And here is my diary, containing the body-
Patricia Highsmith, μόττο στο 1o Ημερολόγιο
Κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη τα, πολυαναμενόμενα (ήδη είχαν προαναγγελθεί από τους Νew Υork Τimes, τον Guardian, τον New Yorker και άλλα φύλλα ένα χρόνο πριν), Ημερολόγια και Σημειωματάρια της Πατρίσια «Πατ» Χάισμιθ (Mary Patricia Plangman, 1921-1995). Είναι σίγουρα μια έκδοση-σταθμός, που θα κυριαρχήσει στα βιβλία της χρονιάς. Η αμερικανίδα συγγραφέας, που άλλαξε άρδην το τοπίο και τους κανόνες στο αστυνομικό μυθιστόρημα, με εκατομμύρια πιστούς αναγνώστες σε όλο τον κόσμο, αφήνει πίσω της μια κατάθεση ψυχής και ζωής, που έμενε επτασφράγιστο μυστικό στα ελβετικά Αρχεία για σχεδόν 30 χρόνια.
Στις 1376 «πυκνογραμμένες» σελίδες του βιβλίου με τα Ημερολόγια και τα Σημειωματάρια της Πατρίσια Χάισμιθ, ο αναγνώστης χάνεται στις δαιδαλώδεις διαδρομές της «εσωτερικής, μυστικής ζωής» της (inner secret life), ενώ ταυτόχρονα ταξιδεύει στις πολιτείες και τους ανθρώπους που σημάδεψαν την πορεία της στο χρόνο και στα βιβλία. Μια πρώτη ανάγνωση, μας αποκαλύπτει ένα σκληρό και συνάμα τρυφερό άτομο, όπως οι χαρακτήρες της στο ρηξικέλευθο μυθιστόρημά της, Κάρολ.
Πώς ξεκίνησαν όλα
Τη δεκαετία του 1960, ένας νεαρός ελβετός εκδότης βλέπει σε έναν κινηματογράφο της Ζυρίχης την ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ, Ο άγνωστος του εξπρές (πρωτότυπος τίτλος Strangers on A Train). Όπως πέφτουν οι τίτλοι τέλους, το όνομα Πατρίσια Χάισμιθ, δίπλα σε εκείνο του Ραίημοντ Τσάντλερ που υπέγραφε τη διασκευή του μυθιστορήματός της σε σενάριο, τού εντυπώνεται και αποφασίζει να εκδώσει τα βιβλία της σε hard cover, παίρνοντας από το 1967 τα δικαιώματα των μυθιστορημάτων της. Δέκα χρόνια αργότερα, το Ημερολόγιο της Έντιθ ανεβαίνει απρόσμενα στα best seller του Spiegel και η Χάισμιθ αναγορεύει εκείνον τον ανυποψίαστο θεατή της ταινίας και ιδρυτή του Diogenes, Daniel Keel, σε αποκλειστικό της «ατζέντη», λίγο μετά απ’ τη στιγμή κατά την οποία ο αμερικανός εκδότης της, Larry Ashmead, έχει απορρίψει δύο μυθιστορήματά της.
Το 1984, η Άννα φον Πλάντα (Anna von Planta), συνεργάτρια των εκδόσεων, θα συναντήσει τη συγγραφέα, με προτροπή του Κέελ, για να αναλάβει τη δύσκολη αποστολή της επιμελήτριας (Lektorin) του συνολικού της έργου. «Η Πατ με δέχτηκε πολύ συγκρατημένα. Άφησε το χέρι μου, που της έτεινα για χειραψία, να αιωρείται στον αέρα, παράγγειλε μια μπύρα κι έμεινε σιωπηλή», θυμάται χαρακτηριστικά η Φον Πλάντα, και καταγράφει στον Πρόλογο του βιβλίου (απ’ όπου και το «ιστορικό» που αναφέρουμε) το στιγμιότυπο της πρώτης, ψυχρής συνάντησης με τη συγγραφέα. Θα περάσει μισή ώρα μέχρι να «λυθεί η γλώσσα» της Χάισμιθ με τη συνομιλήτρια και μέλλουσα στενή συνεργάτριά της. Όταν η Φον Πλάντα περιγράφει στον εκδότη της τη σκηνή στο ξενοδοχείο, δέχεται έκπληκτη τα συγχαρητήρια του Κέελ, που θα της εκμυστηρευτεί ότι χρειάστηκε χρόνια για να αποσπάσει από εκείνη κάτι περισσότερο από ένα «ναι» και ένα «όχι». Αργότερα θα συμφωνηθεί από κοινού, ότι τα «Ημερολόγια» και τα «Σημειωματάρια» θα ενταχτούν πλήρως στα λογοτεχνικά κατάλοιπα της συγγραφέως, ως αναπόσπαστο κομμάτι του συνολικού της έργου, ενώ ο Diogenes έχει την παγκόσμια αποκλειστικότητα των δικαιωμάτων στο σύνολο του έργου της Χάισμιθ.
The rest is history, ή πιο σωστά Herstory, όπως τιτλοφορούνται τα Λεσβιακά Αρχεία Ιστορίας στο Μπρούκλιν (Lesbian Herstory Archives), όταν η Χάισμιθ σκεφτόταν είτε να κάψει αυτό το υλικό (όπως και ο Κάφκα είχε ζητήσει από τον Μπροντ) είτε να το παραδώσει στο εν λόγω Αρχείο.
Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του βιβλίου
Το βιβλίο που κρατούν οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες στα χέρια τους –μόνο εδώ δεν είναι παράλογη η χρήση του έμφυλου διαχωρισμού– αποτελείται από 1376 σελίδες και, στην ουσία, είναι ένα torso, μια «εκδοτική πρόκληση» και, πάντως, εξαιρετικά καλά σχεδιασμένη εκτενής επιλογή από ένα υλικό συνολικά 8.000 σελίδων, όπως διαβάζουμε στο διαφωτιστικό εκδοτικό σημείωμα του βιβλίου, το οποίο επίσης υπογράφει η επιμελήτρια του τόμου. Η Kate Klingsley Skatterbol αναλαμβάνει το κύριο βάρος της μεταγραφής των χειρόγραφων σημειώσεων, που καταχωρίζονται ως επί το πλείστον σε σπιράλ τετράδια του Πανεπιστημίου της Κολούμπια, ερχόμενη αντιμέτωπη συχνά με έναν δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα, που ενδεχομένως συνάδει με τον δύστροπο χαρακτήρα της συγγραφέως.
Το βιβλίο χωρίζεται σε 6 μέρη, που αντιστοιχούν σε χρονικές περιόδους, συνδεδεμένες στενά με ηπείρους, τόπους και μητροπόλεις: 1920-1941, Τέξας-Νέα Υόρκη· 1941-1950, Νέα Υόρκη· 1951-1962, ΗΠΑ και Ευρώπη· 1961-1966, Αγγλία· 1967-1980, Γαλλία· 1981-1995, Ελβετία. Σε κάθε χρονολογία προηγείται μια «περίληψη» των σχετικών δρώμενων.
Το βιβλίο ακολουθεί πιστά μέρος του συνολικού πρωτογενούς υλικού, από το 1941 (αν και υπάρχουν ήδη σημειώσεις από προηγούμενα χρόνια), όταν ξεκινάνε οι πρώτες ημερολογιακές καταγραφές και σημειώσεις (6/1), και τελειώνουν το 1993 (6/10).
Η πρώτη καταγραφή (6/1/1941) αναφέρει: «Πρώτη μέρα (μετά τις διακοπές). Ένα θεατρικό για μια γυναίκα, στο οποίο “κάνω” τον άνδρα. Πήγε πολύ καλά». Η σημείωση υποδηλώνει τις προθέσεις της συγγραφέως να «παίξει» εξαρχής το παιγνίδι των έμφυλων ρόλων και των ρευστών ταυτοτήτων. Στην τελευταία καταγραφή (6/10/1993) σημειώνει, σχεδόν προφητικά, «Ζει κανείς τη ζωή του με τον συνηθισμένο τρόπο, μετά έρχεται ο θάνατος, πιθανόν αιφνίδιος, ίσως και μετά από μια ασθένεια δύο εβδομάδων. Κι έτσι ο θάνατος είναι μάλλον όπως η ζωή, απρόβλεπτος».
Ανάμεσα στα «Σημειωματάρια» και τα «Ημερολόγια» υπάρχει μια γλωσσική μετατόπιση: τα πρώτα είναι όλα γραμμένα στα αγγλικά, στα δεύτερα η Χάισμιθ, αυτοδίδακτη γλωσσομαθής και φανατική αναγνώστρια λεξικών, (μετα)χειρίζεται πέντε γλώσσες, ανάμεσά τους τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ισπανικά και τα ιταλικά, χαρακτηρίζοντας τα εν λόγω γραπτά «Ασκήσεις σε γλώσσες που δεν κατέχω».
Το επίμαχο σημείο των αναφορών σε πρόσωπα, με τα οποία η συγγραφέας εμπλέκεται προσωπικά, ερωτικά (στο βιβλίο υπάρχει ένας χειρόγραφος πίνακας με τις ερωμένες της και η αξιολόγησή τους) και επαγγελματικά, αντιμετωπίζεται από τον εκδοτικό οίκο και την επιμελήτριά του (της) με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία, ώστε να προστατευτούν κάποια πρόσωπα από κακόβουλα σχόλια, αλλά και να μην κοινοποιηθούν ορισμένα προσωπικά δεδομένα. Η επιμέλεια δηλαδή φροντίζει να μην κοινοποιηθεί η άποψη της συγγραφέως για ορισμένα πρόσωπα στα οποία η Πατρίσια Χάισμιθ κάνει αναφορά, εξίσου όμως φροντίζει να μην εξαρθούν οι προκαταλήψεις προς τη συγγραφέα με αφορμή το χαρακτήρα της – προκαταλήψεις που τη θέλουν «προσβλητική», «δύστροπη», «ρατσίτρια», «εμπαθή», «αλκοολική», «αντισημίτρια» και άλλα «κοσμητικά επίθετα».
Χαρακτηριστικά, ο Otto Prenzler, με σημαντικό εκδοτικό έργο, που κινείται δυναμικά στο χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας και του νουάρ, είχε πει για τη Χάισμιθ (μετά το θάνατό της), με την οποία είχε συνεργαστεί: «Ήταν ένα κακό, άγριο, σκληρό πλάσμα, που δεν μπορούσε να αγαπήσει ούτε να αγαπηθεί, όμως τα βιβλία της; - Έξοχα!». Αντίθετα, ο Gary Fisketjon, επιμελητής στις εκδόσεις Knopf, στις οποίες κυκλοφόρησαν επίσης μυθιστορήματά της την περιγράφει σαν «πολύ σκληρή, πολύ δύσκολη, μιλούσε όμως απλά, είχε ένα στεγνό χιούμορ και διασκέδαζε να περιφέρεται ανάμεσά μας». Όπως όμως γνωρίζουμε καλά, καμιά σταχυολόγηση γνώμης, άποψης ή εντύπωσης δεν μπορεί να περισώσει ή να αμαυρώσει το όλον του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του.
Η Πατρίσια Χάισμιθ είναι μια «τεξανή κοσμοπολίτισσα», ίσως η πιο ευρωπαία αμερικανίδα συγγραφέας από όλες τις ομότεχνές της: εργασιομανής, ηδονίστρια και με έντονες γαλλικές αναφορές. Της αρέσουν τα ταξίδια, κυρίως με το τρένο, οι κοινωνικές συναναστροφές, οι γυναίκες, το κάπνισμα και το ποτό. Είναι μια γυναίκα bon vivant –τι άλλο;– που ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στην ανασφάλεια και την αυτοπεποίθηση.
Η αλμυρή «τιμή της αγάπης»
Το (η) Κάρολ βασίζεται σε μια προηγηθείσα, ατυχή σχέση της με τη σύζυγο ενός εκδότη και θα εκδοθεί λίγο μετά, το 1952, αρχικά με τον τίτλο Η τιμή του άλατος (The price of salt) και με το ψευδώνυμο Κλαιρ Μόργκαν, λόγω του τολμηρού θέματος. Για το βιβλίο εκείνο θα εισπράξει μια προκαταβολή 750 δολαρίων. Έτσι, σημειώνει στις 27 Ιανουαρίου 1951: «Πολύ καλύτερο από το πρώτο. Ακόμα και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι πετυχημένοι. Και τι ντροπή που το όνομά μου δεν μπορεί να αναγράφεται όπως στο πρώτο». Στις 25 Ιουνίου θα λάβει και την επιβεβαίωση της επικείμενης έκδοσης, όπως σημειώνει στο ημερολόγιό της.
Φυλλομετρώντας παράλληλα τα Ημερολόγια και Σημειωματάρια, έχει κανείς την αίσθηση ότι πρόκειται για «ένα ογκώδες γράμμα προς φίλους», όπως θεωρούσε τα βιβλία ο Γερμανός Ζαν-Πωλ, σύγχρονος του Γκαίτε, καθώς η ενδελεχής ανάγνωσή του απαιτεί χρόνο και προσήλωση, αν όχι αφοσίωση. Δίνεται επίσης η εντύπωση ότι η Χάισμιθ κατά έναν ανεξήγητο (;) τρόπο αναπτύσσει ακραία και συστηματικά, ως αδήριτη εσωτερική ανάγκη, ό,τι μυθοπλαστικά αφηγείται στην Κάρολ, μυθιστόρημα η παράλληλη ή η εκ νέου ανάγνωση του οποίου είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Κι αυτό διότι στον πυρήνα της Κάρολ βρίσκεται η ίδια, όχι όμως σαν «λογοτεχνική αυτοβιογραφία» ή ως προβολή μιας φαντασιακής συνθήκης, αλλά μέσα σε μια «παραμυθένια ιστορία», που εκτυλίσσεται στη χριστουγεννιάτικη Νέα Υόρκη, στο τμήμα με τις κούκλες ενός πολυκαταστήματος, την εποχή της κορύφωσης του αμερικανικού πουριτανισμού, των ταμπού και του μακκαρθισμού.
Η Κάρολ είναι ένα τρυφερό και συνάμα σκληρό βιβλίο, που υπερβαίνει τους ταξικούς διαχωρισμούς, τις προκαταλήψεις και τους ηθικούς φραγμούς. Δεν αποτελεί «μαχητική διακήρυξη σεξουαλικής απελευθέρωσης», παρά αποτυπώνει το φυσικό επακόλουθο της ερωτικής έλξης, ανεξαρτήτως φύλου, και της ανθρώπινης χειραφέτησης «μακριά από το αγριεμένο πλήθος», στο «βασίλειο της ευτυχίας», της πραγματικής και μοναδικής, έστω πρόσκαιρης, συνθήκης ελευθερίας που μπορεί να κερδίσει το άτομο μέσα στην κοινωνία. Εδώ, το παιγνίδι εναλλαγής των ταυτοτήτων και των ρόλων είναι ευφυώς υπόγειο, διαβρωτικό, ανατρεπτικό: παρά την κοινωνική και ηλικιακή διαφορά, η Τερίζ πολύ θα ήθελε να είναι η εύπορη, απελευθερωμένη Κάρολ – και η Κάρολ, ενδόμυχα, θα επιθυμούνε να μπορεί να κάνει τη ζωή της συνεσταλμένης και ρομαντικής Τερίζ: η Χάισμιθ είναι ταυτόχρονα και εναλλάξ οι δύο ηρωίδες του μυθιστορήματός της.
Μια never ending story
Πολύ εύστοχα, καταλήγει η Άννα φον Πλάντα στον Πρόλογό της, ότι «η πράξη της ανάμνησης είναι και πράξη της ερμηνείας – του εαυτού μας και των άλλων»: η μνήμη, το βίωμα και η εμπειρία, η ανάκλησή τους, οι συναισθηματικές αναταραχές, οι εσωτερικές συγκρούσεις και η αποτίμησή τους ορίζουν μια διαρκή, σχεδόν απεγνωσμένη προσπάθεια αυτογνωσίας. Εδώ, χωρίς τη συντροφιά του Τομ Ρίπλεϋ, το «εργαστήριο της συγγραφέως» είναι σαν το ξυλουργείο που διατηρούσε η Χάισμιθ στον πρώτο όροφο του ελβετικού της καταφυγίου, όπως αναφέρει και ο Πέτερ Χάντκε στο διεισδυτικό του άρθρο «Οι ιδιωτικοί παγκόσμιοι πόλεμοι της Πατρίσια Χάισμιθ», που δημοσιεύτηκε το πρώτον στον Spiegel, το 1975.
Η εργασία της Πατρίσια Χάισμιθ, και στη μυθοπλασία και στα Ημερολόγια, είναι δουλειά χειρωνακτική, ώστε να κατασκευαστούν και να συνδεθούν οι αρμοί των προτάσεων στο αφήγημα (Χάντκε), το μυθοπλαστικό και το «αυστηρά προσωπικό», η φαντασία και η εξομολόγηση, η ελπίδα και η απόγνωση, όπως αποτυπώνονται και στο δεύτερο μυθιστόρημά της, την Κάρολ.
Στα Ημερολόγια και τα Σημειωματάρια, χρονιά τη χρονιά, καταχώριση με καταχώριση, σελίδα τη σελίδα, αποκαλύπτεται μια ευαίσθητη γυναίκα με μια «πανοπλία» (όχι όμως πάνοπλη), καθώς καταγράφει λεπτομερώς τη γεμάτη απρόοπτα ζωή και έναν πολυτάραχο (συναισθηματικά, ερωτικά και συγγραφικά) βίο, σε μια αδιάκοπη, εξαντλητική προσπάθεια να καταλάβει τον εαυτό της και τον κόσμο, σαν σε μία παράλληλη (αυτο)ψυχανάλυση ή, πιο σωστά, με τα δικά της λόγια: «Για μια σωστή εικόνα του εαυτού (μας) χρειάζεται κανείς δύο καθρέφτες». Η Χάισμιθ ξεκινά σαν ένα άγουρο κορίτσι από το Τέξας, που χάνεται στους λαβυρίνθους της μητρόπολης, του μυαλού και των συναισθημάτων της, για να εξελιχθεί σε μια μεγάλη συγγραφέα και να καταλήξει σε μια «δύστροπη» γηραιά κυρία, σαν εκείνη που επιστρέφει στο θεατρικό έργο του Φρήντριχ Ντύρρενματτ.
Πολύ πριν από τον μετα-φεμινισμό, τις έμφυλες σπουδές, το #metoo και το κίνημα ΛΟΑΤΚΙ (LGBTQ), η «ταλαντούχος κυρία Χάισμιθ» θα ανοίξει σε μια συντηρητική Αμερική έναν μοναχικό δρόμο για την απελευθέρωση του ατόμου. Ευτυχώς, κανείς εκπρόσωπός τους δεν την ανήγαγε εκ των υστέρων σε «ηρωίδα», «μάρτυρα» και «πρότυπο». Εντέλει, ο χαρακτηρισμός «αστυνομική συγγραφέας» αδικεί την ίδια και το πολυσχιδές έργο της, εγκλωβίζοντάς τη στα στενά όρια και περιθώρια μιας παρωχημένης φιλολογικής κριτικής. Από την άλλη όμως, και κάθε απόπειρα να αναγνωστεί το έργο της ως αντανάκλαση ή ερμηνεία έμφυλων προτύπων την αδικεί εξίσου. Όποιος ανατρέξει στα Ημερολόγια και Σημειωματάρια ανακαλύπτει, έστω ένα μέρος, της αυθεντικής Χάισμιθ, με όλες τις αντιφάσεις του χαρακτήρα της και της μοναδικής προσωπικότητάς της, σκληρής και ταυτόχρονα ευάλωτης.
Κι ίσως, ο μοναδικός που θα μπορούσε να την κατανοήσει απόλυτα να μην είναι κανείς άλλος από τον Τομ Ρίπλεϋ. Όπως ένας «άσωτος υιός» τη χαμένη μητέρα του.