Σύνδεση συνδρομητών

«Δεν κάνουμε χωρίς τ’ αστέρια»  

Τετάρτη, 01 Δεκεμβρίου 2021 23:58
«Δεν κάνουμε χωρίς τ’ αστέρια»   

Philip Roth, Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή, μετάφραση από τα αγγλικά: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, Πόλις, Αθήνα 2013, 440 σελ.

Ο Φίλιπ Ροθ μεταφέρει τη δράση της ιστορίας του στα σκοτεινά χρόνια του μακαρθισμού. Ο κεντρικός ήρωας, πρώην εργάτης που έγινε ηθοποιός με απήχηση, κομμουνιστής, στρατευμένος στον αγώνα για μια νέα κοινωνία, βρίσκεται στη μαύρη λίστα, αδυνατεί να βρει δουλειά και νιώθει αποτυχημένος. Η γυναίκα του, επίσης διάσημη ηθοποιός, τον καταγγέλλει ως κατάσκοπο της Σοβιετικής Ένωσης, και το προσωπικό δράμα της σχέσης τους μετατρέπεται σε εθνικό σκάνδαλο. Πώς ξαναδιαβάζεται σήμερα ένας πάντα αγαπημένος συγγραφέας; [ΤΒJ]

Ένα ακόμη από τα καλά βιβλία του Φίλιπ Ροθ: «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή». Το διάβασα με κάποια καθυστέρηση. Πρόκειται για μια έξοχη περιγραφή της μεταπολεμικής Αμερικής και ιδίως της άγριας εποχής του μακαρθισμού και του κυνηγιού μαγισσών που τη συνόδευε.

Μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση, μια γραφή μέσα στη γραφή. Όσο διαβάζουμε το βιβλίο, όσο παρακολουθούμε τη ζωή του κεντρικού πρωταγωνιστή, του Άιρον ή Άιρα Ρίνγκολντ, παράλληλα –στο παρασκήνιο– γράφεται ένα άλλο βιβλίο, που θα εξοντώσει ηθικά τον πρωταγωνιστή. Τυπικά συγγραφέας του παράλληλου αυτού βιβλίου είναι η σταρ σύζυγός του, η Ιβ Φρέιμ. Ουσιαστικά όμως το γράφουν εκείνοι που έχουν εξαπολύσει το κυνήγι μαγισσών, για τη δική τους πολιτική επιβίωση και κυριαρχία. Μέσα από τη δαιμονοποίηση των πολιτικών τους αντιπάλων εξασφαλίζουν τη δική τους δημοτικότητα. Αλλά κι ο Άιρον Ρίνγκολντ δεν είναι αψεγάδιαστος, κάθε άλλο. Μόνο που τα κρίματά του δεν κρύβονται στις πολιτικές του πεποιθήσεις, αλλά σε κάποιες άλλες σημαντικές ψηφίδες του βίου του. Όλα τα μαθαίνουμε σιγά σιγά μέσα από μια συναρπαστική διήγηση του αδερφού του Μάρεϊ προς τον αγαπημένο μαθητή και φίλο του, Άιρον, τον γνωστό μας Νέιθαν Ζούκερμαν.

 

Η ηθική ατίμωση ως ψυχαγωγία

Η δύσκολη ζωή στο Νιούαρκ, οι άθλιες συνθήκες εργασίας στα ορυχεία, οι σκληροί τραυματισμοί των εργατών, οι συγκρούσεις με την εργοδοσία, η πάλη μεταξύ ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής και εργατών, το όνειρο για μία πιο δίκαιη κοινωνία, η δύσκολη συμβίωση μετά με τη μαύρη κοινότητα, η δολοφονία της γυναίκας του Μάρεϊ για μία αδειανή τσάντα στη μέση του δρόμου. Ο Μάρεϊ προσπαθεί να παραμείνει όρθιος, δάσκαλος σε μια κοινότητα που καταρρέει. Πιστεύει ότι μόνο η εκπαίδευση στο σχολείο μπορεί να αλλάξει τη μοίρα των ανθρώπων, να βελτιώσει τη ζωή μας (“If there’s any chance for the improvement of life, where’s it going to begin if not in the school?” - σ. 322 και 324).

Ο αδερφός του Άιρον, όμως, είναι ένας πρωταγωνιστής που διαρκώς αμφιταλαντεύεται. Ανάμεσα στις επιταγές της κομμουνιστικής ιδεολογίας του και τις αναγκαιότητες ή έξεις της ζωής. Ζωή χωρίς συμβιβασμούς κι αντιθέσεις δεν υπάρχει, μας το θυμίζει συχνά-πυκνά ο Ροθ. «Πρέπει να βγάλεις το καπέλο στη ζωή για τις τεχνικές που διαθέτει να αφαιρεί από έναν άνθρωπο τη σημασία του και να τον αδειάζει εντελώς από την περηφάνεια του» (σ. 3, δική μου μετάφραση από την αγγλική έκδοση – όπως και τα υπόλοιπα αποσπάσματα που ακολουθούν, πλην ενός). Και εμείς παρακολουθούμε τη σταδιακή πτώση του κεντρικού ήρωα. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, από το 1948 μέχρι το 1951, η δίωξή του θα αποδώσει, θα μπει στη μαύρη λίστα του ραδιοφώνου –που τον είχε κάνει διάσημο– ενώ ούτε ο αδερφός του θα τη γλιτώσει, καθώς το 1955 θα χάσει κι εκείνος τη θέση του δασκάλου λόγω της άρνησής του να συνεργαστεί με την Επιτροπή Διερεύνησης Αντι-αμερικανικών Δράσεων. «Ο Μακάρθι αντιλαμβανόταν την ψυχαγωγική αξία της ατίμωσης και πώς να τρέφει κανείς τις χαρές της παράνοιας», αντιλαμβανόταν εν ολίγοις τη δύναμη που έχει η «ηθική ατίμωση σαν μορφή δημόσιας ψυχαγωγίας» (σ. 289).

Ο Άιρα και η Ιβ διαλύονται μέσα από ένα γάμο που δεν έπρεπε να είχε γίνει, καθώς το πράγμα, δηλαδή η πρόδηλη ασυμβατότητα του ζευγαριού, φαινόταν από την αρχή (“…that marriage was a mismatch from the start. [...] The enormous difference in temperament and interests. Anybody could see it” - σ. 56). Για τον Άιρα «φαίνεται ότι ήταν ο έρωτας της ζωής του. Και όταν έρχεται ο έρωτας της ζωής σου δεν ασχολείσαι με τα επιμέρους. Αν βρεις κάτι τέτοιο, δεν το πετάς» (σ. 61). Τα «επιμέρους» όμως έρχονται μετά και εκδικούνται – και εδώ τα «επιμέρους» ήταν αγκάθια που όλο και μεγάλωναν. Ο Άιρα προσπαθεί διαρκώς να ισορροπήσει ανάμεσα στην προσωπική ζωή και τη στράτευσή του στην κομμουνιστική ιδέα, ανάμεσα στην οικογενειακή ζωή και το κόμμα.

Στο βιβλίο απαντά δυο τρεις φορές μία εξαιρετική αντίστιξη ανάμεσα στον κόσμο της πολιτικής και εκείνον της τέχνης. Η τραχύτητα της πολιτικής αντιδιαστέλλεται προς την εκλέπτυνση που ενοικεί στην τέχνη και ιδίως στη λογοτεχνία:

Δεν χρειάζεται να έχεις μία ανεπτυγμένη εικόνα της ζωής για να θέλεις την εξουσία. Δεν χρειάζεται να έχεις μία ανεπτυγμένη εικόνα της ζωής για να αποκτήσεις την εξουσία. Στην πραγματικότητα μία ανεπτυγμένη εικόνα της ζωής μπορεί να συνιστά το χειρότερο εμπόδιο, ενώ το να μην έχεις μία τέτοια εικόνα το πιο εξαίσιο πλεονέκτημα. (σ. 10)

Και η πολιτική είναι αυτή που πάντα γενικεύει, ενώ η λογοτεχνία αυτή που πάντα εξειδικεύει (“Politics is the great generalizer […] and literature the great particularizer” - σ. 226).

Πώς μπορείς να είσαι καλλιτέχνης και να αποκηρύσσεις την απόχρωση; Αλλά πώς μπορείς να είσαι πολιτικός και να επιτρέπεις την απόχρωση; Σαν καλλιτέχνης η απόχρωση είναι το καθήκον σου. Το καθήκον σου είναι να μην απλουστεύεις. Ακόμη κι αν επιλέξεις να γράψεις κατά τον απλούστερο τρόπο, αλά Χέμινγουεϊ, το καθήκον σου παραμένει να αποκαλύπτεις την απόχρωση, να φωτίζεις την περιπλοκή, να υπονοείς την αντίφαση. (σ. 226-227)

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η υπεράσπιση κάθε φορά του καπιταλισμού και του κομμουνισμού, από διαφορετικά πρόσωπα. Ο Άιρα φωνάζει και βγαίνει εκτός εαυτού για το δίκιο του: πώς είναι δυνατόν να θεωρεί το κατεστημένο ότι ο κομμουνισμός είναι το μεγάλο πρόβλημα της Αμερικής, και όχι ο ρατσισμός, οι ανισότητες, η μεταχείριση των μαύρων; (σ. 128) Η κριτική και προς τις δύο ιδεoλογικές ταυτότητες είναι συνεχής και σχεδόν πανοραμική. «Αν κοιτάξεις καλά τη βιτρίνα του καπιταλιστή, αν διαρκώς θέλεις όλο και περισσότερα, αν διαρκώς αρπάζεις όλο και περισσότερα, αν διαρκώς παίρνεις όλο και περισσότερα, αν αποκτάς και σου ανήκουν και συγκεντρώνεις όλο και περισσότερα, τότε αυτό είναι το τέλος των πεποιθήσεών σου και η αρχή του φόβου σου» (σ. 219).

Σε αρκετές στιγμές ο κεντρικός ήρωας παραμένει ακίνητος, αμήχανος, βουβός απέναντι στα εξελισσόμενα γεγονότα, που μοιάζουν να τον ξεπερνούν. Μόνο τα μάτια του μιλούν – άλλωστε, τα μάτια δύσκολα γενικά τα έλεγχουμε: «Τα μάτια του ήταν σαν πουλιά που ήθελαν να πετάξουν μακριά από το πρόσωπό του» (“His eyes were like birds that wanted to fly out of his face” - σ. 100 και αλλού, ίσως η ωραιότερη φράση του βιβλίου). Εκεί που δεν μένει απαθής όμως είναι όταν εμφανίζεται (τον Μάρτιο του 1952) το βιβλίο της γυναίκας του «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή» – για την ακρίβεια, όπως είπαμε, το βιβλίο που γράφεται παράλληλα όσο εμείς διαβάζουμε το βιβλίο του Ροθ. Μολονότι η γυναίκα του δεν ευθύνεται για την επιχείρηση εξόντωσης του χαρακτήρα του (στο βιβλίο αυτό περιγράφεται εκείνος σαν ένας μανιακός, παλαβός κομμουνιστής), ο Άιρα θα εξαπολύσει μετά μία απάνθρωπη αντεπίθεση με σκοπό τη δική της πλέον εξόντωση, και θα το επιτύχει με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με τη δημόσια ηθική απαξίωσή της (κάποιοι κριτικοί θα δουν εδώ μία προσωπική επίθεση του ίδιου του Ροθ σε βάρος της πρώην συζύγου, της Κλερ, ωστόσο άλλοι θεωρούν ότι αυτή η ερμηνεία δεν στέκει, καθώς εδώ ο Ροθ καθιστά μάλλον συμπαθή στον αναγνώστη την Ιβ Φρέιμ, παρουσιάζοντάς την κι αυτήν σαν θύμα των διωκτών των κομμουνιστών – δεν μπορώ να εκφέρω εδώ γνώμη, το θέμα απαιτεί μελέτη[1]). Η ηθική κατάπτωση του Άιρα θα φέρει την αφήγηση του αδερφού του Μάρεϊ στο σκοτεινό περιστατικό της εφηβικής ηλικίας του που σημάδεψε για πάντα τον Άιρα, στο φόνο που διέπραξε και που έκτοτε προσπάθησε διαρκώς να αποφεύγει – μάταια όμως.

 

Η έλλειψη ανταγωνισμού

Τι μένει, ωστόσο, μετά την όλη αυτή ηθική απίσχνανση των βασικών χαρακτήρων του βιβλίου; Ίσως αυτό που σε μία στιγμή έκρηξης λέει ο Μάρεϊ στον Νέιθαν: «Όταν απελευθερώνεσαι, όπως προσπάθησα κι εγώ, από όλες τις προφανείς αυταπάτες –θρησκεία, ιδεολογία, κομμουνισμό–, μένεις ακόμη με το μύθο της δικής σου καλοσύνης. […] Που είναι και η τελική αυταπάτη σου» (σ. 323).

Ίσως όμως να μένει εν τέλει κάτι άλλο: τ’ αστέρια. Πού πάνε οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν, όταν δεν βρίσκονται πια δίπλα μας; Γίνονται αστέρια εκεί ψηλά, παίρνουν μια θέση στον έναστρο ουρανό (σ. 327). Είναι εκείνο «το σύμπαν στο οποίο λάθος δεν χωρεί. Βλέπεις το ασύλληπτο: το κολοσσιαίο θέαμα της έλλειψης ανταγωνισμού. Βλέπεις με τα ίδια σου τα μάτια τον τεράστιο εγκέφαλο του χρόνου, έναν γαλαξία φωτιάς που δεν έβαλε ανθρώπινο χέρι. / Δεν κάνουμε χωρίς τ’ αστέρια» (“The stars are indispensable” - σ. 328, για την απόδοση της τελευταίας φράσης στα ελληνικά χρησιμοποιήθηκε η εν γένει ιδιαίτερα προσεγμένη μετάφραση της Τρισευγένης Παπαϊωάννου στην ελληνική έκδοση του βιβλίου).   

Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις. Πρόκειται για μία ακόμη ιδιαίτερα καλαίσθητη και επιμελημένη έκδοση του σπουδαίου αυτού εκδοτικού οίκου.

[1] Ενδεικτ. εδώ για τον αμφιλεγόμενο προσωπικό βίο του Ροθ, αλλά και ενός εκ των βιογράφων του, βλ. Ηλία Μαγκλίνη, εφημ. Καθημερινή της 24/4/2021: «Συνεχίζει να γράφει βιβλία ο Φίλιπ Ροθ ακόμα και μέσα απ’ τον τάφο;» (https://www.kathimerini.gr/culture/561342670/synechizei-na-grafei-vivlia-o-filip-roth-akoma-kai-mesa-ap-ton-tafo/?fbclid=IwAR3J6jsaeHJNV4DnbeD_KQYHw6FKr2leZiXXk0oDgNVaU3ueNEBZb6Mdre0). 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.