οποία υπό κανονικές συνθήκες προστατεύουν και οι μυστικές υπηρεσίες της· και –παράδοξα- προστάτη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης μέχρι το 1752, όταν αποφασίστηκε ότι ο προστάτης της πλέον θα ήταν ο Άγιος Ηλίας, κοινής αποδοχής από τις ετερόδοξες κοινότητες, οι οποίες πορεύτηκαν εν ειρήνη για αιώνες. Δεν το αναφέρει το μυθιστόρημα, αλλά η Ιστορία της περιοχής).
Ο κόσμος αρχίζει να μαζεύεται στην εκκλησία και ανάμεσά τους είναι ο Όλι, ο χασάπης της πολίχνης, με τον Τζορτζ, το σύντροφό του, σε μια περιγραφή του Λε Καρρέ συντονισμένη με την εποχή μας. Λίγο αργότερα ο χοντρός εργολάβος κηδειών, κρατώντας το ψηλό καπέλο του, κάνει φροντιστήριο στους νεκροπομπούς: «Δεν θα αγγίξετε σε καμία περίπτωση τα χερούλια, γιατί θα τα πάρετε μαζί σας φεύγοντας. Και το νου σας στην τρίτη πλάκα του δαπέδου, κουνιέται». Όλα πάνε άψογα και το βιοδιασπώμενο φέρετρο εναποτίθεται στη βάση του. Λίγο μετά, ένας φαλακρός οργανίστας παίζει την απαραίτητη πένθιμη μελωδία και, κατόπιν, ένα βίαιο ξέσπασμα του εκκλησιαστικού οργάνου κάνει το εκκλησίασμα να πεταχτεί όρθιο σαν ελατήριο. Η νεκροφόρα, αφού φορτωθεί το φορτίο της και παρακάμψει τα οδικά έργα, θα κυλήσει αργά μέσα από έναν χωματόδρομο προς το νεκροταφείο. Και αφού επιτέλους ο νεκρός βρεθεί ασφαλώς στην τελευταία του κατοικία, ένας παριστάμενος αναφωνεί κατηφορίζοντας: «Θαυμάσια τελετή!». Είναι σαν ο Λε Καρρέ, που ήταν περίπου 82 ετών όταν έγραφε το Σίλβερβιου, να παρατηρεί, ενώ ταυτόχρονα αναλογίζεται το δικό του τέλος. Και ίσως να αισθάνεται ενδόμυχα ευγνώμων που καμία εκφυλιστική ασθένεια δεν χάλασε το μυαλό του και έμεινε δραστήριος μέχρι το τέλος.
Τι έμαθε όμως σε αυτή τη μακρά ζωή του; «Τώρα που το σκέφτομαι όχι πολλά πράγματα. Απλώς, ότι η ηθική των μυστικών υπηρεσιών είναι πολύ παρόμοια με τη δική μας».
ΙΙΙ.
Όπως είπε σε μία ομιλία του στην Οξφόρδη το 2013, ο Τζον Λε Καρρέ ερωτεύτηκε τη γερμανική γλώσσα κεραυνοβόλα, μόλις στα 13 του χρόνια. Αγάπησε επίσης τη λογοτεχνία, τις τέχνες, τον πολιτισμό γενικότερα και τους ανθρώπους της Γερμανίας. Αυτές οι αγάπες δεν κρύβονται και αναδύονται σε πολλά σημεία του Σίλβερβιου, και όχι μόνον ανάμεσα στους Δακτύλιους του Κρόνου. Υπάρχουν ακόμη –με μια δόση παραδοξότητας– και στον ίδιο του τον τίτλο, όπου η γερμανική λέξη για το Σίλβερβιου έχει ειδική συμβολική σημασία στην πνευματική ιστορία της Γερμανίας (η απάντηση στη σελίδα 156).
Στην ομιλία στην Οξφόρδη με την ερωτική εξομολόγηση, ο Λε Καρρέ μίλησε και για τη θητεία του ως μεταφραστή για βρετανούς πρωθυπουργούς. Παρότι προσπαθούσε να μεταφράσει στάσεις και νοοτροπίες, και όχι απλά λέξεις, κατανοούσε με απόγνωση ότι κάθε μετάφραση είναι ένας συμβιβασμός. Υπέροχες εκφράσεις στο πρωτότυπο κείμενο μπορεί να ακούγονται «πεζές» στη μετάφραση. Αυτό, αλλά με άνισες κορυφές και κοιλιές, συμβαίνει και στην απόδοση του Σίλβερβιου στα ελληνικά. Η μετάφραση παλεύει με το περίτεχνο στυλ του Λε Καρρέ και καβαντζάρει πολλούς σκοπέλους με επιτυχία. Όμως σε μερικές περιπτώσεις διαλέγει την εύκολη λύση, είτε σε εκφράσεις εξαιρετικά κομψές στο πρωτότυπο είτε σε στοιχεία που αποτυπώνουν τους χαρακτήρες. Λόγου χάρη στα καπέλα: Ο Έντουαρντ Έιβον χαρακτηρίζεται από το καπέλο που φοράει, μια ρεπούμπλικα (homburg στο πρωτότυπο) καθόλου στη μόδα στις μέρες μας. Αλλά να τον αναγκάζεις να φοράει μια φεντόρα, όπως αποδίδεται στα ελληνικά, είναι σαν να μπερδεύεις τον Άντονι Ήντεν, παλιό βρετανό πρωθυπουργό που είχε τη ρεπούμπλικα ως σήμα κατατεθέν, με τον Ιντιάνα Τζόουνς, ο οποίος έκανε διάσημη τη φεντόρα. Όπως και να το κάνουμε, διαφέρουν.
Oι αναγνώστες αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη έργα που εκδίδονται μετά το θάνατο ενός συγγραφέα· θα μπορούσαν να είναι προϊόντα «ημιτελούς έψησης» που χρειάζονταν ακόμη χρόνο στο φούρνο. Το Σίλβερβιου όμως δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Εκείνο που είπε ο συγγραφέας στον εκδότη του ισχύει: είναι ένα τελειωμένο μυθιστόρημα. Είναι απολαυστικό και γνήσιος Λε Καρρέ, ενώ το τέλος, το οποίο μπορεί να ξενίσει ορισμένους, δεν φαίνεται να προστέθηκε εκ των υστέρων. Σίγουρα δεν είναι το σημαντικότερό του δημιούργημα, όμως οι αναγνώστες του πρέπει να νιώθουν τυχεροί που ο Miglior Fabbro άφησε ένα ακόμη πετράδι, το 26ο, για την συλλογή τους. Και αν ακόμα υπάρχει η απορία, γιατί δεν το δημοσίευσε ενόσω ζούσε, ίσως ο γιος του να κρατά το κλειδί:
Στο Σίλβερβιου, οι κατάσκοποι της Βρετανίας, όπως και πολλοί από μας, έχουν χάσει τη σιγουριά τους για το τι σημαίνει η χώρα και για το ποιοι είμαστε κατά βάθος… Πιστεύω ότι του ήταν δύσκολο να πει αυτά τα πράγματα φωναχτά. Πιστεύω ότι, συνειδητά ή όχι, δεν άντεχε να είναι ο άνθρωπος που θα έλεγε αυτές τις αλήθειες.
Il Miglior Fabbro, αυτός ο απαράμιλλος τεχνίτης που έπιανε το σφυγμό της εποχής μας και τα έβλεπε όλα, δεν υπάρχει πια. Η παρακαταθήκη του όμως μένει και το Silverview, η ακροτελεύτια ψηφίδα του, είναι μία ταιριαστή coda σε αυτό το φωτεινό πέρασμα από την ζωή. Σε ένα άρθρο που έγραψε στο περιοδικό Harper’s, ο Λε Καρρέ μας θυμίζει το ερώτημα, εν είδει Catch 22, που τον απασχολούσε σταθερά, και το οποίο πάει πίσω, στον Κατάσκοπο που γύρισε απ’ το κρύο:
Πόσο μακριά μπορούμε να πάμε στην θεμιτή υπεράσπιση των δυτικών μας αξιών χωρίς να τις εγκαταλείψουμε στην πορεία;
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΤΖΟΝ ΛΕ ΚΑΡΡΕ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Μια μικρή πόλη στη Γερμανία, μετάφραση: Γιάννης Δυριώτης, Γρηγόρη, 1970, 384 σελ.
Σινγκλ και Σινγκλ, μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής, Bell, 1999, 410 σελ.
Ο ράφτης του Παναμά, μετάφραση: Νατάσα Ανδρίτσου, Bell, 2001, 477 σελ.
Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο, μετάφραση: Μαρίνα Κουλουμούνδρα, Bell, 2004, 272 σελ.
Ο Νο1 καταζητούμενος, μετάφραση: Νάσος Κυριαζόπουλος, Bell, 2008, 394 σελ.
Ο επίμονος κηπουρός, μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Bell, 2008, 574 σελ.
Οι άνθρωποι του Σμάιλι, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Καστανιώτη, 2009, 422 σελ.
Ο εντιμότατος μαθητής, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Καστανιώτη, 2009, 637 σελ.
Απόλυτοι φίλοι, μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής, Bell, 2009, 503 σελ.
Το τραγούδι της ιεραποστολής, μετάφραση: Νεκτάριος Καλαϊτζής, Bell, 2010, 409 σελ.
Η τελευταία κλήση, μετάφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου, Καστανιώτη, 2010, 167 σελ.
Ένας τέλειος κατάσκοπος, μετάφραση: Κώστας Μπαρμπής, Bell, 2010, 608 σελ.
Ο ποιοτικός φόνος, μετάφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου, Καστανιώτη, 2011, 232 σελ.
Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Καστανιώτη, 2011, 460 σελ.
Ένας προδότης στα μέτρα μας, μετάφραση: Νάσος Κυριαζόπουλος, Bell, 2011, 342 σελ.
Η ώρα των κατασκόπων, μετάφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου, Καστανιώτη, 2012, 414 σελ.
Μια μικρή γερμανική πόλη, μετάφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου, Καστανιώτη, 2013, 493 σελ.
Μια ευαίσθητη αλήθεια, μετάφραση: Γιάννης Σπανδωνής, Bell, 2013, 331 σελ.
Νυχτερινή βάρδια, μετάφραση: Πητ Κωνσταντέας, Bell, 2016, 555 σελ.
Η σήραγγα των περιστεριών. Ιστορίες από τη ζωή μου, μετάφραση: Βεατρίκη Κάντζολα – Σαμπατάκου, Bell, Αθήνα 2016, 408 σελ.
Η κληρονομιά των κατασκόπων, μετάφραση: Βεατρίκη Κάντζολα – Σαμπατάκου, Bell, Αθήνα 2018, 341 σελ.
Η μικρή τυμπανίστρια, μετάφραση: Νέστορας Χούνος, Bell, Αθήνα 2018, 662 σελ.
Ένας έντιμος άνθρωπος, μετάφραση: Μαρία Παπανδρέου, Bell, Αθήνα 2019, 358 σελ.
Σίλβερβιου, μετάφραση: Μαρία Παπανδρέου, Bell, Αθήνα 2022, 264 σελ.