O Jean-Michel Rey είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Paris VIII, όπου έχει διδάξει φιλοσοφία και αισθητική, και το έργο του περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τους τίτλους La Part de l’Autre (1988), Les Temps du crédit (2002) και Les Promesses de l’oeuvre (2003). Με την Αυτοκτονία της Γερμανίας (άλλη μια περίπτωση που αναδεικνύει τη μεταφραστική δεινότητα του Ανδρέα Παππά), ο Ρε επιστρέφει στα χρόνια του ναζισμού, για να καταπιαστεί με τη νουβέλα Ο Νόμος, την οποία δημοσίευσε εν έτει 1943 ο Τόμας Μαν, όντας αυτοεξόριστος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Μαν γράφει σε αυτό το παραγνωρισμένο και ελάχιστα σχολιασμένο έως και τις μέρες μας κείμενο για τον Μωυσή, συγκεντρώνοντας την προσοχή του στη μορφή και την προσωπικότητά του και προβάλλοντάς τον ως προφήτη, κριτή, αλλά και βιβλικό σύμβολο. Η νουβέλα προοριζόταν για έναν συλλογικό τόμο, που υπό τον τίτλο Οι Δέκα Εντολές, και με τη συμμετοχή δέκα συγγραφέων από τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Γαλλία, είχε σκοπό να υποδείξει και να αναδείξει τη συμβολή του ιουδαϊσμού στην ανάπτυξη του γερμανικού πολιτισμού. Θέμα-φωτιά, βέβαια, για τη χιτλερική Γερμανία, που βρισκόταν ήδη τότε προ των πυλών του Ολοκαυτώματος.
Η ΜΟΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Ο Ρε αναλύει συστηματικά και μεθοδικά το γραπτό του Μαν για τον Μωυσή, σπεύδει, ωστόσο, με αυτήν ακριβώς την αφορμή, να ανατρέξει και κάπου αλλού: στις θεμελιώδεις πηγές της γερμανικής γλώσσας και της γερμανόφωνης λογοτεχνίας (από τον Χάινε και τον Νίτσε μέχρι τον Φρόυντ, τον Κάφκα και τη Νέλλυ Ζαχς), επιφυλάσσοντας μιαν εύλογα ξεχωριστή αναφορά για το φροϋδικό κείμενο «Ο άνδρας Μωυσής και η μονοθεϊστική θρησκεία». Ο μελετητής θα φέρει σε σταθερή αντίκρουση αυτή τη γλωσσική και πολιτισμική Κιβωτό με το ανατριχιαστικά κραυγαλέο λεξιλόγιο των ναζί για τον ηγέτη και το λαό του – κι εδώ θα αγγίξει και το πυρηνικό ζήτημα, τόσο του Τόμας Μαν στον Νόμο, όσο και του δικού του βιβλίου, που δεν είναι άλλο από την παραμόρφωση, την παραποίηση και τη διαστρέβλωση, ακόμα και τη μόλυνση. της γερμανικής γλώσσας μέσω της προπαγανδιστικής χρήσης της από το χιτλερικό καθεστώς.
Το Τρίτο Ράιχ επιδίωκε να δημιουργήσει μια ριζικά καινούργια γλώσσα, «να εγκαθιδρύσει έναν νέο τύπο προφορικού λόγου», και ο Τόμας Μαν ήξερε πολύ καλά από τη μεριά του πως σε συνθήκες πολέμου η συνηθισμένη γλώσσα και οι κοινόχρηστες λέξεις μπορεί να αποτελέσουν τη δεξαμενή από την οποία θα αντλήσει ένα καθεστώς όπως το χιτλερικό το υλικό που θα βοηθήσει να λειτουργήσει ένας προπαγανδιστικός οργανισμός, να στηθεί μια μηχανή εξαπάτησης συνειδήσεων, να χτιστεί ένας λόγος βασισμένος στην παραδρομή και το καταφανές ψέμα. Αυτό είναι το πλαίσιο εντός του οποίου αποφασίζει ο Τόμας Μαν να γράψει τον Νόμο: ένα κείμενο, μια νουβέλα με αξιώσεις δοκιμίου, που φιλοδοξούσε να σταθεί απέναντι στην προπαγανδιστική βοή του ναζισμού, υπονομεύοντας τους στόχους του στο πιο κρίσιμο πεδίο, που είναι το γλωσσικό. Ο ναζί εφάρμοζαν μια στρατηγική υποβάθμισης και εξαφάνισης, που έφτανε μέχρι τον τελειωτικό αφανισμό, του συνόλου της γερμανικής πολιτισμικής κληρονομιάς. Και η απάντηση του Τόμας Μαν ήταν να καταφύγει στα έργα τα οποία αποκτούν, κάτω από εξαιρετικές ιστορικές περιστάσεις, μια προφητική έκταση και ένταση: έκταση και ένταση ικανές να βάλουν τέλος στην προέλαση της προπαγάνδας, να την υποχρεώσουν να φρενάρει την ξέφρενη κούρσα της, να αφαιρέσουν την ψευδεπίγραφη ρητορική της, να αποσυντονίσουν την καταστροφική της προφορικότητα, να αντιτείνουν στον προγραμματικό απορφανισμό του γερμανικού πολιτισμού έναν τρόπο ο οποίος θα του επέτρεπε να σταθεί στα πόδια του.
ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΕΘΝΟΣ
Η έμφαση που αποδίδει ο Τόμας Μαν στον Μωυσή δεν πρέπει να μας εγκλωβίσει στη λογοτεχνική αποτίμηση του κειμένου του ούτε να μας περιορίσει στην έγνοια του ίδιου κειμένου για την τύχη της γερμανικής γλώσσας και λογοτεχνίας επί των ημερών του ναζισμού. Η θέση αυτή δεν αντιπροσωπεύει κάτι το οποίο απλώς υπαινίσσεται ο Ρε ή που το θέτει ακροθιγώς. Προκύπτει από τη συνολική προβληματική και συλλογιστική της μελέτης του.
Αν η γερμανική κουλτούρα έφτασε μεταξύ του 1933 και του 1945 να κινδυνέψει με αφανισμό, προκαλώντας το στρατήγημα που εφαρμόζει ο Τόμας Μαν στον Νόμο για την αποφυγή του, τότε μαζί με την κουλτούρα κινδύνεψαν και οι δεσμοί της Γερμανίας και του γερμανικού έθνους με την Ιστορία. Οδεύοντας προς αυτή την κατεύθυνση, ο Ρε θα μείνει απόλυτα πιστός στο πνεύμα του Τόμας Μαν, κλείνοντας με το αυτονόητο σήμερα, αλλά αδιανόητο για την εποχή του Νόμου ερώτημά του, πώς είναι δυνατόν ένα έθνος που είχε θεμελιώσει την ύπαρξή του στην κληρονομιά του Μωυσή όχι μόνο να αρνηθεί τους εβραίους και τον εβραϊσμό, αλλά και να προσπαθήσει να τους εξαλείψει από την Ιστορία – εξαλείφοντας έτσι, πριν και πάνω απ’ όλα, τον εαυτό του και τη δική του ιστορική ύπαρξη;