Τη δεκαετία του 1930 στη Δυτική Ευρώπη ξαφνικά ανατρέπονται όλα από την κτηνώδη βαρβαρότητα και τη βία του εθνικοσοσιαλισμού. Ο προηγούμενος κόσμος καταστρέφεται.
Ο Στέφαν Τσβάιχ και ο Γιόζεφ Ροτ είναι δύο διαφορετικοί εκπρόσωποι εκείνου του κόσμου που ισοπεδώθηκε. Ο πρώτος είναι εκπρόσωπος του κοσμοπολίτικου πνευματώδους μεγαλοαστικού κόσμου, ο δεύτερος του πλάνητα και στριμωγμένου κόσμου που αναδύθηκε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και, αφού έχασε τις γεωγραφικές και κοινωνικές του εστίες, έψαχνε για ρόλο και αναφορά.
Διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά σταθερά αγαπημένοι, ενεργοί πολίτες ενός συμπεριληπτικού κόσμου που εξελισσόταν, ενώ αποσκοπούσε και αγωνιζόταν για την ελευθερία, την αλληλεγγύη και την ισότητα απ’ την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Αυτόν που ο πρώτος τον περιέγραψε ως Κόσμο του χθες και ο δεύτερος τον ύμνησε στο Εμβατήριο Ραντέτσκι.
Πώς έγινε αυτή η ανατροπή;
Ελευθερία και αλήθεια
Ο Φρόυντ, συγκεκριμένα στο έργο του Ο πολιτισμός και οι δυστυχίες του, θεωρεί ότι ο πολιτισμός δεν μπορεί να τιθασεύσει τα άγρια ένστικτα του ανθρώπου. Έτσι, δεν είναι παράλογο να αναμένονται ξεσπάσματα τυφλής βίας και βαρβαρότητας. Ο Τσβάιχ συμφωνούσε μ’ αυτή την άποψη. Τι μπορεί να αντιταχθεί απέναντι σ’ αυτό; Κάτι που φαίνεται αδύναμο αλλά, στην πορεία της ανθρωπότητας, στην πάλη με το κακό, φάνηκε ότι δεν είναι: το ελεύθερο πνεύμα και η νηφάλια και σταθερή αφοσίωση στην επιδίωξή του. Η δυνατότητα του ανθρώπου να κρίνει και να δρα πέρα από φόβους, ιδιοτέλειες, δεσμεύσεις, προκαταλήψεις.
Αυτή η επιδίωξη της ανεμπόδιστης και ελεύθερης κρίσης για την προσέγγιση της αλήθειας, θα αποτελέσει το κεντρικό αντικείμενο της μακρόχρονης αλληλογραφίας του Σίγκμουντ Φρόυντ με τον Στέφαν Τσβάιχ (1908-1939). Φυσικά, όπως κάθε αλληλογραφία, περιέχει και πολλά στοιχεία της προσωπικής ζωής των επιστολογράφων: ρύθμιση σχέσεων, αιτήματα, συναντήσεις (ο Τσβάιχ παρουσίασε στον Φρόυντ κατά καιρούς τους: Ρομαίν Ρολλάν, Χ. Τζ. Ουέλς, Σαλβαδόρ Νταλί κ.ά.), λεπτομέρειες της καθημερινότητας...
Ο κατά είκοσι πέντε χρόνια μικρότερος Τσβάιχ, πολύ νωρίς, πριν οι θεωρίες του Φρόυντ γίνουν διάσημες, βλέπει σ’ αυτές απαντήσεις στα αγωνιώδη ερωτήματά του για την φύση του ανθρώπου και για το τι καθορίζει τις αποφάσεις του. Το αποκαλυπτικό στοιχείο της θεωρίας του ασυνείδητου τον μαγεύει. Προσπαθεί από το 1908 να έρθει σε επαφή με τον συμπολίτη και ομόθρησκό του Φρόυντ, στέλνοντάς του τα έργα του. Λαμβάνει ευγενικά γράμματα ευχαριστίας. Παρεμβάλλεται ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, μετά τη λήξη του οποίου ο Τσβάιχ στέλνει και πάλι τα έργα του στον εισηγητή της ψυχανάλυσης.
Το 1920, ο Φρόυντ απαντάει για πρώτη φορά με εκτεταμένο γράμμα - κριτική για το δοκίμιο «Τρεις μεγάλοι τεχνίτες: Μπαλζάκ - Ντίκενς - Ντοστογιέφσκι». Γράφει ότι η βιογραφία του Μπαλζάκ και του Ντίκενς «ήταν απόλυτα επιτυχημένη. Βέβαια αυτό δεν ήταν δύσκολο· πρόκειται για απλούς ξεκάθαρους τύπους ανθρώπων. Με τον περίπλοκο Ρώσο όμως αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει εξίσου ικανοποιητικά». Ακολούθως κάνει μια προσπάθεια ανάλυσης της προσωπικότητας του Ντοστογιέφσκι, της παιδικής του ηλικίας, των σχέσεων με τον πατέρα του και του έργου Αδελφοί Καραμαζόφ, που κατά τον Φρόυντ πραγματεύεται «ακριβώς το πιο προσωπικό πρόβλημα του Ντοστογιέφσκι, την πατροκτονία». Ενώ διατυπώνει την ιατρική άποψη ότι ο Ντοστογιέφσκι δεν ήταν δυνατόν να έπασχε από επιληψία κι ότι οι κρίσεις του ήταν μάλλον υστερία.
Ενθουσιασμένος ο Τσβάιχ και αποδεχόμενος την άποψη του Φρόυντ για τον Ντοστογιέφσκι λέει ότι ο σημαντικός ρώσος συγγραφέας «δεν αγνοούσε αυτή τη μορφή της ψευδοεπιληψίας. Την απεικόνισε στον Σμερντιακόφ του και άφησε να διαφανεί ότι υπάρχουν ίσως άνθρωποι οι οποίοι, ώς ένα βαθμό, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν αυτή τη νόσο κατά βούληση. Πιστεύω λοιπόν ότι, και στον ίδιο, η επιθυμία για κάποιες μορφές κρίσης γεννιόταν στην πραγματικότητα από ένα κρυφό αίσθημα απόλαυσης: εδώ βρίσκεται σίγουρα ένα μυστήριο από τα πιο συναρπαστικά για έναν ψυχοπαθολόγο».
Το 1925, ο Τσβάιχ στέλνει στον Φρόυντ το καινούργιο του δοκίμιο, Η πάλη με τον δαίμονα. Περιλαμβάνει τις βιογραφίες του Φρήντριχ Χαίλντερλιν, του Χάινριχ φον Κλάιστ και του Φρήντριχ Νίτσε. Ο Φρόυντ απαντά με θαυμασμό για τη γλώσσα του δοκιμίου:
Ξέρετε να εκφράζετε με τόση ακρίβεια το αντικείμενό σας, ώστε ακόμα και οι πιο ανεπαίσθητες λεπτομέρειές του να γίνονται αντιληπτές και έχει κανείς την αίσθηση ότι αντιλαμβάνεται σχέσεις και ιδιότητες οι οποίες μέχρι σήμερα δεν είχαν εκφραστεί με το λόγο. […] Η μέθοδός σας μπορεί να συγκριθεί μ’ εκείνη που χρησιμοποιείται για να βγει το αποτύπωμα μιας επιγραφής στο χαρτί. Ως γνωστόν, απλώνουμε ένα βρεγμένο χαρτί πάνω στην πέτρα και πιέζουμε αυτό το μαλακό υλικό ώστε να εφαρμόσει ακόμα και στις μικρότερες εγκοπές της επιφάνειας που φέρει η επιγραφή.
Και παρακάτω σημειώνει επί της ουσίας του θέματος: «Ο δικός μας νηφάλιος τρόπος να παλεύουμε με το δαίμονα συνίσταται στο ότι τον περιγράφουμε ως ένα αντικείμενο επιστημονικά κατανοητό», ταυτίζοντας το «δαίμονα» του λογοτέχνη με το «ασυνείδητο» του ψυχαναλυτή.
Ο Τσβάιχ ανταπαντά σχετικά με την επιρροή του Φρόυντ στο έργο του:
Μας διδάξατε να έχουμε το θάρρος να πλησιάζουμε πολύ κοντά στα πράγματα, να προσεγγίζουμε τα πιο ακραία, τα πιο μύχια συναισθήματα χωρίς φόβο και χωρίς ψεύτικη ντροπή. Και η ειλικρίνεια χρειάζεται θάρρος – αυτό φαίνεται στο έργο σας όσο σε λίγα έργα στην εποχή μας.
Το 1927, το βιβλίο που στέλνει ο Τσβάιχ είναι ο τόμος με τις τρεις νουβέλες: Το εικοσιτετράωρο μιας γυναίκας, Η καταστροφή μιας καρδιάς και η Σύγχυση συναισθημάτων. Σ’ αυτές εφαρμόζει τις διδαχές του Φρόυντ που αναφέρθηκαν παραπάνω, την ελεύθερη και χωρίς φόβο προσέγγιση των πιο σκοτεινών και πιο μύχιων συναισθημάτων των ηρώων του, δηλαδή των ασυνείδητων κινήτρων και επιθυμιών τους. Στις 4 Δεκεμβρίου 1926 παίρνει από τον Φρόυντ την πιο εκτεταμένη και διθυραμβική κριτική, ιδιαίτερα για την πρώτη και την Τρίτη. Ταυτόχρονα, όμως, διορθώνει τον Τσβάιχ, στην άποψη ότι «κάθε γυναίκα είναι έρμαιο απρόβλεπτων παρορμήσεων», λέγοντας ότι η ασάφεια της φράσης συνιστά άρνηση του ασυνειδήτου, και συμπληρώνει: «αντιθέτως αυτές οι παρορμήσεις είναι πολύ προσδιορίσιμες». Ακολούθως, με τη χρήση της αναλυτικής θεωρίας, προσδιορίζει τι ακριβώς συμβαίνει στο ασυνείδητο των ηρώων και προκαλεί την, ακατανόητη κι από τους ίδιους, εκτροπή από τη συνήθη, καθιερωμένη και κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά.
Στην ίδια επιστολή γίνονται δύο πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, ο μεγάλος, ο φαινομενικά ανεξάντλητος πλούτος των προβλημάτων και των καταστάσεων που πραγματεύονται τα λογοτεχνικά κείμενα πηγάζει από έναν μικρό αριθμό κινήτρων που σχετίζεται με τα απωθημένα παιδικά βιώματα της ψυχικής ζωής του συγγραφέα: «επομένως, αυτά τα λογοτεχνικά έργα αντιστοιχούν σε μεταμφιεσμένες, ωραιοποιημένες, μετουσιωμένες επαναλήψεις εκείνων των παιδικών φαντασιώσεων», γι’ αυτό άλλωστε μοιάζουν τόσο πολύ με τα όνειρα.
Η δεύτερη παρατήρηση λέει ότι το απολύτως επεξεργασμένο κείμενο έχει μια αρνητική πλευρά:
Επιδρά σχεδόν ενοχλητικά στον αναγνώστη. Δεν του αφήνει πια τίποτα να μαντέψει ή να συμπληρώσει και ο θαυμασμός για το συγγραφέα γίνεται μεγαλύτερος από το ενδιαφέρον γι’ αυτό που περιγράφεται.
Ευτυχής ο Τσβάιχ τον ευχαριστεί για την ψυχαναλυτική κριτική κι επισημαίνει ότι αυτός και πολλοί άλλοι του οφείλουν ότι βρήκαν το θάρρος ν’ απαλλαγούν από αναστολές και φόβους. Οδηγός τους, το παράδειγμα και ο αποφασιστικός ρόλος του στην έρευνα για την ψυχή και την εξήγηση του τρόπου λειτουργίας του πνεύματος. «Χάρη σ’ εσάς βλέπουμε πολλά – χάρη σε σας λέμε πολλά» γράφει, επισημαίνοντας ότι οι θεωρίες του Φρόυντ έδωσαν ψυχική τόλμη στον Μαρσέλ Προυστ, τον Ντ. Χ. Λώρενς, τον Τζέιμς Τζόυς και άλλους να εκφραστούν όπως εκφράστηκαν.
Ο πιο επιδραστικός διανοούμενος
Από νωρίς, ο Τσβάιχ θεωρεί τον Φρόυντ τον πιο επιδραστικό διανοούμενο της εποχής του και εκτιμά ότι το έργο του θα αφήσει σημάδια στη λογοτεχνία, στις συμπεριφορές, στη στάση ζωής, σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής των επόμενων γενεών.
Κατόπιν αυτών, αφιερώνεται στην προώθηση της βράβευσης του Φρόυντ με το Νόμπελ. Αναφέρεται σχετικά σε πολλά γράμματα, ενώ αποφασίζει να γράψει δοκίμιο για τον Φρόυντ ώστε να προωθήσει εκείνη την ιδέα. Το εκδίδει με τον τίτλο, Η θεραπεία διά του πνεύματος, ενώ συμπεριλαμβάνει σ’ αυτό άλλα δύο δοκίμια για τον Μεσμέρ και τη Μαίρη Έντυ Μπέικερ, που πιστεύει ότι ήταν πρόδρομοι του Φρόυντ. Στέλνει το δοκίμιο, όμως ο Φρόυντ μάλλον ενοχλείται απ’ αυτόν το συνδυασμό, καθώς και από το περιεχόμενο του δοκιμίου για τον ίδιο, ωστόσο δεν δηλώνει απερίφραστα την αντίθεσή του. Αυτά, μαζί με μια απρόσεκτη θετική αναφορά του Τσβάιχ σ’ ένα εχθρικό βιβλίο για τον Φρόυντ, ψυχραίνουν τις σχέσεις τους. Τα γράμματά τους παραμένουν ευγενικά, εκφράζουν όπως πάντα αμοιβαίο θαυμασμό, αλλά γίνονται τυπικά.
Κάτω από το ζόφο των χιτλερικών διώξεων και την αναγκαστική εξορία και των δύο τους στην Αγγλία, οι σχέσεις τους αναθερμαίνονται τα τρία τελευταία χρόνια και η αλληλογραφία τους πυκνώνει.
Το τελευταίο γράμμα γράφεται από τον Στέφαν Τσβάιχ στις 14 Σεπτεμβρίου 1939. Εννιά μέρες αργότερα, λόγω των αφόρητων πόνων από τον καρκίνο, ο Φρόυντ προβαίνει σε υποβοηθούμενη από τους γιατρούς του αυτοκτονία με τη χρήση μορφίνης, σταθερός στην άποψη για τον έλεγχο εξίσου της ζωής και του θανάτου. Κατά την αποτέφρωσή του, ο Τσβάιχ εκφωνεί τον επικήδειό του.
Ύστερα από δυόμισι χρόνια, στις 23 Φεβρουαρίου 1942, αυτοκτονεί και ο ίδιος, χρησιμοποιώντας βαρβιτουρικά. Ο Γιόζεφ Ρότ έχει ήδη πεθάνει στις 27 Μαΐου 1939 στο Παρίσι έπειτα από χρόνιο αλκοολισμό, ουσιαστικά από παρατεταμένη αυτοκτονία. Είναι φανερό ότι ο χιτλερισμός και η άνοδός του επέδρασε στον τρόπο και στον τόπο του θανάτου τους. Όμως το πνευματικό τους έργο δεν πέθανε.
Τελικά ποιοι ήταν οι νικητές εκείνης της περιόδου; Και ποιοι οι ηττημένοι; Ποίων οι ιδέες και το έργο παρέμειναν κι επηρεάζουν διαχρονικά και ποίων εξαφανίστηκαν; Οι θεωρίες για την καθαρότητα του αίματος και η εθνικιστική και ρατσιστική κτηνωδία του ναζισμού; Ή το ελεύθερο πνεύμα του Φρόυντ, του Τσβάιχ, του Ροτ; Η απάντηση, νομίζω, είναι αυτονόητη.
Atrium Press
Ο Στέφαν Τσβάιχ θεωρούνταν γοητευτικός και ευγενής άνθρωπος των γραμμάτων. Αλλά το πιο αξιομνημόνευτο έργο του αντλεί τη δύναμή του από τον αδύναμο, βασανισμένο εαυτό του, που κρυβόταν βαθιά στην ψυχή του.