Σύνδεση συνδρομητών

«Ωραία τα κατάφερες, αγόρι μου»

Τρίτη, 08 Φεβρουαρίου 2022 10:47
O Μέρμαν Μέλβιλ το 1885.
George G. Rockwood / New York Public Library  
O Μέρμαν Μέλβιλ το 1885.

Χέρμαν Μέλβιλ, Μπίλλυ Μπαντ, Ναύτης, μετάφραση από τα αγγλικά: Παναγιώτης Κεχαγιάς, Κώστας Σπαθαράκης, επίμετρο: Θοδωρής Δρίτσας, Αντίποδες, Αθήνα 2021, 212 σελ.

Ο Χέρμαν Μέλβιλ (1819-1891), χρόνια μετά την έκδοση του Μόμπι Ντικ (1851), από το 1886 ώς το θάνατό του, το 1891, αφιερώθηκε στη συγγραφή της νουβέλας Billy Budd, the Sailor, η οποία δημοσιεύτηκε πολύ αργότερα, το 1924, ενώ στην χώρα μας μεταφράστηκε μόλις φέτος και θα πρέπει ως αναγνωστικό κοινό να ευχαριστήσουμε τους εκδότες γι’ αυτό το σπουδαίο δώρο.

Η μέθοδος συγγραφής της νουβέλας θυμίζει μια άλλη τέχνη, εκείνη των μεγάλων ζωγράφων της Αναγέννησης που δημιούργησαν τα τεράστια ταμπλό με σταθερές και λεπτεπίλεπτες πινελιές. Εδώ ο Χέρμαν Μέλβιλ μοιάζει να ζωγραφίζει όχι απλώς ένα ταμπλό αλλά ένα ναό. Εκείνον του νεωτερικού ανθρώπου, το πλαίσιο και τα όριά του, τις περιπέτειες και, κυρίως, τις εσωτερικές του αντιφάσεις. Εξάλλου, η νουβέλα φέρει τον υπότιτλο: «Μια εσωτερική αφήγηση».

Ο Μέλβιλ πρώτα μας δίνει το σκοτεινό φόντο της ιστορίας του, περνώντας από τους θαλασσινούς ναπολεόντειους πολέμους σε δύο περιστατικά ανταρσίας στο Πολεμικό Ναυτικό της Αγγλίας, εκείνα του Σπίτχεντ και του Νόουρ (έφερε τρόμο στους κυβερνώντες της Αγγλίας περισσότερο και από εκείνον του ίδιου του Ναπολέοντα), τη βίαιη καταστολή του και την, έπειτα από λίγα χρόνια, κατανίκηση του Γαλλικού  Πολεμικού Στόλου από τον Νέλσονα και τους ίδιους ναύτες οι οποίοι είχαν μετάσχει στις ανταρσίες.

Από εκεί και πέρα ζωγραφίζει τα πορτρέτα των τριών κεντρικών ηρώων της νουβέλας του. Του Μπίλλυ Μπαντ, του Ναύτη – πανέμορφου παρόμοια με έλληνα θεό, δυνατού όπως ο Ηρακλής και πανάγαθου σαν θυσιαστικός αμνός. Και ακολούθως, του οπλονόμου Κλάγκαρτ, στο ρόλο του  αστυνόμου του πλοίου Bellipotent, ανθρώπου έξυπνου, με πνευματικά χαρίσματα, αλλά στεγνού κι απόλυτα αφοσιωμένου στον σχετικό ρόλο. Και τελικά, του καπετάνιου Βίερς, ικανού ναυτικού με πολεμική στρατηγική σκέψη.

Η ιστορία εξελίσσεται στον περίκλειστο κι απομονωμένο χώρο ενός πλοίου της γραμμής σε πολεμική αποστολή. Ο μύθος οικοδομείται με μεγάλη μαστοριά μέσω επανειλημμένων και υπαινικτικών προσεγγίσεων, από τις οποίες μαθαίνουμε αρχικά ότι ο οπλονόμος, «αναιτίως», βάζει στο μάτι τον Μπίλλυ Μπαντ, προσπαθεί να τον παγιδέψει και, ακολούθως, δεν συγκρατείται και τον κατηγορεί στον καπετάνιο ως υποκινητή ανταρσίας.

Ο καπετάνιος δεν τον πιστεύει καθώς έχει θετική προσωπική άποψη για τον ναύτη, τον καλεί όμως σε αντιπαράθεση με τον οπλονόμο. Ο ναύτης έχει πρόβλημα καθώς δεν μπορεί να εκφέρει λόγο όταν είναι οργισμένος, αντιδρά άσχημα και μ’ ένα μοναδικό χτύπημα ξαπλώνει τον οπλονόμο νεκρό μπροστά στον καπετάνιο.

Από εκεί και πέρα έρχεται σε σύγκρουση η γνωστή σε όλους στο πλοίο αλήθεια, ότι ο ναύτης είναι αθώος των κατηγοριών, με την ανάγκη, για λόγους πειθαρχίας, να τιμωρηθεί ένας κατώτερος ιεραρχικά που σκότωσε έναν ανώτερο στη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων.

Η  νουβέλα έχει ωραίο τέλος: ο Χέρμαν Μέλβιλ υμνεί με μια λαϊκή μπαλάντα το Ναύτη Μπίλλυ Μπαντ και, ίσως, μέσω αυτού, τους χιλιάδες ναύτες που γνώρισε ή έμαθε την ιστορία τους κατά τη ναυτική ζωή.

Στο κέντρο του μύθου βρίσκεται ένα εμβληματικό επεισόδιο, κλειδί για την ερμηνεία αυτής της πολυεπίπεδης και σχετικά σκοτεινής νουβέλας, μεταξύ του Μπίλλυ Μπαντ και του οπλονόμου Κλάγκαρτ. Το παραθέτω καθώς μπορεί να διαβαστεί και αυτονόμως:

 

H χυμένη σούπα

«Κατά το μεσημέρι, το πλοίο, με τον άνεμο ούριο και τα άρμενα όλα ανοιχτά, ακολουθούσε τη ρότα του, κι αυτός [ο Μπίλλυ Μπαντ], την ώρα του φαγητού αστειευόταν με τους άνδρες της συσσιτίας του, όταν σε ένα ξαφνικό τράνταγμα έχυσε κατά λάθος όλο το περιεχόμενο της καραβάνας του στο πάτωμα, που μόλις το είχαν σφουγγαρίσει. Ο Κλάγκαρτ, ο οπλονόμος, με το ραβδί στο χέρι, έτυχε να περνά από τη σειρά των κανονιών, ανάμεσα στα οποία ήταν στριμωγμένη η συσσιτία κι έτρωγε, και το λιπαρό ζουμί κύλησε μπροστά στα πόδια του. το απέφυγε και θα συνέχιζε το δρόμο του χωρίς να πει τίποτα, αφού το θέμα  ήταν άνευ σημασίας υπό τας περιστάσεις, έτυχε όμως να παρατηρήσει ποιος είχε κάνει τη ζημιά. Η έκφρασή του άλλαξε. Σταμάτησε κι ήταν έτοιμος να αναφωνήσει κάτι βιαστικά στον ναύτη, αλλά συγκρατήθηκε και, δείχνοντας τη χυμένη σούπα στα πόδια του, τον χτύπησε παιχνιδιάρικα από πίσω με το ραβδί, λέγοντάς του με μια απαλή μελωδική φωνή, την οποία χρησιμοποιούσε πού και πού: “Ωραία τα κατάφερες αγόρι μου! Αφού ο ωραίος ωραία θα τα κάνει, σωστά;” [i] και έπειτα προχώρησε. Αυτό που δεν πρόσεξε ο Μπίλλυ, επειδή δεν ήταν στο οπτικό του πεδίο, ήταν το αθέλητο χαμόγελο ή μάλλον μορφασμός, που συνόδευε τα διφορούμενα λόγια του Κλάγκαρτ. Οι λεπτές γωνίες των καλοσχηματισμένων χειλιών του τραβήχτηκαν άχαρα προς τα κάτω».

 

[i] Σύμφωνα με το αγγλικό κείμενο από το  Project Gutenberg Australia, Title: Billy Budd, Sailor (An inside narrative), η σχετική αμφίσημη περικοπή του Κλάγκαρτ είναι η εξής: “Handsomely done, my lad! And handsome is as handsome did it too!”

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.