Σύνδεση συνδρομητών

Τραύματα και θαύματα μιας γενιάς 

Τετάρτη, 04 Μαϊος 2022 00:48
Aπόβαση τουριστών στις Καμάρες της Σίφνου τη δεκαετία του 1980. Το αιγαιοπελαγίτικο νησί, εποχή που προηγήθηκε του μαζικού τουρισμού, είναι ένας από τους τόπους όπου ξετυλίγεται το μυθιστόρημα του Γιώργου Κυριακόπουλου, ο οποίος περιγράφει ως εξής την εμπειρία μιας εκδρομής ένα από τα πρώτα καλοκαίρια της μεταπολίτευσης: «Χαϊδεύοντας το χαρτί πέρασε σαν μακρόσυρτη περίληψη μπροστά μου ολόκληρη εκείνη η εκδρομή στη Σίφνο. Όχι ως ενοχή ή ως τιμωρία αλλά ως καημός».
Sifnos old photos
Aπόβαση τουριστών στις Καμάρες της Σίφνου τη δεκαετία του 1980. Το αιγαιοπελαγίτικο νησί, εποχή που προηγήθηκε του μαζικού τουρισμού, είναι ένας από τους τόπους όπου ξετυλίγεται το μυθιστόρημα του Γιώργου Κυριακόπουλου, ο οποίος περιγράφει ως εξής την εμπειρία μιας εκδρομής ένα από τα πρώτα καλοκαίρια της μεταπολίτευσης: «Χαϊδεύοντας το χαρτί πέρασε σαν μακρόσυρτη περίληψη μπροστά μου ολόκληρη εκείνη η εκδρομή στη Σίφνο. Όχι ως ενοχή ή ως τιμωρία αλλά ως καημός».

Γιώργος Κυριακόπουλος, Η περίληψη. Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2021, 125 σελ.[1]

Η περίληψη της ζωής ενός νέου της μεταπολίτευσης που εκδράμει με την παρέα του σε ένα νησί, αλλά και μια περίληψη των χρόνων 1976-2000. Ένα βιβλίο για τη γενιά που, αμέσως μετά τη χούντα, έζησε μες στην πολιτική, πιστεύοντας ότι το προσωπικό είναι και πολιτικό, και συνύφανε τις ιδεολογικοπολιτικές αναζητήσεις της με έναν αγώνα για τη χειραφέτηση αλλά και τη μόρφωση. Μια κατάθεση ψυχής – και αφηγηματικής δεξιοτεχνίας. [ΤΒJ]

Διάβασα την Περίληψη του Γιώργου Κυριακόπουλου ως μυθιστόρημα ενηλικίωσης, που παρακολουθεί τη ζωή ενός νέου από τα 18 έως περίπου τα 40 του. Είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και ο αφηγητής ταυτίζεται με τον κεντρικό ήρωα. Θ’ ακούσουμε λοιπόν την ιστορία από τη δική του πλευρά ως μια εξομολόγηση.

Η αφήγηση ξεκινά με την εξιστόρηση των θερινών διακοπών μιας παρέας αθηναίων φοιτητών, τα πρώτα χρόνια της Mεταπολίτευσης, σε ένα νησί του Αιγαίου και τελειώνει με το millennium, που μας εισήγαγε συμβολικά (αλλά εντέλει και πραγματικά) σε μια νέα εποχή.  Όταν το πρωτοδιάβασα, σκέφτηκα πως η σύντομη αυτή εξιστόρηση, που καταλαμβάνει 125 σελίδες, είναι αντιπροσωπευτική του είδους που στη Γαλλία ονομάζεται roman bref, σύντομο μυθιστόρημα. ΄Εχει όλα τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος, ήρωες με βάθος, πολυπλοκότητα και αντιφάσεις, δομή, μεγάλη χρονική διάρκεια, πλοκή και ανατροπές. Δεν έχει όμως το μέγεθος που έχουν συνήθως τα μυθιστορήματα. Γι’ αυτό νομίζω ότι του ταιριάζει αυτός ο χαρακτηρισμός. Ο Γιώργος Κυριακόπουλος, που είχε ήδη γράψει περίφημα διηγήματα στην συλλογή Η Τρισεγγονή της Αραπίνας και άλλες ιστορίες (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2017), δοκιμάστηκε για πρώτη φορά σε μεγαλύτερη μορφή.

Πέρα από την προσωπική ζωή του αφηγητή υπάρχει πάντα και το συλλογικό πλαίσιο, η ιστορική και πολιτική πλαισίωση, που δίνει το χρώμα της εποχής, με λακωνικές αναφορές στην πολιτική ζωή, σε ιδεολογίες, κόμματα, πολιτικούς και εκλογές. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς για τη γενιά μας, για την οποία το πολιτικό συνυφάνθηκε τόσο έντονα με το προσωπικό, καθώς ενηλικιωθήκαμε την επομένη της Μεταπολίτευσης, σ’ ένα περιβάλλον έντονα πολιτικοποιημένο; Είδα λοιπόν στο βιβλίο μία, συγκινητική για μένα, αποτύπωση εμπειριών και συλλογικών βιωμάτων μιας μερίδας νέων της γενιάς μου, Αθηναίων φοιτητών και φοιτητριών, που ανακαλύπταμε τότε τον κόσμο.

Εξάλλου για μια «περίληψη» πρόκειται, σύμφωνα με τον μονολεκτικό κι ουδέτερο τίτλο του βιβλίου. Στην προ-προτελευταία σελίδα ο συγγραφέας γράφει: 

Χαϊδεύοντας το χαρτί πέρασε σαν μακρόσυρτη περίληψη μπροστά μου ολόκληρη εκείνη η εκδρομή στη Σίφνο. Όχι ως ενοχή ή ως τιμωρία αλλά ως καημός. (σ. 123)

Είναι όμως κατά κάποιον τρόπο και μια περίληψη των χρόνων 1976-2000. Την περίληψη αυτή την προσφέρει στον αναγνώστη του. Ένα μικρό μυθιστόρημα, λοιπόν, γραμμένο κατ’ οικονομίαν, που δεν φλυαρεί. Ακόμη και τα στοιχεία που δεν φαίνονται εκ πρώτης όψεως απαραίτητα βρίσκουν τη θέση τους αργότερα στην πλοκή ή ενισχύουν μια ατμόσφαιρα. Την αφήγηση, σε τόνο συγκρατημένο, διατρέχει μια υπόγεια ένταση που γίνεται όλο και πιο ισχυρή και στο τέλος κορυφώνεται.

                   

Η ιστορία

Μόνο δεκαοχτώ ετών και ο πρωτοετής φοιτητής της Νομικής Νίκος είναι ήδη «ορφανός», λέξη που του φαίνεται κάπως ανάρμοστη όταν την προφέρει μια κυρία, φίλη της μητέρας του. «Από την κηδεία της μάνας μου θυμάμαι ελάχιστα πράγματα.» (σ. 9) είναι η πρώτη φράση, και έρχεται αυτόματα στον νου η περίφημη πρώτη φράση στον Ξένο του Καμύ, «Aujourd’hui, maman est morte», «Σήμερα πέθανε η μαμά». Ο θάνατος αυτός έρχεται πολύ σύντομα μετά το θάνατο του πατέρα. Με μια πρόωρη, απότομη και οδυνηρή  σπρωξιά o νεαρός αφηγητής θα περάσει στον κόσμο των ενηλίκων. Η αφήγηση, λοιπόν, αρχίζει από τη μεγάλη τομή που αποτελεί για κάθε άνθρωπο ο θάνατος των γονιών, σταθμός στην ενηλικίωσή του. Ενηλικίωση που επέρχεται με την απώλεια και την οδύνη, αλλά και συνώνυμη μιας ελευθερίας. Ο νεαρός μοναχογιός πρέπει να αναλάβει τον εαυτό του, ή μάλλον να τον ανακαλύψει, να βρει ποιος είναι και ποιος θα γίνει.

Το πιο κοντινό του πρόσωπο είναι η καλή του, η Σοφία,  συμφοιτήτριά του στη Νομική, και το νεαρό ζευγάρι είναι πολύ δεμένο κι ερωτευμένο. «Εκείνες οι τρεις νύχτες ήταν από τις ομορφότερες της ζωής μου. Ή έτσι νόμιζα όταν τις ζούσα» (σ. 14), γράφει για τις τρεις νύχτες που θα περάσουν οι δυο τους στη Σέριφο στην αρχή των διακοπών. Στη συνέχεια όμως θα πάνε στη Σίφνο για να συνεχίσουν τις διακοπές με μεγαλύτερη παρέα και με τον αδερφό της Σοφίας, τον Αλέξανδρο, επτά χρόνια μεγαλύτερο από τον Νίκο και ήδη απόφοιτο της Οξφόρδης. Μετά θα υπάρχει πια μόνο η Σίφνος.     

Εκείνες οι πρώτες ολιγοήμερες διακοπές στη Σίφνο, όταν θα μείνουν στα κελιά του μοναστηριού της Χρυσοπηγής, καταλαμβάνουν ακριβώς το μισό βιβλίο, εφόσον η αφήγησή τους είναι πολύ αργή και λεπτομερής και διαμοιράζεται σε 8 από τα 16 κεφάλαια, στα κεφάλαια 1, 3, 6, 8, 10, 12, 14, 16. Ένα διαρκές πήγαιν’-έλα από το παρόν στο παρελθόν, η ζωή προχωρεί, αλλά το παρελθόν είναι πάντα εκεί. Η διαλεκτική αυτή παρόντος / παρελθόντος είναι μια καθοριστική αφηγηματική στρατηγική που νομίζω ότι λειτουργεί εξαιρετικά για τον αναγνώστη.   

Στα ενδιάμεσα κεφάλαια, η ζωή προχωρεί γρήγορα, οι άνθρωποι μεγαλώνουν και αλλάζουν με ταχύ ρυθμό. Οχτώ κεφάλαια για δυόμισι δεκαετίες και άλλα τόσα μόνο για μια εκδρομή, επειδή στις διακοπές αυτές ο ρυθμός είναι πολύ αργός, ή πάλι επειδή εκείνο το παρελθόν είναι πάντα παρόν.  Η υπόλοιπη ζωή εκτυλίσσεται  στο κέντρο της Αθήνας, το παλιό, καλό κέντρο, πολύ πριν απαξιωθεί, πρώτα στην Πλατεία Αγάμων, έπειτα στην Καλλιδρομίου. Η Νομική στη Σόλωνος, αλλά κι η  Φιλοσοφική που ήταν τότε στο ίδιο κτίριο, τα Εξάρχεια, το Κολωνάκι, ο Λυκαβηττός. Τα τοπόσημα με τις τότε ονομασίες τους, όπως το Ντόλτσε στη Σκουφά, που αργότερα άλλαξε όνομα, αλλά πολλές φορές επιμένουμε να το λέμε έτσι ακόμη, το ξενυχτάδικο της Σόνιας στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, που πηγαίναμε συχνά μετά την ταβέρνα της Ξανθής στον Στρέφη. Και για βόλτες  η Αίγινα, η Γλυφάδα. Η Αθήνα των γονιών μας και των νιάτων μας. Το κεφάλαιο 9 μόνο, στη μέση της αφήγησης και της ιστορίας, εκτυλίσσεται στην Οξφόρδη, αλλά στο τέλος αυτού του μικρού κεφαλαίου πολλά θα τελειώσουν και η ιστορία θα πάρει άλλη τροπή.

 

Η ανατροπή

Οι λίγες εκείνες ημέρες στη Σίφνο, που αναδεικνύεται στον κατεξοχήν λογοτεχνικό τόπο,  σημαδεύτηκαν από το ιδρυτικό για τον ψυχισμό και τη ζωή του αφηγητή γεγονός. Εκεί θα γνωρίσει τον Αλέξανδρο, τον αδελφό της Σοφίας. Το πρόσωπο του Αλέξανδρου έχει στην αρχή αρνητικά χαρακτηριστικά. Σνομπ, υπερόπτης, ξερόλας, νάρκισσος, κακομαθημένος κι επηρμένος, κανείς δεν τον συμπαθεί. Αργότερα θα φανεί η καλλιέργειά του και η διανοητική του διαύγεια. Μια έλξη δημιουργείται και μια ιδιαίτερη σχέση αναπτύσσεται ανάμεσα στα δύο αγόρια πολύ γρήγορα. Ο αναγνώστης αναρωτιέται για αρκετές σελίδες αν διαισθάνθηκε σωστά, ή μήπως πάλι όχι; Μήπως ήταν μια μικρή παρένθεση, μια ανεκπλήρωτη φαντασίωση;  Και αν σιγά σιγά το μισοειπωμένο γίνεται πιο φανερό, πιο σίγουρο, και τόσο δυνατό που μερικά χρόνια μετά θα διαλύσει ένα γάμο, μόνο στην τελευταία παράγραφο του βιβλίου θα ακουστεί ρητά η επιβεβαίωση σε μια έκρηξη απελευθερωτική. Τώρα, που είναι πια πολύ αργά, που ο Αλέξανδρος δεν υπάρχει πια, αναβλύζει σαν πίδακας η ομολογία ότι οι δύο νέοι γεύτηκαν επανειλημμένα τις απαγορευμένες ηδονές, αυτές για τις οποίες διψούσε η ψυχή τους, και ότι ο έρωτας βρήκε τα δικαιώματά του. Θα έλεγα πως το τέλος αυτό είναι ο «ξανακερδισμένος χρόνος».

Η ανατροπή όμως αυτή συνοδεύτηκε από μεγάλο κόστος, αφού σήμαινε υπέρβαση της διπλής απαγόρευσης, καθώς όχι μόνο το αντικείμενο του πόθου ήταν του ίδιου φύλου αλλά και αδελφός της καλής του. Ενοχή, τύψεις, προσπάθειες να δοθεί ένα τέλος θα βασανίσουν τον αφηγητή ώς το τέλος. Η ιστορία θα μείνει σαν μυστικό καλά κρυμμένο και μόνο ένα ελάχιστο γραπτό ίχνος του, τρία γράμματα του αλφαβήτου,  καταχωνιασμένο σε μια θυρίδα για δεκαετίες, θα αναδυθεί στην προτελευταία σελίδα του βιβλίου. 

Ο έρωτας αυτός είναι υπόρρητος κατά τη διάρκεια του βιβλίου, δεν επιβεβαιώνεται από την αρχή και οπωσδήποτε δεν υπάρχουν ποτέ περιγραφές, σε αντίθεση με τον νόμιμο έρωτα για την καλή του. Το κρεσέντο αυτό της τελευταίας παραγράφου είναι μια κορύφωση της υπόγειας έντασης κι ένα λυτρωτικό ξέσπασμα. Ακολουθείται βέβαια από την οδύνη που συνόδευσε αυτήν την ιστορία, την ενοχή, την απόκρυψη και, τελικά, τον πόνο και την απογοήτευση που προκάλεσε σε αγαπημένα πρόσωπα – έγινε, όπως λέει ο συγγραφέας, «ένας καημός».

 

Τα άλλα πρόσωπα

Αν η Σοφία θα το ξεπεράσει σχετικά γρήγορα και θα βρει το δρόμο της, είναι και η κυρία Αλεξάνδρου, η μητέρα των δύο παιδιών, η κυρία που όπως γράφει ο συγγραφέας είναι «η επιτομή της φινέτσας και της γλυκύτητας» (σ. 11), αυτή που «[μ]ια σοφή ελαφράδα χάιδευε όλα της τα λεγόμενα» και που δεν είχε ανάγκη την έπαρση και την αλαζονεία του σκοτεινού γιου της. Η Τέτη Αλεξάνδρου είναι για μένα το τρίτο σημαντικότερο πρόσωπο του βιβλίου. Αυτή η αστή, η διόλου συμβατική κατά βάθος, που διαισθάνεται τα μη ειπωμένα και πίνει τσάι με την καλύτερη της φίλη, τη Νινή, κάθε απόγευμα, και οι δυο ενθυμούμενες τα νιάτα τους, υφαίνει μια ιδιαίτερη σχέση με τον αφηγητή, ουσιαστική και βαθιά. Προσφέρει τη μητρική στοργή την οποία εκείνος έχει στερηθεί, αλλά και την πολυπόθητη ρητή αναγνώριση που θα έρθει στο τέλος.

Μια κουβέντα και για τη Νινή, που έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι. Ίσως πριν από κάποια χρόνια το πρόσωπο της Νινής να μην είχε τα χαρακτηριστικά της Εβραίας Θεσσαλονικιάς, επιζώσης του ναζιστικού στρατοπέδου του Μπέργκεν Μπέλσεν, ίσως έχει κι αυτό να κάνει με το σπάσιμο της σιωπής για το Ολοκαύτωμα και την παραδοχή αυτού του τραύματος που άργησε πολύ να εγγραφεί στη συλλογική μας μνήμη. Όταν ο νεαρός φοιτητής προσπαθεί να της ανοίξει συζήτηση γι’ αυτό, η κυρία Αλεξάνδρου κόβει αμέσως την κουβέντα:

Κάποτε είχα ρωτήσει την κυρία Νινή για το Μπέργκεν Μπέλσεν. […] Δεν ήξερα ότι δεν τα ρωτάμε αυτά και κατάλαβα πως είχα κάνει κεφαλαιώδη γκάφα. Η κυρία Αλεξάνδρου είχε αλλάξει  την κουβέντα με μεγάλη τέχνη. (σ. 20)

Η Θεσσαλονίκη της Κατοχής και το δράμα των Εβραίων είχε εισβάλει στο αθηναϊκό σαλόνι το 1981 κι είχε αμέσως αποσιωπηθεί. Την εποχή εκείνη,  ενώ στον δυτικό κόσμο μπαίναμε στη δεκαετία της μνήμης του Ολοκαυτώματος, στην Ελλάδα ήμασταν ακόμη στην εποχή της σιωπής για το ζήτημα. Η ανάδυση αργούσε ακόμη, η δεκαετία θα σημαδευόταν από τη μνήμη της Αντίστασης, αποσιωπημένη και διαστρεβλωμένη ώς τότε κι αυτή. Εδώ αποτυπώνεται εναργώς η απαγόρευση του λόγου, το ταμπού.

Και μιας και αναφέρθηκα σε τραύμα, θα κλείσω με το μότο του βιβλίου, που ο συγγραφέας επιλέγει από έναν μάστορα της μικρής φόρμας, τον Ε. Χ. Γονατά, που ανακαλύψαμε ίδια εκείνα χρόνια στις εκδόσεις Κείμενα:

Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους. Τα κρύβουν με ωραία, ατσαλάκωτα υφάσματα, ξέρουν όμως σε ποια μεριά του κορμιού τους άνθισαν, μαράθηκαν, έφαγαν δέρμα και κρέας δικό τους. Γι’ αυτό τ’ αγαπούν και, σε ώρες μοναξιάς που κανείς δεν τους βλέπει, σκύβουν και με λατρεία τα φιλούν, τα βαθιά, σκοτεινά τραύματά τους. (σ. 7, από την Κρύπτη)

Κι ο αφηγητής σκύβει και χαϊδεύει το παλιό του τραύμα σ’ αυτήν την ιστορία που μας εξομολογείται.

 

Η αποτύπωση της εποχής

Υπάρχουν πολλά ακόμη στοιχεία που καθιστούν το βιβλίο οικείο, γιατί ακουμπά στη νιότη μας και στη συλλογική μας εμπειρία, δίχως να γίνεται γλυκανάλατα νοσταλγικό. Θα αναφέρω τα σημαντικότερα:  Πρώτα πρώτα η ανακάλυψη του Αιγαίου που μας σημάδεψε, των Κυκλάδων, όπου τόσο συχνά οι αθηναίοι φοιτητές και φοιτήτριες ήμασταν μόνοι σε παραλίες απάτητες και στις ταβέρνες μάς ρωτούσαν από την προηγουμένη τι να μας μαγειρέψουν, και σε μας τα κορίτσια ρωτούσαν «τίνος είσαι συ;». Ενός Αιγαίου που τη δεκαετία του 1970 ήταν ακόμη καθηλωμένο στο χρόνο της μακράς διάρκειας, όπως τον περιγράφει ο Φερνάν Μπρωντέλ στο ποιητικό του απόσπασμα για τη Μεσόγειο:

Σ’ αυτό το βιβλίο [στη Μεσόγειο] τα καράβια αρμενίζουν, τα κύματα λένε και ξαναλένε το τραγούδι τους, οι αμπελουργοί κατηφορίζουν τους λόφους των Cinque Terre στη Ριβιέρα της Γένοβας, οι ελιές ραβδίζονται στην Προβηγκία και στην Ελλάδα […], οι καραβομαραγκοί φτιάχνουν  σήμερα καΐκια ολόιδια με τα χτεσινά… Κι άλλη μια φορά κοιτάζοντάς τα είμαστε έξω από τον χρόνο.  (Η Μεσόγειος)

Θα μπορούσα να προσθέσω τους τσουκαλάδες που φτιάχνουν τα κεραμικά, άλλη μεγάλη αγάπη του Γιώργου Κυριακόπουλου. Εξάλλου, αυτό το Αιγαίο που αγάπησε κι εξερεύνησε το αποτύπωσε στην εξαιρετική του Αρχαιολογία του χτες, που εκδόθηκε κι αυτή το 2021 (Ποταμός).

Έπειτα η πολιτική, με την έλξη που ασκούσε το πολλά υποσχόμενο όραμα της ανανεωτικής Αριστεράς και το εμβληματικό πρόσωπο του Λεωνίδα Κύρκου, η πικρή  διάψευση στις εκλογές του 1981 (ο Κύρκος υπάρχει και ως πραγματικό πρόσωπο μες στο βιβλίο, ως φιγούρα γείτονα στην Καλλιδρομίου). Και βέβαια οι παρέες, οι έρωτες, οι φιλίες, οι ατελείωτες συζητήσεις, τα διαβάσματα, οι ταινίες, τα ξενύχτια, τα στέκια, πρώτα καφέ και ταβέρνες, λίγο αργότερα και τα μπαρ, τα ποτά, τα άφιλτρα τσιγάρα,  Ελλάς Σπέσιαλ, Έθνος, Καρέλια, Σαντέ, Άρωμα, με τα καλλιγραφικά γράμματα στο πακέτο. Καπνίζαμε όλοι και όλες, ντουμάνιαζαν τα γραφειάκια των πολιτικών οργανώσεων στις συναντήσεις, ήταν σημάδι κι αυτό της χειραφέτησής μας. Αργότερα καπνίσαμε Gitanes και Gauloises, και πολύ αργότερα πολλοί κόψαμε το κάπνισμα, όχι όλοι. Κι ανάμεσα σ’ όλα αυτά, τα μαθήματα στα γεμάτα αμφιθέατρα, η μελέτη, οι εξετάσεις, τα πτυχία. Γιατί μέσα σ’ όλα αυτά, μάθαμε και γράμματα.

Ύστερα, για τους πιο τυχερούς, το άνοιγμα στην Εσπερία, το Λονδίνο, το Παρίσι, η Ρώμη, τόποι και τρόποι που μας διαμόρφωσαν καθοριστικά και μας σφράγισαν. Για μας, τις κοπέλες, ακόμη μεγαλύτερη υπέρβαση η ελευθερία που γευθήκαμε, χειραφέτηση αδιανόητη πριν από λίγα μόνο χρόνια. Και κάπως έτσι μεγαλώσαμε…

 ***

Διάβασα την Περίληψη τον περασμένο Αύγουστο κι ήταν από τα καλύτερα θερινά μου αναγνώσματα. Παρά τη δραματική ιστορία, γέλασα και πολύ σε κάποια σημεία, γιατί το χαρακτηριστικό χιούμορ του Γιώργου Κυριακόπουλου εισδύει στη γραφή του κι η χαλάρωση αυτών των στιγμών είναι σημαντική. Το βράδυ που τελείωσα την ανάγνωση, ήταν μια μαγική νύχτα του θέρους σ’ ένα κυκλαδίτικο νησί, σε μια αυλή, με φεγγάρι, άρωμα νυχτολούλουδου, και μυστηριωδώς δίχως κουνούπια, που με κάνουν συχνά να διακόπτω την ανάγνωση. Η ανάγνωση με συνεπήρε και δεν το άφησα από τα χέρια μου μέχρι που το τελείωσα, περασμένα μεσάνυχτα.  Όταν το πήρα να το ξαναδιαβάσω για την παρουσίαση, με το μολύβι πια στο χέρι, σε ατμόσφαιρα φθινοπωρινή, αναρωτήθηκα αν δίχως τη μαγεία της θερινής νύχτας και δίχως την έκπληξη της πρώτης ανάγνωσης θα μου προκαλούσε την ίδια αίσθηση και αν θα μου άρεσε εξίσου. Το λέω χωρίς περιστροφές, μου άρεσε ακόμη περισσότερο. Μπόρεσα τώρα να σταθώ στις λεπτομέρειες, να φωτιστούν οι στιγμές με την εκ των υστέρων γνώση. Και βέβαια να δω την αριστοτεχνική δομή του, τη λεπτοδουλειά του συγγραφέα, την ανάποδη του υφάσματος, χωρίς διόλου να χάσει από τη γοητεία του.         

[1] Επεξεργασμένη μορφή ομιλίας στην παρουσίαση του μυθιστορήματος στην αίθουσα του βιβλιοπωλείου Ιανός, στις 16 Νοεμβρίου 2021, όπου μίλησαν επίσης ο Θανάσης Νιάρχος, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου και ο συγγραφέας.  

Οντέτ Βαρών-Βασάρ

Iστορικός που ασχολείται ερευνητικά με τη δεκαετία του 1940, συγγραφέας των βιβλίων Ελληνικός νεανικός τύπος, Καταγραφή 1941-1945 (1987), Η ενηλικίωση μιας γενιάς. Νέοι και νέες στην Κατοχή και στην Αντίσταση (2009) και Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων (2013). Διδάσκει Ιστορία στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και κάνει ένα Σεμινάριο σχετικό με τη γενοκτονία των Εβραίων, τη μνήμη της και τις αναπαραστάσεις της  στο Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.