γιά τόν κύριο Δημήτρη Ραυτόπουλο,
πρῶτο διδάξαντα
Ὅπως γνωρίζουμε τό ἐπάγγελμα τοῦ Ἄρη Ἀλεξάνδρου δέν εἶναι ἄλλο ἀπό αὐτό τό καταραμένο, τό κερατένιο, θά ἔλεγα, ἐπάγγελμα τοῦ συγγραφέα - πεζογράφου κυρίως, ἀλλά καί τοῦ ποιητῆ. Ὡστόσο, ὅπως ἐπίσης γνωρίζουμε, ὁ Ἀλεξάνδρου δέν ἐπαγγέλλεται ἁπλῶς καί μόνο τόν συγγραφέα ἤ τόν ποιητή. Εἶναι, ταυτόχρονα, ἕνας ἀκάματος καί ἰδιαιτέρως ἐπιδέξιος μεταφραστής δεκάδων καί μάλιστα πολύ γνωστῶν κειμένων (κυρίως μυθιστορημάτων) τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αὐτό τό ἐπάγγελμα τοῦ μεταφραστῆ, ὅπως, ἄλλωστε, καί τοῦ συγγραφέα, ὄχι μόνο δέν σοῦ ἀποφέρει κάποιο κέρδος (εἰδικά στή σημερινή Ἑλλάδα) ἀντίθετα σέ τρώει, σέ λεηλατεῖ καί ὄχι λίγες φορές σέ ἐκθέτει. Στά ἐλάχιστα παραδείγματα κερδοφόρων συγγραφέων δέν περιλαμβάνεται ὁ, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἐσαεί ἀνέστιος καί ἀπόβλητος Ἄρης Ἀλεξάνδρου.
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, σύμφωνα μέ τίς σχετικές καταγραφές τοῦ Δημήτρη Ραυτόπουλου στό ἰδιαιτέρως χρήσιμο βιβλίο του Ἄρης Ἀλεξάνδρου, ὁ ἐξόριστος,[1] ὁ Ἀλεξάνδρου ἔχει μεταφράσει στά ἑλληνικά πολλά καί διάσημα ἔργα τῆς εὐρωπαϊκῆς λογοτεχνίας καί ὄχι μόνο. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε: 31 ἀγγλικούς τίτλους, 34 ρωσικούς (σέ μερικές ἀπό αὐτές τίς μεταφράσεις ὁ Ἀλεξάνδρου ἔχει συνεργασθεῖ μέ τόν Γιάννη Ρίτσο), 6 τίτλους ἀπό τά γαλλικά (Βολταῖρος, Ἀραγκόν, Μπαλζάκ κ.ἄ.), κείμενα ἀπό τά ἰταλικά, γερμανικά, ἱσπανικά καί λατινικά! Τό λατινικό κείμενο πού μεταφράζει ὁ Ἀλεξάνδρου εἶναι τό διάσημο, τό περιβόητο (θά ἔλεγα) Σατυρικόν τοῦ Γάιου Πετρώνιου (27-66 μ.Χ.), αὐλικοῦ τοῦ Νέρωνα. «Μεταφρασμένο, προλογισμένο, σχολιασμένο ἀπό τόν Ἄρη Ἀλεξάνδρου πρός τέρψιν, διασκέδασιν καί συμμόρφωσιν (sic) τῶν ἀπανταχοῦ Ἑλλήνων», δηλώνεται στό ἐξώφυλλο.
Τά παραπάνω ἔργα ἔχουν μεταφρασθεῖ προφανῶς ἀπό τό πρωτότυπό τους. Ὑποθέτουμε, ὅμως, ὅτι κάποια ποιήματα πολωνικά, οὐγγρικά, τουρκικά καί κινέζικα ἔχουν (ἐπανα)μεταφρασθεῖ ἀπό κάποια γαλλική (ἤ ἀγγλική) μετάφρασή τους. Ἐνδεχομένως, ἐπίσης, νά ὑπάρχουν κάπου καί ἄλλες ἡμιτελεῖς, ἀνέκδοτες ἤ καί παραπεταμένες μεταφράσεις τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἄμποτες μάλιστα (θά μπορούσαμε νά εὐχηθοῦμε) νά εὑρεθεῖ καί κάποια λανθάνουσα μετάφραση καί ἑνός ἀρχαιοελληνικοῦ κειμένου συνταγμένη ἀπό αὐτόν τόν πολυμαθῆ/πολυπαθῆ συγγραφέα.
Ὅλα αὐτά τά βιβλία, ὅλες αὐτές οἱ μεταφράσεις τοῦ Ἀλεξάνδρου εἶναι παράγωγα μιᾶς ἀρκετά σύνθετης διεργασίας. Εἶναι προϊόντα πνευματικῆς, ψυχικῆς, καλλιτεχνικῆς ἐργασίας, ὅμως ταυτόχρονα εἶναι καί ἔργα ἑνός χειρώνακτος, εἶναι δημιουργήματα, προϊόντα καί κατασκευές ἑνός συνεχῶς ἐργαζόμενου χειροτέχνη/συγγραφέα. Ὅπως συμβαίνει καί μέ πολλούς ἄλλους ὁμόλογους συγγραφεῖς τοῦ καιροῦ του, ὁ Ἀλεξάνδρου, εἴτε μεταφράζει εἴτε συντάσσει δικά του κείμενα, ἐργάζεται χειρωνακτικά. Ἐκεῖνα τά χρόνια πού ζεῖ καί ἐργάζεται ὁ Ἀλεξάνδρου, οἱ περισσότεροι (ἄν ὄχι, ὅλοι) οἱ συγγραφεῖς ἔγραφαν πρῶτα μέ μολύβι (ἤ πέννα) ἐπάνω σέ μιά λευκή κόλλα χαρτιοῦ. Κατόπιν (μερικοί ἴσως) δακτυλογραφοῦσαν τό χειρόγραφό τους, ἐπέφεραν ἐπάνω στό δακτυλόγραφο τίς ὅποιες ἀλλαγές καί συνέχιζαν τήν ὅλη διαδικασία ὥς τό τέλος.
Γνωστή καί πολύ χαρακτηριστική είναι ἡ περίπτωση τοῦ Γιώργου Σεφέρη, ὁ ὁποῖος ἀρχικά γράφει μέ μολύβι (ἤ μελάνι) ἕνα ποίημα, ὕστερα τό δακτυλογραφεῖ, διορθώνει τό δακτυλόγραφο καί συνεχίζει νά ἐπεξεργάζεται τό κείμενό του, ἀκόμη καί ὅταν ἔχει μπροστά του τά πρῶτα σχετικά τυπογραφικά δοκίμια. Ὅπως γνωρίζουμε σήμερα ἀπό τά σχετικά κατάλοιπά του, ὁ Σεφέρης προτοῦ δημοσιεύσει, Μάρτιο του 1935, τήν ἰδιαιτέρως ὀργανωμένη ποιητική σύνθεση, τό Μυθιστόρημα ἀκολουθεῖ τήν ἑξῆς διαδικασία: ἀρχικά γράφει τό Ποίημα (τά μέρη τοῦ Ποιήματος) μέ τό χέρι, μετά τό δακτυλογραφεῖ, διορθώνει τό δακτυλόγραφο, δακτυλογραφεῖ ξανά τό διορθωμένο κείμενο καί αὐτό έπαναλαμβάνεται ἕως ὅτου συντελεσθοῦν καί παγιωθοῦν τά 24 μέρη του ἔργου. Ὅμως οἱ διορθώσεις καί οἱ ἀλλαγές δέν σταματοῦν ἀκόμη καί ὅταν τό Ποίημα εὑρίσκεται στή διαδικασία τοῦ τυπώματος. Ὄχι μόνο συνεχίζει νά ἐπιφέρει ἀλλαγές ἐπάνω στά τυπογραφικά δοκίμια, ἀλλά, ὅπως γνωρίζουμε σήμερα, προβαίνει σέ ἀλλαγές στό Μυθιστόρημα ἀκόμη καί στή 2η ἔκδοσή του,τό 1940![2]
Σήμερα ἡ ὀθόνη τοῦ ὑπολογιστῆ παρέχει πολλές εὐκολίες στούς συγγραφεῖς, ὡστόσο, ὅπως συχνά διαπιστώνουμε, αὐτή ἡ εὐκολία δέν ὠφελεῖ πάντοτε τό κείμενο. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο συνήθως γίνεται εἶναι νά αὐξάνεται, νἀ ἀβγαταίνει τό γραπτό καί μάλιστα εὔκολα καί γρήγορα, δεδομένου ὅτι, συχνά, ἐφαρμόζεται ἡ γνωστή διαδικασία copy-paste! Δέν γνωρίζουμε τή διαδικασία μέ τήν ὁποία ὁ Ἀλεξάνδρου παρήγαγε τά κείμενά του, ἄν δηλαδή τά ἔγραφε πρῶτα μέ τό χέρι καί μετά τά δακτυλογραφοῦσε (προτοῦ πᾶνε στό τυπογραφεῖο) – γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ὁ κεντρικός ἥρωας τοῦ Κιβωτίου, δηλαδή ὁ ἀφηγητής ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος γράφει συνεχῶς καί συντάσσει τήν κομματική του ἀπολογία, οὔτε ὑπολογιστή διέθετε, οὔτε γραφομηχανή. Συντάσσει τήν ἀπολογία του ἐπάνω σέ κόλλες χαρτιοῦ μέ πέννα καί μελάνι, ἐν εἴδει ἡμερολογιακῶν σημειώσεων οἱ ὁποῖες κατανέμονται σέ 18 ἄνισα κεφάλαια[3]. Εὐτυχῶς πού ὁ γραφέας καί συγγραφέας τοῦ Κιβωτίου ἀκολουθεῖ αὐτή τή μέθοδο, διότι σέ ἀντίθετη περίπτωση, ἐάν δηλαδή δέν ἔγραφε μέ αὐτόν τόν τρόπο, αὐτά τά τρία βασικά, τά τρία ἱερά (θά τά ἔλεγα) ὑλικά τῆς ἀνθρώπινης γραφῆς/συγγραφῆς, τό χαρτί, τό μελάνι καί ἡ πέννα, δέν θά ἀναφέρονταν, ὅπως τοῦτο γίνεται πολύ συχνά στό βιβλίο. Εἶναι, πιστεύω, προφανές ὅτι αὐτή ἡ συνεχής καταγραφή τῆς ὅλης πορείας τῆς ἐπιχειρήσεως, τῆς μεταφορᾶς δηλαδή τοῦ μυστηριώδους καί ἐν τέλει κενοῦ κιβωτίου ἀπό τήν πόλη Ν (ἀρχή πορείας 14 Ἰουλίου 1949) ὥς τήν πόλη Κ. (ἄφιξη 20 Σεπτεμβρίου 1949) δείχνει πλαγίως ἀλλά σαφῶς καί τήν ὅλη διαδικασία, τήν ὅλη πορεία/ἐξέλιξη τῆς ἴδιας τῆς συγγραφῆς τοῦ κειμένου. Φανερώνεται ἔτσι ὁ τρόπος παραγωγῆς αὐτοῦ τούτου τοῦ χειρογράφου πού περιέχει/καταγράφει τό ἴδιο τό μυθιστόρημα Κιβώτιο.
Ὅλη αὐτή ἡ ἐπιχείρηση (κατα)γράφεται ὅταν πλέον ἔχει τελειώσει ἡ παράλογη καί ἡ ἄνευ νοήματος μεταφορά τοῦ κενοῦ κιβωτίου ἀπό τή μιά πόλη στήν ἄλλη. Τό εὕρημα γίνεται ἀκόμη θελκτικότερο καθώς τό περιεχόμενο τῆς ἀφηγήσεως, δηλαδή ἡ καταγραφή τῆς ἄσκοπης, ὅπως ἀποδεικνύεται, μεταφορᾶς τοῦ μυστηριώδους κιβωτίου, συμπίπτει μέ τήν κοινολόγηση/ἐξιστόρηση, μέ τή μεταφορά τῶν γεγονότων ἀπό τόν ἀφηγητή/(συγ)γραφέα, ἀπό τόν ἴδιο, ἐντέλει, τόν Ἀλεξάνδρου πρός ἐμᾶς τούς άναγνῶστες του, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν ἀναγνώστη/ἀνακριτή. Ἀλλά ἐνῶ τό στρατιωτικό κιβώτιο πού μεταφέρεται μέ τόσους κόπους καί θυσίες ἀπό τή μία πόλη στήν ἄλλη ἀποδεικνύεται πώς εἶναι κενό, τό ἴδιο τό μυθιστόρημα Κιβώτιο εἶναι γεμάτο μέ 18 κεφάλαια, ἑκατοντάδες σελίδες, ἀναρίθμητες λέξεις, ἄπειρα γραμματα κ.λπ.[4]
Ἐδῶ ἄς σημειωθεῖ ἕνα ἀνερμήνευτο (τουλάχιστον γιά τόν γράφοντα) γεγονός: οἱ ἡμερομηνίες τῶν 18 καταγραφῶν/κεφαλαίων τοῦ Κιβωτίου δέν εἶναι σωστές, δηλαδή δέν συμπίπτουν μέ τίς πραγματικές ἡμερομηνίες τοῦ ἔτους 1949. Ἀνήκουν, ἀνταποκρίνονται σέ ἡμερομηνίες ἄλλων ἐτῶν. Συγκεκριμένα: ἀπό τήν πρώτη καταγραφή (Παρασκευή, 27 Σεπτεμβρίου 1949) ὥς καί τή 16η (Κυριακή, 27 Ὀκτωβρίου 1949) οἱ σχετικές ἡμερομηνίες εἶναι ἡμερομηνίες τοῦ ἔτους 1946! Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς δύο τελευταῖες ἡμερομηνίες πού χρονολογοῦν τά δύο καταληκτήρια κεφάλαια τοῦ Κιβωτίου, δηλαδή Παρασκευή, 10 Νοεμβρίου καί Τετάρτη, 15 Νοεμβρίου: οὔτε αὐτές οἱ ἡμερομηνίες ἀντιστοιχοῦν στό 1949 – εἶναι ἡμερομηνἰες τοῦ 1950! Ὁποιαδήποτε ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ «λάθους» παραμένει ἐντέλει ἀτελέσφορη καί ἀνερμήνευτη: εἴτε δεχθοῦμε ὅτι στήν προκειμένη περίπτωση ἔχουμε ἕνα συγγραφικό lapsus calami, εἴτε δεχθοῦμε ὅτι ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕνα ἄλλο συνειδητό «παίγνιο» τοῦ συγγραφέως.
Ἀναγκαία γραφική ὕλη
Ὕστερα ἀπό αὐτές τίς παρατηρήσεις, ἄς δοῦμε μερικές ἀπό τίς ἀναφορές τοῦ γραφέα/συγγραφέα σχετικές μέ τήν προμήθεια τῆς ἀναγκαίας γραφικῆς ὕλης, τό χαρτί, τήν πέννα καί τό μελάνι, τή γραφή. Λέμε ἀναγκαία γραφική ὕλη έπειδή χωρίς αὐτήν τό ἡμερολόγιο/μυθιστόρημα δέν θά μποροῦσε νά πραγματωθεῖ.
[κενή αράδα]
1. Παρασκευή, 27 Σεπτεμβρίου 1949, πρώτη ἀπό τίς 18 καταγραφές.
«Σύντροφε ἀνακριτά, σπεύδω πρῶτα ἀπό ὅλα νά σᾶς ἐκφράσω τήν εὐγνωμοσύνη μου γιά τό χαρτί, τό μελάνι καί τήν πέννα πού μοῦ στείλατε μέ τόν δεσμοφύλακα. Συμφωνῶ ἀπολύτως μέ τή διαδικασία πού διαλέξατε, γιατί ἔτσι θά μπορέσω νά καταγράψω τά γεγονότα μέ τήν ἡσυχία μου, χωρίς νά φοβᾶμαι πώς θά μέ διακόψετε, πώς θά μοῦ ὑποβάλετε ἐρωτήσεις, χωρίς δηλαδή νά ἔχω τήν αἴσθηση ὅτι τελῶ ὑπό κράτησιν καί δίνω λόγο τῶν πράξεών μου […] Τώρα ὅμως, τό πρόβλημά μου δέν εἶναι τί θά ἀπαντήσω στίς τυχόν ἐρωτήσεις (γιατί ἔχω καθαρή τή συνείδησή μου καί καμμιά ἀνάκριση δέ μέ φοβίζει, μέ τήν ἔννοια ὅτι μπορῶ νά ἀπαντάω χωρίς νά κρύβω τίποτα) τό πρόβλημά μου εἶναι, ἤ μᾶλλον εἴταν ὥς τά σήμερα, ὅσο δέν εἶχα ἀκόμα τή γραφική μου ὕλη—εἴταν λοιπόν, πῶς θά μπορέσω νά μιλήσω, νά ἀκουστῶ, νά εἰσακουστῶ.
»Ἔτσι, ὅταν εἶδα σήμερα τό χαρτί, τό μελάνι καί τήν πέννα, ἀφημένα ὅλα αὐτά δίπλα στή βούτα[5], ἔνιωσα ἕνα βάρος νά πέφτει ἀπό πάνω μου, παρ’ ὅλο πού ἔχω νά ἀντιμετωπίσω τώρα ἕνα ἄλλο, ἀρκετά δύσκολο, ἄν καί καθαρῶς τεχνικῆς φύσεως πρόβλημα. Ἐξηγοῦμαι: Σκέφτηκα ἄν ἔπρεπε νά συνεχίσω, ἀπό κεῖ πού σταματήσαμε, κατά τή σύντομη προανάκριση, ἄν ἔπρεπε δηλαδή νά ἀρχίσω κατά κάποιο τρόπο ἀπ’ τό τέλος, ἤ νά ἀρχίσω, μιά καί καλή, ἀπ’ τήν ἀρχή, νά ἀρχίσω θέλω νά πῶ νά διηγιέμαι τά γεγονότα ὅπως τά ξέρω καί τά θυμᾶμαι (γιατί ὅταν μέ ρωτήσατε , “Πῶς” καί “Πότε” καί “Ποιός” στήν προανάκριση, ἐγώ ἀπάντησα. “Δέν ξέρω” καί σεῖς μοῦ εἴπατε, “Δέν ξέρεις ἤ δέν θυμάσαι;”). Συνεπῶς, αὐτό πού κυρίως σᾶς ἐνδιαφέρει, εἶναι νά θυμηθῶ καί λοιπόν, ὅταν εἶδα τό χαρτί (ἔστω καί μέ κάποια, ὀδυνηρή γιά μένα καθυστέρηση μιᾶς ὁλόκληρης βδομάδας) χάρηκα πού ἀποφασίσατε ἐπιτέλους νά μοῦ ζητήσετε μιά γραπτή κατάθεση» (σελ. 1-2).
Στό τέλος αὐτῆς τῆς πρώτης ἡμερολογιακῆς καταγραφῆς διαβάζουμε ἐπίσης (σελ. 18): «Ὅμως τό χαρτί πού μοῦ στείλατε, τελειώνει. Ἐλπίζω νά μοῦ φέρει αὔριο κι ἄλλες κόλλες ὁ δεσμοφύλακας, ὁπότε φυσικά θά συνεχίσω».
2. Δευτέρα, 30 Σεπτεμβρίου 1949. Παράκληση γιά ἀποστολή νέας γραφικῆς ὕλης.
«Σύντροφε ἀνακριτά, ὁμολογῶ ὅτι παρασύρθηκα χτές καί κατέγραψα ἕνα σωρό λεπτομέρειες – τί σᾶς ἐνδιαφέρει ἐσᾶς μιά σιδερένια δίφυλλη πόρτα ὑπό τό φῶς τῶν προβολέων; Σᾶς ζητῶ συγνώμη καί ὑπόσχομαι νά μή ξαναεπαναληφθεῖ. Θά φροντίσω νά ἀναφέρω μόνο τά οὐσιώδη […] ἄν νομίζετε ὅτι καταθέτω ἐδῶ μιά ἀνακρίβεια κι ἄν σύμφωνα με τίς πληροφορίες σας ξεκινήσαμε τριάντα τρεῖς ἤ τριάντα πέντε, εἶναι νομίζω προτιμότερο νά μέ διακόψετε, νά μέ καλέσετε θέλω νά πῶ στό γραφεῖο σας, νά ἔλθουμε πρόσωπο μέ πρόσωπο, νά μέ ἀνακρίνετε κανονικά, γιατί μή παίζουμε μέ τίς λέξεις, περί ἀνακρίσεως πρόκειται. Καλή ἡ γραπτή κατάθεση, μά ἀκόμη καί τό γεγονός ὅτι μοῦ στέλνετε τέσσερις κόλλες διαγωνισμοῦ κάθε μέρα, ἀριθμημένες, μοῦ δημιουργεῖ προβλήματα. Ἀναγκάζομαι νά διακόπτω ἀπότομα τήν ἀφήγηση, πρέπει νά θυμᾶμαι ποῦ εἶχα σταματήσει. Θά μποροῦσα βέβαια νά γράφω μικρότερα γράμματα, νά στριμώχνω δυό ἀράδες σέ κάθε χαρτάκι, ὁπότε θά χώραγαν τά διπλά, μά κατά κάποιο τρόπο δέν μοῦ ἀρέσει αὐτό τό σύστημα γραφῆς, γιατί μοῦ θυμίζει παράνομο σημείωμα. Ἐνῶ αὐτή ἡ κατάθεση δέν ἔχει τίποτε τό παράνομο, ἀπόδειξη ὅτι ὅλες οἱ κόλλες πού μοῦ στέλνετε, εἶναι ἐπίσημα σφραγισμένες» (σελ. 35-36)[6].
3. Σάββατο, 5 Ὀκτωβρίου 1949. Περιγραφή τοῦ συγγραφικοῦ «γραφείου».
«Παρακαλῶ κάντε μου μιά χάρη, σύντροφε ἀνακριτά, στεῖλτε μου λίγα τσιγάρα. Καί ἕνα τραπέζι. Τά εἶπα στόν δεσμοφύλακα, ἀλλά αὐτός δέν καταδέχθηκε νά μοῦ ἀπαντήσει […] Στό κάτω-κάτω τῆς γραφῆς, δέν εἴτανε δική μου ἰδέα νά ἀφηγηθῶ γραπτῶς τήν Ἐπιχείρηση Κιβώτιο, δική σας ἀπαίτηση εἴταν καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι, μιά καί συνεχίζετε νά μου στέλνετε χαρτί (καί μελάνι, ὡς πρός αὐτό δέν ἔχω παράπονο, προχτές πού εἶδα ὅτι μοῦ σωνότανε, τοῦ τό εἶπα καί μοῦ γέμισε τό μελανοδοχεῖο μου) καί λοιπόν ἀναρωτιέμαι τί θά γίνει ἄν ἀρνηθῶ ξαφνικά νά συνεχίσω; Μαζί μέ τή γραφική ὕλη, πού εἶναι βέβαια ἀπαραίτητη, ἔχετε ὑποχρέωση νά μοῦ χορηγεῖτε καί τσιγάρα ἤ καπνό καί τσιγαρόχαρτο […] καί ἔχετε ὑποχρέωση γιατί καί τό τσιγάρο εἶναι ἀπαραίτητο γιά ἕναν ἄνθρωπο πού κάθεται καί γράφει, ὅταν τυχαίνει ὁ ἄνθρωπος αὐτός νά εἶναι καπνιστής ὅπως ἐγώ εἶμαι δεκαπέντε μέρες κλειδωμένος ἐδῶ μέσα καί ἔχω χαρμανιάσει, ἔχω λυσσάξει γιά τσιγάρο καί πῶς θέλετε λοιπόν νά συγκεντρωθῶ, νά σκεφθῶ, νά θυμηθῶ. Τό τραπέζι τό θέλω, γιατί δέ μέ βολεύει νά κάθομαι στό πάτωμα καί ἔχοντας διπλώσει καί στά δυό τό ἀχυρένιο στρῶμα, νά γράφω ἀκουμπώντας τά χαρτιά στίς σανίδες τοῦ κρεβατιοῦ. Ὁ γλόμπος εἶναι ψηλά στόν τοῖχο (στόν ἀπέναντι ἀπ’ τό μικρό παράθυρο τοῖχο) πίσω ἀπ’ τήν πλάτη μου συνεπῶς ὁ γλόμπος καί ἡ σκιά μου πέφτει πάνω στό χαρτί, ἔτσι πού γράφω σχεδόν στά σκοτεινά. Θά στραβωθῶ ἄν συνεχστεῖ αὐτή ἡ κατάσταση. Ἀπαιτῶ λοιπόν ἕνα τραπέζι καί πρό παντός τσιγάρα. Ἀλλιῶς δέν συνεχίζω». (σελ. 98-99)
4. Πέμπτη 10 Ὀκτωβρίου 1949. Συνέχεια γραφῆς ὕστερα ἀπό «μικρή ἀπεργία».
«Συνεχίζω, λοιπόν, κι ἄς ξεχαστεῖ παρακαλῶ αὐτή ἡ μικρή μου ἀπεργία πού εἶχε καί ἕνα καλό ἀποτέλεσμα γιά μένα—μαζεύτηκαν ἕξη δόσεις σφραγισμένες κόλλες, γιατί ὁ δεσμοφύλακας ἄφηνε κάθε πρωί τά χαρτιά, ἐνῶ μποροῦσε βέβαια νά μήν τά ἀφήνει, μιά καί δέν εἶχε νά πάρει γραμμένα. Κάτι εἶναι κι αὐτό, μπορῶ τουλάχιστον νά γράφω ὅσο μοῦ κάνει κέφι, χωρίς νά ἔχω συμπληρώσει τήν ἡμερήσια δόση τῶν σελίδων, ἀφοῦ ἔγινε πιά φανερό πώς τόν ἄγραφο[7] κανονισμό τῶν καταθέσεών μου, δέν συμπεριλαμβάνεται, (ὅπως νόμιζα ὥς τά τώρα) ἡ ὑποχρέωσή μου νά ἐξαντλῶ κάθε μέρα τή δόση και νά παραδίδω τά γραμμένα χαρτιά, δηλώνοντας ἔτσι ἐμμέσως καί ἐμπράκτως, ὅτι τελείωσε τό χαρτί μου καί φροντίστε νά μοῦ φέρετε ἄλλο». (σελ. 101).
5. Παρασκευή, 11 Ὀκτωβρίου 1949.
«Σύντροφε ἀνακριτά, διέκοψα χτές τήν κατάθεσή μου, δέν ξέρω τί ὥρα εἴταν, μά μ' ἔπιασε ξάφνου μιά φοβερή νύστα, κουράστηκαν τά μάτια μου, δέ μέ βοηθάει καί τό λίγο φῶς τοῦ γλόμπου, ψηλά στόν τοῖχο πίσω ἀπό τήν πλάτη μου, ἀμέλησα ἐν πάση περιπτώσει νά ἀναφέρω τόν σκοπό, μπῆκα στό προαύλιο τοῦ πρώην Γυμνασίου, στρέφοντας τήν τελευταία στιγμή καί χαμογελώντας του ...» (σελ. 123)[8]
6. Τρίτη, 22 Ὀκτωβρίου 1949.
«Ὅμως ἀσχέτως σημειώσεων, ἀποφάσισα πρίν ἀπό ἐννέα μέρες νά κάνω ἕνα πείραμα. Γιά νά γράψω τήν τελευταία μου συνέχεια (έκεῖ πού σᾶς ἀπειλοῦσα ὅτι δέ θά προσθέσω λέξη ἄν μοῦ ζητήσετε διευκρινίσεις σχετικά μέ τόν Λυσίμαχο) πήδηξα τρεῖς ἀριθμημένες κόλλες (τότε πού ἀπήργησα τήν πρώτη φορά μαζευτήκανε ἀρκετές, γιατί ὁ δεσμοφύλακας μοῦ φέρνει κάθε πρωί τή δόση τῆς ἠμέρας, βάζει τά χαρτιά του κάτω ἀπό τά ἄγραφα καί παίρνει τά γραμμένα, ἀπό κεῖ πού τἄχω ἀφήσει, δίπλα στή βούτα, ἄρα ὁ δεσμοφύλακας ξέρει ὅτι οἰ κόλλες εἶναι ἀριθμημένες καί τίς βάζει στή σειρά τους, ἐκτελώντας προφανῶς δική σας διαταγή) πήδηξα λοιπόν τρεῖς κόλλες τίς προάλλες, πῆρα δηλαδή τρεῖς κόλλες καί τίς ἔκρυψα κάτω ἀπό τό στρῶμα μου. Συνεπῶς, ἀνάμεσα στή συνέχεια τῆς 12ης καί τῆς 13ης τοῦ μηνός λείπουν τρεῖς κόλλες. Συνεπῶς, ἄν διαβάσετε τήν τελευταία μου συνέχεια τῆς 13ης τοῦ μηνός θά τό διαπιστώσετε. Συνεπῶς, θά πρέπει νά ὑποθέσετε ὅτι ἔγραψα δώδεκα ὁλόκληρες σελίδες, τίς ὁποῖες δέν παρέδωσα. Συνεπῶς οἱ σελίδες αὐτές θά πρέπει νά περιεῖχαν ὁμολογίες μου, τίς ὁποῖες, τήν τελευταία στιγμή, προσπάθησα νά ἀποκρύψω. Συνεπῶς θά ἔπρεπε νά μοῦ ζητήσετε τίς κόλλες πού λείπουνε. Κι ὅμως, παρ΄ ὅλα τά τόσα συνεπῶς, περάσανε ἐννιά ὁλόκληρες μέρες χωρίς καμιά ἀντίδραση ἐκ μέρους σας. Ὁ δεσμοφύλακας, ὅλες αὐτές τίς ἐννιά μέρες, μοῦ ἔφερνε κάθε πρωί τά ἄγραφα, σφραγισμένα καί ἀριθμημένα χαρτιά σας, τά ἔβαζε κάτω ἀπό τά ἤδη ὑπάρχοντα καί φυσικά, δέν ἔπαιρνε γραμμένα, μιά καί ἀπεργοῦσα, δέ μοῦ ζήτησε ὅμως μιά φορά τό λόγο. Συνεπῶς, δύο τινά συμβαίνουν: Ἤ δέν προσέχετε τήν ἀρίθμηση (άλλά τότε, γιατί μπαίνετε στόν κόπο, ἐσεῖς ἤ ὅποιος ἄλλος καί ἀριθμεῖτε τά χαρτιά καί μάλιστα τόσο εὐανάγνωστα, μέ μεγάλα νούμερα, δίπλα στή δυσανάγνωστη σφραγίδα;) ἤ ἁπλούστατα, δέν διαβάζετε καθόλου τό γραπτό μου» (σελ. 156).
7. Κυριακή, 23 Ὀκτωβρίου 1949
«Διέκοψα χθές, σημειώνοντας “Χριστόφορος διαγραφή” στή σανίδα τοῦ κρεββατιοῦ, μά ἀποδείχτηκε πώς μπήκα ἄδικα στόν κόπο...» (σελ. 172).
8. Κυριακή, 27 Ὀκτωβρίου 1949
«Τρεις μέρες δέν ἔγραψα τίποτε. Γιατί; Γιατί ἔτσι. Λογαριασμό θά σᾶς δώσω; Προτίμησα νά μείνω ξαπλωμένος ἀνάσκελα, κοιτάζοντας τό θολωτό ταβάνι, προσπαθώντας νά μή σκέφτουμαι, περιεργαζόμενος τούς λεκέδες τῆς ὑγρασίας στό ταβάνι, δίνοντας τους διάφορες ἑρμηνεῖες, βάζοντας θέλω νά πῶ. τούς λεκέδες νά μοῦ θυμίζουν κάθε φορά κι ἄλλα σχήματα. Ἤθελα νά σβήσω τή μνήμη, πολύ μέ κουράσανε οἰ ἀναμνήσεις ὅλες αὐτές τίς μέρες, ἤθελα νά δῶ ποιά ἀνάμνηση θά ἔρθει πρώτη νά ἐγγραφεῖ στόν μαυροπίνακα τῆς μνήμης μου, ὅταν θἄχω σβήσει καλά καλά τά πάντα, μέ ἕνα βρεγμένο σφουγγάρι» (σελ. 180).
9. Παρασκευή, 10 Νοεμβρίου 1949
«Ἐπί δώδεκα μέρες, περίμενα πώς τούτη τή φορά θά μοῦ ἀπαντήσετε, ἐπιτέλους, θά βρεῖτε (ἤ δέ θά βρεῖτε) τό “ἐπισκεπτήριο” καί θά ἀρχίσετε βάσει τοῦ νέου γραπτοῦ στοιχείου (ἤ βάσει τῆς ἐξ αἰτίας μου ἀπώλειάς του) μιά κανονική ἀνάκριση, τίποτα ὅμως, τίποτα ἀπολύτως. Ἐπιμένετε νά μή μοῦ ἀπαντᾶτε, σκέφτηκα λοιπόν, γιά νά περάσω τήν ὥρα μου περιμένοντας (γιατί ἐξακολουθῶ νά περιμένω ἀκόμη καί τώρα) σκέφτηκα νά συμπληρώσω ὁρισμένα κενά στήν ὥς τώρα ἐξιστόρηση τῶν γεγονότων, ἄν καί ξέρω βέβαια πολύ καλά πώς ὅσα κι ἄν προσθέσω, θά πρόκειται πάντα γιά μιά περίληψη τοῦ τελικοῦ κειμένου» (σελ. 194).
[κενή αράδα]
Δέν χρειάζεται, πιστεύω, νά σχολιασθοῦν τά παραπάνω ἀποσπάσματα (καί ὅσα ἄλλα ἐνδεχομένως βρεῖ ὁ προσεκτικός ἀναγνώστης τοῦ Κιβωτίου) τά ὀποῖα ἀποδεικνύουν, έκτός τῶν ἄλλων, τήν ἐμμονή τοῦ δεσμώτη γραφέα/συγγραφέα σέ αὐτή τήν λυτρωτική καί καθαρτική, ἐντέλει, σημασία τῆς ἀνθρώπινης γραφῆς καί, κατά συνέπεια, τῆς ἀναγνώσεως. Οὔτε χρειάζεται, πιστεύω, νά τονισθεῖ ἡ λυτρωτική ἐντέλει γραφή καί ἀνάγνωση γιά κάθε ἀναγνώστη καί εἰδικότερα γιά τόν ἀναγνώστη τοῦ Κιβωτίου.
Ὅσον, λοιπόν, ἀφορᾶ τό ἕνα σκέλος τοῦ τίτλου τοῦ κειμένου μου «Ἡ διαδικασία τῆς γραφῆς καί τῆς ἀνάγνωσης στό Κιβώτιο» τά πράγματα ἔγιναν (ἐλπίζω) σαφῆ καί καθαρά καθώς δόθηκαν ἀρκετά παραδείγματα σχετικά μέ αὐτή τή διαδικασία, σύμφωνα μέ τίς πολύ κρίσιμες λέξεις-ὅρους τῆς γραφῆς καί τῆς ἀνάγνωσης, τίς ὁποῖες ὁ ἀναγνώστης τοῦ Κιβωτίου συναντᾶ πολύ συχνά: «Χαρτί, μελάνι, πέννα». Καί ἐπίσης ἀνάγνωση, διάβασμα. Τώρα πρέπει νά διευκρισθεῖ, ὄσον εἶναι δυνατόν, καί τό δεύτερο μέρος τοῦ τίτλου τοῦ κειμένου μου «Ὁ συγγραφέας ὡς μεταφραστής τοῦ ἑαυτοῦ του». Πιστεύω, λοιπόν, ὅτι ἄν σκεφτοῦμε, ἄν ἐρευνήσουμε κάπως περισσότερο τήν πρακτική, τή διαδικασία τῆς ὅποιας γραφῆς καί κυρίως τό ἴδιο τό γραπτό τοῦ κρατούμενου ἀφηγητοῦ/συγγραφέα, ἀλλά καί καθενός συγγραφέως χωριστά, τότε, πιστεύω, μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε τή σημασία καί τοῦ δεύτερου μέρους τοῦ τίτλου μας: ὀ συγγραφέας ὠς μεταφραστής τοῦ ἑαυτοῦ του. Γιατί; Διότι ἁπλούστατα, ὅπως δείχνει τό κείμενο τοῦ Κιβωτίου, ὁ γραφέας, ὁ συντάκτης αὐτῶν τῶν ἐκτενῶν, λογικῶν ἤ παράλογων καταγραφῶν, γεγονότων κ.λπ., τά ὀποῖα συνέβησαν στό παρελθόν, ἀλλά εἶναι τώρα πού ἐκτίθενται, (ἐγ)γράφονται στό Κιβώτιο, (σέ κάθε κείμενο/κιβώτιο), αὐτός, λοιπόν, ὁ ὅποιος γραφέας στήν οὐσία μεταφράζει τόν ἑαυτό του σέ μιά γλώσσα τήν ὀποία πλέον μποροῦν καί ἀντιλαμβάνονται ὅλοι, καθώς εἶναι κοινή. Αύτός ὁ κοινός λόγος, αὐτή ἡ κοινή λέξις συνιστᾶ ὄχι μιά ἀπλῆ πληροφορία/ὀμολογία – συνιστᾶ μεταγραφή, μετάφραση σέ λόγο κοινό (καί μάλιστα γραπτό), ἀποκάλυψη, ἐπεξήγηση τῶν μέχρι τότε μή λεχθέντων, μή καταγεγραμμένων. Ἀποκαλύπτει τόν κρυφό, τόν ἄρρητο, τόν ἰδιωτικό λόγο. Δείχνει, δηλαδή, τη λειτουργία καί τή σημασία τῆς λογοτεχνίας.
Μόλυνση ἀπό τόν ὑπερρεαλισμό
Ἐδῶ εἶναι τώρα πού πρέπει νά στραφοῦμε (σύντομα) σέ δύο ἄλλα θέματα πού σχετίζονται μέ τόν γραφέα/συγγραφέα/μεταφραστή Ἀλεξάνδρου. Πρῶτον. Ὀφείλουμε νά ἔχουμε πάντοτε κατά νοῦν ὅτι οὔτε οἱ μεταφράσεις του, οὔτε προφανῶς τό ἰδιοφυές Κιβώτιο παρήχθησαν μέσα σέ μιάν ἥρεμη, ἀκίνδυνη ζωή. Μέσα σέ ἕνα ἥσυχο γραφεῖο-καταφύγιο. Ὅπως σωστά σημειώνει ὁ Ραυτόπουλος, ἡ κυριότερη ἰδιότητα τοῦ βίου τοῦ συγγραφέως Ἀλεξάνδρου ἦταν ἡ ἐξορία. «Ὁ ποιητής γεννήθηκε, ἔζησε καί πέθανε ἐξόριστος ἀλλά δέν ὑπῆρξε φυγάς». Ἐξόριστος ὅμως, συμπληρώνω ἐγώ, καί ἀπό τίς δύο οἱονεί πατρίδες του, τήν Ἑλλάδα καί τή Ρωσία, ἀλλά καί (κυρίως) ἐξόριστος, ἐν ὑπερορίᾳ δηλαδή, μέσα στήν ἑλληνική ἐπικράτεια, ἐξόριστος καί ἐκτοπισμένος κατά καιρούς σέ κάποιο ἑλληνικό νησί, μαζί μέ πολλούς ἄλλους συντρόφους του, μέσα σέ ἐκεῖνα τά ἄγρια χρόνια τῆς πολιτικῆς ζωῆς τοῦ τόπου. Παρατηρώντας, λοιπόν, κάποιος τά σημερινά πολιτικά δρώμενα δέν μπορεῖ παρά νά σκεφθεῖ ὅτι ἡ πολιτική ζωή τῆς χώρας ἐξακολουθεί νά ταλανίζεται καί νά μᾶς ταλανίζει. Τό χειρότερο: ἐκεῖνα τά παλαιά «ὁράματα» (ἐντός ἤ ἐκτός εἰσαγωγικών) ἀνθρώπων φιλελεύθερων καί συνεπῶν ἀγωνιστῶν γιά ἐλευθερία καί καλύτερη ζωή ἔχουν περιπέσει σέ ἕνα εἶδος φάρσας τῆς ἱστορίας. Ὅλα ἐκεῖνα τά μακρινά ὁράματα μοιάζουν νά ἐμφανίζονται τώρα μέ τή μορφή ἑνός εἰδώλου ἀντεστραμμένου καί μικρότερου τοῦ κανονικοῦ. Μάλιστα κάποιος θά μποροῦσε, ἐνδεχομένως, νά σκεφθεῖ πώς ἄν ζοῦσε σήμερα αὐτός ὁ ἀδέκαστος, ὁ αὐστηρός κυρίως πρός τόν ἑαυτό του, αὐτός ὁ μᾶλλον ἀγέλαστος Ἄρης Ἀλεξάνδρου, θά μποροῦσε (ἴσως) νά ἔγραφε ἕνα ἄλλο Κιβώτιο τό ὁποῖο θά συνέχιζε αὐτή τήν ἐπώδυνη παρωδία τοῦ σημερινοῦ πολιτικοῦ βίου καί λόγου, θά περιελάμβανε, δηλαδή, ὅλα έκεῖνα τά ἀκατανόητα καί πολιτικῶς ἀνήθικα συμβάντα τῆς ἐποχῆ μας, τά ὁποῖα οἱ παλαιοί σύντροφοί του στίς ἐξορίες καί στούς ποικίλους κατατρεγμούς δέν μποροῦσαν νά φανταστοῦν.
Ἕνα δεύτερο στοιχεῖο πού θά πρέπει νά λάβουμε ὑπόψη μιλώντας γιά τόν Ἄρη Ἀλεξάνδρου καί τούς συντρόφους ἐκείνης τὴς ἐποχῆς εἶναι τό ἑξῆς. Οἱ ἄνθρωποι ἐκείνων τῶν δύσκολων ἀλλά καί ἀνοικτῶν καιρῶν ἦσαν ἀνεκτικοί καί ἀπροκατάληπτοι ἀπέναντι σέ ὅλα τά πρωτοπόρα λογοτεχνικά κινήματα τῆς ἐποχῆς τους. Δοκίμασα, λοιπόν, πάρα πολύ μεγάλη καί συνάμα εὐχάριστη ἔκπληξη ὅταν περιδιαβάζοντας τό παλαιό, λαμπρό περιοδικό Ἠριδανός (τεῦχος 4, Μάρτης 1976)[9], τό ἀφιερωμένο στόν Ἀνδρέα Ἐμπειρῖκο καί τόν ὑπερρεαλισμό, εἶδα μέ ἰδιαίτερη χαρά νά ἀναδημοσιεύεται ἐκεῖ ἕνα μᾶλλον ἄγνωστο κείμενο τοῦ Ἀλεξάνδρου σχετικό μέ τό ὑπερρεαλιστικό κίνημα. Εἶναι μάλιστα ἐνδιαφέρον τό γεγονός ὅτι αὐτό τό κείμενο τοῦ Ἀλεξάνδρου εἶχε πρωτοδημοσιευθεῖ τόν Ἰούλιο τοῦ 1943 στό περιοδικό Καλλιτεχνικά νέα ὑπό τόν τίτλο «Ὄνειρο – ὑπερρεαλισμός». Ἰδού ἕνα μικρό δείγμα ἀπό ἐκεῖνο τό ἄρθρο τοῦ νεαροῦ τότε Ἄρη Ἀλεξάνδρου[10]:
Κι ἄν τώρα τελευταῖα στήν ἑλληνική πεζογραφία τό ὀνειρικό στοιχεῖο ὅλο καί καταχτάει ἔδαφος […] αὐτό δέν θἄπρεπε νά μᾶς ξενίζει καί ἴσως νά μᾶς κάνει νά βλέπουμε τούτη τήν τάση μέ τό μάτι τῆς δυσπιστίας. Ἄν πρός τό παρόν ὑπάρχουν στοιχεῖα νοσηρά κι ἄν τό ὄνειρο δέν εἶναι μιά ἐλπίδα μά ἐντελῶς μιά κακή φαντασία […] δέν φταίει αὐτή καθαυτή ἡ ὕπαρξη τοῦ ὀνειρικοῦ στοιχείου. Μά ἡ κακή του μεταχείριση.
Ἡ πραγματικότητα τῆς ἱστορίας ξεπερνᾶ ὅλες τίς προκαταλήψεις. Καί μαζί ὅλες τίς παρερμηνεῖες. Γιατί; Θά ἐρωτοῦσε κάποιος. Ἐπειδή, πιστεύω, θά μπορούσαμε νά υποστηρίξουμε ότι τό νεωτερικῆς γραφῆς Κιβώτιο τοῦ Ἀλεξάνδρου (μεῖζον ἔργο τῆς Νεώτερης Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας), ἐνδεχομένως, δέν θά εἶχε συνταχθεῖ μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἐάν ὁ συγγραφέας του δέν εἶχε «μολυνθεῖ», στόν ὅποιο βαθμό ἔγινε αὐτό, καί ἀπό τόν εὐλογημένο ὑπερρεαλισμό.
[1] «Ἐκδόσεις Σοκόλη» 1996, σελίδες 414. Μελέτη ἀπαραίτητη γιά ὁποιονδήποτε ἀναγνώστη ἤ μελετητή τοῦ βίου καί τοῦ ἔργου τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἐμπερίστατη ἡ πολυσέλιδη «ἀνάγνωση»-ἀνάλυση τοῦ Κιβωτίου, σελ. 285-338. Ἰδού ὁρισμένα κεφάλαια-θέματα τῆς μελέτης σχετικά μέ τό Κιβώτιο: ἡ υπόθεση τοῦ μυθιστορήματος, ἡ γεωμετρία τῆς ἀφήγησης, τά πρόσωπα, ὁ ἀφηγητής, ἡ ρητορική τῆς γραφῆς, οἱ μεταφορές, οἱ παρενθέσεις, ἡ νύμφη Ἀβαρβαρέη, οἱ ἐν δυνάμει ἑρμηνεῖες τοῦ μυθιστορήματος κ.ἄ. Γιά μιά βιβλιογραφία/ἐργογραφία τοῦ Ἀλεξάνδρου ὥς τό 1996, βλ. Ραυτόπουλος, ὅ.π., 341-392.
[2] Σέ ἀνέκδοτη μελέτη μου σχετικά μέ τό Μυθιστόρημα τοῦ Σεφέρη ἐξετάζονται λεπτομερῶς τά πολλά καί διαδοχικά στάδια τῆς παραγωγῆς τῶν 24 μερῶν τοῦ Ποιήματος.
[3] Ἡ συντομότερη καταγραφή σημειώνεται τή Δευτέρα 30 Σεπτ. 1949: 4 σελίδες. Ἡ ἐκτενέστερη τήν Παρασκευή 10 Νοεμ. 1949: 63 σελίδες.
[4] Ὁ Ραυτόπουλος, ὅ.π., σελ. 287, μετρᾶ: «διακόσιες ὀγδονταπέντε σελίδες “ψαχνό”, γραμμένες σέ δεκαοκτώ ἡμέρες ἐργασίας […] δίνουν μέσο ὅρο δεκάξη σελίδες τήν ἡμέρα, ἐνῶ οἱ δύο τελευταῖες ἡμέρες ἔχουν μέση παραγωγή πενήντα σελίδες∙ πού μᾶς κάνουν κάπου εἴκοσι χιλιάδες λέξεις ἡμερησίως. Πρέπει δηλαδή νά ἔγραφε 21 λέξεις τό λεπτό ἐπί 16 ὧρες, ἤ 27-28 λέξεις τό λεπτό ἐπί 12 ὧρες χωρίς ἀνάπαυλα, κάτι πρακτικά ἀδύνατο. Γιά ρίξουμε τό ρυθμό ταχυγραφίας σέ 14 λέξεις (ἀνεκτό ὅριο) τό λεπτό, θά ἔπρεπε νά δεχτοῦμε ὅτι ἔγραφε ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο, χωρίς δευτερόλεπτο διακοπή!»
[5] «Βούτα, η, εἶδος μεγάλου κάδου, δι΄ οὗ μεταφέρονται αἱ σταφυλαί εἰς τόν ληνόν (πατητήρι) κατά τόν τρυγητόν// κατ΄ἐπέκτασιν, κάδος θαλάμων τῶν φυλακῶν (πρός οὔρησιν τῶν κρατουμένων)». Λεξικόν τῆς νέας ἑλληνικῆς γλώσσης, Ἰωάννου Δρ. Σταματάκου. Τά ὑπόλοιπα, σημερινής τάξεως καί ὀρθογραφίας, λεξικά ἀγνοοῦν τή λέξη.
[6] Σημειώνουμε, ἐπίσης, ὅσα ἀναφέρονται στίς σελ. 52, 62, 83. Στή σελ. 93 ὁ γραφέας ζητᾶ συγγνώμη ἀπό τόν ἀναγνώστη/ἀνακριτή (καί κατά συνέπεια ἀπό τόν ἴδιο τόν ἀναγνώστη τοῦ Κιβωτίου) ἄν τόν ἔχει κουράσει «μέ ὅλες ἐκεῖνες τίς λεπτομέρειες».
[7] Ὑπογραμμίζω ἐγώ.
[8] Μέρη τῆς γραφῆς/άναγνωσης μποροῦν, πιστεύω, νά θεωρηθοῦν καί τά ὅποια φύσεως ἐπεστελμένα ἤ ληφθέντα μηνύματα, κρυπτογραφημένα ἤ ὄχι, βλέπε λ.χ. σελ. 137-8.
[9] Ἀρχισυντάκτης τοῦ περιοδικοῦ ἦταν ὁ Δημήτρης Ραυτόπουλος.
[10] Τό 1943 ὁ Ἀλεξάνδρου ἦταν 21 χρονῶν, ὁ Ἐλύτης 32, ὁ Ἐμπειρῖκος 42. Ἡ Ελλάδα βρισκόταν ὑπό κατοχήν.