Σύνδεση συνδρομητών

Χόουπ Βιλ και Μάιτυ Σίτυ, δυο «φανταστικές» πόλεις

Πέμπτη, 30 Δεκεμβρίου 2021 18:51
H εικονογράφηση που συνοδεύει την αφήγηση στο Super θυμίζει την αισθητική των κόμικς φαντασίας, που αποθέωσαν εκδοτικές εταιρείες όπως η Marvel και η DC.
Παναγιώτης Αρμυριώτης
H εικονογράφηση που συνοδεύει την αφήγηση στο Super θυμίζει την αισθητική των κόμικς φαντασίας, που αποθέωσαν εκδοτικές εταιρείες όπως η Marvel και η DC.

Δημήτρης Τενές, Super, εικονογράφηση: Παναγιώτης Αρμυριώτης, Υδροπλάνο, Αθήνα 2021, 110 σελ.

Σούπερ κακοί εναντίον υπερηρώων. Μηχανές που μπορεί να ξεφύγουν από τον έλεγχο των ανθρώπων που τους κατασκεύασαν. Ένα ώριμο αφήγημα από το χώρο της λογοτεχνίας του φανταστικού. [ΤΒJ]

«Το παράλογο είναι κάτι αναγκαίο για τον άνθρωπο και πολλά καλά απορρέουν από αυτό. Μόνον οι πολύ αφελείς μπορεί να πιστεύουν ότι η ανθρώπινη φύση είναι δυνατόν να μεταβληθεί σε  καθαρώς λογική».

Φ. Νίτσε

Στο εξώφυλλο του μυθιστορήματος του Μ. Καραγάτση, Το χαμένο νησί, προστίθεται, ως υπότιτλος, «φανταστική νουβέλα». Το «φανταστική» δεν υπονοούσε βέβαια πάρα πολύ ωραία, υπέροχη νουβέλα, αλλά «αφάνταστη» ιστορία. Είναι αυτό που σήμερα ονομάζουμε «λογοτεχνία του φανταστικού». 

Δυο πόλεις, η Χόουπ Βιλ, Πόλη της Ελπίδας, και η Μάιτυ Σίτυ, Πόλη των Δυνατών, πόλεις που τις χωρίζει ο Γαλάζιος ποταμός, αποτελούν το πλαίσιο εντός του οποίου εκδηλώνεται το αφήγημα του πρωτοεμφανιζόμενου Δημήτρη Τενέ. Ο τίτλος (Super), το εξώφυλλο αλλά και η πλούσια εικονογράφηση παραπέμπουν σε ένα είδος που κινείται ανάμεσα στο κόμικς και τη λογοτεχνία του φανταστικού.

Δεν είναι ακριβώς κόμικς, καθώς η αφήγηση δεν είναι η κλασική κατακερματισμένη, δηλαδή διαδοχικές εικόνες με λόγο που αναφέρεται στην κάθε εικόνα ξεχωριστά, αλλά είναι ενιαία και οι πολλές εκτός κειμένου εικόνες παρακολουθούν την πορεία της αφήγησης.

Οι ήρωες, επίσης, σε αντίθεση με την κλασική μορφή των κόμικς, δεν συγκρούονται απλώς μεταξύ τους αλλά έχουν και εσωτερικές συγκρούσεις, εξελίσσονται, διαφοροποιούνται, ολοκληρώνονται. 

Στη λογοτεχνία του φανταστικού τα πράγματα που συμβαίνουν είναι πέρα από την πραγματικότητα, δεν είναι υπαρκτά, ούτε καν θα μπορούσαν να συμβούν. Είναι επινοήσεις, εργαλεία περιγραφής και απόδοσης χαρακτήρων που όμως κρατούν τα στοιχεία των χαρακτήρων και οριοθετούν εμφανώς το επίδικο, κάθε φορά, της αντίθεσης, της σύγκρουσης, της κορύφωσης. Η ελευθερία που προσφέρει η προσφυγή στο φανταστικό δίνει περισσότερα περιθώρια στο συγγραφέα να αποδώσει τους χαρακτήρες του, να τους προσδώσει στοιχεία σύνθετα, πολύπλοκα, «ακραία». Όμως, το ζητούμενο πάντα είναι τα φανταστικά, υπερφυσικά στοιχεία να συνθέτουν υπαρκτούς χαρακτήρες.

 

Υπερήρωες κατά σούπερ κακών

Οι συγκρούσεις στη λογοτεχνία του φανταστικού μπορεί να αφορούν έθνη, κοινωνικές ομάδες, παρέες, άτομα αλλά και ρομπότ, δημιουργήματα των ανθρώπων αλλά και αυτονομημένα. Εδώ προστίθεται, λοιπόν, μια προσπάθεια να πραγματευτεί ο συγγραφέας το παλιό, όσο περίπου και η λογοτεχνία, πρόβλημα του ρόλου της τεχνολογίας στη ζωή του ανθρώπου, των ορίων στη χρήση της και την πιθανότητα/κίνδυνο της αυτονόμησής της. Τα όρια στη χρήση της τεχνολογίας αφορούν το εύρος της επέμβασής μας στη φύση αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο απευθείας. Η παγκόσμια λογοτεχνία και ο κινηματογράφος μάς έδωσαν άφθονα παραδείγματα «τεράτων» της ανθρώπινης επινοητικότητας, της υπέρβασης των ορίων, της αυτονόμησης και της «αντιστροφής» ενός χαρακτήρα ή του δημιουργήματός του. Δράκουλες, μούμιες, λυκάνθρωποι, ζόμπι, Γκοντζίλα, Φρανκενστάιν, Κινγκ Κονγκ αλλά και Σούπερμαν, εξωγήινοι, ζώα (όρκα, καρχαρίας, πιράνχας) είναι μόνο κάποιοι «χαρακτήρες» που έχτισαν το τοπίο του φανταστικού στον κινηματογράφο. Εδώ έχουμε έναν καινούργιο υπερ-ήρωα, ένα αυτονομημένο ρομπότ, τον Άνταμ, ο οποίος είναι προϊόν μιας άτυπης σύμπραξης των δύο πόλεων, αλλά ταυτόχρονα απειλή και για τις δύο.

Η προσπάθεια να υπερνικηθούν οι αποστάσεις, ο χρόνος, οι φυσικές –και πεπερασμένες– ιδιότητες των ανθρώπων πλάθει χαρακτήρες ενδιαφέροντες ή ατυχείς, ολοκληρωμένους ή ατελείς, ηθικούς ή ανήθικους, απλοϊκούς ή σύνθετους. Όσο και αν τα στοιχεία που συνθέτουν τους χαρακτήρες είναι φανταστικά, οι χαρακτήρες πρέπει να είναι γήινοι, ανθρώπινοι, «πραγματικοί».

Οι χαρακτήρες του Δημήτρη Τενέ είναι ανθρώπινοι, μέσα σε ένα φανταστικό περιβάλλον, αυτό των δύο πόλεων, που ανταγωνίζονται εμφανώς αλλά και κρυφά, υπόγεια.  

Η μία πόλη, των δυνατών, των σούπερ κακοποιών, οργανώνεται με τρόπο που αναπαράγει κακοποιούς: «Οι γονείς σας έκαναν πολλές παρανομίες για να μαζέψουν τα απαραίτητα χρήματα γι’ αυτό το σχολείο», λέει η καθηγήτρια στα παιδιά των σούπερ κακοποιών για να τους δώσει το κίνητρο της μάθησης, να γίνουν κακοποιοί αντάξιοι των γονιών τους.

Η άλλη πόλη, της ελπίδας, πλάθει σούπερ ήρωες, αναζητά τις τεχνολογικές καινοτομίες που θα διευκολύνουν τις ζωές τους, να γίνουν καλύτεροι χωρίς τη βία της αντίπαλης πόλης.

Και οι δυο πόλεις χρησιμοποιούν την τεχνολογία, δεν βρίσκεται εκεί η βάση της αντίθεσής τους ή των διαφορών τους. Οι πολίτες τους αξιοποιούν τα τεχνολογικά επιτεύγματα των επιστημόνων τους, πετούν, γίνονται αόρατοι, εκτοξεύουν απίθανες βολές με καινοτόμα όπλα.

Οι δύο νεαροί κεντρικοί ήρωες που προέρχονται από τις δύο αντίπαλες πόλεις έχουν διαφορετικές αφετηρίες, μέσα και σκοπούς. Συναντώνται όμως και το σκηνικό επηρεάζεται.     

Οι «ασύλληπτες δυνάμεις» που έλεγε ο Σαίξπηρ, γίνονται επικίνδυνες στα χέρια ή τους σκοπούς των αντίπαλων ομάδων. Είτε γιατί οι σκοποί καθαυτοί είναι επιθετικοί, είναι «εναντίον», είτε γιατί εμπεριέχουν τον κίνδυνο που η ατελής επινόηση αφήνει ανοικτή στο λάθος, στην παρέκκλιση, την απώλεια του ελέγχου πάνω στο δημιούργημα.

Η λογοτεχνία του φανταστικού, αποτελεί μια γέφυρα ανάμεσα στο παραμύθι και την ώριμη λογοτεχνία, ένα πέρασμα από την παιδική στην «ενήλικη» αφήγηση. Διατηρεί πολλά από τα στοιχεία της αφαίρεσης και της υπερβολής αλλά κρίνεται με τα ίδια μέτρα που κρίνεται κάθε λογοτεχνικό έργο.    

Το εκδοτικό τοπίο στα νέα αυτά είδη έχει αρκετούς «εξειδικευμένους» οίκους, αλλά και οι παραδοσιακοί έλληνες εκδότες απλώνονται στα νέα αυτά είδη, αναγνωρίζοντας ντε φάκτο ότι δεν υπάρχουν τείχη ανάμεσα στα διάφορα είδη του «καλού» έργου ή, μάλλον, ότι τα είδη αυτά τοποθετούνται πια στο χώρο της λογοτεχνίας και όχι της παραλογοτεχνίας.

Η Κική Δημουλά θεωρεί ότι «η φαντασία [είναι] / – απόφοιτος του Πλάστη / γόνος του παραλογισμού / και της υπεροψίας». Πλάθει όμως και έλλογες μυθοπλασίες, χωρίς υπεροψίες, αυτές που κάνουν τον κόσμο πιο υποφερτό.    

Σάκης Κουρουζίδης

Διδάκτορας Γεωφυσικής, εργάστηκε στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Αστεροσκοπείου Αθηνών ενώ επί χρόνια υπήρξε διευθυντής της Διευθύνσεως Υποστήριξης Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Δρων οικολόγος, διετέλεσε διευθυντής των περιοδικών Νέα Οικολογία και Δαίμων της Οικολογίας. Ίδρυσε και διεύθυνε την Ευώνυμο Οικολογική Βιβλιοθήκη στην οποία έχει εκδώσει πολλά βιβλία.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.