Το Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! εκδόθηκε το 1936 και αποτέλεσε έναν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους, δεκατρία χρόνια αργότερα, απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ στον Γουίλλιαμ Φώκνερ. Είναι έργο που παραπέμπει δομικά στα ομηρικά έπη, σκιαγραφώντας από τις πρώτες σελίδες τις θεματικές γραμμές και τις συντεταγμένες του υλικού που θα αναπτυχθεί στη συνέχεια. Δανεισμένη από την αρχαιοελληνική τραγωδία είναι η έννοια της ύβρεως που διέπει την όλη πορεία του κεντρικού ήρωα, του Τόμας Σάτπεν. Ταυτόχρονα, οι ιστορίες και το πνεύμα της Βίβλου δανείζουν υλικό στην περίπλοκη υπόθεση του βιβλίου (κυρίως μέσω της τραγικής σύγκρουσης του Δαυίδ με το γιο του, Αβεσσαλώμ). Αλλά το σημαντικό εδώ είναι ότι όλες οι πιο πάνω επιρροές συντήκονται στο έδαφος της ανθρωπογεωγραφίας του Νότου, αποδίδοντας το πνεύμα της Ιστορίας μέχρι τους απόηχους της τραγικής του ήττας κατά τον Αμερικανικό Εμφύλιο του 1861-5. Επιπλέον, σε αυτό το βιβλίο παγιώνεται οριστικά η επινοημένη από τον συγγραφέα Κομητεία της Γιοκναπατώφα, που τοποθετείται κάπου στα βόρεια της Πολιτείας του Μισσισσίππι. Εδώ εκτυλίσσονται και αλληλεπικαλύπτονται πάμπολλες ιστορίες και ήρωες του Φώκνερ, χτίζοντας ένα μοναδικό λογοτεχνικό επίτευγμα μυθικής γεωγραφίας αρθρωμένης περί την ουσία ενός τόπου.
Επικός μοντερνισμός
Κάτι εξίσου σημαντικό είναι ότι το βιβλίο –όπως και μεγάλο μέρος του υπόλοιπου έργου του Φώκνερ– έχει αφομοιώσει πλήρως τα διδάγματα και το ύφος της μοντερνιστικής γραφής, αν και πάει πέρα απ’ αυτά. Ειδικά ο Οδυσσέας του Τζόυς πρέπει να αποτέλεσε την αφορμή για να γραφεί αυτή η τραγωδία, αν και εδώ η καθημερινότητα υποχωρεί μπροστά στα επικά γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας και τις μεγάλες φυλετικές, ταξικές ή οικογενειακές συγκρούσεις. Όπως και να ’χει, η γραφή είναι σπειροειδής και συνειρμική, οι μονόλογοι (εσωτερικοί ή εξωτερικοί) διαρκείς και αλληλεπικαλυπτόμενοι, οι δευτερεύουσες και παρένθετες προτάσεις πυκνές, η αλήθεια ποτέ δεν προβάλλει πλήρης αλλά ως «αλήθεια του καθενός», ενώ σε κάθε αφήγηση αλλάζει η εστία, ο φωτισμός, η σχετική έμφαση και η οπτική γωνία. Χωρίς τα σύντομα βιογραφικά πορτρέτα που υπάρχουν στο τέλος του βιβλίου, παράλληλα με μια σύνοψη των κεντρικών γεγονότων, είναι πραγματικά δύσκολο να παρακολουθήσεις τη ροή της ιστορίας.
Οι δυσχέρειες επιτείνονται από τον παροιμιωδώς μακροπερίοδο λόγο (η εναρκτήρια πρόταση στο έκτο κεφάλαιο έχει καταγραφεί ως η επιμηκέστερη στη λογοτεχνία), την αλληλεπικάλυψη αφηγητών και «αφηγουμένων», τις ενδιάθετες περιπλοκές στις επιμέρους ιστορίες, εντέλει την προσπάθεια να αναδυθούν οι αρμοί της συγκρότησης μιας ιστορίας και, κατά συνέπεια, της δουλειάς του ίδιου του συγγραφέα. Έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα είδος γνωσιολογίας. Οι δυσκολίες αυτές, πάντως, είναι προγραμματισμένες ώστε, όταν ο αναγνώστης, κάθιδρος έστω, επιλύσει επιτέλους σειρά γρίφων, να νιώσει μια σωτήρια ικανοποίηση – γιατί όχι, κάθαρση. Στο εξαιρετικά πολυδιάστατο αρχιτεκτόνημα του βιβλίου δίνονται όλες οι βασικές δομικές λύσεις, ακόμη και αργά, όταν έχεις θεωρήσει ότι ίσως κάποια σημεία πάσχουν ή ότι οι συμπτώσεις παραείναι εύκολες. Και όσα δεν απαντώνται είναι επειδή θεωρούνται από το συγγραφέα δευτερεύοντα ή, ίσως, επειδή απλώς δεν μπορούμε να ξέρουμε τα πάντα σ’ αυτόν τον κόσμο.
Το ρευστό λίκνο των γεγονότων
Δεν είναι εύκολο να αποδώσει κανείς την ίδια την πολυπλόκαμη αυτή ιστορία. Χοντρικά, πάντως, οι ποικίλοι αφηγητές εκτυλίσσουν τη ζωή (και τα παρελκόμενά της) του Τόμας Σάτπεν, ενός εποίκου που εμφανίζεται μια ωραία πρωία από το πουθενά στη μικρή πόλη Τζέφερσον της Κομητείας Γιοκναπατώφα, ακολουθούμενος από μια εικοσαριά άγριους νέγρους σκλάβους και έναν αιχμάλωτο γάλλο αρχιτέκτονα. Πρώην φτωχόπαιδο από τα υψίπεδα της Δυτικής Βιρτζίνια, ο Σάτπεν έχει αποδράσει από τη μοίρα του, έχει κάνει κάποια περιουσία στην Αϊτή, έχει παντρευτεί την κόρη του γαιοκτήμονα που τον απασχολούσε ως επιστάτη, έχει ηρωοποιηθεί καταστέλλοντας μια εξέγερση στη φυτεία ζαχαροκάλαμου. Εγκαταλείπει ωστόσο τη γυναίκα και το γιο του μόλις του αποκαλύπτεται ότι αυτή είναι κατά το ένα όγδοο μαύρη. Ο Σάτπεν σκοπεύει να εγκαθιδρύσει μια γνήσια προτεσταντική λευκή δυναστεία και δεν δέχεται να κάνει την παραμικρή παραχώρηση στο θέμα του αίματος – της φυλετικής καθαρότητας. Πάντως, τους εξασφαλίζει οικονομικά, πλουσιοπάροχα μάλιστα.
Στο Τζέφερσον, αγοράζει μια μεγάλη έκταση γης από έναν ινδιάνο φύλαρχο. Με τρομερούς κόπους, κακουχίες και κάποιες σκοτεινές δουλειές, θα χτίσει την έπαυλή του –μνημειακού τύπου και με πολυτελέστατη επίπλωση– που κυριαρχεί σε μια έκταση εκατό τετραγωνικών μιλίων. Θα παντρευτεί την κόρη ενός πρόσκαιρου συνεργάτη του και νοικοκύρη, την Έλεν, θα κάνει επισήμως δυο παιδιά, τον Χένρι και την Τζούντιθ (και ένα εξώγαμο, την Κλυταιμνήστρα, με μια μαύρη σκλάβα), θα καταστήσει τη βαμβακοφυτεία του αποδοτική. Στα μάτια των ντόπιων, ο Σάτπεν διαφέρει σε όλα, από τη μη τήρηση του θρησκευτικού τυπικού ώς τα εξοντωτικά μεθύσια, την πάλη με τους νέγρους του, τις κοκορομαχίες, το κυνήγι ελαφιών στα ακόμη τότε άγρια δάση. Συνιστά παρέκκλιση και οι συσωρευτικές πράξεις του, ύβρη. Όλα ωστόσο βαίνουν κατ’ ευχήν γι’ αυτόν εωσότου μια μέρα ο γιος του Χένρι, φοιτητής πια στο Όξφορντ του Μισσισσίππι, θα καλέσει στο πατρικό σπίτι για τα Χριστούγεννα το συμφοιτητή και μέντορά του Τσαρλς Μπον, που συμβαίνει να είναι ο γιος του Σάτπεν από τον πρώτο του γάμο στην Αϊτή. Δεν πρόκειται για μια αφηγηματικά «εύκολη σύμπτωση», από αυτές που κάνουν συνήθως την ευπώλητη λογοτεχνία, αλλά για ένα σχέδιο εκδίκησης από τη μεριά την εγκαταλειφθείσης μητέρας με τη συνεργασία του άπληστου δικηγόρου, διαχειριστή της περιουσίας της. Γοητευτικός, ράθυμος και αναθρεμμένος στα φιλήδονα σαλόνια της Νέα Ορλεάνης, ο Μπον θα έρθει κοντά με την κεραυνοβόλα ερωτευμένη Τζούντιθ, ενώ η ματαιόδοξη Έλενα τους έχει ήδη νοερά αρραβωνιάσει. Πατέρας και γιος θα αλληλοαναγνωριστούν με διαφορά φάσεως και ο Σάτπεν θα εξομολογηθεί στον Χένρι, ύστερα από ένα χρόνο, την αλήθεια, ζητώντας του να πάρει τον Μπον και να εξαφανιστεί. Ωστόσο, γοητευμένος με το φίλο του, ο Χένρι θα προσπαθήσει να εκλογικεύσει τα πράγματα, ακόμη και την αιμομιξία, κι έτσι θα απαρνηθεί την πατρική περιουσία και θα επιστρέψει με τον Μπον στο πανεπιστήμιο.
Ώσπου ξεσπά ο Εμφύλιος μεταξύ του εκβιομηχανισμένου, ραγδαία εκσυγχρονιζόμενου, «δικαιωματικού» Βορρά και του αποσχισμένου από την Ένωση Νότου – παραδοσιακού, σχεδόν αρχαϊκού, βασισμένου στη δουλοκτησία και την οικονομία των φυτειών. Οι Σάτπεν κατατάσσονται σε διαφορετικά συντάγματα και ζουν αφάνταστες ταλαιπωρίες έως την πλήρη διάλυση της κοινωνίας των Νοτίων, την απερήμωση των φυτειών, την εκατόμβη των νεκρών ή ανάπηρων αντρών. Οι δύο νεαροί επιστρέφουν έπειτα από τέσσερα χρόνια στη φθίνουσα και καταπατημένη φυτεία που κατοικείται πια μόνο από τις γυναίκες της οικογένειας. Εκεί, στην πύλη, ύστερα από σειρά συστροφών της αφήγησης και αποκαλύψεων, ο Χένρι θα απαγορεύσει οριστικά στον Μπον να παντρευτεί την αδελφή του, τώρα πια όχι τόσο για το ενδεχόμενο της αιμομιξίας αλλά γιατί έχει πληροφορηθεί ότι στις φλέβες του κυλάει ελάχιστο μαύρο αίμα. Στην επιμονή του Μπον απαντά πυροβολώντας τον. Η φυλετική τρέλα υπερβαίνει εδώ τις εξελικτικές και εθιμικές απαιτήσεις της αποφυγής ενδογαμίας και ο Φώκνερ δίνει έμμεσα ένα μανιφέστο αντιρατσισμού που κάνει να ωχριά η πρόσφατη επιδερμική κινηματική φιλολογία.
Πατριαρχικό όνειρο
Ο εφτάψυχος Σάτπεν δεν το βάζει ούτε τώρα κάτω και αποδύεται στο ξανακτίσιμο της αυτοκρατορίας του άμα τη επιστροφή του. Αναζητώντας μανικά έναν αρσενικό κληρονόμο θα προτείνει γάμο στην κατά πολύ νεότερη αδελφή της πεθαμένης πια Έλεν, τη Ρόζα, η οποία, ορφανή και άπορη ούσα, δέχεται. Ωστόσο ο Σάτπεν την προσβάλλει χονδροειδώς, προτείνοντάς της να κάνουν μια δοκιμή και μόνο αν γεννηθεί αγόρι να προχωρήσουν στο γάμο. Βαθιά προσβεβλημένη η Ρόζα, επιστρέφει στο πατρικό της και από κει και πέρα την τρέφει μόνο το μίσος. Αποτελεί βασικό θεμέλιο της ιστορίας καθώς είναι αυτή που αφηγείται αρχικά την ιστορία στον νεαρό Κουέντιν Κόμσον, ο οποίος, αφού την εμπλουτίσει με πολλές άλλες αφηγήσεις όπως του πατέρα και του παππού του, θα την ξανασυζητήσει με ένα συμφοιτητή του στο Χάρβαρντ, 45 ολόκληρα χρόνια μετά τον Εμφύλιο και την κορύφωση του δράματος. Είναι μέσω αυτής της δύσκολης τεχνικής της μετάπλασης και της αναδιατύπωσης που θα ολοκληρωθεί το δράμα των Σάτπεν και θα φωτιστούν ποικίλα σκοτεινά ή δυσπρόσιτα σημεία της αφήγησης.
Πάντως οι ύβρεις που διαπράττει ο Σάτπεν δεν έχουν ολοκληρωθεί με τη φυγή της Ρόζας. Γιατί θα επιχειρήσει, στα 62 του πια, να αποκτήσει αρσενικό απόγονο με τη 15χρονη εγγονή τού Ουός Τζόουνς, επιστάτη του στο κτήμα. Την ταπεινώνει όταν εκείνη φέρνει στον κόσμο κορίτσι, οπότε και ο Τζόουνς τον σκοτώνει με ένα σκουριασμένο δρεπάνι – αυτό που, ομοίως αρχετυπικά, κουβαλάει ο Χάρος. Μάνα και μωρό πεθαίνουν την ίδια νύχτα.
Τέλος; Κατά μία έννοια, ίσως. Αν και έχει ενδιαφέρον να δει κανείς το πώς ανακαλύπτεται ο φυγάς Χένρυ, δεκαετίες μετά το φονικό που διέπραξε, ή πώς εξεμέτρησε τον βίο η ίδια η έπαυλη, σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής επικερδούς δουλοκτησίας, μπολιάσματος φυλών και πολιτισμών, παραισθητικών φιλοδοξιών ισχύος και, ταυτόχρονα, μιας ιδιόμορφης πολιτισμικής παραγωγής με επίκεντρο τη μουσική και το χορό. Το τέλος της έπαυλης και, κατ’ επέκταση, της φυτείας επέρχεται διά χειρός ενός άλλου ξεχασμένου παιδιού του Σάτπεν, της γηραιάς πια μιγάδος Κλυταιμνήστρας (Κλάιτι), που όλα αυτά τα χρόνια ήταν και το βασικό στήριγμα του οίκου.
Υπάρχουν και άλλες υποϊστορίες που δεν θα αναπτύξουμε εδώ, όπως η εμπλοκή των γυναικών του Νότου με τον Εμφύλιο, όταν τα προικιά και το νυφικό τους μετατρέπονται σε σημαίες ή επιδέσμους. Ή, ακόμη, η αρχετυπική, ονειρική κάθοδος από τα ορεινά στα πεδινά του μικρού τότε Τόμας Σάτπεν και της οικογένειάς του πάνω σε ένα κάρο, μια πορεία αναγνώρισης που θυμίζει το περίφημο Καθώς ψυχορραγώ του Φώκνερ. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ωστόσο οι σελίδες για την αποικιοκρατία και τις απελευθερωτικές εξεγέρσεις στην Αϊτή, όπου και ξεκίνησε την καριέρα του ο Σάτπεν και απ’ όπου ξεπηδά το όργανο της μοίρας, ο απαρνημένος γιος του, Τσαρλς Μπον. Ακόμη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι ίδιες οι συγκλονιστικές εξομολογήσεις του τελευταίου όταν εξηγεί στον Χένρι ότι δεν στοχεύει αναγκαστικά στο χέρι της Τζούντιθ ούτε, πολλώ μάλλον, σε μερτικό από την πατρική περιουσία, παρά μόνο σ’ ένα νεύμα αναγνώρισης εκ μέρους του πατέρα τους – οπότε και θα αποχωρήσει οριστικά από τη σκηνή του δράματος. Αλλά αυτά ο χαλκέντερος αναγνώστης μπορεί να τα ανακαλύψει για τον εαυτό του, μαζί με τη διαπίστωση ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τη δόμηση ενός μύθου αλλά με την εγκεφαλική συνύφανση του συνόλου της ανθρώπινης μυθολογίας – κατ’ άλλους, της ανθρώπινης περιπέτειας.
Εξαιρετική και εμφανώς πολύμοχθη η μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου. Απορώ μάλιστα πώς τα κατάφερε να βρει τον μίτο στις δαιδαλώδεις απαιτήσεις της αφήγησης με σεβασμό και στυλ. Εξίσου καλογραμμένη και περιεκτική είναι η εισαγωγή της. Προσωπικά παράτησα πολλές φορές στο παρελθόν την ανάγνωση του αγγλικού πρωτοτύπου, παρά το ότι είχα ήδη εντρυφήσει στο σύνολο σχεδόν του έργου του Φώκνερ. Σημειωτέον ότι είναι ο κατεξοχήν συγγραφέας που με έκανε να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία, και ειδικότερα με το σκέλος της πολύπαθης στις μέρες μας διαπολιτισμικής σύντηξης. Εξάλλου, ο Νότος του Φώκνερ σε οδηγεί απευθείας στα βάθη της ανθρώπινης εξέλιξης – και στο πεδίο αυτό η Μαύρη Αφρική είναι το λίκνο.