Σύνδεση συνδρομητών

Εντυπώσεις ενός αναγνώστη-παίκτη φλίπερ

Τρίτη, 05 Οκτωβρίου 2021 23:58
Ο Μένης Κουμανταρέας.
Φωτογραφία Αρχείου
Ο Μένης Κουμανταρέας.

Μένης Κουμανταρέας, Τα μηχανάκια, Πατάκη, Αθήνα 2019 297 σελ.

Το 2022 συμπληρώνονται 60 χρόνια από την πρώτη έκδοση του διηγήματος του Μένη Κουμανταρέα (εκδόσεις Φέξη), Τα μηχανάκια, που επανέρχεται στην ιστορική πλέον δεύτερη έκδοση του Κέδρου (της Νανάς Καλιανέση), με τον Χρόνη Μπότσογλου να εικονογραφεί πρωτοποριακά το εξώφυλλο της pocket edition, φέροντας τον διπλό τίτλο Τα Μηχανάκια (β΄έκδοση) και Η Δόξα του Σκαπανέα (δραχ. 40) με χρονολογία έκδοσης «το Δεκέμβρη 1970», όπως αναγράφεται στον κολοφώνα του βιβλίου. To βιβλίο εκδόθηκε στη σειρά «Μικρή βιβλιοθήκη Ελλήνων και ξένων συγγραφέων», κάνοντας έκτοτε πολλαπλές εκδόσεις· κάποια από αυτές επανέφερε την πρωτότυπη εικαστική πρόταση του Νίκου Κούνδουρου, για την πρώτη έκδοση. Από το 2016 το σύνολο του έργου του συγγραφέα στεγάζεται πλέον στις εκδόσεις Πατάκη.

«Η πρώτη μπίλλια έπεσε»*

Ας ξεκινήσουμε, σε αντίστροφη πορεία ανάγνωσης, από τις κριτικές που συνόδεψαν τα Μηχανάκια (μαζί με τα άλλα διηγήματα), όπως παρουσιάζονται στο Επίμετρο της νέας (επαν)έκδοσης. Ήδη, με το πρώτο του βιβλίο, ο Μένης Κουμανταρέας κερδίζει το στοίχημα με τους κριτικούς. Ο Πέτρος Χάρης διακρίνει «μια συγκρατημένη αναταραχή, μια αγωνία που δεν φτάνει στην κραυγή», ο Αλέξανδρος Κοτζιάς εντοπίζει «πόλους της σταχτιάς ζωής […], όπου τα μηχανικά παιγνίδια με τα πολύχρωμα φωτάκια και τις μπαλλίτσες έχουν πάρει […] τις διαστάσεις της απρόσιτης ερωτικής περιπτύξεως», ο Σπύρος Πλασκοβίτης ξεχωρίζει ως «το αρτιότερο διήγημα του βιβλίου» τα ‘‘Μηχανάκια’’, καθώς «εικονίζουν πολύ πειστικά τους τόπους και την ατμόσφαιρα της αργόσχολης νεολαίας του εκσυγχρονισμένου λαϊκού καφενείου, όπου την παλιά πρέφα έχουν σήμερα αντικαταστήσει οι αμερικανίζουσες μηχανικές εφευρέσεις του τυχερού». Στη συνέχεια, ο Απόστολος Σαχίνης διαπιστεύει στους ήρωες του Κουμανταρέα «εκλεκτικές συγγένειες» με τον Καμύ και τον Σάλιντζερ (υπάρχει μεγαλύτερο εγκώμιο για έναν νέο συγγραφέα;), ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ξεχωρίζει σε αυτά «έναν νέο με ταλέντο», η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, με το λακωνικό, αλλά και πιο εύστοχο σχόλιο απ’ όλα, δέκα χρόνια μετά ξαναβρίσκει τα «Μηχανάκια» «ίδια κι απαράλλαχτα παντού […], σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου», και ο Αλέξης Ζήρας θεωρεί αναπότρεπτη τη συντριβή των ηρώων του Κουμανταρέα «ανάμεσα σε βόμβους αυτοκινήτων, φλίππερ, τηλεφώνων».[1]

 

«Αμόλησε τη δεύτερη μπίλλια»

Ο συγγραφέας, όπως ο Αναστάσης κερδίζει αλλεπάλληλες παρτίδες στο φλίπερ και τον θαυμασμό των θαμώνων, σε ανύποπτο χρόνο βγαίνει νικητής από τον στίβο της κριτικής, με ένα θέμα  πρωτόγνωρο ακόμα και για τα διεθνή λογοτεχνικά στάνταρ, όταν στην Ελλάδα (στην Αθήνα, πρωτίστως) έχει ξεσπάσει ανηλεής μάχη μεταξύ της Ελένης Βλάχου (Η Καθημερινή, Εικόνες), του Νίκου Μαστοράκη (Μοντέρνοι Ρυθμοί) και της Αυγής, για την απαγόρευση των φλίπερ, που θα επιτελεστεί το 1965. Στα Μηχανάκια, κατά μία έννοια, πρωταγωνιστές είναι οι μηχανές: των αυτοκινήτων (Volvo, Citroën, Renault Dauphine, DKW), των φλίπερ («φλιμπεράκια», σε παραφθορά του συγγραφέα), των τηλεφωνικών συσκευών, στα γραφεία ή στον τηλεφωνικό θάλαμο, οι γραφομηχανές («Τα πλήκτρα της μηχανής δούλευαν σε ρυθμό πολυβόλου»), η αθροιστική μηχανή του πατέρα, η κινηματογραφική μηχανή προβολής: ο Αναστάσης ζει, με την αμφισημία της λέξης (διάγω και βιώνω), μέσα σ’ έναν κόσμο απόκοσμο, της τεχνικής και της τεχνολογίας, σε μία οιονεί τρανς κατάσταση αποξένωσης, κάπου ανάμεσα στον Σαρλό των Μοντέρνων Καιρών, όντας όμως εκτός παραγωγής, και στον κατοπινό ήρωα του Πέτερ Χάντκε, Γιόζεφ Μπάχμανν, στην Αγωνία του τερματοφύλακα μπροστά στο πέναλτυ. Εδώ, τα φλίπερ, ως «μηχανές ονείρων» (dream machines), για πρώτη φορά θα υποστασιοποιηθούν ως διαφυγή, σωσίβιο, υποκατάστατο (ακόμα και ερωτικό) και εφαλτήριο πρόσκαιρου «θριάμβου», που θα επιφέρει την ελλείπουσα, έστω πρόσκαιρη, αναγνώριση από τους «άλλους». Όμως, στον πυρήνα του διηγήματος κρύβεται η μητρική φιγούρα[2] («ζούσε σ’ ένα δάχτυλο σκιά») κι η πατρική ψυχρότητα, ήγουν ακόμα μία «αποξένωση» στα όρια του χάσματος των γενεών.

 

«Έστειλε την τρίτη μπίλλια»

Ο Αναστάσης δεν είναι «οργισμένος» (όπως ο Βαλκάνιος του Νίκου Νικολαΐδη), ούτε ένας «απείθαρχος», με την έννοια του ανυπότακτου, του νέου που εναντιώνεται, ενστικτωδώς έστω, στις δοσμένες κοινωνικές συμβάσεις και στο πατριαρχικό περιβάλλον. Είναι κάτι πολύ παραπέρα, ένας «αταίριαστος» (misfit), χωρίς όμως να ανήκει στο κοινωνικό περιθώριο. Οι κινήσεις του, εκτός εκείνων που χαρακτηρίζουν το παίξιμό του μπροστά στο «μηχανάκι», είναι κινήσεις και αντιδράσεις ενός άβουλου νέου, που καταφεύγει στα τετριμμένα αναγνώσματα («εφημερίδες, περιοδικά και μυθιστορήματα της δεκάρας»), ενός ανένταχτου, που αμφιβάλλει από ένστικτο μπροστά σε κάθε είδους μορφή οργάνωσης και συλλογικής δράσης («Μα δεν έβλεπε τι σχέση θα μπορούσε να έχει […] με τον Όμιλο Χριστιανικής Αλληλεγγύης»), απορρίπτοντας την «κατήχηση» (που θα μπορούσε να ήταν και εξ αριστερών), είτε από τον εν δυνάμει «καθοδηγητή» (Ζαφείρης) είτε από τα σχετικά φυλλάδια, έχει μια έμφυτη δειλία (ή μήπως φοβία;) απέναντι στα κορίτσια, ακόμα κι όταν «πλησιάζει το στόμα του στο στόμα του κοριτσιού», είναι ένας αμφίθυμος και αμφιλεγόμενος ήρωας (αντιήρωας, πιο σωστά), που αναζητεί με αδέξιο τρόπο τη θέση του στον κόσμο, όντας θύμα των αναστολών και της ανασφάλειάς του.  Στα Μηχανάκια ο ήρωας θα βρει μια πρόσκαιρη επιβεβαίωση και ο εκκολαπτόμενος συγγραφέας την προσδοκώμενη αναγνώριση.   

 

«Η τέταρτη μπίλλια προχώρησε»

Τα Μηχανάκια του Μένη Κουμανταρέα είναι το πρώτο κείμενο νεοελληνικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας, πιθανόν και διεθνώς, που θεματοποιεί τα φλίπερ, ως ατομική διέξοδο στις νεανικές ανησυχίες, αλλά και καταλύτη επερχόμενων αλλαγών, ακόμα κι όταν ο ίδιος ο συγγραφέας δεν μπορεί ακόμα να συνειδητοποιήσει τη δυναμική και τη σαγήνη που θα ασκήσουν με τη φαντασμαγορία τους αρχικά σε έναν παραδοσιακό κοινωνικό χώρο, όπως το καφενείο, ως «οχυρό» μιας συντηρητικής και πατριαρχικής κοινωνίας, μέχρι και τη flippermania που θα προκαλέσουν στη συνέχεια, μαζί με τις κοινωνικές αναταράξεις. Η «περιγραφή ενός αγώνα», του Ανθρώπου απέναντι στη Μηχανή[3], μπορεί να μην έχει εκείνη την εκρηκτικότητα του Οργισμένου Βαλκάνιου, του σκηνοθέτη Νίκου Νικολαΐδη, την πολυπρισματική, μπλαζέ δεξιοτεχνία του Haruki Murakami στο Pinball ή την εμμονή του Ουμπέρτο Έκο (δεινός φλιπερίστας και «θεωρητικός της τεχνικής των γοφών»), όμως, ο συγγραφέας, ως παίκτης του φλίπερ, καταφέρνει να μεταδώσει με εξαιρετικό τρόπο το προσωπικό βίωμα, πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της εποχής και ανεξίτηλο «παιγνίδι» στην αναγνωστική μνήμη, το οποίο όμως, μόνο κάποιος που έχει την εμπειρία του φλίπερ μπορεί να παρακολουθήσει με την αναγκαία προσήλωση, στο κείμενο και την ξέφρενη παρτίδα. Ο χαρακτηρισμός «αστική ηθογραφία» περιορίζει μάλλον ασφυκτικά την ατμόσφαιρα αυτού του μοντέρνου διηγήματος. Ένας συγγραφικός νεορεαλισμός ελληνικής κοπής είναι διάχυτος στο αφήγημα, με χαμηλούς τόνους και σε αργούς ρυθμούς, καθώς μια διαρκής αίσθηση παραίτησης διαπερνά το διήγημα.

 

«Προτού ξαμολύσει την πέμπτη και τελευταία μπίλλια»

Η δεκαετία του 1960, για την Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο, είναι η πλέον κομβική και εκρηκτική (με κορύφωση το 1968, αλλά με εντελώς διαφορετικές αφετηρίες) και η Αθήνα μετασχηματίζεται, έστω με όρους νεοελληνικής υπανάπτυξης και (πρώτου) εκσυγχρονισμού, σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, με τα δικά της swinging sixties. Καφενεία, σφαιριστήρια, αίθουσες ψυχαγωγίας και κινηματογράφων, λέσχες και «κλαμπάκια», μέσω των φλίπερ και των τζουκ-μποξ, θα αποτελέσουν νέους κοινωνικούς και μαζικούς χώρους, στους οποίους η ασφυκτιώσα νεολαία θα αναζητήσει διαδρόμους ελευθερίας και χειραφέτησης, σε πείσμα και φόβο των «γονιών» και των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους (ΙΜΚ), αλλά και σε αντίδραση ακόμα της «προοδευτικής παράταξης», προκαλώντας έναν «ηθικό πανικό» (moral panic), που έχει ήδη εξαπλωθεί στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.[4]

Αν και στο διήγημα απουσιάζει παντελώς η Αθήνα, σε αντίθεση με τα επόμενα έργα του συγγραφέα, όπου αναπτύσσεται μεθοδικά ένα στοιχειώδες χρονοτοπικό σύστημα στην αφήγηση, αυτό δεν αποτελεί μειονέκτημα: με κάποιες παραλλαγές η πόλη θα μπορούσε να ήταν το Παρίσι, το Βερολίνο, το Τορίνο, οι Βρυξέλλες, παντού όπου υπήρχαν φλίπερ στα καφενεία και τις αίθουσες ψυχαγωγίας της Ευρώπης.

 

Σπέσιαλ

Ο Μένης Κουμανταρέας (1931-2014) παραμένει ένας «σύγχρονος κλασικός» (Κ. Λανταβός) και ένας απαράμιλλος «μάστορας» του μελαγχολικού νατουραλισμού. Τα Μηχανάκια είναι ένας φόρος τιμής στα φλίπερ, αλλά και μία μικρή ελεγεία της φθοράς και της χαμένης νεότητας. Κυρίως όμως, ο συγγραφέας της Βιοτεχνίας υαλικών ήταν από τους ελάχιστους νεοέλληνες συγγραφείς που ήξερε το ίδιο καλά να γράφει και να παίζει φλίπερ. Την τελευταία φορά που τον είδαμε από κοντά ήταν στην παρουσίαση της Αλληλογραφίας του με τον Βασίλη Βασιλικό, σε μια άδεια αίθουσα, όπου συμμετέχοντες στο πάνελ και παρευρισκόμενοι στην εκδήλωση ήταν ισάριθμοι. Τρεις μέρες μετά μαθεύτηκε το τραγικό τέλος του. Game over!

*Οι μεσότιτλοι στο κείμενο είναι από την περιγραφή της παρτίδας φλίππερ στο διήγημα (σ. 43-45), στην παλιά έκδοση του Κέδρου.

 

[1] Μένης Κουμανταρέας, Τα Μηχανάκια, Πατάκη, Αθήνα 2019, σ. 243 κ. επ. (Κριτικές-Συνεντεύξεις. Επιλογή). Να σημειωθεί, ότι το λιτό, φαινομενικά «αμήχανο» εξώφυλλο αυτής της έκδοσης, είναι σχεδιασμένο με τα στοιχεία γραφομηχανής του συγγραφέα (Olivetti Lettera 22), με ευγενική παραχώρηση της ανιψιάς του Μ. Κουμανταρέα, Αλεξάνδρας Τράντα.

[2] Βλ. Κώστας Αλεξόπουλος (αναδημοσίευση από το περιοδικό Οδός Πανός), «Η επιθυμία της μητέρας στο διήγημα ‘‘Το Λουτρό’’, του Μένη Κουμανταρέα», Μ. Κουμανταρέας, όπ. παρ., σ. 291 κ. επ., που θα μπορούσε κάλλιστα να αναγνωστεί και σε σχέση με τα Μηχανάκια.

[3] Για το φλίππερ και τις πολιτισμικές συνδηλώσεις ευρύτερα βλ. Multiball. Οκτώ κείμενα για το φλίππερ, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2020, με κείμενα των Fr. Kittler, Fr. Heubach, D. Göttel, P. Virno, Κ. Κατσάπη, Χ. Παπαδημητρίου, Λ. Ξανθόπουλου και του επιμελητή της συλλογής, Κ. Θ. Καλφόπουλου.

[4] Για το ζήτημα αυτό, βλ.: Κ. Κατσάπης, Οι Καταραμένοι. Σπαράγματα Κοινωνικής Ιστορίας, Αντίδοτο στη Νοσταλγία του Εξήντα, εκδόσεις οκτώ, Αθήνα 2019, καθώς και του ίδιου, Οι Απείθαρχοι. Κείμενα για την Ιστορία Νεανικής Αναίδειας τη Μεταπολεμική Περίοδο, εκδόσεις οκτώ, Αθήνα 2018, όπως και Το «πρόβλημα νεολαία». Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1964-1974, Απρόβλεπτες Εκδόσεις, Αθήνα 2013 (με έμφαση στη μουσική και τα φλίπερ).

Κώστας Θ. Καλφόπουλος

Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Βιβλία του: Στην εποχή της περιπλάνησης (2000), Tilt! Δοκίμιο για το φλίππερ (2005), Far from the RAF. 30 χρόνια από το «γερμανικό φθινόπωρο»(2007), Καφέ Λούκατς. Budapest Noir (2008), Ένα παράξενο καλοκαίρι (2011), Καρέ-καρέ και άλλα διηγήματα (2013), Φλίππερ (2016). Μόλις κυκλοφόρησαν τα βιβλία του, Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις (με τον Άγη Πετάλα) και Ένα φέρετρο για τη Σόφια (με τον Ανδρέα Αποστολίδη), Multiball (επιμ.).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.