Η Μυστική Κοινοπολιτεία αποτελεί τη δεύτερη προσθήκη στο έπος Το Βιβλίο της Σκόνης. Στην πρώτη έκδοση του βιβλίου (ή prequel) με τίτλο La Belle Sauvage (εΨυχογιός, 2017), ένα ευρηματικό αγόρι έντεκα ετών ονόματι Μάλκολμ Πόλστεντ κατάφερε να σώσει το κοριτσάκι, μωρό ακόμη, τη Λύρα. Μέσα στη βάρκα του, τη Belle Sauvage, στον φουσκωμένο Τάμεση, ξεφεύγουν από διάφορους επικίνδυνους τύπους και από κρυφές δυνάμεις.
Οι ίδιοι ήρωες επανέρχονται στη Μυστική Κοινοπολιτεία αλλά έχουν περάσει περίπου είκοσι χρόνια από τότε. Η εικοσάχρονη Λύρα Χρυσόστομη σπουδάζει στο Κολέγιο Αγίας Σοφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, όπου μεγάλωσε ως τρόφιμη. Ο 31χρονος Μάλκολμ διδάσκει εκεί. Οι αναγνώστες του πρώτου βιβλίου αναμένεται και εκείνοι να έχουν πλέον μεγαλώσει. Αυτό το βιβλίο δηλαδή απευθύνεται μόνο σε νέους, όχι σε μικρούς έφηβους. Όπως προειδοποιεί εύσχημα και ο Πούλμαν: Μέσα σε αυτά τα είκοσι χρόνια, «ο κόσμος προχωρεί, η δυναμη και η επιρροή μετατοπίζονται, αυξάνονται η υποβαθμίζονται. Τα προβλήματα και τα ενδιαφέροντα των ενηλίκων δεν είναι αναγκαστικά τα ίδια με εκείνα που είχαν όταν ήταν νέοι. Η Λύρα και ο Μάλκολμ όπως λέω δεν είναι παιδιά».
Και στο πρώτο βιβλίο υπάρχει βία αλλά στη γιγάντια Μυστική Κοινοπολιτεία (των 705 σελίδων) αναδύεται σε πρώτο πλάνο, πιο γλαφυρή και ωμή. Ξεκινάει με τον φόνο ενός βοτανολόγου. Κάποια στιγμή ξεχωρίζει μια μακροσκελής σκηνή ομαδικού βιασμού κεντρικού πρωταγωνιστή. Παρουσιάζεται με ποιητικό τρόπο παραπέμποντας στο στυλιζαρισμένο συλλογικό τρόμο στο Κουρδιστό Πορτοκάλι του Κιούμπρικ. Δεν ισχύει εδώ η κοινοτοπία του κακού, ειδικά κάθε φορά που η Λύρα καταφέρνει να το συντρίψει. Η αφήγηση του φόνου του πατριάρχη μέσα στο πλήθος από άγνωστη συμμορία οργανώνεται σαν ορχηστρική συμφωνία.
Ρεαλισμός, φανταστικό, μυστικισμός
Όπως και στο πρώτο βιβλίο, ο ρεαλισμός εξυφαίνεται δεξιοτεχνικά με το φανταστικό στοιχείο και τον μυστικισμό. Η Λύρα διαθέτει ακόμη την τρομερή μηχανή, το αληθειόμετρο, ένα από τα έξι του κόσμου, που χωράει σε ένα σάκο. Δίνει ιδιαίτερες δυνάμεις στον κάτοχό του, οι κακοί πρέπει να της το πάρουν. Παράλληλα αναζητούν να αντλήσουν τις κρυφές ιδιότητες του ροδόνερου από καλλιεργητές και φυτείες στα βάθη της Ασίας.
Ζοφερές εξουσίες ελέγχουν τον κόσμο της Μυστικής Κοινοπολιτείας. Παντού πλανάται μια υποδόρια απειλή από αόρατες δυνάμεις. Πουθενά δεν αισθάνεται κανείς ασφαλής. Οι «καλοί» κρατικοί κατάσκοποι της Όκλεϊ Στριτ και από την άλλη οι άνθρωποι του Πανεπιστημίου με την καφκική συλλογική κουλτούρα του. Το απειλητικό Διευθυντήριο, ένας κρατικός μηχανισμός με μυστικούς πράκτορες, τον σατανικό Μαρσέλ Ντελαμάρ και τον πανούργο Ολιβιέ Μπονβίλ.
Το εξωτικό στοιχείο, τα δάνεια από τον κόσμο του φολκλόρ και τον παραμυθιών, η ασιατική παραδοσιακή ποίηση προσφέρουν στοιχεία για τη λύση του μυστηρίου. Δίνουν παλμό και βάθος στο παραμύθι. Η Λύρα θα χρειαστεί την καθοδήγηση του σοφού τσιγγάνου Φάρντερ Κόρομ, θα σωθεί από τα αποβράσματα της κοινωνίας γύρω από την Πόλη του Φεγγαριού, θα περάσει μέσα από ασφυκτικά τρένα και πρόσφυγες, θα φτάσει ημιθανής στην καρδιά της ερήμου. Τα χνάρια της ακολουθεί αγόγγυστα ο ερωτευμένος Μάλκολμ.
Οι άνθρωποι στη Μυστική Κοινοπολιτεία συνυπάρχουν με το δαιμόνιό τους. Ένα ζώο (ασβός, σκύλος, σαύρα, λύκος, οτιδήποτε) που βρίσκεται απαρεγκλίτως μαζί τους και έχει ανθρώπινη λαλιά. Θα μπορούσε κανείς να το περιγράψει ως τη συνείδηση και την ψυχή του κάθε ανθρώπου, το έτερον ήμισύ τους. Άνθρωπος και δαιμόνιο δεν χωρίζονται, δεν βρίσκονται ποτέ σε διαφορετικές τοποθεσίες. Εάν αυτό συμβεί, προκαλεί όνειδος και πόνο στον άνθρωπο. Τρόμο και απέχθεια στους άλλους που το βλέπουν. Όμως ο Παντελεήμονας ή Παν, το δενδροκούναβο της Λύρας, την εγκαταλείπει, ένα βράδυ ενώ εκείνη κοιμάται στον κοιτώνα.
Παν, το συνειδητοποιώ. […] Μισώ κάθε κομμάτι που δεν είσαι εσύ, και θα πρέπει να ζήσω με αυτό […]. Δεν αξίζω να είμαι ευτυχισμένη, το ξέρω αυτό. Ξέρω τον… τον κόσμο των νεκρών.
Ίσως το πιο «ενήλικο» κομμάτι του βιβλίου να σχετίζεται και με την ίδια τη Λύρα. Το πόσο ηττημένη αισθάνεται. Έχει απομυθοποιήσει τα πάντα, αλλά βασανίζεται από τον ίδιο της τον κυνισμό. Ο Παν της προσάπτει το γεγονός ότι έχασε τη φαντασία της και δεν πιστεύει στον άυλο κόσμο, πέρα από τον ορατό. «Ήταν απλώς όλα ένα παιδιάστικο όνειρο», του εξηγεί κάποια στιγμή. «Οι άλλοι κόσμοι. Το κοφτερό μαχαίρι. Οι μάγισσες. Δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτά στο σύμπαν που θέλεις να πιστεύεις». Ουσιαστικά δεν πιστεύει στην ύπαρξή του; Όμως θα αγγίξει το επέκεινα για να ξανασυνδεθεί μαζί του. «Οι άνθρωποι μαθαίνουν να πατάνε σταθερά σ’ ένα καράβι και έτσι παύουν να νιώθουν ναυτία», αναλογίζεται σχεδόν ξέπνοη. Ένα συναρπαστικό, βαθύτατα ουμανιστικό παραμύθι.
Στο τέλος υπάρχει μια φοβερή αυξητική συσσώρευση της δράσης. Οι κλασικοί πάντα χρησιμοποιούσαν πιο λιτούς τρόπους για να μιλήσουν μεταφυσικά…
Συμβαίνουν διάφορες παράλληλες δράσεις στο πολυσύνθετο αυτό βιβλίο και ο αναγνώστης προσπαθεί να τις συνθέσει και να τις συγκρατήσει. Εις μάτην θα προσπαθήσει να απομνημονεύσει ονόματα και τοποθεσίες, να συλλάβει τη γεωγραφία του βιβλίου. Δεν έχει σημασία. Διότι ο Πούλμαν ουσιαστικά μιλάει για ένα μόνο πράγμα: την αλληγορική αναζήτηση της αγάπης σε ένα σύγχρονο παραμύθι Ορφέα και Ευρυδίκης.