Σύνδεση συνδρομητών

Παραλλαγές στο ίδιο θέμα

Τετάρτη, 31 Αυγούστου 2022 07:56
O Χαρούκι Μουρακάμι φωτογραφημένος από τη Μάριον Έτλινγκερ.
Μarion Ettlinger
O Χαρούκι Μουρακάμι φωτογραφημένος από τη Μάριον Έτλινγκερ.

Χαρούκι Μουρακάμι, Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε. Τόμος Α΄ και Β΄, μετάφραση από τα αγγλικά: Βασίλης Κιμούλης, Ψυχογιός, Αθήνα 2022, 432 και 448 σελ.

Το νέο βιβλίο του Χαρούκι Μουρακάμι έχει γνωστή δοσολογία. Η πλοκή χρησιμοποιεί ένα ρεαλιστικό φόντο στο οποίο εισβάλλουν στοιχεία της φαντασίας και συμπυκνωμένη διακειμενικότητα: αναφορές σε αγαπημένους συγγραφείς, σε μουσικούς και σε ζωγράφους, σε ιστορικά συμβάντα και σε ιστορικά πρόσωπα. Μυστήριο, σχέσεις, σεξ, λατρεία της δυτικής κουλτούρας και αφηγηματική δεξιοτεχνία σε ένα ακόμα μυθιστόρημα στο οποίο ο επιδέξιος αφηγητής αναδιατάσσει τα μόνιμα συστατικά των αφηγήσεών του. [ΤΒJ]

Ο πιο δυτικός γιαπωνέζος συγγραφέας –ορισμένοι κριτικοί στην Ιαπωνία τον μέμφονται γι’ αυτό–, μόνιμος υποψήφιος για το Νόμπελ λογοτεχνίας τα τελευταία χρόνια, ο Χαρούκι Μουρακάμι (γενν. στο Κιότο το 1949) μας εκπλήσσει ξανά. Το Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε φανερώνει για μια ακόμα φορά την αγάπη του για τον δυτικό πολιτισμό. Θυμίζουμε πως το μυθιστόρημά του 1Q84, το magnus opus του που τοποθετείται στο 1984 και παραπέμπει στο γνωστό έργο του Τζορτζ  Όργουελ, απογείωσε τη διεθνή φήμη του, την οποία κατέκτησε με τα μυθιστορήματα Νορβηγικό δάσος και Κουρδιστό πουλί. Μολονότι δεν ανήκει στους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, το συγκεκριμένο βιβλίο έχει στοιχεία αστυνομικού. Είναι μια ιστορία με σασπένς και ανατροπές, ενώ η κεντρική ηρωίδα του, η Αομάμε, είναι γυμνάστρια και επαγγελματίας δολοφόνος.

Για να φθάσει στο σημείο να γίνει διεθνής συγγραφέας και μάλιστα συγγραφέας μπεστ σέλερ, ο Μουρακάμι πέρασε από ποικίλα στάδια. Σπούδασε θέατρο στο πανεπιστήμιο και η πρώτη του δουλειά ήταν πωλητής σε κατάστημα δίσκων. Το 1971 παντρεύτηκε και το 1974, μαζί με τη σύζυγό του με την οποία γνωρίστηκε στη διάρκεια των σπουδών του, άνοιξαν στο Τόκιο ένα τζαζ κλαμπ. Ξαφνικά, το 1978, στη διάρκεια ενός αγώνα μπέιζμπολ, αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη λογοτεχνία και άρχισε να γράφει το πρώτο του βιβλίο. Το 1981 πούλησε το κλαμπ, το 1986 έκανε ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη και το 1991 περιηγήθηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1987 εξέδωσε το Νορβηγικό δάσος με τεράστια επιτυχία, όπως προαναφέρθηκε.

 

Πώς μπαίνει η φαντασία στην πλοκή

Το Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε, που ενδεχομένως αποτελεί φόρο τιμής στον Μεγάλο Γκάτσμπι του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, είναι ένα μυθιστόρημα στο οποίο ο ρεαλισμός μπλέκει με το υπερφυσικό και ένα είδος μαγείας που κρύβεται στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Από τον πρόλογο κιόλας, ο Μουρακάμι μας εισάγει σε αυτόν τον μαγικό κόσμο:

Όταν ξύπνησα σήμερα από έναν ελαφρύ υπνάκο, μπροστά μου βρισκόταν ο άντρας δίχως πρόσωπο. Καθόταν στην καρέκλα απέναντι από τον καναπέ όπου κοιμόμουν και με κοιτούσε καταπρόσωπο μ’ ένα ζευγάρι φανταστικά μάτια πάνω σε ένα πρόσωπο που δεν υπήρχε. 

Όπως μας λέει ο αφηγητής, ο οποίος είναι ζωγράφος, ο παράξενος επισκέπτης πήγε για να του κάνει το πορτρέτο, αλλά αυτός του δήλωσε πως δεν έχει κάνει ποτέ το πορτρέτο ενός ανθρώπου χωρίς πρόσωπο. Όλα έμοιαζαν με σύντομο όνειρο, ήξερε όμως πως δεν ήταν όνειρο, διότι αν συνέβαινε αυτό ολόκληρος ο κόσμος όπου μέσα του ζούσε θα ήταν κι αυτός ένα όνειρο. Ίσως, προσθέτει αινιγματικά, κάποια μέρα να μπορούσε να κάνει το πορτρέτο τού τίποτα, ακριβώς όπως ένας άλλος καλλιτέχνης κατάφερε να ολοκληρώσει μια ζωγραφιά με τίτλο Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε.

Στη συνέχεια, ο ήρωας-αφηγητής διηγείται πώς ζούσε μόνος του σ’ ένα σπίτι στην κορυφή ενός βουνού. Εκείνη την εποχή, αυτός κι η γυναίκα του, η Γιούζου, είχαν διαλύσει το γάμο τους –το διαζύγιο ήταν έτοιμο–, ωστόσο κοιμήθηκε με δύο παντρεμένες γυναίκες οι οποίες παρακολουθούσαν τα μαθήματα ζωγραφικής που παρέδιδε. Στην αφήγησή του η σχέση με τη γυναίκα του, το σεξ μαζί της, η ζήλεια του όταν τη φανταζόταν στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα, αλλά κι οι σχέσεις του με τις άλλες γυναίκες και το σεξ μαζί τους, διαποτίζουν ολόκληρο το μυθιστόρημα.

Το σπίτι στο βουνό ανήκε σ’ έναν γιαπωνέζο ζωγράφο, τον Τομόχικο Αμάντα, ο οποίος καλλιέργησε την επονομαζόμενη «ιαπωνική ζωγραφική», ένα είδος εθνικής τέχνης, και τώρα βρισκόταν σ’ ένα γηροκομείο – του το παραχωρεί ο γιος του, ο Μασάχικο. Το περίεργο είναι ότι ο Αμάντα, πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έζησε μερικά χρόνια στη Βιέννη χωρίς κανένας να γνωρίζει, ούτε καν ο γιος του, τι έκανε εκεί. Ξαφνικά, ο ήρωας-αφηγητής ανακαλύπτει έναν κρυμμένο πίνακα του Αμάντα, το Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε, που απεικόνιζε πρόσωπα ντυμένα με τα ρούχα μια συγκεκριμένης εποχής, ενώ σε αυτόν δύο άντρες μονομαχούσαν: ένας νεαρός άντρας είχε βυθίσει το ξίφος του στο στήθος ενός ηλικιωμένου. Δύο άτομα παρακολουθούσαν τη μονομαχία, μια γυναίκα κι ένας άντρας.

Ο πίνακας, ο πλημμυρισμένος με αίμα, με τον άντρα που νίκησε και τον άντρα που ηττήθηκε, ταράζει τον ήρωα και πλημμυρίζει το μυαλό του σκέψεις. Η σκηνή θυμίζει κάτι παρόμοιο που υπάρχει στην όπερα Ντον Τζοβάνι του Μότσαρτ –ο ηλικιωμένος που δολοφονούνταν εκεί αποκαλούνταν Il Commendatore. Η λέξη σημαίνει τον διοικητή ιπποτών. Ο νεαρός δολοφόνος ήταν ο Ντον Τζοβάνι (ή Δον Ζουάν ή Δον Χουάν), ενώ η γυναίκα ήταν η Ντόνα Άννα, την οποία είχε βιάσει ο Ντον Τζοβάνι. Είναι φανερό πως ο ζωγράφος Αμάντα μετέφερε τη σκηνή του Μότσαρτ στην Ιαπωνία.

Κι ύστερα, ο ήρωας-αφηγητής αναλαμβάνει να κάνει το πορτρέτο ενός μυστηριώδους άντρα, του κυρίου Μενσίκι, ο οποίος τον επισκέπτεται στο σπίτι στο βουνό. Σύντομα, διαπιστώνει πως ο πελάτης του είναι αινιγματικό πρόσωπο, του κρύβει πολλά από τη ζωή του, οπότε αναρωτιέται τι ακριβώς θέλει, ποιος είναι ο απώτερες σκοπός του, τι είδους σχέδιο είχε κατά νου μπαίνοντας στο σπίτι;

Από διάφορους μάρτυρες μαθαίνει πως ο Μενσίκι, ο οποίος δεν έχει κάποιο επάγγελμα και ζει από εισοδήματα, άγνωστο από πού προερχόμενα, μένει εκεί κοντά και ότι στο σπίτι του υπάρχει ένα μυστηριώδες δωμάτιο. Τι κρύβεται σε αυτό; Ωστόσο, τα μυστήρια αρχίζουν να απασχολούν τον ήρωα αργότερα, όταν ανακαλύπτει έναν μικρό ναό και κάτι παλιά μάρμαρα στο κοντινό δάσος, όπου συχνάζει συχνά.     

Τι υπάρχει εκεί; Τα μυστήρια συνεχίζονται όταν, τα βράδια στο σπίτι του, ακούει παράξενους ήχους, σαν κάποιος να του στέλνει σήματα κινδύνου. Από αυτή τη στιγμή και μετά αρχίζει ν’ αμφιβάλλει για την πνευματική του υγεία. Μήπως φαντάζεται πράγματα; Κι όμως, ο ήχος προέρχεται από κάποιο κουδούνι σ’ ένα ράφι. Αλλά η φωνή που ακούει μέσα στο σπίτι τίνος είναι;

Σε μια συζήτηση με τον Μενσίκι, αυτός του αποκαλύπτει την ερωτική του σχέση με μια γυναίκα η οποία, έπειτα από μια βίαιη συνεύρεση στο γραφείο του, εξαφανίστηκε από τη ζωή του, παντρεύτηκε κι έκανε ένα παιδί, ένα κορίτσι. Κι αν το παιδί ήταν δικό του; Και τίνος παιδί είναι η νεαρή Μαρίγιε που φτάνει στο σπίτι του ήρωα για να τη ζωγραφίσει;

Αυτά είναι τα πρώτα στοιχεία που πληροφορείται ο αναγνώστης στο πρώτο βιβλίο του μυθιστορήματος, το οποίο του επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις κάθε είδους. Κι ύστερα, ο ήρωας πηγαίνει στα μάρμαρα στο δάσος, βρίσκει μια τρύπα που πιστεύει ότι κρύβει μυστικά και, ενώ τα μυστήρια πληθύνονται, ταυτόχρονα εμφανίζεται ζωντανός ο Κομεντατόρε του πίνακα, ένα πλάσμα σε μικρογραφία που κινείται και μιλάει.

Όλα αυτά που ζει ο ήρωας δεν είναι καθόλου ρεαλιστικά. Ωστόσο, η μαεστρία του Μουρακάμι τα κάνει να φαίνονται αληθινά, χωρίς να προκαλούν αρνητική αντίδραση εκ μέρους του αναγνώστη, επειδή δεν προσβάλλουν τη νοημοσύνη του. Η μαγική πραγματικότητα κάνει το μυθιστόρημα μοναδικό, με την έννοια πως αυτή η πραγματικότητα νοθεύεται από τη φαντασία του ήρωα σαν να είναι κάτι το φυσιολογικό.

Στο μεταξύ, από τις σελίδες του βιβλίου έχουν περάσει απλώς ως αναφορές πρόσωπα της λογοτεχνίας, της ζωγραφικής, της μουσικής και του κινηματογράφου. Αλλά και της Ιστορίας. Ο Φραντς Κάφκα, ο Μάρλον Μπράντο, συνυπάρχουν στο κείμενο με τον Χίτλερ, τους ναζί, το Μαουτχάουζεν, τη Νύχτα των Κρυστάλλων, τους διωγμούς των Εβραίων στη Γερμανία.

Στο δεύτερο βιβλίο συναντάμε αναφορές στους Ιμμάνουελ Καντ, Βαν Γκογκ, Ρίχαρντ Στράους, στην Τζέιν Όστεν, στον Ντοστογιέφσκι και σε άλλους ρώσους συγγραφείς, στον Μπομπ Ντύλαν, στη Συμφωνία του Μονάχου που απομάκρυνε προσωρινά την απειλή του πολέμου αλλά ενίσχυσε τον άξονα Βερολίνου-Τόκιο, στην ατομική βόμβα που έπεσε στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, αλλά και στον πόλεμο της Τροίας.

Εκτός απ’ όλα αυτά, τα όνειρα και οι παραισθήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Κι έπειτα, εμφανίζεται ο ψηλός άντρας χωρίς πρόσωπο, αυτός του προλόγου. Δεν έχει πρόσωπο, αλλά έχει κεφάλι. Εδώ γίνεται λόγος για τις Μεταφορές, τις Έννοιες και τις Ιδέες, για όντα που κινούνται ελεύθερα στο χώρο και στο χρόνο, δηλαδή για τα μοτίβα που κυριαρχούν και στα δύο βιβλία.

 

Δυτικόφρων

Γενικά, το μυθιστόρημα αποτελεί ένα πανόραμα των ανθρώπινων σχέσεων, κυρίως των ερωτικών και των σεξουαλικών – ο συγγραφέας έχει έμμονες ιδέες με τις εκσπερματίσεις. Ιδού ένα ερώτημα σχετικό αυτής της εμμονής:

«Δεν σου φαίνεται παράξενο πώς ένας άντρας και μια γυναίκα καταλήγουν στο κρεβάτι;»

Αλλά ο συγγραφέας θίγει και τις σχέσεις γονέων και παιδιών, τις σχέσεις μεταξύ αδελφών, το θέμα της εγκυμοσύνης και της τεκνοποιίας – τον απασχολεί μάλιστα το ερώτημα αν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο γνωρίζει τους πραγματικούς του γονείς.

Ο Χαρούκι Μουρακάμι, ο πατέρας του οποίου ήταν γιος βουδιστή ιερέα κι η μητέρα του κόρη εμπόρου, ευτύχησε να μεγαλώσει σ’ ένα σπίτι διανοουμένων. Και οι δύο γονείς δίδασκαν ιαπωνική λογοτεχνία, οπότε ο Μουρακάμι ήταν επόμενο να μυηθεί από νωρίς στα μυστήρια της γραφής. Επηρεάστηκε από την κουλτούρα της Δύσης, ιδίως από τη μουσική και τη λογοτεχνία. Η ανάγνωση βιβλίων των αμερικανών συγγραφέων και στη συνέχεια η μετάφρασή τους (Κουρτ  Βόνεγκατ,  Ρίτσαρντ  Μπρόντιγκαν, Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, Τρούμαν Καπότε, Τζον Ίρβινγκ, Ρέιμοντ Κάρβερ, Πολ Θερού) τον ώθησε να γράψει τα δικά του έργα.

Ο Μουρακάμι είναι θαυμαστής και της Ελλάδας. Τον Ιούλιο του 1981 έκανε μόνος του τη διαδρομή του κλασικού μαραθώνιου δρόμου της Αθήνας ανάποδα, ξεκίνησε δηλαδή από το Παναθηναϊκό Στάδιο κι έφτασε στον Μαραθώνα. Γι’ αυτό το θέμα έγραψε το αυτοβιογραφικό του βιβλίο  Για τι πράγμα μιλάω όταν μιλάω για τρέξιμο, ενώ ένα από τα μυθιστορήματά του, το Σπούτνικ, αγαπημένη, διαδραματίζεται σε κάποιο ελληνικό νησί, μάλλον στην Κάλυμνο, όπου έμεινε για λίγο το 1986. Θέμα του είναι ο έρωτας του αφηγητή, του Κ., για τη Σουμίρε, η οποία είναι ερωτευμένη με τη Μίου. Επαναλαμβάνουμε: σε κάθε μυθιστόρημά του υπάρχουν ερωτικές εμμονές.

Στο Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε διαβάζουμε λίγα λόγια σχετικά με την πολιορκία της Τροίας από τους Έλληνες. Υπάρχει ένας διάλογος ανάμεσα στον αφηγητή και τον Μενσίκι, ο οποίος τον χρησιμοποιεί για τα δικά προσωπικά σχέδια:

«Για να πω την αλήθεια όμως, νιώθω περισσότερο σαν δούρειος ίππος».

«Τι εννοείτε;»

«Ξέρετε, αυτό το κούφιο ξύλινο άλογο που κατασκεύασαν οι Έλληνες.

Πρέπει να σημειώσουμε πως ο προσεκτικός αναγνώστης σκέφτεται ότι ο πραγματικός ήρωας όλων των βιβλίων του Χαρούκι Μουρακάμι είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Απλώς αλλάζει τα ονόματα των ηρώων του. Αρκετοί από αυτούς τους ήρωες έχουν λογοτεχνικές ή καλλιτεχνικές ενασχολήσεις και φιλοδοξίες. Στην ουσία, ο Μουρακάμι γράφει το ίδιο μυθιστόρημα με ποικίλες παραλλαγές, ενώ σε όλα τα έργα του, τα απολύτως αξιανάγνωστα χάρη στις αφηγηματικές του δεινότητες, είναι εμφανείς οι ερωτικές και οι σεξουαλικές του εμμονές.

Φίλιππος Φιλίππου

Συγγραφέας. Μεταξύ άλλων, έχει εκδώσει τα αστυνομικά μυθιστορήματα Κύκλος θανάτου (1987), Το χαμόγελο της Τζοκόντας (1988), Το μαύρο γεράκι (1996), Αντίο, Θεσσαλονίκη (1999), τη μελέτη Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας (1996) και πολλά άλλα, περισσότερα από είκοσι βιβλία. Πιο πρόσφατο, Ο κήπος με τις φράουλες (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.