Ο αγέρας τον χτυπούσε καταπρόσωπο, δεν ήταν δυνατός μα παράξενος, ζεστός. Θαρρείς και κάποιος τον είχε ζεστάνει στη σόμπα. Η μυρωδιά της ατμόσφαιρας θύμισε καμένη πίτα ή κάτι που δεν είχαν βγάλει έγκαιρα από τον φούρνο.
Η «καμένη πίτα» είναι βέβαια μια ακόμα βόμβα που εκρήγνυται όχι πολύ κοντά αλλά όχι και πολύ μακριά από τον 49χρονο συνταξιούχο Σεργκέι Σεργκέγιτς που ζει το 2019 σε ένα χωριό της «γκρίζας ζώνης», κάπου μεταξύ της Ουκρανίας και των αυτόνομων περιοχών. Διαβάζοντας αυτές τις φράσεις εμείς βέβαια σήμερα αμέσως σκεφτόμαστε Κίεβο, Χάρκοβο, Μπούτσα, Μαριούπολη. Σκεφτόμαστε την Ουκρανία. Σήμερα.
Η τέχνη σώζει; Μην απαντήσετε, αυτού του είδους οι ερωτήσεις είναι παραπλανητικές και τελικά άχρηστες. Σε στιγμές φόβου και απόγνωσης (όπως τώρα, για κάποιους) κάτι σε πιάνει από το χέρι και σου εξηγεί ότι τίποτα δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, τίποτα δεν συμβαίνει μόνο σε άλλους ή μόνο σε σένα, ότι όλα ειπώθηκαν κάποτε με κάποιον τρόπο και, αν έχεις το χρόνο και τη διάθεση (ίσως και την τύχη), μπορεί μέσα σ’ αυτά που κάπως ειπώθηκαν να βρεις μιαν εξήγηση κι επομένως μια παρηγοριά. Τίποτα δεν συμβαίνει χωρίς λόγο, ακόμα και στη λογοτεχνία. Μερικά απ’ «αυτά που ειπώθηκαν» (κάπως, κάποτε) βρίσκονται εν προκειμένω σε ένα βιβλίο – ή, αν θέλετε, δύο, που από τυχαία σύμπτωση διάβασα παράλληλα (υπάρχουν τυχαίες συμπτώσεις;[1]). Δυο βιβλία γραμμένα από διαφορετικούς συγγραφείς, σε διαφορετικές εποχές, με διαφορετικό τρόπο, αλλά που και τα δυο μιλούν για μια χώρα που λέγεται Ουκρανία – μια χώρα «όπου πάντα όλο και κάτι χαλάει». Εκτός από την καρδιά της. Τη μεγάλη, γενναία, ελεύθερη, ηρωική καρδιά της, αν υποθέσουμε ότι οι χώρες έχουν καρδιά. Έχουν; Μην απαντήσετε, αλλά συνεχίστε να διαβάζετε παρακαλώ.
«Κάτι χάλασε στη χώρα, κάτι χάλασε στο Κίεβο, εκεί όπου πάντα όλο και κάτι χαλάει», μουρμουρίζει ο Σεργκέγιτς που ζει στο ερημωμένο χωριό του στην γκρίζα ζώνη, χωρίς ηλεκτρικό και νερό, χωρίς τηλέφωνο, τηλεόραση και ταχυδρομείο, σχεδόν χωρίς τροφή, με τις βόμβες να σκάνε ολόγυρα, αποκομμένος απ’ όλα. Αλλά όχι όλα: στο γκαράζ του υπάρχει ένα αυτοκίνητο που ακόμα λειτουργεί, και οι κυψέλες με τα μελίσσια του. Τα μελίσσια του, που είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει.
Ο κουρασμένος, παγωμένος, πεινασμένος Σεργκέγιτς αφουγκράζεται συνέχεια ήχους. Υπάρχει η ησυχία του πολέμου (που δεν είναι ποτέ απόλυτη, αφού πάντα ελλοχεύει η καυτή ανάσα του ελεύθερου σκοπευτή που θα σημαδέψει και του όλμου που θα σκίζει τον αέρα) και η ησυχία του άδειου κρύου σπιτιού, «σαν ένα τεράστιο μπουκάλι με χοντρό γυάλινο τοίχωμα που θα μπορούσε να χωρέσει τα πάντα», με μόνο το τικ-τακ του ξυπνητηριού που πρέπει καθημερινά να κουρδίζεται γιατί αλλιώς «στο σπίτι δεν θα υπάρχει ο ζωντανός χρόνος»· υπάρχει ο θόρυβος μέσα στο κεφάλι του, γνώριμος παλιός φίλος, της παλιάς ξεθωριασμένης σπιτικής βότκας που αφού την πιεις σε διαλύει και πρέπει απλώς να περιμένεις μέχρι να περάσει· υπάρχουν οι ήχοι του ανελέητου χειμώνα όπου μέσα του κάθε κραυγή πνίγεται «σαν τις μύγες μες στη μαρμελάδα»· και ο λυπημένος, ηττημένος ήχος του κινητού στο οποίο δεν τολμά να απαντήσει γιατί δεν έχει τα λόγια να πει στη χαμένη του οικογένεια, στη γυναίκα και την κόρη του, αυτά που θα ήθελε. Υπάρχουν οι ήχοι της φύσης (τα πουλιά, το θρόισμα των φύλλων, το αεράκι), η εκκλησία του δηλαδή όπου καθημερινά μπαίνει με σεβασμό όπως μπαίνει και στη βομβαρδισμένη εκκλησία του χωριού του – που αυτή όμως δεν υπάρχει πια. Ο Σεργκέγιτς, απλός, απλοϊκός, τα ακούει όλα: ξυπνάει με τη φασαρία που κάνουν οι αχτίδες του ήλιου, περπατά με τη μουσική που βγαίνει από τα πόδια του πάνω στο χώμα του δάσους και κυρίως, κυρίως, ανασαίνει με το βόμβισμα των μελισσών του, πότε «δυνατό, τρυφερό και λεπτό», και πότε « βαρύ, γήινο και θορυβώδες».
Και για να σώσει αυτές τις μέλισσες που πρέπει σε λίγο, μόλις έρθει η άνοιξη, να βγουν και να βοσκήσουν μακριά από τις βόμβες, θ’ αποχαιρετήσει τον μοναδικό του γείτονα, τον παλιό του συμμαθητή-εχθρό, θα αφήσει το ξυπνητήρι του ξεκούρδιστο και θα περιπλανηθεί στην έξω «μεγάλη γη». Θα πάει όσο μακριά χρειάζεται για να σώσει τις κυψέλες του γιατί αλλιώς «θα τον υποχρεώσουν να πεθάνει κι άλλη μια φορά, κι άλλη μία, για κάθε μέλισσα που πέθανε εξαιτίας του». Και τότε και μόνο τότε, αφού τις πάει σε μέρος ασφαλές,
η ατμόσφαιρα θα γεμίσει από τον γλυκό, οικείο και γαλήνιο βόμβο τον οποίο οι άνθρωποι που αγαπούν τις μέλισσες θεωρούν βολικό και οικείο. Και τότε δεν θα είναι τόσο σημαντικό αν κάπου πυροβολούν, ο άνθρωπος μπορεί να συνηθίσει τα πάντα. Η άνοιξη θα είναι το σημαντικότερο...
Μην κοιτάξεις τον Ουστίμ στα μάτια
Πώς είναι να ζεις τον πόλεμο τον 21ο αιώνα; Έλα ντε. Εμείς που σήμερα παρακολουθούμε τις εικόνες στις τηλεοράσεις μας προσπαθούμε να το φανταστούμε. Ο Σεργκέγιτς «είχε μια παράξενη αίσθηση: λες και έβλεπε τον εαυτό του σε κινηματογραφική ταινία. Δηλαδή ότι όλα γύρω του δεν ήταν αληθινά κι ότι είχαν κινηματογραφηθεί από πριν, σαν τα επίκαιρα, και μόνον αυτός είναι εδώ ζωντανός και ο μόνος που δεν έχει αποτυπωθεί στην ταινία». Η γιαγιά του, όταν ήταν μικρός, του είχε εξηγήσει ότι ποτέ δεν πρέπει να κοιτάξει τον τρελό του χωριού, τον Ουστίμ, στα μάτια, γιατί ενώ ο τρελός ήταν ήμερος και άκακος, αν κλείδωνες τη ματιά σου στη δική του κάτι μέσα του ξυπνούσε και μπορούσε να γίνει τρομερά, τρομερά επικίνδυνος. Ο Σεργκέγιτς προσπαθεί να μην κοιτάξει τίποτα κατάματα. Στο κάτω κάτω αυτόν τον νοιάζει ένα πράγμα, να σώσει τις μέλισσές του. Και μέχρι τότε θα περιμένει τις καλύτερες μέρες. Α, οι καλύτερες μέρες:
Όταν έρθουν αυτές οι μέρες, τότε στον χειμωνιάτικο δρόμο δεν θα είναι εύκολο να περπατάς. Μόνο στην άκρη του δρόμου, στριμωγμένος κολλητά στους φράχτες των σπιτιών, θα μπορείς να περπατάς. Και τότε θα αφήνεις ελεύθερο το δρόμο για τα Ζιγκουλί και τα Βόλγκα. Και για το φορτηγό με την κίτρινη καρότσα και την μπλε επιγραφή Ουκρανικά Ταχυδρομεία, για τον οποίο ο δρόμος θα είναι στενός και θα αναγκάζεται να κινείται πάνω του γέρνοντας.
Μια λαχτάρα, μια ακατάβλητη λαχτάρα για ένα κιτρινομπλέ φορτηγό που θα γράφει «Ουκρανικά Ταχυδρομεία» και θα κάνει τις κανονικές διαδρομές του ενώ ο κόσμος θα στριμώχνεται για να το αφήσει να περάσει· μια λαχτάρα για τους κατοίκους ενός χωριού που θα έχουν επιστρέψει και θα έχουν ξεβιδώσει τις σανίδες με τις οποίες είχαν σφαλίσει τις πόρτες τους, τις σανίδες που έγραφαν «Οι ιδιοκτήτες είναι ζωντανοί» για να ξέρει, όποιος τυχόν περάσει απ’ έξω, ότι αυτό δεν είναι ένα χωριό φαντασμάτων αλλά κατοίκων ολοζώντανων, καταδιωγμένων, που όμως θα γυρίσουν πίσω. Και θα ζήσουν και πάλι όπως παλιά, όπως θέλουν.
Αυτή η λαχτάρα.
«Προλάβαμε τουλάχιστον την Κριμαία»
«Γενικά, είμαι από τη Σιβηρία. Ήρθα εθελοντικά. Για να σας υπερασπιστώ», εξηγεί αεράτα ο μεθυσμένος ρώσος στρατιώτης που εμφανίζεται στο σπίτι του για λίγο ποτό και συντροφιά. «Όλα όσα παλιά ήταν σοβιετικά γίνανε στη συνέχεια ρωσικά. Και ό,τι δεν έγινε ρωσικό θα γίνει στη συνέχεια. Όλα πάντα επιστρέφουν στην αρχή, στο σημείο εκκίνησης.»
Αχά, η αρχή. Για τον απλό αμόρφωτο Σεργκέγιτς η αρχή είναι η γκρίζα ζώνη με την γκρίζα ζωή, η μικρή πατρίδα, η Μάλαγια Σταρογκράντοφκα. Και μετά, η «μεγάλη γη». Το Βεσιόλογιε, κοντά στο Ζαπορόζιε, όπου τα μελίσσια του βρίσκουν καταφύγιο μέσα στο δάσος κι ο ίδιος καταφύγιο μέσα στην αγκαλιά της υπερ-εξυπηρετικής, υπερ-πρόθυμης Γκάλια· και μετά η Κριμαία, γλυκόχρυση σαν το μέλι του, ένα «παραμύθι όπου η φύση όχι απλώς υπηρετεί τον άνθρωπο, μα τον κακομαθαίνει», και το μικρό χωριό Αλμπάτ όπου πάει για να βρει τον παλιό του τάταρο φίλο: «Να πού έπρεπε να ζω!» σκέφτεται. «Ζέστη, ηρεμία, κληματαριά...». Όμως δεν είναι ακριβώς έτσι, γιατί στην παραδεισένια Κριμαία τους μουσουλμάνους Τατάρους τους σέρνουν έξω από τα σπίτια τους και ή τους δολοφονούν επιτόπου ή τους αναγκάζουν να διαλέξουν ανάμεσα στο στρατό ή τη φυλακή. Και μετά, όπως του εξηγεί η συμπαθητική πωλήτρια μελισσοκομικών προϊόντων, «τους Τατάρους θα τους εκτοπίσουν γιατί δεν μας αγαπούν. Γιατί εμείς είμαστε Ρώσοι κι αυτοί δεν σέβονται τις ρωσικές αρχές, τις δικές μας αρχές. Γιατί, όπως είπε ο Πρόεδρος Πούτιν, αυτοί εδώ είναι άγιοι ρωσικοί τόποι».
Άγιοι ρωσικοί τόποι. Και όσοι δεν ανήκουν σ’ αυτούς γίνονται ξένες μέλισσες σε ξένα μελίσσια και αποκτούν χρώμα γκρι που δεν είναι χρώμα, αλλά μνήμη χρώματος. Μνήμη ταυτότητας, που θα χαθεί. «Σ’ εσάς είναι κάπως γκρίζα όλα», παρατηρεί ο Πέτρο, ο άλλος στρατιώτης που πολεμάει με τη μεριά των «άλλων». «Τι ξέρεις για το γκρίζο; Το γκρίζο μπορεί να είναι πολύ φωτεινό», του απαντά ο Σεργκέγιτς. «Μπορώ να σου απαριθμήσω τουλάχιστον είκοσι αποχρώσεις του. Αν ήμουνα πιο μορφωμένος θα ’χα σκεφτεί ειδικές ονομασίες, σαν τα ξεχωριστά λουλούδια».
Σε μια σκακιέρα τοπίων και ανθρώπων υπάρχει το φωτεινό γκρίζο της Ουκρανίας και το διαφορετικό γκρίζο των άγιων ρωσικών τόπων και οι μνήμες που παλεύουν να μην ξεθωριάσουν. Και πιόνια, που όμως δεν κινούνται με τον ίδιο τρόπο: κάποια κινούνται επιθετικά. Ο Σεργκέγιτς, η ξένη μέλισσα στην ξένη κυψέλη, πρέπει συνέχεια να απολογείται: «Δεν είμαι Ρώσος, Ουκρανός είμαι», μουρμουρίζει στη χήρα του τατάρου φίλου του («μα εκεί, ρώσικα μιλάτε», απαντά μπερδεμένη εκείνη). «Δεν είμαι από το Ντονιέτσκ, από την γκρίζα ζώνη είμαι», διαμαρτύρεται στον μεθυσμένο ανάπηρο απόστρατο που του καταστρέφει το αυτοκίνητο σπάζοντας τα τζάμια. Και στο ρωσικό τελωνείο, όταν πρέπει να εξηγήσει ότι του τα έσπασαν επειδή έρχεται από το Ντονμπάς, ο ρώσος ελεγκτής απαντά: «Παράξενα πράγματα γίνονται εκεί! Δόξα τω Θεώ, προλάβαμε τουλάχιστον την Κριμαία».
Ποια είναι λοιπόν η αρχή; Ο απλός αμόρφωτος Σεργκέγιτς την ξέρει κι ας μην έχει τις λέξεις, και το ίδιο και οι μέλισσές του που μόλις έρχονται σε επαφή με τον ξένο εισβολέα γκριζάρουν. Δεν χρειάζεται πολύ: αρκεί ένα άγνωστο παραβατικό χέρι να μπει μέσα στη ζεστή κυψέλη τους και το χρώμα τους θα θαμπώσει κι αυτό που η φύση διάλεξε ως τάξη και ισορροπία θα υποχωρήσει, και στη θέση του θα κυριαρχήσει η βία: οι ίδιες οι μέλισσες θα διώξουν τις «μολυσμένες» ανάμεσά τους, για να αποκατασταθεί η τάξη που είναι η ανάγκη κι η επιταγή της φύσης. Ναι, όλα επιστρέφουν στην αρχή, αλλά ποια είναι αυτή δεν συμφωνούν όλοι – δεν θέλουν, ή δεν ξέρουν. Ο Κούρκοφ όμως μας την υποδεικνύει: μια ταυτότητα, μια ιδιότητα, μια αίσθηση του ανήκειν σε έναν τρόπο ζωής που δεν αλλάζει. Που αν αλλάξει, θα χάσει το χρώμα της.
Ο φόβος είναι πράγμα αόρατο, λεπτό. Σαν ιός ή βακτήριο. Μπορείς να τον αναπνεύσεις με τον αέρα, να τον πιεις τυχαία με το νερό ή τη βότκα, να τον κολλήσεις από τα αυτιά και να τον δεις με τα ίδια σου τα μάτια τόσο δυνατά που η αντανάκλασή του θα μείνει ακόμα κι όταν αυτός ο φόβος θα έχει εξαφανιστεί.
Ο ύπνος με τις μέλισσες
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να πλησιάσουμε μια χώρα, και η λογοτεχνία είναι ένας απ’ αυτούς. Όχι γιατί μας δίνει χάρτες και τοπωνύμια και ημερομηνίες, αλλά γιατί κάποια συναισθήματα που γλιστρούν από σελίδα σε σελίδα (δηλαδή λέξεις και εικόνες που συρράπτουν μικρά κομματάκια συγκίνησης) μοιάζουν τόσο αληθινά ώστε λειτουργούν σαν όλα τα παραπάνω. Στις Γκρίζες Μέλισσες ο ήρωας θα περιπλανηθεί και θα επιστρέψει κουβαλώντας πάντα μαζί του το πιο πολύτιμο συστατικό της ύπαρξής του: τις μέλισσες και τον τόπο του. Που δεν μπορούν να υπάρξουν το ένα χωρίς το άλλο. Και όταν φοβάται, και όταν οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν, ξαπλώνει και κοιμάται πάνω στις κυψέλες του. «Οι μέλισσες ήταν πολύ ήσυχες. Ο Σεργκέγιτς δεν ένιωθε τον συνηθισμένο του βόμβο αποκάτω. Αντιλήφθηκε την ηρεμία και την ένωση με τον γαληνεμένο κόσμο που ξεκουραζόταν». Έτσι, αναπνέοντας ήσυχα, «τυλιγμένος με τη ζεστασιά της Κριμαίας», ο ήρωας του Κούρκοφ ονειρεύεται, αυτοπροσδιορίζεται, θεραπεύεται. Βρίσκεται στον κόσμο του – και αυτόν τον κόσμο τον βρίσκουμε λίγο κι εμείς, διαβάζοντας τη βαθιά ένωση τόπου και ανθρώπου.
Φυσικά (ευτυχώς) ο Σεργκέγιτς δεν είναι άγιος. Μαντεύουμε ότι υπήρξε άδικος με τη γυναίκα του, πεισματάρης, φωνακλάς· ότι στη δουλειά του (επιθεωρητής ασφαλείας ορυχείων) έβλεπε και δεν έβλεπε – η σύνταξη «αναπηρίας» του δεν πείθει. Μαντεύουμε ότι δεν θα ανταποκριθεί στις σιωπηρές ελπίδες της Γκάλια που τόσο τον περιποιήθηκε, ελπίδες που ο ίδιος καλλιέργησε. (Αστερίσκος: όπως συμβαίνει πολύ συχνά σε βιβλία αντρών συγγραφέων, τον περιπλανώμενο ήρωα τον θέλουν όλες χωρίς, μα το θεό, να καταλαβαίνουμε γιατί. Ο Σεργκέγιτς είναι, αντιλαμβανόμαστε, λιγομίλητος, πάμφτωχος, άπλυτος, γέρος, ασθενικός, και ίσως όχι και πολύ έξυπνος. Όμως η Γκάλια, έξυπνη, δουλευταρού, καταφερτζού, ερωτική και ποθητή, η Γκάλια/Γκαλίνα που έχει απορρίψει άλλους του χωριού της, με το που τον βλέπει τον θέλει. Γιατί; Γιατί έτσι κυλούν, διαχρονικά και γαλήνια, οι αντρικές φαντασιώσεις!) Αλλά ας είμαστε δίκαιοι: ο Σεργκέγιτς έχει ένα βασικό προσόν, την καλοσύνη. Τη βαθιά καλοσύνη. Την ιδιότητα που τον κάνει να βασανίζεται με τη θέα του άταφου μέσα στα χιόνια νεκρού στρατιώτη και να διακινδυνεύσει τη ζωή του για να τον σκεπάσει με λίγα κομμάτια πάγου, αποδίδοντάς του το ελάχιστο πανανθρώπινο ταφικό έθιμο. Και όταν καταλαβαίνει ότι ο στρατιώτης αυτός ήταν «ο Άγιος Βασίλης με τις καραμέλες» που περιμένουν τα παιδιά της διπλανής πόλης, πάλι με κίνδυνο της ζωής του τους πηγαίνει αυτός τις καραμέλες.
Η γραφή του Κούρκοφ είναι ζωντανή, άμεση, γλαφυρή. Οι ήχοι και οι σιωπές, τα χρώματα και οι γεύσεις, και κυρίως η φύση σε όλη την γκάμα των εποχών της ανάβουν τις σελίδες του βιβλίου που διαβάζεται γρήγορα, λαχανιαστά και απολαυστικά. Η φρίκη του πολέμου είναι παρούσα, ναι, αλλά σαν μακρινό βουητό, σχεδόν μια λεπτομέρεια σε σύγκριση με τα αρώματα των ώριμων βερίκοκων και του καινούργιου χορταριού, με τη μοναδική νοστιμιά του μπορς που μαγειρεύτηκε όπως πρέπει. Με την απαράμιλλη ανάλαφρη τρυφερότητα των λεπτομερειών, όπως το πέταγμα μιας μέλισσας που μπαίνει μέσα στο αυτοκίνητο μαζί με το αεράκι και στέκεται κοντά στο αυτί του Σεργκέγιτς προτού αυτός τη διώξει με τα γέλια του· μπροστά στην ανθρώπινη επαφή που, κι αν δεν είναι ακριβώς έρωτας, δεν έχει και πολλά να του ζηλέψει:
Της έγνεψε, της χάιδεψε με τη μύτη τον κρόταφό της, κατέβηκε στο αυτί της κι ένιωσε την παγωνιά του χρυσού σκουλαρικιού. Η γλυκόπικρη μυρωδιά των μαλλιών της ήταν τόσο ξεχωριστή που εκείνη τη στιγμή ήξερε πως η Γκαλίνα ήταν ο πιο κοντινός του άνθρωπος. Δεν ήθελε να την αφήσει, αλλά τα χέρια του χαλάρωσαν το αγκάλιασμα.
Την Γκαλίνα την αφήνει πίσω του, όπως αφήνει και τη χήρα του φίλου του, το πρόσωπο της οποίας αποτυπώνεται με λίγες μεν λέξεις αλλά όσες ακριβώς χρειάζονται, και όπως αφήνει και τη γυναίκα του και την κόρη του. Κι αν όλα αυτά είναι γλυκά σαν έρωτας, γλυκά υποχωρούν.
Ο ήλιος της Ουκρανίας
Καραμέλες και μέλι. Με υπόβαθρο τη φρίκη του πολέμου και την απειλή ακόμα μεγαλύτερων συμφορών, η γεύση αυτού του βιβλίου δεν είναι πικρή. Ποτίζεται από μια γλύκα που συνοψίζει, αισθάνομαι, τη στέρεη δύναμη της ένωσης του ανθρώπου με τη γη του, δύναμη που αποτελείται από τα λίγα και βασικά που τροφοδοτούν την καρδιά μιας χώρας. Η γλύκα του τόπου που αγαπάς για το φως του που είναι μοναδικό, γιατί είναι το φως της δικής σου πατρίδας.
«Και να ξέρετε αυτό: αν υπάρχει ένα πράγμα για το οποίο αξίζει να τραγουδά κανείς, είναι ο ήλιος», έγραψε ο Ισαάκ Μπάμπελ πριν από πολλά χρόνια.[2] Το να μιλήσουμε για τα βιβλία του Μπάμπελ δεν είναι της παρούσης, εξάλλου ίσως και να υπάρχουν εσωτερικοί διάδρομοι που ακυρώνουν χρόνους και τόπους έτσι ώστε να συναντώνται οι λέξεις που έχουν σημασία. (Υπάρχουν; Μην απαντήσετε). «Είναι λοιπόν αλήθεια ότι, σε ολόκληρη τη ρωσική λογοτεχνία, δεν υπάρχει ούτε μία διαυγής και χαρούμενη περιγραφή του ήλιου; [...] Ο Γκόρκι αγαπά τον ήλιο επειδή η Ρωσία είναι σάπια και στρεβλή, επειδή οι άνθρωποι εκεί είναι μαλθακοί, βαρείς, κατά καιρούς ακατανόητοι και συγκινητικοί και απίστευτα, απύθμενα ενοχλητικοί. Ο Γκόρκι ξέρει γιατί αγαπά τον ήλιο – ξέρει γιατί πρέπει κάποιος να αγαπά τον ήλιο».
Ο ήρωας του Κούρκοφ επίσης ξέρει τι αγαπά και γιατί και επομένως τι κάνει και τι δεν κάνει, τι προδίδει, τι εγκαταλείπει και τι περισώζει: αγαπά τον τόπο του. Και το ίδιο και το παιδί που ήταν κάποτε ο Μπάμπελ, που κρατά, μέσα από τις αναμνήσεις του από τη φρίκη των πολέμων και των πογκρόμ, της φτώχειας και της αδικίας, αυτή την ανάμνηση της Οδησσού:
Έφτασαν στη γωνία και έστριψαν στην οδό Πούσκιν. Έμεινα εκεί μόνος, κρατώντας σφιχτά το ρολόι μου και ξαφνικά, με μια διαύγεια που δεν είχα αισθανθεί ποτέ μέχρι τότε στη ζωή μου, είδα τις ψηλές κολόνες του Δημοτικού Συμβουλίου, τα φωτισμένα φυλλώματα της λεωφόρου και το μπρούντζινο κεφάλι του Πούσκιν με πάνω του τη χλωμή αντανάκλαση του φεγγαριού. Για πρώτη φορά είδα όλα όσα με περιτριγύριζαν έτσι ακριβώς όπως ήσαν – σιωπηλά, κι ανείπωτα όμορφα.[3]
Υπάρχει μια χώρα όπου πάντα όλο κάτι χαλάει, όπου τώρα χάλασαν πάρα πολλά, αλλά όχι η καρδιά της. Ίσα ίσα που αυτή τώρα χτυπάει όλο και πιο δυνατά και εμείς μπορούμε να την ακούσουμε καλύτερα, να τη μάθουμε, να την καταλάβουμε κάπως. Να τη θαυμάσουμε λίγο περισσότερο.
[1] Γιώργος Παμπούκης, Τύχη, Πατάκη, Αθήνα 2014.
[2] Isaac Babel, Odessa (1916), Odessa Stories, Pushkin Press 2016, βλ. και Το Άρωμα της Οδησσού, μτφρ. Β. Πουλάκος, εκδ. Ροές, Αθήνα 2011.
[3] Isaac Babel, ό.π.