Σύνδεση συνδρομητών

Μια γυναίκα που ελπίζει σε έναν κόσμο χωρίς ελπίδα

Δευτέρα, 25 Οκτωβρίου 2021 22:54
H οδός Breadalbane της Γλασκώβης το 1981.
SZ Photo / amw / Bridgeman Images
H οδός Breadalbane της Γλασκώβης το 1981.

Douglas Stuart, Σάγκι Μπέιν, μετάφραση από τα αγγλικά: Σταυρούλα Αργυροπούλου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2021, 528 σελ.

Η ιστορία μιας εύθραυστης αλλά και ιδιαίτερης γυναίκας, της Άγκνες Μπέιν, αλλά και η ιστορία ενός ολόκληρου κόσμου σε μια συγκεκριμένη φέτα χρόνου και τόπου: στη Γλασκώβη των αρχών της δεκαετίας του 1980, που αργοσβήνει κάτω από τις στάχτες της ανεργίας. Το Βραβείο Μπούκερ 2020 χαιρετά τη μεγάλη στρατιά της αληθινής κι αήττητης λογοτεχνίας. Ουφ, επιτέλους. 

Η Άγκνες Μπέιν είναι από εκείνες τις ηρωίδες που μένουν αξέχαστες. Δεν ξέρω αν υπάρχει συνταγή για κάτι τέτοιο, δεν είναι ας πούμε η Άννα Καρένινα ή η Ελίζαμπεθ Μπένετ ή η Μαρκησία ντε Μερτέιγ, για να αναφέρω μόνο τρεις, τελείως πρόχειρα, αλλά έχει αυτή την αλάνθαστη ιδιότητα, ότι δηλαδή η εικόνα της ζει και αναπνέει μέσα μας πολύ αφού έχουμε τελειώσει το βιβλίο. Η Άγκνες εκφράζει το δυσμετάφραστο σαιξπηρικό “Frailty, thy name is woman” – δυσμετάφραστο γιατί δεν πρόκειται πάντα για τη γυναικεία αδυναμία, όπως είθισται να ερμηνεύεται ο στίχος, αλλά και για την «ευθραυστότητα» μιας θηλυκότητας (φεμινίστριες, μην πυροβολείτε). Η Άγκνες είναι ένα εύθραυστο, γοητευτικό, υπέροχο τέρας.

Φυσικά, όπως όλα τα καλά βιβλία, το μυθιστόρημα του Ντάγκλας Στιούαρτ δεν είναι «η ιστορία της», αλλά η ιστορία ενός ολόκληρου κόσμου σε μια συγκεκριμένη φέτα χρόνου και τόπου: στη Γλασκώβη των αρχών της δεκαετίας του 1980, που αργοσβήνει κάτω από τις στάχτες της ανεργίας. Ανθρακωρυχεία και μεταλλεία κλειστά, άνθρωποι γκρίζοι, καλυμμένοι από τη στάχτη της απραξίας, άχρηστοι, βυθισμένοι σε βουνά από τύρφη και αδιέξοδα. Καθολικοί και προτεστάντες κλειδωμένοι στο σφιχταγκάλιασμα της προαιώνιας έχθρας, οικογένειες που διαλύονται από έρωτα ή μίσος χωρίς να ξέρουν ποιο από τα δυο κέρδισε, άντρες και γυναίκες αφανισμένοι από σκουπιδιασμένες υποσχέσεις και παιδιά που θρέφονται με οργή, προκαταλήψεις και αγριότητα.

Βρώμα, λάσπη, ανθρώπινες εκκρίσεις – και αλκοόλ. Όχι το αλκοόλ που εμείς, εδώ στη χώρα μας, συνήθως συνδυάζουμε με κάποιο κέφι, κάποια χαρά, αλλά η φτηνή και προσβάσιμη ουσία της διαφυγής που πίνουν όλοι, ενώ τα παιδιά τους  παρατηρούν τα μάτια τους να γίνονται «πιο ευτυχισμένα και πιο γυάλινα». Το αλκοόλ που η Άγκνες καταπίνει χωρίς χαρά, σαν φάρμακο, για να σκαρφαλώσει γρήγορα γρήγορα τη σκάλα που την ανεβάζει, για λίγο, πάνω από τη μιζέρια του κόσμου της. Για να αντέξει την ασχήμια και την απόγνωση που την περιτριγυρίζει και που κουβαλάει μέσα της, προτού πέσει και πάλι αναίσθητη καταστρέφοντας, κάθε μέρα και περισσότερο, ό,τι αγαπάει πιο πολύ.

 

Μια υπέροχη γυναίκα

Η Άγκνες Μπέιν δεν είναι βαρετή, ούτε «κανονική». Κυκλοφορεί στους λασπωμένους σταχτόδρομους του χωριού όπου την παράτησε ο δεύτερος σύζυγος χτενισμένη στην τρίχα, με δαντελένια εσώρουχα, κάλτσες χωρίς ούτε μια γρατσουνιά, πουλόβερ που στραφταλίζουν από πούλιες και ψηλοτάκουνες γόβες. Μοιάζει με μια χλωμή Λιζ Τέιλορ και, αν και τα μαλλιά της παραείναι πια μαύρα και το ρίμελ της έχει αρχίσει να τρέχει, παραμένει πεισματικά υπέροχη. Αν και πηγαίνει με κάθε άντρα που θα της αγοράσει ένα ποτό, παραμένει με κάποιον τρόπο απλησίαστη, άθικτη, μια σταρ ανάμεσα στους πρώην ανθρακωρύχους και νυν ανέργους και τις γυναίκες τους που τη ζηλεύουν, την οικτίρουν και τη φοβούνται.

Δεν είναι «σωστή» η Άγκνες ούτε και τόσο έξυπνη: εγκατέλειψε τον πρώτο της σύζυγο που τη λάτρευε για ένα γοητευτικό κάθαρμα, δεν έμαθε τίποτα από τους γονείς της που, ζώντας στον ίδιο άγριο κόσμο μ’ εκείνη, μπόρεσαν να φτιάξουν έναν πυρήνα αγάπης και σταθερότητας, και συνεχίζει να πιστεύει ότι όλοι τής χρωστάνε. Γιατί; Γιατί είναι όμορφη, γιατί ξέρει να ντύνεται ωραία, γιατί θέλει να περιτριγυρίζεται από όμορφα πράγματα, γιατί επιμένει στην ευγένεια, την επιτηδευμένη εκφορά λόγου (τα «αγγλικά της Βασίλισσας», και όχι όπως μιλούν όλοι γύρω της), την καθαριότητα και την τάξη μέσα στο σπίτι της. Και γιατί έτσι.

Να είναι τριανταεννιά χρονών και να στριμώχνεται μαζί με τον άντρα της και τα τρία της παιδιά, δυο απ’ αυτά σχεδόν μεγάλα, στο διαμέρισμα της μάνας της, της έδινε την αίσθηση της αποτυχίας. Κι αυτός, ο άντρας της, που όταν μοιραζόταν τώρα το κρεβάτι της ξάπλωνε άκρη άκρη, τη θύμωνε με τις σκουπιδιασμένες υποσχέσεις για καλύτερα πράγματα. Η Άγκνες ήθελε να περάσει το πόδι της μέσα από όλα αυτά για να τα κλοτσήσει ή να τα σκίσει, σαν χαλασμένη ταπετσαρία. Να χώσει τα νύχια της αποκάτω, και να τα ξηλώσει όλα.[1] 

Εκεί όπου χώνει πιο βαθιά τα νύχια της η Άγκνες και αυτό που πραγματικά ξηλώνει  (εδώ μπαίνουμε στο ζουμί) είναι τα παιδιά της. Που τα λατρεύει, ναι, αλλά τα βασανίζει και τα κακοποιεί συστηματικά, καθημερινά, κάνοντάς τα μάρτυρες (με τη διπλή έννοια της λέξης) της κατάρρευσής της. Μαζί με κάθε κονσέρβα μπίρας που ανοίγει, σκάβει βαθύτερα και τις παιδικές κι εφηβικές ανεπούλωτες πληγές τους που θα οδηγήσουν τα μεγαλύτερα να φύγουν μακριά και το μικρότερο, το περίεργο αγόρι που θέλει τόσο πολύ να γίνει, κι αυτό, «κανονικό», να μείνει μαζί της μέχρι το άγριο τέλος: αυτό το περίεργο αγόρι-αφηγητής που την αγαπά με πάθος, που ρουφά μέσα του όλον τον παραλογισμό και το μεγαλείο της ξεχωριστής μητέρας του, η οποία παλεύει με την ίδια της τη φύση, ανυπεράσπιστη καθώς είναι απέναντι στη σκληρότητα και βιαιότητα που επιτίθεται από παντού.

Είναι νομοτελειακό και το ξέρουμε από την αρχή ότι η ιστορία της Άγκνες δεν θα έχει happy end – και μόνο η λογοτεχνία που μας την αφηγείται θα έχει θριαμβεύσει σαρωτικά.

 

«Αμετρίαστης δυστυχίας»

Το Σάγκι Μπέιν ανήκει στη μακρά παράδοση βιβλίων που μ’ αρέσει ν’ αποκαλώ «αμετρίαστης δυστυχίας» – τα χαρακτηριστικότερα είναι ίσως ιρλανδών συγγραφέων, με τη μοναδική δική τους λυρική περιγραφή της ιρλανδέζικης κακουχίας· θυμίζει λ.χ. τις Στάχτες της Άντζελα, το Πάντυ Κλαρκ χα χα χα[2], κ.ά. Η αξία τους έγκειται φυσικά όχι στην περιγραφή της δυστυχίας αλλά στον πλούτο των λογοτεχνικών στρώσεών τους. Γιατί μέσα στη δυστυχία υπάρχει και χιούμορ και αγάπη και αντοχή, ρέουν δηλαδή χυμοί περίεργοι, ίσως ανεξήγητοι, που αναγεννούν μέσα από συντρίμμια και χωρίς φτηνές συγκινήσεις την ανθεκτικότητα και μια κάποια ελπίδα. Οι ήρωες και οι ηρωίδες, αλλά και οι τόποι και οι άνθρωποι θα επιζήσουν με κάποιον τρόπο, το βλέπουμε ξανά και ξανά, αν μη τι άλλο για να μας λένε πάντα ωραίες ιστορίες – αυτές τις ανθρώπινες ιστορίες που ποτέ δεν θα χορτάσουμε να διαβάζουμε όταν δεν είναι ψεύτικες ή ηθικοπλαστικές.

Και ξέρετε τι με ευχαριστεί πιο πολύ; Ότι βραβεύονται ακόμα τέτοια βιβλία. Βιβλία δηλαδή που συνεχίζουν την παράδοση μιας μαγευτικής αφήγησης η οποία δεν προσπαθεί να πρωτοτυπήσει ούτε σ’ αυτό που λέει ούτε στο πώς το λέει.

Γιατί η περιπέτεια της ανθρωπότητας δεν είναι θέμα πρωτοτυπίας, ούτε μόδας. Αλλά είναι ακόμα, ευτυχώς, λογοτεχνία.

 

[1] Απόδοση δική μου, το βιβλίο το διάβασα στα αγγλικά. Σε κάθε περίπτωση θεωρώ τη μετάφρασή του άθλο, δεδομένου ότι οι διάλογοι είναι όλοι στον σκωτσέζικο ιδιωματισμό.

[2] Frank McCourt, Angelas Ashes, μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Λιβάνη (1998). Roddy Doyle, Paddy Clarke ha ha ha, μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, εκδ. Νεφέλη (1995).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.