Το βιβλίο με την συγκεντρωτική έκδοση των τραγουδιών και των ποιημάτων του Καμπανέλλη εκδόθηκε με τη φροντίδα του θεατρολόγου Θάνου Φωσκαρίνη και της Κατερίνας Καμπανέλλη, κόρης του δημιουργού. Στον πρόλογό του, ο Φωσκαρίνης σημειώνει πως τούτη η συγκεντρωτική έκδοση των τραγουδιών του Καμπανέλλη, χωρίς να έχει φιλολογικό χαρακτήρα, «έρχεται να αποκαταστήσει οριστικά δημοσιεύσεις τραγουδιών του που έγιναν παλαιότερα και συχνά παρουσιάζουν αβλεψίες, λάθη, ενίοτε και παρανοήσεις».
Το πρώτο ποίημα της συλλογής, «Η Νάξος», είναι και το πρώτο ποίημα που έγραψε ο Καμπανέλλης το 1952, επηρεασμένος από τις εμπειρίες του στο ταξίδι της επιστροφής στη γενέτειρά του, Νάξο. Ακολουθούν οι κύκλοι τραγουδιών, με πρώτο τη Στέλλα με τα κόκκινα γάντια του 1954 (οι στίχοι αυτοί δεν έχουν μελοποιηθεί). Μετά έρχεται Το παραμύθι χωρίς όνομα, οι στίχοι του οποίου ευτύχησαν να μελοποιηθούν από τον Μάνο Χατζιδάκι το 1959 και να ερμηνευτούν από τον Λάκη Παππά, για το έργο που ανέβηκε από τον θίασό του, που ήταν βασισμένο στο σχετικό βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα. Θυμίζουμε:
Κι ήταν που λέτε μια φορά
οπού είχαμε ένα βασιλιά
καλό ανθρωπάκι.
Τρίτος κύκλος τραγουδιών είναι Η γειτονιά των Αγγέλων, έργο που παίχτηκε το 1963 από το θίασο Τζένης Καρέζη-Νίκου Κούρκουλου, στο θέατρο Ρεξ, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, με ερμηνεία του Νίκου Κούρκουλου και του Βαγγέλη Σειληνού: Θυμίζουμε:
Στρώσε το στρώμα σου για δυο
για σένα και για μένα
ν’ αγκαλιαστούμε απ’ την αρχή
να ’ν’ όλα αναστημένα.
Ακολουθεί το Μάουτχαουζεν, που είναι η ποιητική εκδοχή του ομότιτλου αυτοβιογραφικού βιβλίου του Καμπανέλλη, ο οποίος υπήρξε έγκλειστος στο εκεί στρατόπεδο. Το μελοποίησε το 1966 ο Μίκης Θεοδωράκης και το ερμήνευσε η Μαρία Φαραντούρη. Ας θυμηθούμε:
Τι ωραία που είναι η αγάπη μου
με το καθημερινό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά…
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία…
Το Κόσμε αγάπη μου μελοποιήθηκε από τον Σταύρο Ξαρχάκο το 1969. Ερμήνευσαν η Βίκυ Μοσχολιού, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης κι ο Σταμάτης Κόκοτας:
Και τώρα πώς να σταματήσω
τα ρολόγια
και πώς να κάμω
τον ήλιο να μη βγει.
Και πώς να μην τελειώσει
ετούτη η νύχτα
αχ!
Ακολουθεί Το μεγάλο μας τσίρκο, έργο που ανέβηκε το 1973 στο θέατρο από τον θίασο Τζένης Καρέζη-Κώστα Καζάκου. Τη μουσική έγραψε ο Ξαρχάκος και τραγούδησαν ο Νίκος Ξυλούρης, η Καρέζη κι ο θίασος. Είχε ενοχλήσει το δικτατορικό καθεστώς.
Φίλοι κι αδέρφια
μανάδες, γέροι και παιδιά,
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
ποιοι περπατούν στα σκοτεινά
και σεργιανούνε στα στενά
τρεις του Σεπτέμβρη
μανάδες, γέροι και παιδιά.
Το έργο Ο εχθρός λαός, πιο πολιτικό και πιο αιχμηρό από το προηγούμενο, ανέβηκε μετά την πτώση της χούντας το 1975, πάλι από τον θίασο Τζένης Καρέζη-Κώστα Καζάκου. Τη μουσική έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης και ερμήνευσαν η Τζένη Καρέζη, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και οι ηθοποιοί του θιάσου:
Απ’ το σαράντα τέσσερα
κι από το γλυκοχάραμα
ο αδερφός τον αδερφό
με σύμβουλο ένα Βρετανό
ποτίζουν αίμα το στενό
με σύμβουλο ένα Βρετανό.
Την ίδια χρονιά ανέβηκε Ο κύκλος με την κιμωλία του Μπρεχτ, για το οποίο τη μουσική έγραψε ο Νίκος Μαμαγκάκης. Τραγούδησαν η Κάτια Γέρου και ο Θάνος Νικόπουλος:
Τέσσερις στρατηγοί
για το Ιράν τραβάνε
ο πρώτος πρωτοπάει να πολεμήσει
ο δεύτερος δεν ξέρει να νικήσει
στον τρίτο φταίν’ οι καιρικές συνθήκες
στον τέταρτο οι φαντάροι του οι λεχρίτες.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έγραψε κι άλλους κύκλους τραγουδιών που άλλα μελοποιήθηκαν, χωρίς να γίνουν πολύ γνωστά, και άλλα όχι. Μελοποιήθηκαν, επίσης, μεμονωμένοι στίχοι του, ενώ στο αρχείο του βρέθηκαν και ανέκδοτα ποιήματα και τραγούδια. Ένα από αυτά έχει τους εξής στίχους:
Σαν ποιητής σκίσε το λευκό χαρτί
με το πιο ωραίο ποίημά σου…
Ελευθέρωσε το φως
που σκλάβωσαν λάμπες…
Μια πλούσια ζωή
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το Επίμετρο του Θάνου Φωσκαρίνη. Σε αυτό διαβάζουμε ένα σύντομο βιογραφικό του Καμπανέλλη, ο οποίος γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921, έκτο από τα εννέα παιδιά του Στέφανου Καμπανέλλη, εμπειρικού φαρμακοποιού, και της Αικατερίνης Λάσκαρη. Μετά την πρώτη τάξη του γυμνασίου, ο πατέρας του έχασε το φαρμακείο, η οικογένεια βρέθηκε σε ένδεια και μετακόμισε στην Αθήνα, στο Μεταξουργείο. Όπως και τ’ αδέρφια του, αναγκάστηκε να εργαστεί σε διάφορες περιστασιακές δουλειές, ενώ το βράδυ σπούδασε τεχνικό σχέδιο στη Σιβιτανίδειο Σχολή.
Στην Κατοχή, με διάθεση περιπέτειας, αποφάσισε να διαφύγει στη Μέση Ανατολή μ’ ένα φίλο του. Κι όταν δεν τα κατάφερε, έφυγε για την Ευρώπη μέσω Γιουγκοσλαβίας και Αυστρίας με προορισμό την Ελβετία. Στη Βιέννη τους έπιασε η Γκεστάπο, τους ανέκρινε, θεωρήθηκαν ύποπτοι κατασκοπείας και τους έβαλαν σε διαφορετικές φυλακές. Τα ίχνη του φίλου του χάθηκαν, ενώ ο Καμπανέλλης μεταφέρθηκε στο Μαουτχάουζεν, στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης αιχμαλώτων. Εκεί παρέμεινε έως τις 5 Μαΐου 1945, όταν απελευθερώθηκε από τον αμερικανικό στρατό.
Στην Αθήνα επέστρεψε τον Αύγουστο του 1945, αφού προηγουμένως πήγε στη Βόρεια Ιταλία για ν’ αποχαιρετήσει τη λιθουανή συγκρατούμενή του, η οποία στο βιβλίο του Μαουτχάουζεν ονομάζεται Γιαννίνα. Εκείνη τη χρονιά, μπήκε τυχαία στο θέατρο Μουσούρη, στην πλατεία Καρύτση, όπου το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν είχε ανεβάσει το έργο Καπνοτόπια των Κάλντγουελ και Κίρκλαντ. Εκείνη η εμπειρία ήταν καθοριστική για τη ζωή του. Ανακάλυψε την τέχνη του θεάτρου και θέλησε να γίνει ηθοποιός, όμως δεν μπορούσε να φοιτήσει σε δραματική σχολή διότι δεν είχε τα τυπικά προσόντα. Τότε άρχισε να διαβάζει θεατρικά έργα και να γράφει πρωτόλειες θεατρικές σκηνές..
Εκείνη τη χρονιά έγραψε τα πρώτο του θεατρικό έργο, Άνθρωποι και ημέρες, με θέμα την επιστροφή ενός νέου σε χιτλερικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Για λόγους βιοπορισμοί, το 1946, προσελήφθη γραφέας στο υπουργείο Αεροπορίας και την ίδια χρονιά εμφανίστηκε ως ηθοποιός στο έργο του Ρόμπερτ Σέριφ, Το τέλος του ταξιδιού. Το 1949 γνώρισε και παντρεύτηκε τη Νίκη Ιωαννίδη. Εγκαταστάθηκαν στο Βύρωνα, μια περιοχή στην οποία έμεναν κυρίως πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Η επαφή του με τους φτωχούς ανθρώπους της συνοικίας του ενέπνευσε το έργο Η αυλή των θαυμάτων.
Το 1950 ο θίασος του Αδαμαντίου Λεμού ανέβασε σε θέατρο της Καλλιθέας το έργο του Χορός πάνω στα στάχυα, που υπήρξε η αρχή της πορείας του ως δραματουργού. Λίγο αργότερα άρχισε η συνεργασία του με το κρατικό ραδιόφωνο, όπου εργάστηκε ως διασκευαστής θεατρικών έργων ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Η δουλειά του στο ΕΙΡ ήταν το σχολείο όπου του αποκαλύφθηκαν τα μυστικά του θεάτρου, τα σχετικά με την ψυχογραφία των ηρώων, τη σκηνική οικονομία, ενώ τον έφερε σε επαφή με ηθοποιούς και θιασάρχες με τους οποίους σύντομα συνεργάστηκε για το ανέβασμα των δικών του έργων. Το 1953 απολύθηκε από το υπουργείο και αφιερώθηκε απερίσπαστος στο θέατρο. Το 1954, έχοντας γνωρίσει τη Μελίνα Μερκούρη, έγραψε το τρίπρακτο έργο Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια, το οποίο ο Μιχάλης Κακογιάννης μετέφερε επιτυχώς στον κινηματογράφο με μουσική Μάνου Χατζιδάκι και σκηνικά-κουστούμια Γιάννη Τσαρούχη.
Η προβολή της Στέλλας στο Φεστιβάλ των Καννών (1955) χάρισε σημαντική προβολή στους συντελεστές της, αλλά στην Αθήνα δίχασε τους κριτικούς. Ωστόσο, ο Καμπανέλλης πήγε στη Σχολή Κινηματογράφου του Λυκούργου Σταυράκου, όπου δίδαξε σενάριο και δραματική ανάλυση. Στη συνέχεια, έγραψε το σενάριο της ταινίας του Ο Δράκος (1955) του Νίκου Κούνδουρου με πρωταγωνιστή τον Ντίνο Ηλιόπουλο.
Το 1956 ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο το έργο του Έβδομη μέρα της δημιουργίας σε σκηνοθεσία του Κωστή Μιχαηλίδη, κάτι που σήμαινε πώς ήδη ήταν αναγνωρισμένος σύγχρονος θεατρικός συγγραφέας. Στην παράσταση ξεχώρισε η Τζένη Καρέζη στον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο με τον οποίο επισφραγίστηκε η ισόβια φιλία τους. Η θριαμβευτική πορεία του Καμπανέλλη στο θέατρο και τον κινηματογράφο συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια. Παραμύθι χωρίς όνομα (βασισμένο στο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα), Η Χιονάτη και τα εφτά γεροντοπαλίκαρα, Ραντεβού στην Κέρκυρα, Το ποτάμι, Η γειτονιά των αγγέλων. Το 1963 γεννήθηκε η κόρη του Κατερίνα και το 1964 προσελήφθη ως αρθρογράφος στην κεντρώα εφημερίδα Ελευθερία του Πάνου Κόκκα, προσκείμενη στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Κατά τα γεγονότα του Ιουλίου του 1965, την περίοδο που αποκλήθηκε Αποστασία, παραιτήθηκε από την εφημερίδα και την ίδια χρονιά εκδόθηκε το πρώτο και μοναδικό του πεζό έργο, το Μαουτχάουζεν, με εισήγηση του Βασίλη Βασιλικού στον Μίμη Δεσποτίδη, υπεύθυνου του αριστερού οίκου Θεμέλιο. Επρόκειτο για τις αναμνήσεις του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης που ο ίδιος χαρακτήρισε χρονικό.
Δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει θέατρο, σενάρια για τον κινηματογράφο και στίχους για τραγούδια. Παίχτηκαν τα έργα του Βίβα Ασπασία, Οδυσσέα, γύρισε σπίτι, Κορίτσια στον ήλιο, Το κανόνι και τ’ αηδόνι, Το μεγάλο μας τσίρκο, το οποίο κατέβηκε άρον άρον μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Η πτώση της χούντας, η επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον Ιούλιο του 1974, το δημοψήφισμα για την επιστροφή η όχι του βασιλιά, βρήκε τον Καμπανέλλη στις επάλξεις της πολιτικής ζωής. Συμμετείχε στην επιτροπή υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας μαζί με τους Μάριο Πλωρίτη, Βιργινία Τσουδερού, Αντώνη Σαμαράκη και Ιωάννη Μασουρίδη. Το 1975, άρχισε τη συνεργασία του ως αρθρογράφος με την εφημερίδα Τα Νέα, θίγοντας καταστάσεις της καθημερινότητας. Έργα του συνέχισαν να ανεβαίνουν σε αθηναϊκά θέατρα, ενώ το 1981, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, του ανατέθηκε η Διεύθυνση Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ, όπου παρέμεινε ώς το 1987. Το 1999 ήταν για τον Καμπανέλλη έτος διακρίσεων και βραβεύσεων, με σημαντικότερη την εκλογή του παμψηφεί ως μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στη νεοσύστατη έδρα Θεάτρου.
Η έντονη, δημιουργική και θαυμαστή ζωή του Ιάκωβου Καμπανέλλη έκλεισε στις 29 Μαρτίου 2011. Πέθανε εννιά μέρες μετά τη σύζυγό του. Όπως σημειώνει ο Θάνος Φωσκαρίνης, ο οποίος έχει καταγράψει το Αρχείο του, θεωρείται «αυτοδίδακτος στην τέχνη», όπως οι σύγχρονοί του Γιάννης Ρίτσος, Μάνος Χατζιδάκις, Κάρολος Κουν, και «ο πιο λαοφιλής και ο πολυγραφότερος» νεοέλληνας θεατρικός συγγραφέας του 20ού αιώνα.
Από το επίμεκτρο πληροφορούμαστε ακόμα πως υπάρχουν ανέκδοτα θεατρικά του έργα, καθώς και σενάρια για τον κινηματογράφο που περιμένουν να δουν το φως της δημοσιότητας. Ίσως, εφέτος, καθώς συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννησή του, να γίνουν γι’ αυτόν σχετικές εκδηλώσεις.