Το βιβλίο είναι γραμμένο σε παλιά αγγλικά, και πρόσθετη μεταφραστική δυσκολία συνιστά η ενσωμάτωση, στην περιγραφή των πολεμικών γεγονότων, λυρικών αναφορών για τη φύση. Είναι πολύ καλά μεταφερμένο στη γλώσσα μας από την Κατερίνα Σχινά, (στην έκδοση που διάβασα και αναφέρομαι), ενώ έχει βγει και σε άλλες τρεις μεταφράσεις (που δεν γνωρίζω).
Το βιβλίο δεν αφορά μόνο τον συγκεκριμένο πόλεμο. Μας δείχνει τον ψυχολογικό μηχανισμό παντός πόλεμου, πώς ένας φιλήσυχος πολίτης που μέχρι να καταταγεί ασχολείται με ειρηνικά έργα μετατρέπεται σε πολεμιστή. Η θεώρηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν δίνει το όνομα του περιγραφόμενου πολέμου, της συγκεκριμένης μάχης, ούτε του τόπου· οι εχθροί έχουν αποπροσωποποιημένα ονόματα: γκρίζες στολές, γκρίζο τείχος, γκρίζα σημάδια, αναλόγως αποπροσωποποιημένα ονόματα έχουν οι ημέτεροι: οι μπλε στολές, το μπλε φίδι που κινείται, κ.λ.π· αλλά ούτε ο ήρωας ονοματίζεται περίπου μέχρι τα μισά του βιβλίου, αποκαλείται «ο νεαρός», αν και η αφήγηση κυριολεκτικά αφορά αυτά που συμβαίνουν μέσα στο δικό του κεφάλι.
Ο Κρέιν επιλέγει να παρακολουθήσει τον «νεαρό» κεντρικό ήρωά του, έναν αγρότη, να φεύγει από κάποιο χωριό για να καταταγεί στους μπλε, δίχως να ξέρει πού ακριβώς πηγαίνει και τι πρόκειται να του ζητηθεί να κάνει· ακολουθεί το συρμό με την νεφελώδη άποψη ότι θα συμμετάσχει σε μια ηρωική διαδικασία.
Ακολουθεί ένα ψυχολογικό σπειροειδές μεταπτώσεών του, με αλληλοδιαδεχόμενα αισθήματα. Αισθήματα φόβου για το αν θα τα καταφέρει ή αν θα φύγει τρέχοντας για να γλιτώσει. Αισθήματα οργής για τους εχθρούς. Ενοχές για τις πολλαπλές ολιγωρίες και ανεπάρκειες. Συμπάθεια και αντιπάθεια, αναλόγως, για τους συναδέλφους του στρατιώτες. Θυμό για τους αναίσθητους ανωτέρους που δεν υπολογίζουν τους στρατιώτες ως ανθρώπους.
Κάποια στιγμή παίρνει την απόφαση να τους «δείξει αυτός», χωρίς ωστόσο να μπορεί να πραγματοποιήσει την απειλή του, αφού σύντομα καταλαβαίνει ότι έχει παγιδευτεί κι ότι δεν έχει άλλη επιλογή παρά να προχωρήσει προς τα μπρος. Ώσπου, τελικά, φτάνει στο κρεσέντο της πολεμικής έξαρσης, αποδεχόμενος ότι αφού πρέπει να κάνει τη δουλειά, καλύτερα ας την κάνει όσο πιο καλά μπορεί, για να απαλλαγεί γρηγορότερα απ’ αυτή.
Οι ψυχολογικές μεταπτώσεις ακολουθούν τα πραγματικά στοιχεία της εκστρατείας και κάνουν τον νεαρό να δρα. Ένα άλλο στοιχείο που τον πιέζει και τον ερεθίζει είναι η αδιάφορη για το ανθρώπινο δράμα φύση· επιμένει να ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς και να λάμπει όμορφα, ξένη στη βαρβαρότητα και την κτηνωδία του πολέμου των ανθρώπων.
Η γέννηση ενός έθνους
Έρχεται μια στιγμή που ο νεαρός αδιαφορεί για τον εαυτό του, ακόμη και για το αν θα πεθάνει. Απαλλαγμένος από το φόβο, λοιπόν, συμμετέχει στο ατσάλινο εμείς ενός πολεμικού έθνους. Και στο σημείο αυτό, ο Κρέιν αιφνιδίως του δίνει όνομα: είναι ο στρατιώτης Χένρι Φλέμινγκ. Το εγώ μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχθεί μόνο εν κοινωνία, στη συγκεκριμένη περίπτωση την κοινωνία των στρατιωτών, όσο σκληρή κι αν είναι αυτή, όσο αδυσώπητες κι αν είναι οι υποχρεώσεις της.
Ο αγρότης από ατομικός παραγωγός μετατρέπεται σε πολεμιστή ενός έθνους. Κι αυτή η διαδικασία είναι ανάλογη με τη διαδικασία της ολοκλήρωσης του αμερικανικού έθνους – μια διαδικασία, πάντως, που είχε αρχίσει νωρίτερα, με την επανάσταση της ανεξαρτησίας. Τελικά, το αμερικανικό έθνος αποκτά συνείδηση του όλου εαυτού του μέσα απ’ τον εμφύλιο πόλεμο και έτσι μετατρέπεται σε δύναμη που στην πορεία θα αναζητήσει την ευρύτερη κυριαρχία στο δυτικό ημισφαίριο. Ο ίδιος ο Κρέιν, αργότερα, πάει πολεμικός ανταποκριτής στον Ισπανοαμερικανικό.
Καταπληκτική είναι η αφήγηση στο τμήμα εκείνο όπου ο νεαρός παίρνει το βάπτισμα του πυρός. Ο Κρέιν περιγράφει τι αισθάνεται και ποια είναι τα εξωτερικά στοιχεία που αλλάζουν τις σκέψεις και τις αντιλήψεις του, αναμένοντας τη μάχη και, λίγο μετά, στη διάρκειά της. Νομίζω ότι αποτελεί πυρήνα του μυθιστορήματος, ενώ μπορεί να διαβαστεί ως μικροδιήγημα, αυτόνομα. Το παραθέτω στη συνέχεια.
Stephen Crane
Ξεφυσούσε, γέμιζε, όπλιζε, χτυπούσε
Έριξε μια γρήγορη ματιά στο πλημμυρισμένο από εχθρούς πεδίο της μάχης· ήταν αρκετή ώστε να πάψει αμέσως ν’ αναρωτιέται αν το όπλο του ήταν γεμάτο. Προτού καν νιώσει έτοιμος να ξεκινήσει –προτού πείσει τον εαυτό ότι είναι έτοιμος να πολεμήσει– σκόπευσε με το υπάκουο, καλά ζυγιασμένο τουφέκι του και πυροβόλησε – μια πρώτη άγρια βολή. Και από εκεί και πέρα άρχισε να δουλεύει το όπλο του χωρίς να σκέφτεται.
Ξαφνικά έπαψε να ενδιαφέρεται για τον εαυτό του και τις απειλές της μοίρας. Δεν έγινε άντρας, έγινε μέλος ενός συνόλου. Αισθάνθηκε ότι διακυβευόταν κάτι του οποίου αποτελούσε μέρος – ένα σύνταγμα, ένας στρατός, μία χώρα. Ήταν σαν να ’χε συγκροτηθεί ξαφνικά σε μια ενιαία προσωπικότητα, κυριαρχημένη από μία και μόνη επιθυμία. Για λίγες στιγμές ένιωσε ότι ήταν αδύνατο να το βάλει στα πόδια – όσο αδύνατον ήταν και για ένα δαχτυλάκι να επαναστατήσει ενάντια στο χέρι.
Αν του είχε περάσει από το μυαλό ότι το σύνταγμα επρόκειτο να εκμηδενιστεί, ίσως να έσπευδε από νωρίς να αποκοπεί. Όμως ο θόρυβος του έδινε σιγουριά. Το σύνταγμα έμοιαζε με πυροτέχνημα που, άπαξ και αναφλεγεί, συνεχίζει, ανεξάρτητα από τις συνθήκες, να σπινθηρίζει, ώσπου να σβήσει η εκτυφλωτική ζωηρότητά του. Ξεφυσούσε, γέμιζε, όπλιζε, χτυπούσε με κραταιά ισχύ. Ο νεαρός είχε ένα φευγαλέο όραμα: είδε το έδαφος μπροστά του σπαρμένο με τα κορμιά των ηττημένων.
Είχε πάντοτε συνείδηση της παρουσίας των συντρόφων του γύρω του. Ένιωθε ότι η ευγενική αδελφότητα της μάχης ήταν πιο ισχυρή και από την υπόθεση για την οποία πολεμούσαν. Ήταν μια μυστηριώδης αδελφότητα που τους δεσμούς της συνέσφιγγε ο καπνός και ο κίνδυνος του θανάτου.
Ρίχτηκε στη δουλειά. Έμοιαζε με ξυλουργό που είχε κατασκευάσει πολλά κιβώτια και τώρα έπρεπε να φτιάξει άλλο ένα, κι αυτό το ένα βιαζόταν τρομερά να το τελειώσει. Με τη σκέψη του, πάντως, μεταφερόταν σε άλλα μέρη, όπως ο ξυλουργός που, ενώ δουλεύει, σφυρίζει και σκέφτεται τον φίλο ή τον εχθρό του, το σπίτι του ή το σαλούν. Όμως αυτά τα όνειρα που τον συντρόφευαν και τον παρότρυναν δεν μπορούσε να τα ανακαλέσει αργότερα με λεπτομέρειες· παρέμεναν μία μάζα από θολά σχήματα.
Τώρα άρχιζε να αισθάνεται τι σήμαινε ατμόσφαιρα πολέμου και τι προκαλούσε στον άνθρωπο: τώρα ένιωθε τον ιδρώτα που έτσουζε, την αίσθηση ότι οι βολβοί των ματιών του ήταν έτοιμοι να ραγίσουν σαν καυτές πέτρες, το καυτό μουγκρητό σαν λιωμένο μολύβι στ’ αυτιά του.
Και τότε τον κατάλαβε πυρακτωμένη οργή, κάτι σαν την έντονη αγανάκτηση ενός ζώου που το τυραννούν, μιας καλόβολης αγελάδας που την παρενοχλούν σκυλιά. Μια λυσσαλέα αίσθηση τον είχε δέσει με το τουφέκι του, μια μανία που μπορούσε να εκτονωθεί μόνο αν με κάθε του βολή έπαιρνε κι από μια ζωή. Ήθελε να ορμήσει ανάμεσα στους εχθρούς και να τους στραγγαλίσει με τα ίδια του τα χέρια. Λαχταρούσε να ’χε την δύναμη να σαρώσει με μια κίνηση όλο εκείνο το λεφούσι, σαν να ’τανε μυρμήγκια. Η ανεπάρκειά του, ολοφάνερη στα μάτια του, δυνάμωνε την οργή του και συνάμα την έκανε ανώφελη, όπως εκείνη ενός έξαλλου ζώου.
Θαμμένος στον καπνό των αμέτρητων τουφεκιών, ο θυμός του δεν κατευθυνόταν τόσο εναντίον των ανδρών που ήξερε ότι έτρεχαν προς το μέρος του, όσο εναντίον των φαντασμάτων από αιθάλη που στροβιλίζονταν γύρω του και του προκαλούσαν ασφυξία, χώνοντας τα γκρίζα πέπλα τους στον ολόστεγνο λαιμό του. Πολεμούσε μανιασμένα για μια ανάπαυλα αισθήσεων, για λίγο αέρα, σαν ένα μωρό που το πνίγουν και επιτίθεται στις ολέθριες κουβέρτες του.
μετάφραση: Κατερίνα Σχινά
[i] Στα ελληνικά, το βιβλίο εκδόθηκε την ίδια χρονιά, σχεδόν ταυτόχρονα, από άλλους δύο εκδοτικούς οίκους, εκτός από τον ήδη αναφερόμενο (διαλέγεσθαι), με διαφορετικούς τίτλους: Το κόκκινο σήμα του θάρρους, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2019, Το κόκκινο έμβλημα του θάρρους. Η ξεσκέπαστη βάρκα, Αρμός, Αθήνα, 2019, ενώ στο παρελθόν, το 1988, είχε εκδοθεί με τον τίτλο Το κόκκινο σήμα από τις εκδόσεις Καλέντης.