Η άποψη που διατρέχει την νουβέλα του Τσβάιχ μοιάζει να υιοθετεί τη φροϋδική: η πνευματική δημιουργία σχετίζεται με τον έρωτα και ιδιαίτερα τον εμποδισμένο. Χαρακτηριστικός είναι ο υπαινιγμός στην περιγραφή της αρχής και του τέλους του τμήματος το οποίο αναφέρεται στις συναντήσεις του καθηγητή με τον φοιτητή, όπου ο δεύτερος καταγράφει και ο πρώτος υπαγορεύει την πραγματεία του για τις απαρχές του αγγλικού θεάτρου.
Η Σύγχυση αισθημάτων αφορά την περιπέτεια της πνευματικής μύησης, κοιταγμένης από τον νεαρό άντρα, και δίνονται στοχαστικά και λεπτομερώς τα αντιφατικά αισθήματα που του προκαλεί ο καθηγητής και η γυναίκα του, καθώς με όλες του τις δυνάμεις προσπαθεί να διεισδύσει και να μετάσχει στο διανοητικό σύμπαν του πρώτου.
Ο Τσβάιχ, σχοινοβατώντας ανάμεσα στην ερωτική και την πνευματική σχέση των δύο ανδρών, καταφέρνει να παρουσιάσει ισορροπημένα και μοναδικά τον διπλό, αμφίσημο και αλληλοτροφοδοτούμενο χαρακτήρα της. Το βιβλίο γράφηκε το 1927 και, φυσικά, αναφέρεται σ’ εκείνη την κοινωνία, όμως η παντελής έλλειψη ηθικολογίας κάνει την οπτική του βιβλίου εξαιρετικά σύγχρονη.
Συνήθως το τμήμα που επιλέγεται από τη στήλη αυτή ως μικροδιήγημα αποτελεί αντίστιξη ή παρέκβαση, το σημερινό αντιθέτως αποτελεί την κορύφωση της ροής του κειμένου.
Το μυστήριο της πνευματικής δημιουργίας
Αυτές οι ώρες – πώς θα μπορούσα να τις περιγράψω! Όλη η μέρα μου περνούσε με την προσμονή τους. Ήδη από το μεσημέρι άρχιζε μία μουντή, υπόκωφη ανησυχία να βαραίνει βασανιστικά στις ανυπόμονες αισθήσεις μου, με μεγάλο κόπο κατάφερνα να περιμένω, μέχρι να έρθει το βράδυ. Πηγαίναμε κατευθείαν από το δείπνο στο δωμάτιό του, εγώ έπαιρνα θέση στο γραφείο, με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος του, ενώ εκείνος άρχισε να βηματίζει νευρικά από τη μία άκρη του δωματίου στην άλλη, και τότε σαν να είχε απορροφήσει μέσα του το ρυθμό, ηχούσαν οι πρώτες συγχορδίες ενός ρέοντος λόγου […].
Η πνευματική δημιουργία πήγαζε για τον ξεχωριστό αυτόν άνδρα από μία μουσικότητα του αισθήματος. Χρειαζόταν πάντα μία ώθηση για να βάλει σε κίνηση τις ιδέες του. Συνήθως ήταν ένας πίνακας, μία τολμηρή μεταφορά, η πλαστικότητα μιας κατάστασης που εκείνος ασυναίσθητα, μεθώντας από τον ίδιο τον δικό του εσωτερικό θυμό μετέπλαθε σε δραματική σκηνή. Κάτι από τη μεγαλειώδη φυσικότητα της κάθε αληθινής δημιουργίας άστραφτε τότε συχνά μέσα στο ορμητικό ρεύμα των αυτοσχεδιασμών του. Θυμάμαι σειρές ολόκληρες που έμοιαζαν με στίχους ποιήματος ιαμβικού ρυθμού και άλλες, που με τη μορφή καταρράκτη συνταιριάζονταν σε γοητευτικές απαριθμήσεις, σαν τον κατάλογο των πλοίων στον Όμηρο και τους βάρβαρους ύμνους του Γουόλτ Γουίτμαν. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα την ευκαιρία να εισχωρήσω στο μυστήριο της πνευματικής δημιουργίας. Παρακολουθούσα τη σκέψη, άχρωμη ακόμη, τίποτα περισσότερο από μια καυτή ρέουσα μάζα, να χύνεται από το καζάνι της παρορμητικής πνευματικής έξαψης –όμοια με το λιωμένο μέταλλο που προορίζεται για την κατασκευή καμπάνας–, να βρίσκει μετά σιγά σιγά τη μορφή της καθώς παγώνει και η μορφή αυτή να αποκτά τις τέλειες καμπύλες της, μέχρι να ξεπηδήσει καθάριος από μέσα της ο λόγος και, όπως το γλωσσίδι είναι εκείνο που κάνει την καμπάνα να ηχεί, να δώσει στην ποιητική έμπνευση τη γλώσσα των ανθρώπων. Κι έτσι, όπως η κάθε φράση, το κάθε εδάφιο ήταν πλασμένα από ρυθμό, η κάθε περιγραφή από σκηνικά διαμορφωμένη εικόνα, ολόκληρο το έργο γινόταν, με τρόπο απόλυτα μη φιλολογικό, ένας ύμνος στη θάλασσα ως τη γήινα ορατή, γήινα αισθητή μορφή του απέραντου, που στέλνει το κύμα της από τα πέρατα στα πέρατα, που καθρεφτίζει μέσα της τα θεόρατα ύψη και κρύβει τα άπατα βάθη, παίζοντας όταν της έρθει η διάθεση με τα έργα γήινης δεξιότητας, τα κλυδωνιζόμενα πλεούμενα του ανθρώπου. Από την εικόνα αυτής της θάλασσας ξεπηδούσε με υπέροχη παρομοίωση η περιγραφή της φύσης του τραγικού ως της στοιχειακής εκείνης δύναμης, που ορίζει, βουερή και καταστροφική, το αίμα μας. Και τότε, αυτό το εξαίσια μορφοποιητικό κύμα κυλούσε προς μια συγκεκριμένη χώρα, την Αγγλία, αυτό το νησί το αιώνια πολιορκημένο από το ασύχαστο στοιχείο, το στοιχείο που περιβάλλει απειλητικά όλες τις άκρες της γης, όλα τα πλάτη και τις ζώνες της γήινης σφαίρας. Εκεί, στην Αγγλία, βάζει τη σφραγίδα του σε ολόκληρο το κράτος – ως και το μάτι των ανθρώπων πήρε από το χρώμα του, το γκρίζο της κατήφειας, το γαλανό της ονειροπόλησης. Εκεί και ο τελευταίος κάτοικος είναι θαλασσινός και ταυτόχρονα νησί, όπως κι η ίδια η χώρα του, κι από τις θύελλες και τον κίνδυνο έχουν ριζώσει ισχυρά και ορμητικά πάθη στην ψυχή του γένους αυτού, που δοκιμάζει ακατάπαυστα τις δυνάμεις του, κρατώντας αιώνες επιπλέον το νήμα της θαλασσοδαρμένης περιπλάνησης στο Βίκινγκς. Τώρα βέβαια αχνίζει ειρήνη πάνω από την παραδομένη στο αιώνιο αγκάλιασμα του νερού γη. Όμως τα παιδιά της γης αυτής, μαθημένα στο μαστίγωμα της θύελλας, εξακολουθούν να αποζητούν τη θάλασσα, την ορμητική έφοδο των στοιχείων της φύσης με τους καθημερινούς της κινδύνους, κι έτσι αναζητούν την ερεθιστική ένταση σε αιματηρά θεάματα. Αρχικά η ξύλινη εξέδρα στήνεται για την παρακολούθηση ζωοκτονιών επί σκηνής και θανάσιμων μονομαχιών ανάμεσα σε ζώα. Αρκούδες που αιμορραγούν, κοκορομαχίες, προσφέρουν με τρόπο κτηνώδη τη λαγνεία της φρίκης. Σύντομα όμως το εξυψωμένο πνεύμα αναζητά καθαρότερες μορφές έντασης, εκείνες που προέρχονται από ανθρώπινες, ηρωικές συγκρούσεις. Και τότε δημιουργείται από τα θρησκευτικά έργα, τις εκκλησιαστικές τελετές, η άλλη εκείνη πάλη του ανθρώπου με τα κύματα, η επιστροφή της περιπέτειας, της μανιασμένης θύελλας, τώρα όμως στις εσωτερικές θάλασσες της ανθρώπινης καρδιάς. Καινούργια απεραντοσύνη, ένας νέος ωκεανός με γιγάντια παλιρροϊκά κύματα του πάθους και ορμητικά ρεύματα του πνεύματος. Και έτσι, το να διασχίσεις στον ουρανό αυτό, το να στροβιλιστείς με κομμένη την ανάσα στα σκοτεινά νερά του, γίνεται η νέα απόλαυση της γερασμένης, όμως πάντα ακόμα ισχυρής αγγλοσαξονικής φυλής. Το αγγλικό δράμα έχει γεννηθεί, το δράμα των ελισαβετιανών.
Και καθώς ο δάσκαλός μου ριχνόταν με φανατισμό θα ’λεγες στην ανάπλαση αυτής της βαρβαρικής χαμένης στα βάθη του χρόνου απαρχής, η πλαστικότητα του λόγου του αναδυόταν θαυμαστά μεστή σε τόνους και χρώματα. Η φωνή του, που αρχικά έβγαινε ψιθυριστή, έβρισκε τώρα ορμητικά το δρόμο της μέσα από παλλόμενους φωνητικούς μυώνες και χορδές, γινόταν αστραφτερό αεροπλάνο, που έσχιζε τον αέρα, όλο και ψηλότερα, όλο και πιο ελεύθερο από τη βαρύτητα, το δωμάτιο ήταν πολύ στενό γι’ αυτήν, οι τοίχοι φυλακή. Ήταν σαν να έχει ξεσπάσει μια άγρια θύελλα στον κλειστό χώρο, το χείλι της θάλασσας ούρλιαζε τον ανταριασμένο λόγο του, κι εγώ σκυμμένος στο γραφείο ένιωθα σαν να είχα ξαναβρεθεί στους τόπους της παιδικής μου ηλικίας, σαν να έστεκα ολόρθος στην κορυφή του χρυσαφένιου αμμόλοφου και το εξώκοσμο βουητό από χίλια κύματα και μανιασμένο άνεμο σφυροκοπούσε τ’ αυτιά μου. Όλο εκείνο το δέος, όλη η ανατριχίλα, που συνοδεύει με τρόπο οδυνηρό τόσο τη γέννηση ενός ανθρώπου όσο και μιας λέξης, ξεχυνόταν τότε για πρώτη φορά στη ζωή μου και πλημμύριζε το έντρομο, αλλά και ήδη εύδαιμον θυμικό μου.
Και όταν ο δάσκαλός μου τελείωνε την υπαγόρευσή του, στην όποια θεία έμπνευση αφαιρούσε το λόγο από την επιστημονική ανάλυση και η σκέψη μετουσιωνόταν σε ποίηση, σηκωνόμουν τρικλίζοντας. Βαριά κούραση διέτρεχε το κορμί και τα μέλη μου, διαφορετική όμως από τη δική του εξάντληση, που έμοιαζε περισσότερο με αποστράγγιση, ενώ, εγώ, παρασυρμένος από το κύμα, έτρεμα ακόμα από μια ανείπωτη πληρότητα που είχε καταλάβει κάθε γωνιά του είναι μου.