Σύνδεση συνδρομητών

#MeToo απ’ την ανάποδη

Πέμπτη, 10 Μαρτίου 2022 23:14
 H Αγιέλετ Γκούνταρ-Γκόσεν.   
Tal Shahar
H Αγιέλετ Γκούνταρ-Γκόσεν.  

Αγιέλετ Γκούνταρ-Γκόσεν, Η ψεύτρα και η πόλη, μετάφραση από τα εβραϊκά: Λουίζα Νιζάν, Καστανιώτη, Αθήνα 2021, 318 σελ.

Με την Ψεύτρα και την πόλη η ισραηλινή συγγραφέας Αγιέλετ Γκούνταρ-Γκόσεν (γεν. 1982) πρωτοτυπεί: φέρνει τούμπα ένα φλέγον θέμα της επικαιρότητας και το πραγματεύεται θαυμάσια, αποφεύγοντας κοινοτοπίες που στο συγκεκριμένο πλαίσιο θα ήταν ίσως και ανεκτές. Πρόκειται για την ιστορία ενός ανάποδου #MeToo, την καταγγελία της σεξουαλικής παρενόχλησης μια κοπέλας από έναν τραγουδιστή, που όμως δεν συνέβη ποτέ… (τεύχος 126)

Η κεντρική ηρωίδα, η 17 ετών μαθήτρια Νοφάρ Σαλέβ, δουλεύει σε ένα παγωτατζίδικο για το καλοκαίρι και υποστηρίζει ότι στο χώρο της εργασίας της πέφτει θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης από έναν διάσημο τραγουδιστή. Το περιστατικό λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις στα ΜΜΕ, ο τραγουδιστής συλλαμβάνεται και ανακρίνεται και η Νοφάρ, καλεσμένη στα τηλεοπτικά πλατό, γίνεται εν μία νυκτί σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης στο Ισραήλ. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι: η νεαρή δεν παρενοχλήθηκε, το ξέρει, αλλά είναι τόσο έντονη η επιθυμία της να ξεχωρίσει με κάποιον τρόπο από το πλήθος, να βγει από την ανωνυμία αφήνοντας πίσω την ασήμαντη, άχρωμη ζωή της που δεν συνειδητοποιεί ότι διαπράττει αδικία εις βάρος ενός ανθρώπου ο οποίος κινδυνεύει να φυλακιστεί.

Με την ιστορία της Νοφάρ, επιδιώκει άραγε η συγγραφέας να αποδομήσει το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης; Κάθε άλλο. Η Γκούνταρ- Γκόσεν χτίζει τους χαρακτήρες που εμπλέκονται στην ιστορία της χωρίς προκαταλήψεις: στο βιβλίο της παρουσιάζει και έναν ισραηλινό στρατηγό που πράγματι παρενοχλούσε σεξουαλικά της υφιστάμενές του, αλλά και μια ρεπόρτερ πολιτιστικών θεμάτων η οποία έχει ερωτικές σχέσεις με το αντικείμενο του ρεπορτάζ της, προκειμένου να διακριθεί. Παρουσιάζει έφηβες οι οποίες ανταγωνίζονται σκληρά η μία την άλλη φτάνοντας στα όρια της μοχθηρίας, αλλά και έναν ερωτευμένο έφηβο, τον Λαβί, ο οποίος στην απελπισία του να τον προσέξει η Νοφάρ την εκβιάζει. Παρουσιάζει και τη μεσήλικη μητέρα του Λαβί που απατά το σύζυγό της ισχυριζόμενη ότι παρακολουθεί μαθήματα πιλάτες ενώ αλλάζει εραστές κάθε απόγευμα. Παρουσιάζει και έναν άστεγο κωφάλαλο που δεν είναι κωφάλαλος και μια ηλικιωμένη γυναίκα, τη Ραϊμόντα, η οποία, για να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη της αγαπημένης της φίλης, οικειοποιείται την ιστορία της και φτάνει στο σημείο να παριστάνει ότι είναι επιζήσασα του Ολοκαυτώματος.  Οι ήρωες της Γκόσεν είναι γεμάτοι ελαττώματα, άρα πολύ αληθινοί, και δεν γλιτώνουν από τη χιουμοριστική ματιά της συγγραφέως. 

Η Γκούνταρ-Γκόσεν είναι ανηλεής ακόμη και για τα ιερά και τα όσια της ιστορίας του Ισραήλ, όπως το Ολοκαύτωμα: «Η Ραϊμόντα μπορούσε να διακρίνει από τη φωνή της ότι δεν ήταν ευχαριστημένη, δεν είναι όμως ωραίο να διαφωνείς με μια επιζήσασα του Ολοκαυτώματος» (σελ.198). Είναι ανηλεής και ως προς τα σύμβολα του προοδευτισμού του Ισραήλ, τα οποία το τοποθετούν, ως κράτος, πολύ ψηλά στην κλίμακα της πολιτικής ορθότητας: 

Η Διεθνής Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών ήταν μέρα γιορτής για τις εταιρείες κέτερινγκ της πρωτεύουσας. Διάφορα κυβερνητικά γραφεία φρόντιζαν να τιμούν την ημέρα με πλειάδα εκδηλώσεων και κάθε εκδήλωση περιλάμβανε εκτός από λόγους και ομιλητές και χαρτοπετσέτες και κεράσματα και αναψυκτικά. Στο Προεδρικό Μέγαρο, για παράδειγμα, είχαν παραγγείλει δεκατρείς δίσκους με πιτάκια σφολιάτας γεμιστά με κατσικίσιο τυρί. Την περασμένη χρονιά είχαν ξεχάσει να τιμήσουν την ημέρα αυτή και η κριτική ήταν δριμύτατη. Ο υπεύθυνος εκδηλώσεων απολύθηκε και στη θέση του ήρθε μια δραστήρια νέα η οποία είχε εξασφαλίσει έγκαιρα την παρουσία δύο κακοποιημένων γυναικών και μιας καθηγήτριας. (σελ.147)

 

Μια ανθρώπινη ματιά

Προφανώς, η συγγραφέας δεν είναι ασεβής προς την ιστορία και τους θεσμούς του Ισραήλ. Γνωρίζει πολύ καλά ότι η χώρα  της είναι μια σύνθετη πραγματικότητα, ένα κράτος σε διαρκή επαγρύπνηση, με τον στρατό καθημερινά πανταχού παρόντα, από την εκπαίδευση όλων των νέων ώς τις εφημερίδες που δημοσιεύουν ειδήσεις και ρεπορτάζ για συγκρούσεις με νεκρούς στα βόρεια ή τα νότια της χώρας. Όμως, μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει η ισραηλινή κοινωνία που αγαπάει τη ζωή, όπως κάθε κοινωνία μιας κανονικής δυτικής δημοκρατικής χώρας. Η Γκούνταρ-Γκόσεν δεν έχει αυταπάτες: η ζωή είναι δύσκολη, όπως δύσκολη είναι και η εφηβεία των νεαρών ηρώων της, ή το γήρας των ηλικιωμένων Ισραηλινών: «η Νοφάρ ήθελε να της πει ότι αν γριά σημαίνει να σκαρφίζεσαι πράγματα για να μην είσαι μόνη, τότε στην πραγματικότητα δεν διέφερε και πολύ από το να είσαι δεκαεφτά χρονών» (σελ. 215).

Επναλαμβάνουμε, η μεγάλη αρετή του καλογραμμένου αυτού βιβλιου –την οποία τονίζει και η θαυμάσια μετάφραση της Λουίζας Νιζάν– είναι ότι όλα όσα αφηγείται η συγγραφέας είναι ανθρώπινα και αληθινά: και τα ψέματα για να προσελκύσει κανείς την προσοχή, και οι υπερβολές των ΜΜΕ, και η υποκρισία των διασήμων απέναντι στον πόνο των άλλων – ο δικηγόρος του συμβουλεύει τον κατηγορούμενο για σεξουαλική παρενόχληση τραγουδιστή να ασχοληθεί με τον εθελοντισμό για να κερδίσει την εύνοια των δικαστών.

Όλα είναι τόσο αληθινά όσο και η πόλη όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, η οποία δεν κατονομάζεται, αλλά καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για το Τελ Αβίβ: μια πόλη της Μεσογείου όπου το φθινόπωρο έρχεται με «κίτρινες μέρες», όπου τα απορριμματοφόρα κάνουν θόρυβο, όπου τα λεωφορεία πηγαινοέρχονται γεμάτα, όπου τρέχουν αδέσποτα γατιά, όπου «μελιτζάνες σφαγιάζονται στα τηγάνια», όπου τα λεωφορεία πηγαινοέρχονται γεμάτα και όπου, στη θάλασσα, νάυλον συσκευασίες μπλέκονται με θαλάσσιες ανεμώνες.  

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.