Για να σχεδιάσω την κοπέλα πρέπει να χαλιναγωγηθώ και για να μπορέσω να συλλάβω την ψυχή της πρέπει να τρέφομαι λιτά με φρούτα και να πίνω παγωμένο λευκό κρασί γιατί κάνει ζέστη σε αυτό το κουβούκλιο μέσα στο οποίο κλειδώθηκα και απ’όπου έχω την αξίωση να θέλω να βλέπω τον κόσμο. Χρειάστηκε επίσης να απέχω από σεξ και ποδόσφαιρο.[1]
Στην Ώρα του Αστεριού το πρόβλημα ποιητικής τίθεται από τον άνδρα αφηγητή με όρους αισθαντικούς, με την έγνοια της απόλαυσης και της ασκητικής μαζί. Αδιαχώριστο από τη γραφή τίθεται το ζήτημα προσέγγισης του άλλου (στα φιλοσοφικά κείμενα με άλφα κεφαλαίο), της περιγραφής του, έτσι που θυμίζει την «πρώτη φιλοσοφία» του Λεβινάς και την έμφασή του στο πρόσωπο και στην ευθύνη που συνεπάγεται το αντίκρισμα.
Γράφοντας τη μικροσκοπική ύπαρξη
Στο τελευταίο μυθιστόρημα που έγραψε στη ζωή της, η Κλαρίσε Λισπέκτορ θέτει έναν αφηγητή-συγγραφέα που προσπαθεί, πασχίζει να γράψει τη ζωή μιας φαινομενικά εύθραυστης και μικροσκοπικής νεαρής κοπέλας η οποία ζει φτωχή στην ημι-έρημη ενδοχώρα του βορειοανατολικού τμήματος της Βραζιλίας. Πολύ γρήγορα καταλαβαίνει ο αναγνώστης ότι κάτι το εξαιρετικά λεπτό κι αγωνιώδες διακυβεύεται στο κείμενο αυτό και στην άρθρωση, που είναι σαν να εξελίσσεται σπονδυλωτά μπροστά στα μάτια μας. Μοιάζει σαν το κείμενο να γράφεται τώρα, σε «πραγματικό χρόνο», και να μην έχει προλάβει να υποστεί παραπάνω κατεργασία, απ’ όσο το κατεργάζεται το ζεστό βίωμα.
Η Μακκαμπέα δουλεύει ως δακτυλογράφος και ζει τη φαινομενικά ήσυχη ζωή της στην περιοχή του sertão. Γι’ αυτήν θέλει να γράψει ο συγγραφέας της Λισπέκτορ.
Ναι. Φαίνεται πως αλλάζω τρόπο γραφής. Συμβαίνει όμως να γράφω μόνο αυτό που θέλω, δεν είμαι επαγγελματίας – κι έχω ανάγκη να μιλήσω γι’ αυτή τη Νορντεστίνα, ειδάλλως πνίγομαι. Εκείνη με κατηγορεί και ο τρόπος να υπερασπιστώ τον εαυτό μου είναι να γράψω γι’ αυτήν. Γράφω με ζωηρές και αδρές πινελιές. […] Γίνεται πράγματι η δράση να ξεπερνά τη λέξη;[2]
Από την πασχίζουσα μα και κυβιστική πρόζα του ήρωα-συγγραφέα καταλαβαίνουμε πως κάτι διαφεύγει – όπως επίσης κάτι σαν να διαφεύγει στη Μακκαμπέα που μοιάζει να αδράχνει το φως της ζωής με τον δικό της ήσυχο τρόπο, όπως χάνεται καμιά φορά μέσα στο πλήθος. Θα συναντήσει επιτέλους η Μακκαμπέα αυτόν που προετοιμάζεται να βρει, χωρίς να το ξέρει και πάλι συνάμα γνωρίζοντάς το; Το ξέρουμε όσο το ξέρει κι εκείνη πως βαδίζει προς το θαύμα. Τρυπημένη από εκρήξεις σε παρένθεση, η διήγηση ακολουθεί μια αντίστιξη που έχει λίγο από ντελίριο και λίγο από τη φύση της προσμονής.
Όσο μετράει η πλοκή της ιστορίας άλλο τόσο ακριβώς βαραίνει η εμπειρία της γραφής της ιστορίας αυτής. Η εμπειρία του μήνα Μάη, η εμπειρία της έκστασης κι η αναγνώρισή αυτής μέσα από το σώμα συνιστούν τα στιγμιότυπα από τη ζωή της Νορντεστίνα Μακκαμπέα. «Η Μακκαμπέα άρχισε (έκρηξη) να τρέμει ολόκληρη γιατί η υπερβολική ευτυχία έχει μια επώδυνη πλευρά».[3] Παράλληλα αναπτύσσονται τα επεισόδια από τη ζωή ενός συγγραφέα που αναμετριέται με τα όρια της άρθρωσης. Για το μεδούλι της ζωής, ποια απίστευτη παρόρμηση μ’ έκανε να μιλώ; Μέχρι την άκρη της πιο κοινής κι αθόρυβης πλήξης, μέχρι την πείνα και το ηδονικό χόρτασμα, πώς θα μου φτάσουν οι λέξεις;
Ποια ήταν η αλήθεια της Μάκκας μου; Φτάνει να ανακαλύψει κανείς την αλήθεια και πάει πέταξε: πέρασε η στιγμή. Ρωτάω: τι είναι; Απάντηση: δεν είναι.[4]
Κοντά στην άγρια καρδιά
Γεννημένη το 1920 από Εβραίους γονείς στο Τσετσέλνικ της Ουκρανίας, ένα χωριό κοντά στα σύνορα με τη Μολδαβία, η Λισπέκτορ θα αναγκαστεί να μεταναστεύσει με την οικογένειά της στη Βραζιλία για να ξεφύγει από τα αντισημιτικά πογκρόμ όταν ήταν μόλις δυο χρόνων. Η Λισπέκτορ έμελλε να γίνει μια από τις πιο σημαντικές πεζογράφους της πορτογαλικής γλώσσας, μία γλώσσα, δηλαδή, την οποία κατέκτησε ως ξένη κι ως εκδιωχθείσα.
Ο βιογράφος της την αποκαλεί «μυθικά όμορφη»[5]. Από τότε που πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα μέχρι σήμερα, οι κριτικοί εξαίρουν μαζί με τη γραφή της την ομορφιά της, σαν κάτι που δεν μπορεί να παραβλεφτεί, σαν να πρόκειται για ένα στοιχείο γοητευτικά ασυμβίβαστο προς τη γραφή. Η εντυπωσιακή αυτή γυναίκα θα γράψει μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων καθώς και τακτικά χρονογραφήματα σε διάφορα περιοδικά, ώς το θάνατό της από καρκίνο στις ωοθήκες το 1977, στα 57 της χρόνια. Τα θέματά της συχνά επικεντρώνονται στην εσωτερική ζωή γυναικών με φόντο το εσωτερικό των σπιτιών τους. Γυναίκες που περιμένουν: ηλικιωμένες γυναίκες που φαντασιώνονται, νεαρές που κοιτάζουν νωχελικά το είδωλό τους στον καθρέφτη, που απελπίζονται και που στη μοναξιά τους γυρεύουν ν’ αναθαρρήσουν και πάλι. Εκεί όπου η ζέστη του Ρίο ή του Ρεσίφε μοιάζει να πνίγει κάθε κίνηση και να καταπίνει κάθε προσπάθεια, συντελείται ξαφνικά μια προσωπική αποκάλυψη –epifania στα πορτογαλικά– που, αν και φαινομενικά ανώδυνη κι ασήμαντη, εξωθεί την μοίρα της ιστορίας. «Θρίαμβος» (O triunfo) λέγεται το πρώτο διήγημα της Λισπέκτορ δημοσιευμένο το 1940, όταν, δηλαδή, η συγγραφέας ήταν είκοσι χρόνων. Στο διήγημα αυτό, η νεαρή γυναίκα βουλιάζει στην απελπισία καθώς οι ώρες περνούν κι ο σύζυγός της, ένας φιλόδοξος συγγραφέας, δεν λέει να εμφανιστεί. Την εγκατέλειψε, αυτό θα ’ναι. Ώρες κενές. Βαριά μεσημέρια. Μέχρι που το κρύο νερό (θρίαμβος) να τη συνεφέρει στη ζωή με τρόπο ανεπανόρθωτο.
Aν η αποκάλυψη-epifania της Λισπέκτορ συγγενεύει με τις στιγμές συνειδητοποίησης των ηρώων στους Δουβλινέζους του Τζαίημς Τζόυς, ανάλογα η συγγραφέας επωφελείται από τα όρια που διεύρυνε μια για πάντα ο Οδυσσέας του δουβλινέζου συγγραφέα για να γράψει την Ώρα του Αστεριού. Πρόκειται για ένα κείμενο που ξεκινάει και τελειώνει με μία βασική κι απλούστατη κατάφαση. Στοιχειώδη, όπως θα έλεγε ο Αντρέ Ζιντ. Γνωστή η πρώτη πρόταση: «Όλα στον κόσμο ξεκίνησαν από ένα ναι». Και με τούτη την καταφατική λεξούλα το κείμενο καταλήγει (την ίδια στιγμή που «καταλήγει» κι η Μακκαμπέα), μια μικρή λέξη που μετατράπηκε σε επιφώνημα μεγαλειώδες, εκστατικό στα χείλη της Μόλλυ του Τζόυς, σε μια από τις πιο διάσημες, ερεθιστικές και σκανδαλώδεις στιγμές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Τα ανδαλουσιανά όνειρα:
and then he asked me would I yes to say yes my mountain flower and first I put my arms around him yes and drew him down so he could feel my breasts all perfume yes and his heart was going like mad and yes I said yes I will Yes.
Ο θαυμασμός της Λισπέκτορ προς τον Τζόυς εκφράστηκε κιόλας από τον τίτλο του πρώτου της μυθιστορήματος, Κοντά στην Άγρια Καρδιά[6] (1942), περικοπή που προέρχεται από το Πορτραίτο του Καλλιτέχνη σε Νεαρή Ηλικία, μια μαθητεία που εικάζουμε πως ήταν εξαρετικής σημασίας κι έξαψης για τη νεαρή συγγραφέα στην προσωπική και μοναχική διαδικασία ανίχνευσης αυτού που λέγεται κι αυτού που μπορεί να γραφτεί.
Μία σπουδαία μετάφραση
Ο Μάριος Χατζηπροκοπίου μάς έχει προσφέρει μια θαυμαστή μετάφραση. Μία πολύτιμη συνεισφορά στη δική μας –της ελληνικής γραμματείας– προσπάθεια άρθρωσης της ανθρώπινης εμπειρίας, της πολυπλοκότητάς της και της φαντασμαγορίας της. Στο απολαυστικό σημείωμα του μεταφραστή, ο Χατζηπροκοπίου εξηγεί με μέθοδο αλλά και την αναγκαία διαίσθηση το «φάλτσο» της Λισπέκτορ, που χρήζει προσεκτικής μεταχείρισης. Ο μεταφραστής αντιλαμβάνεται την πρόζα της συγγραφέως όπως θα το ήθελε κι εκείνη, σαν μουσική μιας μη προφανούς, εν τούτοις, αρμονίας. Κάτι σαν την τζαζ του Τελόνιους Μονκ, όπου η παραφωνία, η ηθελημένη επιλογή της παραδίπλα νότας αναστέλλει το κλείσιμο και τη λύση της αρμονίας κι απογειώνει την εκφραστικότητα, που μόνο μια μη τέλεια σύνθεση μπορεί να διατηρήσει μέσα της.
Η αριστουργηματική μετάφραση συμπληρώνεται από το επίμετρο της Έλεν Σίξου δημοσιευμένο δέκα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου στη Βραζιλία. Η εργοβιογραφία, επίσης, έχει συνταχθεί σαν μικρό δοκίμιο πλουσιοπάροχων αναφορών.
Σημειωτέον ότι ο αγγλόφωνος κόσμος άργησε, μάλλον, να ανακαλύψει τη Λισπέκτορ. Η βιογραφία της, Why This World, εκδόθηκε το 2009 (Oxford University Press), έργο του αμερικανού μελετητή Benjamin Moser. Ο ίδιος επιμελείται τη σειρά New Directions στην οποία μεταφράστηκαν τα μυθιστορήματά της Λισπέκτορ, καθώς και το σύνολο των διηγημάτων της. Είναι ενδεικτικό το γεγονός πως, με αφορμή την έκδοση των Collected Stories, το New Yorker, παρά την προσήλωσή του στη φόρμα του διηγήματος, πρωτοασχολήθηκε με τη Λισπέκτορ μόλις το 2015.
Στη Γαλλία οι Editions des femmes, τις οποίες ίδρυσε η ψυχοαναλύτρια και ιστορική φιγούρα του φεμινιστικού κινήματος Antoinette Fouque, έχουν επιμεληθεί την έκδοση όλων των έργων της Λισπέκτορ από το 1978 έως σήμερα. Έχει ενδιαφέρον ότι η μηνιαία λογοτεχνική επιθεώρηση Europe αφιέρωσε ένα διπλό τεύχος στην Κλαρίσε Λισπέκτορ και την Κάθριν Μάνσφιλντ (Νοέμβριος-Δεκέμβρος 2012, τεύχος 1003-1004). Πρόκειται για μια γόνιμη συσχέτιση. Η Μάνσφιλντ, νεωτερίστρια συγγραφέας από τη Νέα Ζηλανδία, ανανέωσε το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος και τη διήγηση ως τεχνική αφαιρώντας την παραδοσιακή δέσμευση έναντι της πλοκής, με σκοπό να συλλάβει το πρόσκαιρο της αλήθειας της τρέχουσας στιγμής.
Η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με τη Λισπέκτορ ήταν μέσω της αγγλικής μετάφρασης του Agua Viva, του προτελευταίου της βιβλίου (στα ελληνικά, ο Χατζηπροκοπίου προτείνει στο εργοβιογραφικό σημείωμα τον γοητευτικό και πιστό τίτλο Ζωντανό Νερό). Διαβάζοντας τις πρώτες προτάσεις ένιωσα την έκρηξη που κλείνει στις παρενθέσεις του ο ήρωας-συγγραφέας στην Ώρα του Αστεριού. Πώς γίνεται να γράφει τόσο ανορθόδοξα ένας (μία) συγγραφέας; Με εσκεμμένη λοξότητα, με ένα περίπου που χτυπάει κατ’ ευθείαν στο κέντρο, μια απόκλιση που γίνεται από ανάγκη λες και το κέντρο, σαν τον ήλιο, δεν μπορεί παρά να παραμείνει απλησίαστο. Η ζωογόνος τραγωδία, όπως σημειώνει ο αφηγητής στην Ώρα του Αστεριού. Μα αυτή η γραφή προϋποθέτει μια –πώς να το ονομάσει κανείς– διαίσθηση, μια ενόραση, μια γνώση του βασικού και του στοιχειώδους. Στη διαδρομή που διανύει η απόκλιση από την ακριβή λέξη μετουσιώνεται η κρίσιμη απουσία της. Το αδύνατο γίνωμά της.
Οριακή γραφή
Η Μαρίνα Τσβετάγιεβα έχει αντιγράψει την εξής περικοπή στο προσωπικό της ημερολόγιο: «Όλόκληρη η ζωή χωρίζεται σε τρεις περιόδους: προαίσθηση του έρωτα, εμπλοκή με τον έρωτα, ανάμνηση του έρωτα».[7] Την προετοιμασία κι ακριβώς αυτή την προαίσθηση του έρωτα προσπαθεί να κοινωνήσει η γραφή της Λισπέκτορ όταν ακουμπά τη Μακκαμπέα. Η Λισπέκτορ βάζει έναν αφηγητή τρυφερό προς την ηρωίδα, άνδρα, που σέβεται, φοβάται και σφοδρά επιθυμεί το μυστήριο της ζωής της νεαρής Μακκαμπέα. «Ήξερε εκείνη τι ήταν πόθος – και ας μην ήξερε πως ήξερε».[8] Εξ άλλου το λέει η Λισπέκτορ στην Αφιέρωση, εν είδει προοιμίου: «Ξέρω πολλά που δεν τα έχω δει».
Γράφει η Ελένη Βακαλό στην Έννοια των Τυφλών:
Κι όπως τότε που έρωτα περιμένοντας την καρδιά μου φοβόμουν
Πολλά γύρω μου και αόριστα κι ακοές πιο ωραίες
Οι σχέσεις κι οι συσχετισμοί κυλούν καμιά φορά χωρίς να φαίνονται, μεγαλοπρεπώς ερήμην μας, σε υπόγεια κανάλια επικοινωνίας, σαν τα ποτάμια της Ελλάδας, όπως μνημονεύει η Τζορτζ Έλιοτ στο Μiddlemarch[9], και η ανακάλυψή τους συνιστά εξ άλλου μια από τις χαρές της συγκριτικής λογοτεχνίας Το πώς συνομιλεί η Λισπέκτορ με τη Βακαλό, φερ’ ειπείν, είναι ανεξήγητο, αλλά όχι παράξενο. Πώς θα μπορούσαμε να εγκλωβίσουμε οποιονδήποτε συγγραφέα στο φύλο του; Οι ταυτότητες δεν είναι μονόλιθοι – είναι μάλλον πρωτεϊκές. Ακόμη κι αν δεν αλλάζουν με τόση ένταση, είναι μάλλον σωστό και ταιριαστό στην ανάγκη για την κίνηση και την ελευθερία μας έτσι να τις συλλογιζόμαστε. Θα είχε, παρ’ όλα αυτά, ενδιαφέρον να κάνουμε τη συζήτηση για τη «γυναικεία γραφή», όρο που εγκαινίασε η Σιξού στο δοκίμιό της Το Γέλιο της Μέδουσας (1975). Οι συγγραφείς που συγγενεύουν, οι γυναίκες που συγγενεύουν.
Στο επίμετρο της Ώρας του Αστεριού, η Σιξού ισχυρίζεται πως η Λισπέκτορ θέλησε να εφεύρει τη Μακκαμπέα ώστε να θέσει την πρόκληση της πιο μεγάλης πιθανής ετερότητας στη γραφή της. «Καθένας έχει τον προσωπικό του ξένο».[10] Συγκεκριμένα λέει η γαλλίδα φιλόσοφος:
Η Κλαρίσε Λισπέκτορ έπρεπε να αναλάβει μια υπεράνθρωπη προσπάθεια μετατόπισης από ολόκληρη της ύπαρξή της, να υποστεί μια μεταμόρφωση, να απομακρυνθεί από τον εαυτό της, για να προσπαθίσει να προσεγγίσει αυτό το τόσο μικροσκοπικό και διαφανές πλάσμα.
Ο τρόπος της Λισπέκτορ, όμως, θα μπορούσε να ερμηνευτεί και διαφορετικά. Η Μακκαμπέα δεν φτιάχτηκε για να θέσει την πρόκληση της ηθογράφησης ή της «ψυχολόγησης» ενός χαρακτήρα που διαφέρει δραστικά από εμάς λόγω τάξης, φυλής, ηλικίας, ή ό,τι άλλο. Η Μακκαμπέα, πιο πολύ ακόμη, γεννιέται για να ενσαρκώσει τη βαθιά εκείνη περιοχή, την τρομακτική ενδοχώρα, όπου δεν φτάνει η γραφή. Η Μακκαμπέα είναι κατά κάποιον τρόπο το μη υπερβατό όριο που συλλαμβάνει κι αναπτύσσει ο Μωρίς Μπλανσό («αυτές οι λέξεις που ρυακίζουν ανάμεσά μας λένε κάποιο πράγμα που να μας έρχεται από μας;»[11]). Ξεπερνάει τη γραφή αυτή η νεαρή γυναίκα με την ύπαρξή της και δονείται με λαχτάρα για περισσότερη ζωή, άναρθρη κι ακαταλαβίστικη όπως είναι κι όπως πηγάζει. Πιο πολύ με «ξενότητα», επομένως, μοιάζει το τέχνασμα της τριτοπρόσωπης αφήγησης που αναλαμβάνει ο ήρωας-συγγραφέας, κι όχι ο χαρακτήρας που περιγράφεται. Μα «ξενότητα» αναγκαία, φτιασίδι που ’ναι κόσμημα, γιατί η πραγματικότητα πάντα θα διαφεύγει.
Αντί κατακλείδας, ας θυμηθούμε τι γράφει η Ελένη Βακαλό στα Επιλεγόμενα:
Άγλωσσοι οι ποιητές
Γίνονται ποιητές
Έτσι όπως εγώ τους θέλω
Μακάρι ο Μάριος Χατζηπροκοπίου να μας χαρίσει κι άλλες ακόμη δεξιοτεχνικές μεταφράσεις της Κλαρίσε. Ίσως συνέχεια να έχει το Agua Viva…
[1] Η Ώρα του Αστεριού, 25.
[2] Η Ώρα του Αστεριού, 19.
[3] Η Ώρα του Αστεριού, 88.
[4] Η Ώρα του Αστεριού, 97.
[5] http://www.newyorker.com/books/page-turner/the-true-glamour-of-clarice-lispector
[6] Κλαρίσε Λισπέκτορ, Κοντά στην Άγρια Καρδιά, μετάφραση: Αμαλία Ρούβαλη, Τυπωθήτω.
[7] Κατερίνα Σχινά, Μυστικά του Συρταριού, Πατάκη, 230.
[8] Η Ώρα του Αστεριού, 51.
[9] Well, it lies a little in our family. I had it myself - that love of knowledge, and going into everything - a little too much - it took me far; though that sort of thing doesn’t often run in the female line; or it runs underground like the rivers in Greece, you know - it comes out in the sons.
Middlemarch, κεφάλαιο 5ο.
[10] Η Ώρα του Αστεριού, 106.
[11] Maurice Blanchot, Ο Τελευταίος Άνθρωπος, μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης, Άγρα, 142.