Η απελευθέρωση αυτή είναι μια λειτουργία χαράς κι απόλαυσης, ίσως και φόβου, για αμφότερες τις πλευρές: το έγκλειστο πνεύμα και τον τυχερό που το απελευθέρωσε. Τότε, δύο κόσμοι συναντώνται, αυτός του αναγνώστη μ’ εκείνον του συγγραφέα. Το πνεύμα που έκλεισε ο συγγραφέας δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο αν λυτρωθεί μ’ εκείνο του αναγνώστη. Το ένα οικειοποιείται το άλλο.
Αλλ’ ας έλθουμε στο προκείμενο. Πρέπει να γράψω κείμενο για τη ρουμπρίκα «Το Μικρό και το Μεγάλο» που φιλοξενείται σ’ αυτό το περιοδικό για τα βιβλία.
Το μικρό βιβλιαράκι που στο εξώφυλλό του έχει τη φωτογραφία ενός μελαγχολικού όμορφου άνδρα, του Όσιπ Μαντελστάμ, με τον τίτλο Το αιγυπτιακό γραμματόσημο, ίσως να είναι κατάλληλο.
Αναρωτιέμαι, τι περιέχει άραγε μια νουβέλα που αφορά ένα γραμματόσημο μιας άλλης μακρινής χώρας; Ήδη, όμως, διάκειμαι θετικά, περιμένω ότι θ’ ανοίξω το βιβλίο και θα εισέλθω σ’ έναν άλλο κόσμο. Σ’ εκείνον του μεγάλου ρώσου ποιητή, του Όσιπ Μαντελστάμ, που άνθησε στα προεπαναστατικά χρόνια, επέλεξε, παρά τις διαφωνίες και τις ανησυχίες για την τροπή των πραγμάτων, να μη φύγει από τη μετα-οκτωβριανή Ρωσία ενώ, αργότερα, στη σταλινική εποχή, πέρασε όλη του την ζωή σε εξορίες, φυλακές και γκουλάγκ.
Ανοίγω το βιβλίο κι αναμένω έναν κόσμο πνεύματος, ευαισθησίας και ελευθερίας· είναι οι τρεις επιθυμίες προς το τζίνι του βιβλίου.
Όπως συνήθως, δεν διαβάζω τον πρόλογο, τον αφήνω για μετά, θέλω να εισέλθω γυμνός από προϊδεασμούς κι αποσκευές στον κόσμο του βιβλίου. Από τις πρώτες σελίδες, λοιπόν, έρχομαι σε επαφή μ’ έναν παράξενο αλλά γοητευτικό κόσμο· δεν υπάρχει αφήγηση με αρχή, μέση και τέλος που να συγκροτεί μια ιστορία. Μόλις που γίνεται αντιληπτός ο αφηγηματικός χώρος (Πετρούπολη), για το χρόνο χρειάστηκε να διαβάσω τον πρόλογο της μεταφράστριας (μεταξύ της επανάστασης του Φλεβάρη και του Οκτώβρη, 1917). Υπάρχει μια αφήγηση συμβάντων και καταστάσεων σε πρώτο πρόσωπο (ταυτίζεται με τον συγγραφέα), συγχρόνως αυτή περιστρέφεται γύρω από πρόσωπα, τον Παρνόκ, τον ίλαρχο Κρζιζανόφσκι, τον ράφτη Μέρβις, κ.ά., μάλλον πλευρές του συγγραφέα, σε τρίτο πρόσωπο.
Ο αναγνώστης περιδιαβάζει ένα φαντασιακό σύμπαν που το συνδιαμορφώνουν καθημερινές εμπειρίες και παρατηρήσεις, όπως μεταλλαγμένες εισπράττονται από τον συγγραφέα. Μεταφορές που συγκροτούν έναν παράλληλο κόσμο στον οποίο ο χώρος και ο χρόνος δεν έχουν σημασία, καθώς τα συμβάντα γίνονται κυρίως μέσα στο μυαλό του κεντρικού αφηγητή.
Αυτή η άχρονη αφήγηση δεν συγκροτεί μια κατασκευασμένη ιστορία αλλά, ακολουθώντας την τυχαιότητα της καθημερινής σειράς ακατάστατων εξωτερικών ερεθισμάτων που έρχονται με ορμή σ’ επαφή με τον εσωτερικό κόσμο (εμπειρίες, μνήμες, ιδέες, προτιμήσεις) του συγγραφέα, δημιουργεί ένα ολόκληρο σύμπαν στο μυαλό του το οποίο διατυπώνεται στο βιβλίο. Σύμπαν όμορφο, πνευματώδες και ελκυστικό, που παράλληλα θέτει το ερώτημα: τι είναι ασήμαντο και τι σημαντικό; και ποια η σχέση μεταξύ τους;
Ο Μαντελστάμ μας παρουσιάζει τις απόψεις του σχετικά με την αφήγηση σε αρκετά αποσπάσματα του βιβλίου, όπως:
Δεν με φοβίζουν οι ασυνάφειες και οι ασυνέ-
χειες.
Κόβω το χαρτί μ’ ένα μεγάλο ψαλίδι.
Κολλάω επάνω μικρά κρόσσια.
Κάθε χειρόγραφο μοιάζει με θύελλα.
Είναι κατάσπαρτο με κουρέλια και κατά-
πληγωμένο από ραμφίσματα.
Είναι μια σονάτα που δεν έχει ακόμα κα-
θαρογραφεί.
Καλύτερα να μουτζουρώνεις παρά να
γράφεις.
Δε με φοβίζει το ράψιμο ούτε η κιτρινισμέ-
νη κόλλα.
Κάνω το ράφτη, το ρέμπελο.
Ζωγραφίζω τον Μαρά, το τυλιγμένο με
κάλτσες κεφάλι του.
Σχεδιάζω πετροχελίδονα.
Σε ένα άλλο σημείο λέει:
Σκίστε το χειρόγραφό σας, κρατήστε όμως τις σημειώσεις που κάνατε στο περιθώριο από ανία, αμηχανία, σαν υπνωτισμένοι. Τούτα τα τυχαία αφανή πλάσματα της φαντασίας σας δε θα χαθούν από προσώπου γης – θα πάρουν αμέσως τις θέσεις τους […].
Και παρακάτω:
Πώς να περιγραφεί η απόλαυση που νιώθει ένας αφηγητής όταν αφήνει το τρίτο πρόσωπο και περνά στο πρώτο! Είναι σαν να προσπαθείς να ξεδιψάσεις γεμίζοντας συνέχεια μικρά άβολα ποτηράκια-δαχτυλήθρες, κι αίφνης να τα βάζεις στην άκρη και ν’ αποφασίζεις να πιείς απευθείας από τη βρύση φρέσκο δροσερό νερό.
Πραγματικά, διαβάζοντας το βιβλίο εισέρχομαι σ’ έναν κόσμο που, αν και ακολουθεί τα μικρά τυχαία καθημερινά συμβάντα, είναι ένας κόσμος πνεύματος, ευαισθησίας κι ελευθερίας.
Το δύσκολο κι απαιτητικό κείμενο είναι καλά μεταφρασμένο από τη Βιργινία Γαλανοπούλου και η έκδοση ιδιαίτερα επιμελημένη.
Οποιοδήποτε απόσπασμα από το βιβλίο θα μπορούσε να διαβαστεί αυτονόμως σαν μικροδιήγημα. Επέλεξα ένα που σχετίζεται με τη μουσική. Διαβάστε το παρακάτω.
Στην Πετρούπολη με τα συχνά κοντσέρτα, τα κίτρινα κτίρια, τα δυσοίωνα σημάδια
Από τον Όσιπ Μαντελστάμ
Μια παρτιτούρα ευχαριστεί το μάτι όπως η μουσική χαϊδεύει την ακοή. Τα μαύρα πλήκτρα ανεβοκατεβαίνουν τις κλίμακες του πιάνου σαν φανοκόροι που σκαρφαλώνουν πάνω-κάτω στους φανοστάτες. Κάθε μέτρο θυμίζει βαρκούλα φορτωμένη σταφίδες και μαύρα σταφύλια.
Ένα πεντάγραμμο είναι, πρώτα πρώτα, ένας μικρός στόλος από ιστιοφόρα σε διάταξη μάχης – είναι όμως και το σχέδιο που ακολουθεί καθώς βυθίζεται μία νύχτα διάστικτη με κουκούτσια από δαμάσκηνα.
Οι μαζούρκες του Σοπέν κατηφορίζουν ατέλειωτα ανοιχτά μονοπάτια, οι σπουδές του Λιστ κατρακυλούν τις πλατιές, στολισμένες με καμπανούλες σκάλες, ο Μότσαρτ πλανιέται πάνω απ’ τους κρεμαστούς κήπους με τα παρτέρια που τρέμουν ανάμεσα στα πέντε σύρματά τους· όλα τούτα όμως δεν έχουν τίποτα κοινό με τους χαμηλούς θάμνους μιας σονάτας του Μπετόβεν.
Οι νότες απλώνονται σαν χιμαιρικές πόλεις, με τα πουλόσπιτα όπου φωλιάζουν τα ψαρόνια να στέκουν πάνω από καυτό ρετσίνι.
Στο μουσικό αμπέλι του Σούμπερτ τα σταφύλια είναι πάντα γεμάτα ραμφίσματα, μέχρι τα κουκούτσια τους, και τα τσαμπιά τα μαστιγώνουν συνέχεια θύελλες.
Όταν πλήθη από φανοκόρους, με τις σκαλίτσες τους παραμάσχαλα, τρέχουν πέρα-δώθε στους δρόμους και πότε κρεμούν υφέσεις και σκουριασμένους γάντζους, πότε στερεώνουν τις ανεμοδούρες με τις διέσεις και κατεβάζουν τελείως τις ταμπέλες από κάποια ατροφικά μέτρα, τότε πρόκειται βέβαια για Μπετόβεν· αλλά κι όταν το ιππικό των ογδόων και των δεκάτων έκτων, με τα χάρτινα λοφία, τα εμβλήματα και τα λάβαρα, ξεχύνεται στην επίθεση, έχουμε και πάλι να κάνουμε με τον Μπετόβεν.
Μια παρτιτούρα είναι μια επανάσταση σε κάποια παλιά γερμανική πόλη.
Παιδιά με μεγάλα κεφάλια. Ψαρόνια, άλογα που ξεζεύονται απ’ την άμαξα του πρίγκηπα. Σκακιστές που ορμούν έξω απ’ τα καφενεία κραδαίνοντας βασίλισσες και στρατιώτες.
Να και οι χελώνες, τεντώνουν τα μαλακά κεφαλάκια τους και παραβγαίνουν στο τρέξιμο – αυτός είναι ο Χαίντελ.
Όμως πόσο πολεμόχαρες είναι οι παρτιτούρες του Μπαχ, τούτες οι αρμαθιές με ξερά μανιτάρια που κρέμονται επιβλητικές.
Στην οδό Σαντόβαγια, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Σκέπης υψώνεται ο πύργος της πυροσβεστικής. Τις παγερές μέρες του Γενάρη, σκορπίζει ρώγες σταφύλια – είναι οι μπάλες που δίνουν το σήμα για να μαζευτούν όλες οι μονάδες. Κάπου εκεί κοντά έπαιρνα μαθήματα μουσικής. Μ’ έβαζαν να γυμνάζω τα χέρια μου σύμφωνα με τη μέθοδο Λεσετύτσκι.
Αφήστε στον Σούμαν ν’ απλώνει με ράθυμες κινήσεις τις νότες του, σαν μπουγάδα για στέγνωμα, την ώρα που, ακριβώς από κάτω, κάνουν τη βόλτα τους ψηλομύτηδες Ιταλοί. Κι όσο για τ’ απαιτητικότατα περάσματα του Λιστ, ας κουνούν τις πατερίτσες τους κι ας σέρνουν πέρα-δώθε την πυροσβεστική σκάλα.
Το πιάνο μας ήταν ένα πανέξυπνο και καλοκάγαθο θηρίο, κλεισμένο στο σαλόνι· είχε χρυσές φλέβες, ξύλινη σάρκα γεμάτη ίνες και μονίμως καταπονημένα οστά. Το προσέχαμε να μην πουντιάσει και το ταΐζαμε ελαφρές σονατίνες, τρυφερές σαν σπαράγγια…
Θεέ μου! Μη με κάνεις σαν τον Παρνόκ! Δώσ’ μου τη δύναμη να μην ταυτιστώ μαζί του.
Βλέπεις στεκόμουν κι εγώ στην τεράστια ουρά που προχωρά σημειωτόν προς το κίτρινο γκισέ του θεάτρου Αλεξάνδρα – πρώτα έξω, στο τσουχτερό κρύο, έπειτα στο χαμηλοτάβανο φουαγιέ με την πνιγηρή όπως τα λουτρά ατμόσφαιρα. Και για να είμαι ειλικρινής, και το θέατρο μου προκαλεί φόβο – ένα ρίγος, σαν να μπαίνω σε αγροτόσπιτο χωρίς καμινάδα και με κιτρινισμένους τοίχους ή στα λουτρά κάποιου χωριού, όπου διαπράχθηκε ένα άγριο έγκλημα για ένα πανωφόρι από προβιά κι ένα ζευγάρι κετσεδένιες μπότες. Έπειτα κι εγώ, μοναχά σε τούτη την Πετρούπολη μπορώ να ζήσω, με τα συχνά κοντσέρτα, τα κίτρινα κτίρια, τα δυσοίωνα σημάδια, τη σκυθρωπή όψη, τον χειμωνιάτικο αέρα της.