Πριν μας τον συστήσουν στα ελληνικά οι εκδόσεις Gutenberg, τον Άλαν Τρότερ (Alan Trotter) τον γνωρίσαμε κυρίως από τις μικρής φόρμας διαδικτυακές ιστορίες του. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν περίμενε, ούτε ο ίδιος, όπως παραδέχτηκε πρόσφατα σε συνέντευξή του,[1] ότι θα χρειαζόταν περίπου δέκα χρόνια για να ολοκληρώσει το έργο, για το οποίο το 2008 πήρε το Sceptre Prize. Το Muscle είχε ξεκινήσει ως μια έμπνευση 1.500 λέξεων, ήδη από το 2007, αλλά έφτασε στη μορφή που είναι σήμερα το 2019, όταν και εκδόθηκε από τον εκδοτικό Faber and Faber. Πριν από λίγους μήνες, ο Μπράβος του Άλαν Τρότερ εκδόθηκε στα ελληνικά (Ιούνιος 2021) και ενσωματώθηκε (πρόκειται για το 13ο βιβλίο της σειράς) στην εξαιρετική σειρά των εκδόσεων Gutenberg, Aldina/Μυστήριο, σε μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη.
Φαινομενικά, διαβάζουμε για τις περιπέτειες δύο χαρακτήρων, του Μποξ, ενός μπράβου, που είναι και ο βασικός αφηγητής στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, και του συνεργάτη του, που παραμένει ανώνυμος, αφού μέσα στο κείμενο αναφέρεται ως _____ (*μεγάλη-κάτω-παύλα*). Αυτοί οι δύο τύποι κάνουν διάφορες «εξυπηρετήσεις» και βρώμικες δουλειές για τα δύο αφεντικά μιας πόλης, π.χ. σπάζουν χέρια ή πόδια (ή και τα δύο), φοβερίζουν κόσμο, σκοτώνουν είτε σκόπιμα είτε κατά λάθος με μοναδικό σκοπό την επιβίωση. Η πόλη δεν κατονομάζεται, αλλά η ατμόσφαιρά της θυμίζει αρκετά αμερικανική πόλη του 1950. Πολλοί έχουν ήδη επισημάνει τις ομοιότητες με το αμερικανικό noir εκείνης της εποχής (το λογοτεχνικό σύμπαν, δηλαδή, του Ραίημοντ Τσάντλερ, του Ντάσιελ Χάμμετ κ.ά.) και τις υπαρξιακές του προεκτάσεις. Βέβαια, οι βασικοί ήρωες του βιβλίου, ο Μποξ και ο «συνεταίρος» του, αλλά και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, ο Χόλκομπ, ένας συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας που πληρώνεται με τη λέξη, ο Μάικ Μάγκας, ένας ζόρικος ντετέκτιβ, κάποια Λίντια και ένας θυρωρός μοιάζουν και δεν μοιάζουν με ήρωες noir του 1950.
Στο ίδιο μήκος κύματος, το βιβλίο είναι και δεν είναι meta noir καθώς αρχίζει με μία μάλλον χαλαρή και αποστασιοποιημένη περιγραφή της καθημερινότητας των ηρώων, κύριων και δευτερευόντων, ενώ τελειώνει με ένα μεταμοντέρνο αφηγηματικό κρεσέντο, στο τελευταίο κεφάλαιο, στις σελίδες του οποίου οι περισσότεροι αναγνώστες θα «σκοντάψουν» ευχάριστα. Σε κάθε περίπτωση, το έργο διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του noir και πολλά του meta noir, όπως, επίσης, και επιρροές από κινηματογραφικές τεχνικές. Απ’ αυτή την άποψη, έχει δικαίως χαρακτηριστεί meta pulp fiction.
Η γυάλινη πόλη της αφήγησης
Όπως ήδη τονίστηκε, όλο το βιβλίο κινείται σε μια ατμόσφαιρα άλλων δεκαετιών: ντετέκτιβ με καμπαρντίνες, αστυνομικοί σε στυλ ασπρόμαυρης ταινίας, μοιραίες ή όχι και τόσο μοιραίες γυναίκες, τσιράκια και αφεντικά παλαιάς κοπής και, εν ολίγοις, η σκιαγράφηση μιας κουλτούρας εγκλήματος που δείχνει, εσκεμμένα, ή πολύ ξεπερασμένη ή/και πολύ μεταμοντέρνα. Η αφήγηση έχει ένα βασικό προτέρημα: υπάρχει μια θολούρα, μια ομίχλη ανάμεσα στα νοήματα και τις λέξεις. Με άλλα λόγια, υπάρχει μια αποστασιοποίηση στον τρόπο που περιγράφονται τα πράγματα. Λες και ο αφηγητής είναι μεθυσμένος και δεν μπορεί να βρει τις σωστές λέξεις για να περιγράψει αυτό που θέλει να σου πει και τα λέει όλα κάπως «στο περίπου», θυσιάζοντας την ακρίβεια για μια ατμόσφαιρα pulp fiction με ισχυρές δόσεις από science fiction.[2] Άλλωστε, οι αναφορές σε έργα και ιστορίες επιστημονικής φαντασίας καλύπτουν μεγάλο μέρος της πλοκής και, σε σημεία, δίνουν τον βασικό ρυθμό στο κείμενο.
Πιο συγκεκριμένα, ο Μποξ αφηγείται με ζωηρό τρόπο και σε πρώτο πρόσωπο τα κατορθώματά του (και του συνεργάτη του, του ____ ), υπάρχει ρυθμός, αμεσότητα, προφορικότητα (στο σημείο αυτό να τονίσουμε τις αρετές της μετάφρασης του Γιώργου - Ίκαρου Μπαμπασάκη) ενώ σε κάποιες σελίδες αποκαλύπτεται και μια σχεδόν αυτοαναφορική διάθεση, όταν ο αφηγητής, στην προσπάθειά του να περιγράψει μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας, αυτοδιορθώνεται:
Το διήγημα αρχίζει με τη μηχανή που φτάνει. Κάτσε, δεν είναι ακριβώς σωστό αυτό. Αρχίζει με το ότι υπάρχει ένα αλλόκοτο, «βίαιο» είδος κίνησης. (σ. 81)
Επίσης, από ένα σημείο και μετά οι ιστορίες επιστημονικής φαντασίας του συγγραφέα «της κακιάς ώρας» (του Χόλκομπ) κατακλύζουν εμμονικά το κεφάλι του Μποξ, ο οποίος, ενώ τις υποτιμά αμφισβητώντας τη λογοτεχνική τους αξία, δεν μπορεί να τις βγάλει από το μυαλό του. Όταν φτάνουμε προς το τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο, αυτό το μεταμοντέρνο κρεσέντο αφηγηματικών φωνών, αρχίζουμε να βλέπουμε τα πράγματα και από την οπτική άλλων, διαφορετικών αφηγητών. Δεν είναι ο Μποξ που μιλάει στην αρχή, ούτε στο τέλος. Κάποια στιγμή επανέρχεται, αναπολεί και σχολιάζει. Ωστόσο, γενικότερα, αυτό το τελευταίο κεφάλαιο είναι γραμμένο σε άλλο ύφος και περιμένει, επίσης, διαφορετική ανάγνωση. Δεν υπάρχει πια δράση, ωμή βία και πλοκή, όπως στα προηγούμενα μέρη. Έτσι κι αλλιώς, η δράση είναι χαλαρή, στοιχείο που επιτρέπει στον αναγνώστη να εστιάζει περισσότερο στις λεπτομέρειες.
Σε αυτό το τελευταίο κεφάλαιο, βέβαια, οι λεπτομέρειες πολλαπλασιάζονται, ενώ υπάρχει έντονη θυμοσοφική διάθεση αναπόλησης και αναστοχασμού (το υπαρξιακό στοιχείο του noir) με έκδηλες φιλοσοφικές (ή ψευτο-φιλοσοφικές, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος ο Τρότερ) προεκτάσεις.
Το βιβλίο ξεκινάει με έναν πρόλογο, όπου πρωταγωνιστούν δύο πρόσωπα, ο Έκτωρ και ο Τσαρλς, οι οποίοι στην αρχή φαίνεται να μη σχετίζονται με την ιστορία. Αυτοί οι δύο τύποι, που βρίσκονται πάνω σε ένα τρένο, έχουν μια τάση να φιλοσοφούν πάνω στα μικρά ή τα μεγάλα πράγματα της ζωής με αφορμή σημαντικά ή ασήμαντα γεγονότα. «Βαριούνται» λίγο τη ζωή ή τη δουλειά τους, δεν είμαστε σίγουροι για ποιο από τα δύο, όπως και οι περισσότεροι ήρωες τέτοιων έργων (άλλωστε τι noir θα ήταν;).
Για την «ανία» του noir έχουν γραφτεί πολλά, δεν είναι ώρα να τα αναφέρουμε πάλι. Ωστόσο, αυτή η ανία, η αποστασιοποίηση από τα πράγματα, η σκόπιμη συναισθηματική απεμπλοκή των ηρώων από αυτό που (αναγκάζονται να) κάνουν αποκαλύπτει τις οφειλές του συγγραφέα στη χαρακτηριστική απομαγευτική αλλά ταυτόχρονα και γοητευτική διάθεση του noir. Οι δύο τύποι του τρένου συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο και στα τέσσερα ιντερλούδια, τα οποία διακόπτουν τη ροή της αφήγησης, ενώ στον επίλογο ο Έκτωρ και ο Τσαρλς εισχωρούν, τελικά, στην πλοκή των «κανονικών» ηρώων και ενσωματώνονται οργανικά στη βασική ιστορία.
Βέβαια, για να μη χαθεί ο χαρακτήρας της πλοκής, και παράλληλα με τη φιλοσοφική τους διάθεση, πετάνε και μερικούς ανθρώπους από το τρένο, πολλαπλασιάζοντας την ωμότητα της βίας με περισσότερη βία. Σε αυτά τα ιντερλούδια, η ιστορία κυλάει κυρίως με διαλόγους. Σε αντίθεση με τη σκόπιμα ομιχλώδη αφήγηση των κανονικών κεφαλαίων, στα ιντερλούδια υπάρχουν αφηγηματική ακρίβεια, νοηματική διαύγεια και φιλοσοφικές αναζητήσεις, που είτε συμπληρώνουν οργανικά το λογοτεχνικό σύμπαν του Μπράβου είτε δημιουργούν ερωτηματικά στο μυαλό του αναγνώστη για την ειδολογική κατηγοριοποίηση του έργου, τις συνδέσεις των διαφόρων μερών της πλοκής και, ίσως, την αισθητική αποτίμηση του κειμένου.
Βιβλίο που σου μαθαίνει πώς να το διαβάσεις
Κριτικοί και αναγνώστες έχουν ήδη τονίσει τις εκλεκτικές συγγένειες του βιβλίου με το αμερικανικό hard-boiled του 1950. Κάποιοι, πιο παρατηρητικοί, αναγνωρίζουν ομοιότητες με το αυτοαναφορικό σύμπαν του Πολ Ώστερ και της γνωστής τριλογίας του. Έχουν, επίσης, αναφερθεί τα ονόματα του Καμύ, της Χάισμιθ, του Φίλιπ Ντικ, του Ίταλο Καλβίνο, του Τσέστερτον και του Μπέκετ.[3] Αυτό που διαπιστώνουμε από τις αντιδράσεις αναγνωστών και κριτικών είναι ότι, εκτός από τις υπερβολές στις φαινομενικές ομοιότητες, η αναφορά όλων αυτών των ονομάτων προδίδει μια αμηχανία απέναντι στην ειδολογική κατάταξη του Μπράβου.
Είναι προφανές ότι ανάλογα με την εξοικείωση και την εμπειρία που έχει ένας αναγνώστης με τη λογοτεχνία, γενικότερα, και, ειδικότερα, με την αστυνομική λογοτεχνία, μπορεί να αναγνωρίσει μοτίβα, επιρροές και εκλεκτικές συγγένειες με μια σειρά από έργα και συγγραφείς. Άλλωστε, τίποτα δεν γράφεται εκτός συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας αφού όλα τα έργα διατηρούν την ιστορικότητά τους και ο κάθε αναγνώστης προσεγγίζει το κείμενο με τις δικές του προτιμήσεις και προδιαθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μέχρι στιγμής (γιατί είναι ακόμη νωρίς για να αποτιμηθεί οριστικά η πραγματική αξία του έργου αλλά και η πρόσληψή του) κάνει τους κριτικούς να συμφωνούν μεταξύ τους και να συγκλίνουν είναι η περίτεχνη και ευρηματική πρόζα του, αλλά και το ύφος της αφήγησης. Μπορεί αυτό, τελικά, να είναι το δυνατό του σημείο.
Σε αυτό το επίπεδο, θα άξιζε να τονίσουμε και μια διάχυτη διάθεση, από την αρχή μέχρι το τέλος, για φιλοσοφικές αναζητήσεις και προβληματισμούς. Αυτή η διάθεση συχνά κορυφώνεται σε οντολογικούς αφορισμούς και αποφθεγματικές διατυπώσεις, όπως π.χ. «το μόνο πράγμα που πάντοτε κληροδοτείται είναι το χρέος» (σ. 175) και «φυσικά όταν κάτι τρομερό έχει γίνει δεν μπορεί εύκολα να ξεγίνει, αλλά θα ξεγίνει, με το χρόνο» (σ. 257).
Μια απ’ αυτές τις ιδιαίτερες διατυπώσεις μπορεί να λειτουργήσει ως σημαντικό «ερμηνευτικό κλειδί» για τη συνολική αποτίμηση του έργου. Στη σελίδα 269 «ακούμε» τον αφηγητή να παρατηρεί: «μου παίρνει πολύ χρόνο να διαβάσω τα διηγήματα και τα σημειωματάρια του Χόλκομπ μέχρι να μάθω πώς να τα διαβάζω». Ίσως, τελικά, αυτό που καθιστά αυτό το βιβλίο ενδιαφέρον είναι ότι σου δείχνει, και προσπαθεί να σου μάθει, από την πρώτη του σελίδα, πώς να το διαβάσεις.
Από αυτή την άποψη, υπάρχουν βιβλία που ξέρεις πώς να τα διαβάσεις και υπάρχουν άλλα βιβλία που μαθαίνεις ή σου μαθαίνουν τα ίδια πώς να τα διαβάζεις. Ο Μπράβος του Τρότερ ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Και αυτό είναι καλό.
[1] https://www.thelondonmagazine.org/interview-alan-trotter/
[2] https://www.theguardian.com/books/2019/feb/16/muscle-alan-trotter-review-noir
[3] https://www.scotsman.com/lifestyle/book-review-muscle-alan-trotter-107985