Σύνδεση συνδρομητών

Έρωτες στη λεωφόρο Νιέφσκι της Πετρούπολης

Πέμπτη, 03 Μαρτίου 2022 22:14
Η λεωφόρος Νιέφσκι της Πετρούπολης το 1799, όπως την απαθανάτισε ο ζωγράφος Μπέντζαμιν Πάτερσεν.
Μπέντζαμιν Πάτερσεν / Μουσείο Ερμιτάζ
Η λεωφόρος Νιέφσκι της Πετρούπολης το 1799, όπως την απαθανάτισε ο ζωγράφος Μπέντζαμιν Πάτερσεν.

Νικολάι Γκόγκολ, Η λεωφόρος Νιέφσκι, μετάφραση από τα ρωσικά-επίμετρο: Βιργινία Γαλανοπούλου, Οροπέδιο, Αθήνα 2018, 87 σελ.

Η Λεωφόρος Νιέφσκι είναι μια μικρή νουβέλα που ασχολείται με μεγάλα θέματα, γραμμένη με το γνωστό σαρκαστικό χιούμορ του Γκόγκολ. Κεντρικός ήρωας του κειμένου είναι ένας δρόμος, η λεωφόρος Νιέφσκι της Πετρούπολης. Ένας ανώνυμος, σε πρώτο πρόσωπο, αφηγητής –ο αναγνώστης τον ταυτίζει με το συγγραφέα– ξεκινάει με τη λεπτομερή περιγραφή του δρόμου, αναφέρεται σε καταστρώματα, πεζοδρόμια, κτίρια, καθαριότητα, φωτισμό και τις γενικότερες συνθήκες που επικρατούν. Κυρίως όμως στην περιγραφή και στο κοινωνιολογικό προφίλ των ανθρώπων που τον διαβαίνουν κατά τις διαφορετικές ώρες της μέρας. Δημιουργείται έτσι στα μάτια του αναγνώστη μια εναργής, πλήρης και γοητευτική εικόνα της λεωφόρου και των ανθρώπων της. Οπτικοποιείται η καθημερινότητά της.

Η εικόνα διανθίζεται από μικρές παραξενιές, οι οποίες συγχρόνως  γίνεται προσπάθεια να κρυφτούν θαμμένες μέσα στη γοητευτική διήγηση, αν και σαφώς επισημαίνονται: «Με το που στρίβεις στον δρόμο αυτόν σε πιάνει μια διάθεση για σεργιάνι» ή αλλού: «μόλις πατήσεις εδώ το πόδι σου, το πιθανότερο είναι πως θα ξεχάσεις κάθε έγνοια». Τι εννοεί; Γιατί συμβαίνουν αυτά; Και παραπέρα: «Τούτο είναι το μοναδικό μέρος στο οποίο ο κόσμος προσέρχεται εντελώς αυθόρμητα – κανέναν δεν τον φέρνει εδώ η ανάγκη ή ο πυρετός του κέρδους, που έχει καταλάβει ολόκληρη την Πετρούπολη».

 

Φοβού τις γυναίκες

Όμως πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Τι λεωφόρος είναι αυτή που καταφέρνει να μείνει μακριά από τα κύρια οικονομικά χαρακτηριστικά της πόλης αλλά και από  τόσο βασικές ανθρώπινες ιδιότητες. Μήπως πέρα από τη χιουμοριστική κοινωνιολογική αναφορά στους ανθρώπους της λεωφόρου, ο Γκόγκολ αναφέρεται σε κάτι άλλο; Μήπως η λεωφόρος Νιέφσκι είναι η υλική όψη ενός άυλου πράγματος; (Τόσοι και τόσοι λογοτέχνες έχουν τοποθετήσει τη δράση των έργων τους σ’ αυτή). Μήπως λοιπόν χρησιμοποιείται ως η εμβληματική όψη της ρωσικής λογοτεχνίας; Ή, ακόμα παραπέρα, της πνευματικής πορείας της Ρωσίας και του τρόπου της πρόσληψης του κόσμου από τους Ρώσους; Νομίζω ότι η Λεωφόρος Νιέφσκι μπορεί να διαβαστεί σε όλα αυτά τα επίπεδα.

Στη συνέχεια, η αφήγηση ακολουθεί δύο ανθρώπους που είναι γνωστοί μεταξύ τους αλλά εντελώς διαφορετικοί στο πώς προσλαμβάνουν τον κόσμο: ο ένας ζωγράφος, ο Πισκαριόφ, ο άλλος στρατιωτικός, υπολοχαγός, ο Πιρογκόφ. Καθώς περπατούν το βράδυ στη λεωφόρο, ακριβώς την ίδια στιγμή, τους κατακτά η γοητεία δύο διαφορετικών περαστικών γυναικών. Ο ζωγράφος μαγεύεται από μια μελαχρινή, ο υπολοχαγός από μια ξανθιά. Ο καθένας αδυνατεί να κατανοήσει την επιλογή του άλλου και ακολουθεί εκείνη που τον γοήτευσε. Παράλληλα, η αφήγηση συνεχίζεται πρώτα με τη σχετική ιστορία του ζωγράφου και, μετά το τέλος της, μ’ εκείνη του υπολοχαγού.

Ο Γκόγκολ εξετάζει κι αναλύει πώς γίνεται η προσέγγιση της γυναίκας. Ή, μάλλον, πώς οι προϋπάρχουσες  εμπειρίες και αντιλήψεις καθορίζουν την πρόσληψή του άλλου, πόσο λίγο, αυτός καθαυτός, ο άλλος  εμπλέκεται σ’ αυτή τη διαδικασία.

Ο ρομαντικός ζωγράφος ακολουθεί τη γυναίκα από μακριά. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας βλέπει ένα ουράνιο πλάσμα: αλλ’ εκείνο προϋπάρχει στο κεφάλι του, η εξιδανίκευση της γυναίκας είναι τόσο μεγάλη που του φαίνεται ότι ακουμπώντας την μπορεί να καταστρέψει την τελειότητά της. Παρ’ όλα  αυτά, μια ακατανίκητη δύναμη τον κάνει να ακολουθεί απελπισμένα την τροφοδότρια φιγούρα των φαντασιώσεών του, που δεν αλλάζουν ούτε πλήττονται, ακόμη και όταν γίνεται φανερό (στον αναγνώστη) ότι κάτι άλλο πολύ πιο γήινο συμβαίνει. Ο ρομαντικός ζωγράφος για να το αντιληφθεί θα χρειαστεί, όχι μόνο να τον  παρασύρει η γυναίκα στον τόπο όπου εκδίδεται, αλλά και να σπάσει τα μούτρα του στην αγοραία συμπεριφορά των γυναικών του καταστήματος.

Η σύγκρουση αντιλήψεων και πραγματικότητας είναι δραματική. Ο ζωγράφος θα το βάλει στα πόδια από τη γυναίκα αλλά όχι από το είδωλο που έπλασε στο μυαλό του. Αυτό θα εγκατασταθεί στα όνειρά του. Κι όταν θα ξεθωριάσει, θα επανέλθει σε ονειρικά ταξίδια με τη βοήθεια οπίου. Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης θα είναι καταστροφικό. Στην ιστορία αυτή, ο Γκόγκολ όχι μόνο στοχάζεται και αναλύει τη ρομαντική ματιά, αλλά χρησιμοποιεί και τον σχετικό τρόπο γραφής.

 

Ο Σίλλερ με το βαρύ χέρι

Το  κοντράστ με την επόμενη ιστορία, εκείνη του υπολοχαγού Πιρογκόφ, είναι εξαρχής φανερό. Ο υπολοχαγός, στη λεωφόρο Νιέφσκι, αφήνει το ζωγράφο και ακολουθεί την ξανθιά, δεν κάνει καμία εξιδανίκευση, ούτε τη φαντάζεται, ούτε καν αναρωτιέται ποια είναι αυτή, δεν του προκαλούνται ρομαντικές σκέψεις παρ’ όλο που η ξανθιά χαριτωμένη και αφελής Γερμανίδα, εμφανισιακά, είναι πολύ πιο κοντά στα σχετικά πρότυπα. Για τον Πιγκορόφ είναι αυτό που βλέπει, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ξέρει τι θέλει απ’ τη γυναίκα και προσπαθεί να το αποκτήσει με υπομονή και επιμονή, κατακτώντας έναν μικρό στόχο κάθε φορά και πληρώνοντας το αντίστοιχο υλικό τίμημα. Όταν καταφέρνει να την προσεγγίσει τόσο ώστε να της ζητήσει να χορέψει μαζί της, κι εκείνη δέχεται, επιτίθεται και τη γεμίζει φιλιά. Τότε παρεμβαίνει συντριπτικά ο εξωτερικός παράγοντας με τη μορφή τριών Γερμανών («άξιων τεχνητών», κατά τον Γκόγκολ): του Σίλλερ –όχι του γερμανού ρομαντικού ποιητή (όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται) αλλά του σιδηρουργού, συζύγου της γυναίκας–, μαζί με τους φίλους του, Χόφμαν –όχι του ρομαντικού συγγραφέα αλλά κάποιου τσαγκάρη– και Κουντς[i].  Οι τρεις Γερμανοί, αφού πρώτα τον ξεγυμνώσουν, ξυλοφορτώνουν τον υπολοχαγό Πιγκορόφ που, παρά την οργή του, δεν αντιδρά τελικά προτιμώντας να μη δημιουργήσει θέμα. Μ’ αυτόν τον τρόπο τελειώνει και η δεύτερη ιστορία, δείχνοντάς μας την ιδέα που είχε ο Γκόγκολ για τον ρωσικό ρεαλισμό του καιρού του.  

Μετά το τέλος των δύο ιστοριών, επανέρχεται ο κεντρικός αφηγητής για να μας μιλήσει κλείνοντας το κείμενο με ένα μικροαφήγημα – το οποίο παρατίθεται σε πλαϊνή στήλη.

 

 

Όλα εδώ αποτελούν μέρος μιας πλάνης ενός ονείρου

Του Νικολάι Γκόγκολ 

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Η λεωφόρος Νιέφσκι 

«Πόσα θαυμαστά πράγματα βλέπουμε κάθε μέρα στον κόσμο γύρω μας!» σκεφτόμουν τις προάλλες ενώ κατέβαινα τη λεωφόρο Νιέφσκι κι έφερνα στο νου μου τις δύο αυτές ιστορίες. «Η μοίρα μάς παίζει περίεργα, μυστήρια παιχνίδια! Παίρνουμε άραγε ποτέ αυτό που θέλουμε; Πετυχαίνουμε στη ζωή μας εκείνο που η φύση και οι ικανότητές μας μας ωθούν να κάνουμε; Από μια ειρωνεία της τύχης συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο. Ο ένας έχει υπέροχα άλογα, όταν όμως βγαίνει μ’ αυτά βόλτα, τα κοιτάζει με βλέμμα αδιάφορο, χωρίς καν να προσέχει την ομορφιά τους· ένας άλλος, πάλι, που παθιάζεται με τούτα τα ευγενικά τετράποδα, θα πρέπει ν’ αρκεστεί να πλαταγίσει με θαυμασμό τη γλώσσα του όταν, την ώρα που περπατάει στο δρόμο, τον προσπερνά καλπάζοντας ένα άτι. Κάποιος έχει εξαίρετο μάγειρα αλλά, δυστυχώς, μίζερη όρεξη, κι αφού φάει δύο μπουκιές, σπρώχνει το πιάτο του στην άκρη· κάποιος άλλος που είναι γερό πιρούνι κι έχει το στόμα του μεγάλο σαν την αψίδα του γενικού επιτελείου, θα πρέπει ο δύστυχος να περιοριστεί σ’ ένα πιάτο πατάτες μαγειρεμένες αλά γερμανικά. Πόσο παράξενα είναι τα πεπρωμένα των ανθρώπων!»

Όμως ακόμα πιο παράξενες είναι οι σκηνές που εκτυλίσσονται στη λεωφόρο Νιέφσκι. Θέλει προσοχή, μην πιστεύετε τίποτα απ’ όσα θα δουν εδώ τα μάτια σας! Προσωπικά, όποτε περνάω απ’ αυτό το δρόμο, τυλίγομαι ακόμη πιο σφιχτά στο πανωφόρι μου και κοιτάζω μονάχα τη δουλειά μου, αποφεύγοντας όσο μπορώ να ρίχνω ολόγυρα ματιές. Όλα εδώ αποτελούν μέρος μιας πλάνης, ενός ονείρου, τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται! Νομίζετε δηλαδή πως εκείνος εκεί ο κύριος με την άψογα ραμμένη ρεντιγκότα κολυμπάει στο χρυσάφι; Πέφτετε τελείως έξω: όλη του η περιουσία είναι αυτή η ρεντιγκότα. Έχετε την εντύπωση πως αυτοί οι δύο ευτραφείς κύριοι που στέκονται μπροστά από τη μισοχτισμένη εκκλησία σχολιάζουν την αρχιτεκτονική της; Γελιέστε – απλώς παρατηρούν παραξενεμένοι δύο κοράκια που κάθονται αντικριστά. Μήπως φαντάζεστε πως εκείνος ο άντρας πιο πέρα, που κουνάει ξαναμμένος τα χέρια του, αφηγείται πως έπιασε την γυναίκα του να πετάει από το παράθυρο ένα τσαλακωμένο χαρτάκι σε κάποιον αξιωματικό που δεν θα ξαναδεί ποτέ του; Κάνετε λάθος, λέει απλώς την γνώμη του για τον Λα Φαγιέττ. Θαρρείτε πως εκείνες οι κυρίες… με τις κυρίες όμως θα πρέπει να είστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί. Μην πολυκοιτάζετε τις βιτρίνες: τα μπιμπελό που έχουν είναι πανέμορφα και κομψά αλλά απευθύνονται σε χοντρά πορτοφόλια. Αν, πάλι, το βλέμμα σας γλιστρήσει κάτω από το καπέλο κάποιας γυναίκας και σταθεί στο πρόσωπό της, τότε ο θεός να σας βοηθήσει! Ας ανεμίζει όσο θέλει, στο βάθος, το μαντό μιας αιθέριας ύπαρξης, εγώ πάντως δεν έχω την παραμικρή περιέργεια να την πλησιάσω. Μείνετε μακριά από τις λάμπες του δρόμου, κι αν δεν μπορείτε να την αποφύγετε τότε ανοίξτε το βήμα και προσπεράστε τις γρήγορα· κι αν τύχει και στάξουν πάνω στη μοδάτη ρεντιγκότα σας το λάδι τους με την απαίσια μυρωδιά, μη δυσανασχετήσετε αλλά κάνετε το σταυρό σας – φτηνά τη γλιτώσατε. Δεν είναι μόνο οι φανοστάτες – όλα εδώ μυρίζουν απάτη. Η λεωφόρος Νιέφσκι δεν παύει λεπτό να σκορπίζει τα ψέματά της, τα πιο μεγάλα όμως τα λέει όταν η νύχτα ρίχνει το πυκνό της σκοτάδι και ξεχωρίζουν μόνο τα άσπρα και κιτρινωπά της κτίρια – είναι η ώρα που απλώνεται σε όλη την πόλη ένα δυνατό βουητό και μια ζωηρή λάμψη, αμέτρητες άμαξες περνούν τις γέφυρες, με τις φωνές και τα προστάγματα των αμαξάδων ν’ αντηχούν ολόγυρα, κι ο ίδιος ο διάβολος ν’ ανάβει τις λάμπες για να κρύψει την αληθινή όψη των πραγμάτων.

 

[i] Ίσως παραφθορά του γερμανικού Kunst = Τέχνη, στα Ρωσικά Кунц.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.