Ας μην μεμψιμοιρούμε. Όμως ποιος γνωρίζει ότι ο καλούμενος από γνώστες και μη ως καλύτερος εν ζωή διηγηματογράφος μας κυκλοφόρησε προ διετίας νέα συλλογή; Η άγνοια δεν οφείλεται μόνον στη σεμνότητα του γραφιά, αφού το βιβλίο χτυπήθηκε σε τριακόσια εκτός εμπορίου αντίτυπα, αλλά και στην ακηδία, την υποκρισία, και την άσκοπη, καθότι δημοσιογραφική, για να μην πω σταρλετίστικη, βαβούρα του λογοτεχνικού κόσμου. Όμως η αιτία της μη κυκλοφορίας της συλλογής στο εμπόριο μπορεί και να αρύεται από τον εντελώς προσωπικό, ιδιωτικό της χαρακτήρα.
Όχι ότι στο Μπάνιο με τον Γιάννη δεν επανέρχονται πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις γνωστές από τον κατατεθειμένο στις πέντε προηγηθείσες συλλογές του Η.Χ.Π., μόνο που εδώ το συναίσθημα, σαν την πηγή της Λουκίσσας (αλήθεια, τι αινιγματική κι εξωτική λέξη;), δροσίζει, αλλά και καίει την ψυχή. Και ο Παπαδημητρακόπουλος σπεύδει να εισδύσει στον πολύτιμο αυτόν κόσμο με την πρώτη μινιατούρα που ανοίγει το βιβλίο, ένα ενύπνιο, των αποφράδων νυκτών απαύγασμα, νυκτών απολογίας των ζωντανών προς τους πεφιλημένους απόντες. Νεκρός είναι εκείνος που δεν έχει απαντήσεις, εκείνος που ατελέσφορα επιχειρεί να παρηγορήσει, γιατί οι ζωντανοί ρωτούν.
Η αγάπη του Η.Χ.Π. για τα ζώα αναπτύσσεται στο δεύτερο διήγημα της συλλογής, τις πλήρεις ρυθμού, σαν το πέταγμα πουλιού, «Αλκυονίδες». Εδώ, παραφράζοντας τον Μαλλαρμέ, θα λέγαμε πως το διήγημα είναι η ανάπτυξη, η ανασκαφή μιας λέξεως. Γιατί εκκινώντας από τη λέξη Αλκυόνη, o Η.Χ.Π. μας ανυψώνει και μας μετεωρίζει σ’ έναν κόσμο ανάμεσα ουρανού και γης, ανάμεσα πραγματικότητας και μύθου, ανάμεσα σε φαντασία και ζωή, συναιρώντας τα. Το τρυφερό τέλος, τυπικά υπαινικτικό και σκωπτικό, εμμέσως αυτοβιογραφικό, αλλά και σπαρακτικό, καθώς φέρνει στο νου την εναρκτήρια των Παιδαριωδών ιστοριών του από την προηγούμενη συλλογή του Ο θησαυρός των αηδονιών.
Στο διήγημα «Σαν τ’ μπούφ’ του π’λί», όπου ενδιαιτώνται δυο ογκόλιθοι της γραμματείας μας, ο πρώτος των πρώτων Παπαδιαμάντης και ο πιο εμβριθής και οντολογικός συγγραφέας μας, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, προτιμώ να βλέπω μια αλληγορία για τη συγγραφική πράξη, μου αρέσει δηλαδή να φαντάζομαι τον γραφιά σαν τον μπούφο – του π’λί– που μες σε πλήρες σκοτάδι, με τεταμένες τις άλλες αισθήσεις, καταπίνει κι αφομοιώνει τον Κόσμο, τη Ζωή, φέρνοντάς τη στο φως της μέρας ως γραφή.
Ο Πεντζίκης είναι ο δεύτερος νεκρός, μετά τον πατέρα του αφηγητή, που εμφανίζεται στο βιβλίο, στον προσφιλή τόπο των κεκοιμημένων, δηλαδή στα ενύπνια. Πρόκειται για ένα από τα πιο αινιγματικά διηγήματα του Παπαδημητρακόπουλου, φόρος τιμής σε έναν από τους πιο αινιγματικούς, με την έννοια της πληρότητας, συγγραφείς μας. Το διήγημα λειτουργεί ως έμμεσος σχολιασμός για την άνευ νοήματος παρουσίαση πονημάτων, για τον εντελώς προσωπικό, κρυπτικό και γριφώδη χαρακτήρα κάθε γραπτού, για τη μοναξιά του αφηγητή, άμα και την απομόνωση ακόμη και από τον ίδιο του τον κύκλο. Πρόκειται για ένα εντελές πορτραίτο του οξύνοος και συνάμα ευαίσθητου, ανεξάντλητου αφηγητού (θαρρείς και απευθυνόταν στο θεό) και φαρμακοποιού της Θεσσαλονίκης.
H λατρεία του Παπαδιαμάντη
Στο ρετρό ύφους «Οι τέσσερις δεκάρες του Αποστόλη του Κακόμη», ένα διήγημα για την αυθεντικότητα και τη γνησιότητα και τη σημερινή κακοποίηση και τη φαλκίδευσή της. Φαλκίδευση και κακοποίηση που εδράζεται και αναχωρεί από τη γλώσσα, από τη δήθεν κοντά στα πράγματα και τις γεύσεις εκδοχή της που, φυσικά, πάσχει από αγευσία. Γι’ αυτό ο Παπαδημητρακόπουλος, που δεν παύει ποτέ να υμνεί και να ευγνωμονεί τους προπάτορες, επιστρέφει στη γλωσσική μαγγανεία του Σκιαθίτη, στην ανθρωπογνωστική λατρεία του Παπαδιαμάντη. Το διήγημα κλείνει με μια αυθεντική εικόνα, κάπως θολή, καθότι κι αυτή θα σβηστεί από την κίβδηλη επέλαση του γκουρμέ, όπου ο αφηγητής συντρώγει με το φούρναρη σε έναν φούρνο στον οποίο έψηνε και έτρωγε το γκιουβέτσι του ένας ήρωας του Παπαδιαμάντη. Το κλείσιμο του διηγήματος πιστοποιεί τη δύναμη της λογοτεχνίας, όχι να αναπαριστά την πραγματικότητα, αλλά να τη γεννά εξ υπαρχής, εκτός κι αν η λογοτεχνία είναι η εξανάσταση της μνήμης.
Η θεάρεστη αναφορά του Παπαδημητρακόπουλου στους ανιόντες συγγενείς του, όχι τους εξ αίματος αλλά τους εξ ιδιοσυγκρασίας και εκ γλώσσης, συνεχίζεται και στο επόμενο διήγημα, που φέρει τον παραπειστικό τίτλο «Γαλοπούλας εγκώμιον». Εδώ ένας επίσης παραπειστικός κυνισμός εμπλέκεται μαζί με έναν επικριτικό, πικρό σχολιασμό της «απάνθρωπης» στάσης του ανώτερου απέναντι στα κατώτερα είδη. Και πάλι, όμως, ο Παπαδημητρακόπουλος, αποτίνοντας τιμή στον λησμονημένο, άδικα, Τάκη Δόξα παραθέτει ένα σπαρακτικό απόσπασμα για να επέλθει ισορροπία αντιθετική με τα όσα κωμικά αλλά και τραγικά ανιστορούνται στο πρώτο μέρος του διηγήματος.
Στη «Λουκίσσα» ο Παπαδημητρακόπουλος επιστρέφει στην παιδική του ηλικία, στον προσφιλή του Πύργο και την εξοχή του, όπου η ασθένεια και εξ αντανακλάσεως ο θάνατος δροσίζονται από τον αέναο ανταγωνιστή τους, τον έρωτα. Ο νεαρός αφηγητής μυείται σε αυτά τα δυο μυστήρια, στο μυστήριο της φθοράς και στο μυστικό της ερωτικής αειφορίας. Η πηγή της Λουκίσσας αρδεύει τη μνήμη του δημιουργού, αναγεννώντας την ξανά και ξανά. Δίνοντας θαρρείς διέξοδο στο θαύμα που, διά του νερού, θαλασσινού αυτή τη φορά, επισυμβαίνει στην Ανάληψη. Ένα νεαρό κορίτσι, μια αναδυομένη, η νεότητα αυτή καθαυτή, εντέλει η Ομορφιά χαρίζεται σε κάποιους ευωχούμενους παραθεριστές, μες στην υλικότητα και την πνευματικότητά της υπό το μεταφυσικό φως της ευδίας.
Το βιβλίο κλείνει με τους πεφιλημένους, κάνοντας κύκλο κλείνει όπως αρχινά, με τον νεκρό πατέρα που σιωπά, με τον νεκρό αδερφό που σιωπά, προδομένος θαρρείς, αλλά κι αποφεύγοντας να λαβώσει την αθεράπευτη, τη σπαρακτική και μάταιη ελπίδα των θνητών.