Τα απομνημονεύματα αυτά είναι πολλαπλώς πολύτιμα, καθώς η Έντιθ περιγράφει τα προσωπικά της βιώματα (φυσιολατρικά, κοινωνικά, λαογραφικά, πολιτιστικά, ανθρωπίνων σχέσεων και πολιτικά) των τριάντα χρόνων της ζωής της στη Ρωσία, σε τελείως διαφορετικές εποχές: προεπαναστατική, επαναστατική και μετεπαναστατική∙ από τις πρώτες μνήμες της, δηλαδή, περί το 1890 (γεννήθηκε το 1886), μέχρι που δραπέτευσε κι έφθασε στην Δύση το 1921.
Το βιβλίο διαρθρώνεται σε είκοσι δύο κεφάλαια. Τα επτά πρώτα αφορούν τα χρόνια πριν από την Επανάσταση (παιδικά, ταξίδια, η ζωή στην αστική Πετρούπολη και στα ιδιόκτητα κτήματα της ρωσικής και της πολωνικής υπαίθρου, ο γάμος, τα παιδιά). Τα επόμενα τρία κεφάλαια περιγρλαφουν τον πόλεμο και τις δύο διαδοχικές επαναστάσεις του 1917, ενώ τα υπόλοιπα δώδεκα αποτελούν την Οδύσσειά της, στην προσπάθεια όχι να φτάσει στην πατρίδα, όπως ο Οδυσσέας, αλλά να αποδράσει απ’ αυτήν, ώστε να ενωθεί με την οικογένειά της και τα παιδιά της. Πράγμα που συνέβη στις αρχές του 1921.
Αυτό το τελευταίο διάστημα, η ζωή στη Ρωσία άλλαζε δραματικά. Εγκαταστάθηκε, προοδευτικά, ένα ολοκληρωτικό σύστημα που ήλεγχε και καθοδηγούσε κάθε πλευρά της ζωής, βάσει του υπερφίαλου και ενιαίου σχεδίου κοινωνικής μηχανικής των μπολσεβίκων. Βάσει του σχεδίου αυτού, όλα ελέγχονταν κι όλα απαγορεύονταν. Η άδεια (για το οτιδήποτε) ήταν το πιο επιθυμητό προϊόν που παρήγαγε το καθεστώς αυτό. Οτιδήποτε ιδιωτικό καταργήθηκε, τα πάντα κρατικοποιήθηκαν: καταθέσεις, αστικές κατοικίες, εξοχικές κατοικίες, κτήματα, ζώα, εξοπλισμοί, μαγαζάκια, βιοτεχνίες, εργαστήρια, φαγητό και γενικά όλα τα αγαθά διαβίωσης. Οι άνθρωποι απογυμνώθηκαν από τα πάντα και έπρεπε να προστρέξουν στους κομμουνιστές για ν’ αποκτήσουν το οτιδήποτε. Όλα μοιράζονταν με δελτίο.
Ως αποτέλεσμα, τρόφιμα και χρηστικά αντικείμενα εξαφανίζονταν άμεσα, καθώς αποκρύβονταν από τους πολίτες, είτε για προσωπική του χρήση είτε για να ανταλλαγούν στη μαύρη αγορά. Οι επαναστατημένοι στρατιώτες είχαν μετακινηθεί στο εσωτερικό και, ελλείψει επιμελητείας, είχαν μετατραπεί στο ύπαιθρο σε αρπακτικές ορδές και στις πόλεις σε ομάδες έρευνας των αστικών σπιτιών. Η κυβέρνηση, μη δυνάμενη να τους διαθρέψει, έδινε μέσω της Τσεκά, της σοβιετικής υπηρεσίας εσωτερικής ασφάλειας δηλαδή, άδειες έρευνας, στην πραγματικότητα αρπαγής.
Η Τσεκά έγινε ο απόλυτος άρχων, ο φόβος κι ο τρόμος. Ήλεγχε τα πάντα. Κεντρικό ρόλο στον έλεγχο όλων των πλευρών της ζωής έπαιζε η κάρτα εργασίας, καθώς ήταν προϋπόθεση του συσσιτίου (λαχανόσουπα, μαύρο ψωμί, πατάτες), της κατοικίας (επιταγμένα δωμάτια), της μετακίνησης (άδεια και εισιτήριο), της κυκλοφορίας στους δρόμους (μπλόκα, στους δρόμους και στις ουρές διανομής), της εθνικότητας (κάποιες κηρύσσονταν εχθρικές), της ίδιας της δημόσιας υπόστασης (ταυτοτικά χαρτιά ύπαρξης, παντός είδους άδειες και εσωτερικά διαβατήρια). Παράλληλα, διέθετε ένα εκτεταμένο δίκτυο αστυνομικών και οικονομικών ελεγκτών, βοηθητικών υπαλλήλων, καταστημάτων, φυλακών. Προέβαινε σε συνεχείς ελέγχους, προσαγωγές, κλήσεις, μακρόχρονες φυλακίσεις δίχως απαγγελία κατηγορίας. Γνωστοί και άγνωστοι πράκτορες της Τσεκά κυκλοφορούσαν στους δρόμους και σε ευαίσθητα σημεία ανταλλαγής και μετακίνησης δημιουργώντας φόβο στους πάντες και υποψία για τους πάντες.
Οι πόλεις λιμοκτονούσαν καθώς όλες οι αγορές αγαθών είχαν καταργηθεί. Η μαύρη αγορά, που εμφανίστηκε αμέσως, ήταν δύσκολη κι ανεπαρκής. Φυσικά, αυτά δεν αφορούσαν τους ταξικούς εχθρούς, αυτοί φυλακίζονταν ή εκτελούνταν μόλις ανακαλύπτονταν. Μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού ζούσε στην παρανομία.
Σ’ αυτό το τοπίο η Έντιθ, σε πρώτη φάση, δεν σκόπευε να φύγει. Αν της είχαν αφήσει έναν αξιοπρεπή χώρο να ζήσει μαζί με τα παιδιά της θα έμενε. Είναι σαφές ότι δεν φοβόταν την εργασία. Πρώτα εργάστηκε σε κοπερατίβα κυνηγών και, αργότερα, αχθοφόρος με αυτοσυρόμενο έλκηθρο σε σταθμό της Πετρούπολης. Όμως, αυτά ήταν προσωρινά και ανεπαρκή για να τραφούν τέσσερα στόματα – η ίδια και τα τρία παιδιά της. Τον Σεπτέμβριο του 1918, κατάφερε (με πολλές δωροδοκίες) να βγει μαζί με τα παιδιά της στις Βαλτικές Χώρες, όσο ακόμη επιτρεπόταν ο επαναπατρισμός αλλοδαπών, έστω κι αν είχαν έναν μόνο πρόγονο ξένο.
Έκανε όμως το λάθος να επιστρέψει στην Πετρούπολη για να σώσει κάποια τιμαλφή από την ιδιοκτησία της. Εκεί την μπλόκαραν, καθώς όλες οι έξοδοι είχαν απαγορευτεί. Δεν πτοήθηκε και έκανε ποικίλες προσπάθειες να φύγει. Κρύφτηκε, άλλαξε ταυτότητα, μετακινήθηκε από την Πετρούπολη στη Μόσχα. Πήρε χαρτιά Πολωνής. Μοναδικός στόχος της ήταν να φύγει από τη χώρα. Όλες οι προσπάθειές της, όμως, αποτύγχαναν ή κατέρρεαν πριν καν τις ξεκινήσει∙ φυλακίστηκε από την Τσεκά για μήνες∙ κατάφερε όμως να μην αντιληφθούν την πραγματική της ταυτότητα κι απελευθερώθηκε. Με μεγαλύτερο σθένος και φαντασία απέκτησε νέα ταυτότητα επιδιώκοντας να δραπετεύσει εκ νέου, με τεράστιο ψυχικό και σωματικό κόστος. Ζούσε τη μία αποτυχία πίσω από την άλλη, αλλά δεν πτοήθηκε. Αντίθετα, προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει κάθε ρωγμή ή αβλεψία του συστήματος.
Την βοήθησε η εκπαίδευσή της στη μουσική. Εντάχτηκε στη θεατρική ομάδα που δημιούργησε ο «Σύντροφος Μπλοκ», ως πρώτο βιολί. Μαζί της μετέβη δυτικά στην πόλη της Λευκορωσίας Μόγκιλεφ, ώστε να πλησιάσει τα πολωνικά σύνορα. Εκεί έκανε το απελπισμένο βήμα: εντάχτηκε ως νοσοκόμα στον Κόκκινο Στρατό και ζητούσε συνεχώς να προωθηθεί στην πρώτη γραμμή, στο πολεμικό μέτωπο με την Πολωνία. Ώσπου σε μια προέλαση των Πολωνών το έσκασε, κρύφτηκε και περίμενε. Τελικά ήταν επιτυχημένο το σχέδιο: δραπέτευσε, βρήκε τα παιδιά της και την πρώην γκουβερνάντα τους που παρέμεινε κοντά τους. Έζησαν μαζί, πρώτα στο Παρίσι όπου εργάστηκε ως δακτυλογράφος της αμερικανικής πρεσβείας και ακολούθως στην Αγγλία.
Δεν είναι πολλές οι μαρτυρίες των ανθρώπων της άλλης πλευράς που διέφυγαν από τη Ρωσία, εκείνα τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Ενδεικτικά τα εξής βιβλία: Ιβάν Μπούνιν, Μέρες καταραμένες (μτφρ. Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, Επίκεντρο, 2021) και Ιβάν Μπούνιν, Αυτογραφικές Σημειώσεις (μτφρ. Ευγενία Κριτσέφσκαγια, Οροπέδιο, 2021), Μαρίνα Τσβετάγιεβα, Γήινα σημεία (μτφρ. Ιωάννα Σαββίδου, Ηριδανός, 1993), Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ, Μίλησε, Μνήμη (μτφρ. Γιώργος Βάρσος, Πατάκη, 1997), καθώς και τα μη μεταφρασμένα στα ελληνικά: Teffi, Memories: From Moscow to the Black Sea και Viktor Shklovsky, A Sentimental Journey: Memoirs, 1917-1922. Όλες αυτές οι μαρτυρίες, εκτός από του Ναμπόκοφ, είναι σημαντικές αλλά περιορισμένες θεματικά και χρονικά – του Ναμπόκοφ, παρά τη γενικότητά της, περιλαμβάνει ελάχιστα το συγκεκριμένο διάστημα, καθώς έφυγε από την Πετρούπολη πολύ νωρίς, τον Νοέμβριο του 1917.
Πολύ σημαντική, λοιπόν, θεωρείται αυτή η πανοραμική μαρτυρία της Έντιθ Σολοχιούμπ για τη ζωή στην Ρωσία, στις πόλεις και στην ύπαιθρο, πριν και μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων, καθώς η περιγραφή της είναι βιωματική, ειλικρινής, ιδεολογικά έντιμη, λεπτομερής, εκτεταμένη χωρικά και χρονικά, με γοητευτικά τμήματα οικολογικής, θηρευτικής, στρατοπεδικής, κοσμοπολίτικης και επαναστατικής λογοτεχνίας, παρότι η Σολοχιούμπ δεν ήταν λογοτέχνης.
Ως αυτόνομο διήγημα για να συνοδεύσει αυτό το κείμενο επέλεξα την περιγραφή μιας καλής στιγμής της, εκείνης του κυνηγιού λύκου. Η Έντιθ, από μικρή, αγαπούσε πάρα πολύ ένα ανδρικό σπορ, το κυνήγι, που απαιτεί εκτός πολλών άλλων και μεγάλη εξοικείωση με όπλα, σκυλιά και άλογα. Αυτή η στοχαστική και γλυκιά γυναίκα ήταν δεινή σκοπεύτρια και καλή κυνηγός πολλών ειδών. Ακολουθεί, σε δική μου μετάφραση, το γοητευτικό αφήγημα κυνηγιού λύκου, με τον έναν τρόπο από τους τρεις που αναφέρει.
Το κυνήγι του λύκου
Από την Έντιθ Σολοχιούμπ
Βγήκαμε μάλλον αργά εκείνο το πρωί σε μια βαρετή και υγρή φθινοπωρινή μέρα. Έβρεχε δυνατά όλη τη νύχτα κι αναρωτιόμασταν αν θα άξιζε να κυνηγούσαμε καθόλου, καθώς οι λύκοι πιθανότατα θα έμεναν μέσα στο δάσος. Ωστόσο, καθάρισε λίγο και μέχρι τις εννέα ήμασταν στ’ άλογά μας, τέσσερις αναβάτες και δύο ή τρία μπορζόι[i] ο καθένας. Τα μπορζόι, ψηλά και λεπτά με τις μακριές μεταξωτές γούνες τους, φαιοκίτρινα, μαύρα και άσπρα, ή μαύρα και φαιοκίτρινα, κοίταζαν γύρω ανυπόμονα με τα μικρά αυτιά τους ελαφρώς όρθια, τα κεφάλια τους σηκωμένα, τα μάτια τους προσεκτικά κι έντονα. Οι μεγάλοι σιδερένιοι δακτύλιοι στα περιλαίμιά τους επέτρεπαν την εύκολη κίνηση του μακριού λουριού που περνούσε μέσα από τους δακτυλίους δύο ή και τριών σκύλων κάθε φορά. Σπάνια χρησιμοποιούνταν μεμονωμένα μπορζόι. Και οι δύο άκρες του λουριού κρατιούνταν από τον αναβάτη. Το ένα άκρο μπορούσε να είναι δεμένο στο χέρι του, αλλά το άλλο έπρεπε να κρατιέται πολύ χαλαρά από το χέρι του, γιατί στη δεδομένη στιγμή έπρεπε να το αφήσει ακαριαία, ή να διατρέξει τον κίνδυνο να πέσει από το άλογό του από τα μπορζόι που θα ορμούσαν προς τα μπροστά – καθώς μπορούσαν ν’ αντιληφθούν το θήραμα πριν απ’ αυτόν.
Ξεκινήσαμε σε καλή τάξη με δύο θηροφύλακες. Κρατούσαν δυο σκυλιά ανιχνευτές[ii] που θα μας βοηθούσαν να εντοπίσουμε τους λύκους στα χαμηλά δάση από θάμνους, διάσπαρτα εδώ και εκεί ανάμεσα στα χωράφια. Το έδαφος ήταν ακόμα υγρό και κολλώδες. Φτάσαμε κοντά σε μια μικρή νησίδα από θάμνους όπου οι λύκοι και οι αλεπούδες συχνά κρύβονταν. [...]
Τα σκυλιά ανιχνευτές περνούσαν μέσα από τους θάμνους και τα φρύγανα – κανένα ίχνος θηράματος προφανώς. Έτσι αφήσαμε τις θέσεις μας και κουβεντιάζαμε ήσυχα, οι άνδρες κάπνιζαν τσιγάρα ενώ οι θηροφύλακες οδηγούσαν τους ανιχνευτές κατά μήκος της έκτασης με το άκοπο χορτάρι και τα γαϊδουράγκαθα που συνόρευε με τους θάμνους. Ο φίλος μας, ένας αξιωματικός ιππικού κι εξαίρετος αναβάτης, είχε στρίψει τη χαλαρή άκρη του λουριού του γύρω από τον καρπό του. Τον προειδοποίησα δειλά, γιατί ήταν καλός κυνηγός και δεν είχα το δικαίωμα να του δώσω συμβουλές. Γέλασε καλοπροαίρετα: «Θα έχω χρόνο να το αφήσω αν χρειαστεί. Δείτε – οι ανιχνευτές βαριούνται, προφανώς δεν υπάρχει θήραμα εδώ».
Έσκυψε πάνω από τα σφιγμένα χέρια του προσπαθώντας να ανάψει ένα τσιγάρο στον δυνατό άνεμο, αλλά ένα δευτερόλεπτο αργότερα βρισκόταν πεσμένος κάτω, πάνω στο στομάχι του, με τα μπορζόι του λυμένα, ελεύθερα απ’ το λουρί τους. Την ίδια στιγμή εγώ, λίγο-πολύ ενστικτωδώς, είχα αφήσει το χαλαρό άκρο του δικού μου λουριού να απελευθερώσει τα τρία μπορζόι μου.
Οι θηροφύλακες φώναξαν τους ανιχνευτές τους που είχαν βγαλμένη γλώσσα τώρα, ενώ αστραπιαία είδα τη μορφή ενός μεγάλου λύκου να βγαίνει από το άκρο μιας σειράς από ψηλά γαϊδουράγκαθα. Πίσω του ήταν τα τρία μπορζόι μου κι ακολουθούσαν τα δύο του φίλου μας. Αυτό ήταν ενοχλητικό, γιατί τα δικά μου τρία συνεργάζονταν καλά κι αναρωτιόμουν αν τα άλλα θα μπορούσαν να δράσουν μαζί. Ο λύκος κέρδιζε έδαφος και πήγαινε ευθεία προς το δάσος, στο βάθος του ορίζοντα. Ακολουθούσαμε με πλήρη καλπασμό, η απόσταση μεταξύ μας και του λύκου φάνηκε να μικραίνει σταδιακά. Τα τρία μπορζόι μου προηγούνταν τώρα και μπορούσα ήδη να καταλάβω την τακτική τους: τα δύο στα πλάγια επιτάχυναν, διπλώνονταν σαν τραβηγμένα τόξα και ίσιωναν σαν βέλη ένα δευτερόλεπτο αργότερα – ένα υπέροχο θέαμα, τέλειες γραμμές. Το κεντρικό συνέχιζε με τον ίδιο σταθερό ρυθμό, σίγουρο, μεθοδικό, ατάραχο. Πέρα! Τα μπορζόι στα πλάγια είχαν πλέον φτάσει τον λύκο –φαινόταν μάλιστα να τον προσπερνούν– όταν, σαν από κάποιο αόρατο σήμα, στράφηκαν ξαφνικά απότομα προς το λύκο και όρμησαν πάνω του ταυτόχρονα από δεξιά κι αριστερά. Το κεντρικό, τρέχοντας προς τα εμπρός με ξαφνική ορμή, πήδηξε και έχωσε τα δόντια του στο πίσω μέρος του λαιμού του λύκου, με τα άλλα δύο να κρατούν το θήραμα και από τις δύο πλευρές. Τα ζώα μπερδεύτηκαν σε μια μάζα, αναποδογύρισαν αρκετές φορές και σταμάτησαν.
Ήταν ένα υπέροχο θέαμα κι ένας συναρπαστικός καλπασμός, αλλά μισούσα τη σκηνή του τέλους του λύκου. Λαχανιασμένα και κουνώντας τις φτερωτές ουρές τους, τα τρία μπορζόι μου ήρθαν σε μένα για επαίνους – κάτι που τους άξιζε έπειτα από τόσο υπέροχη δουλειά. Η πλάγια ματιά που έριξαν στους δύο ανταγωνιστές τους μ’ έκανε να σκεφτώ ότι αποτελούσε μια μάλλον άστοχη αθλητική χαρά επίδειξης.
[i] Η φυλή σκύλου που ονομάζεται μπορζόι, ή αλλιώς ρωσικός λυκοθήρας, θεωρείται το πιο όμορφο και το πιο έξυπνο κυνηγόσκυλο όρασης, ενώ είναι γνωστό για την ταχύτητά του και την ικανότητά του να καταδιώκει θηράματα όπως ο λύκος, η αλεπού, το κογιότ και ο λαγός.
[ii] Σκυλιά με οξεία όσφρηση, καθώς τα μπορζόι ήταν αδύνατα σ’ αυτό.