Ο Ζωρζ Ζερφώ είναι κακός σύζυγος, ακόμα χειρότερος πατέρας, μηχανικός σε μια εταιρεία κατασκευής ηλεκτρικών συσκευών. Δεν έχει κλείσει τα σαράντα, στα νιάτα του συμμετείχε σε αριστερές επαναστατικές οργανώσεις και, τώρα, τον βλέπουμε να τρέχει με το αμάξι του –μια Πορτ ντ’ Ιβρύ– στον εξωτερικό περιφερειακό του Παρισιού. Είναι δύο και μισή το πρωί, μπορεί να ’ναι και τρεις και τέταρτο και ο Ζερφώ έχει πιει τέσσερα μπέρμπον 4 Roses ανακατεύοντάς τα με δύο χάπια ισχυρού βαρβιτουρικού. Αυτός ο συνδυασμός δεν τον νύσταξε, αντίθετα του προκάλεσε «μια τεταμένη ευφορία που κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε οργή ή σε ένα είδος μελαγχολίας, σχεδόν τσεχοφικής»:
Στο μυαλό του Ζωρζ Ζερφώ υπάρχει σκοτάδι και σύγχυση· ασαφώς μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες αριστερές ιδέες.
Η μυθολογία του νουάρ
145 χιλιόμετρα την ώρα σε έναν περιφερειακό μέσα σε μια γκρι Μερσεντές, μπέρμπον, βαρβιτουρικά, μελαγχολία και τζαζ μουσική σε στυλ Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ, δηλαδή Τζέρυ Μάλιγκαν και Τσίκο Χάμιλτον, κυρίως. Έτσι ξεκινά το αριστουργηματικό αστυνομικό μυθιστόρημα Το μελαγχολικό κομμάτι της Δυτικής Ακτής του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, αυτού του «μάστορα» του neo-polar (όπως αποκαλείται το νέο γαλλικό αστυνομικό μυθιστόρημα) που εισήγαγε το στοιχείο της πολιτικής και τους εξωκοινοβουλευτικούς προβληματισμούς του Μάη του 1968 στο είδος.
Ο Ζωρζ Ζερφώ, όμως, θα βγει κάπως βίαια από την ανιαρή και –σχεδόν– ανούσια ζωή του, όταν θα πάει στο νοσοκομείο έναν άνθρωπο, που ο Ζερφώ πιστεύει πως είναι θύμα αυτοκινητιστικού ατυχήματος. Τελικά ο άνθρωπος αυτός καταλήγει στο νοσοκομείο, που τον άφησε ο Ζερφώ χωρίς να ασχοληθεί περαιτέρω, από τις σφαίρες που δέχτηκε στα πλευρά. Ο ηθικός αυτουργός του φόνου του, ο Αλόνσο Εδουάρδο Ρανταμές Φιλίπ Έμερυχ Υ Έμερυχ, ένας αξιωματικός του Δομινικανού Στρατού, πολύ πλούσιος, με μίζερη ζωή, μαθαίνει από τα τσιράκια του, τον Μπαστιάν και τον Κάρλο, για τον Ζερφώ και, φοβούμενος μήπως το θύμα τού είπε κάτι στο δρόμο προς το νοσοκομείο, βάζει τα τσιράκια να τον σκοτώσουν. Ο Μπαστιάν και ο Κάρλο, τα τσιράκια του Αλόνσο, δύο τύποι με περιορισμένο λεξιλόγιο, βαρύ οπλισμό και μια αταίριαστη και καθόλου διακριτική Λάντσια Μπέτα Μπερλίν 1800, πιθανώς εραστές, αποπειρώνται δύο φορές να σκοτώσουν τον Ζερφώ. Τη μία κατά τη διάρκεια των διακοπών του, την άλλη στο Παρίσι, όπου επέστρεψε εσπευσμένα μετά την πρώτη απόπειρα εναντίον του χωρίς να ειδοποιήσει τη σύζυγό του.
Το μελαγχολικό κομμάτι της Δυτικής Ακτής, δημοσιεύτηκε στη Γαλλία πριν από περίπου πενήντα χρόνια. Ατμοσφαιρικό, γεμάτο αναφορές στην τζαζ μουσική της Δυτικής Ακτής των Ηνωμένων Πολιτειών, με πλούσιες περιγραφές και σκηνικές αποτυπώσεις που μένουν αξέχαστες, δεν θεωρείται τυχαία ένα από τα καλύτερα και πιο χαρακτηριστικά μυθιστορήματα του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί έναν παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος παρέχοντας πολλή πληροφορία στον αναγνώστη άλλοτε υποστηρίζει και άλλοτε υπονομεύει τη δράση. Το αποτέλεσμα είναι ιδιοφυές, καθώς συνεπαίρνει τον αναγνώστη με τη γλαφυρότητα των αφηγήσεων, χωρίς όμως, ποτέ, να τον κουράζει με την ποσότητα της πληροφορίας. Ο Μανσέτ μεταφέρει όλες τις επιρροές και την αγάπη του για πράγματα της καθημερινότητας στην αφήγησή του. Ποτά, τσιγάρο, τζαζ της Δυτικής Ακτής, αυτοκίνητα, κινηματογράφος και κόμικς είναι κάποια από τα πράγματα που αγαπά και ψήγματα των προσωπικών του επιλογών και προτιμήσεων γι’ αυτά μεταφέρει στη γραφή του.
Τα βιβλία του Μανσέτ διακρίνονται για το πολύ ψυχρό ύφος τους με την ακραία βία να αναμειγνύεται με καυστικά κοινωνικά και πολιτικά σχόλια. Το ενδιαφέρον του για την πολιτική, και κυρίως για ό,τι θεωρούσε παγίδες και διαβρωτικά στοιχεία του καπιταλισμού, έρχεται μέσα από δυνατές και ξεκάθαρες αναφορές. Γράφει, π.χ., ότι ο Αλόνσο Έμερυχ Υ Έμερυχ είχε επάγγελμά του τον πόλεμο. Τι πόλεμος όμως είναι αυτός αφού ο Δομινικανός Στρατός, στον οποίο και ο Αλόνσο υπηρέτησε, ήταν κάπως απίθανο να εμπλακεί σε εμπόλεμη κατάσταση μιας και ο Άγιος Δομίνικος διαχωριζόταν απ’ όλες τις χώρες –πλην της Αϊτής– από απέραντη θάλασσα; Λάθος, κάθε στρατιώτης συμετέχει στον λεγόμενο «κοινωνικό πόλεμο» φροντίζοντας να εξουδετερώνει τους εκάστοτε ταξικούς εχθρούς. Σε άλλα σημεία, μας δίνει στοιχεία για το αριστερό παρελθόν του ήρωά του, του Ζωρζ Ζερφώ, ενώ στην καλύβα του δεκανέα Ραγκύς βλέπουμε ένα πορτρέτο του Στάλιν.
Το «μάθημα» του Μανσέτ ή, καλύτερα, το αφηγηματικό κίνητρό του, είναι πως το κυνήγι του χρήματος και της εξουσίας φθείρουν και, σε συνδυασμό με συγκεκριμένες ιδέες ή την αμοραλιστική πρόσληψη του κόσμου, οδηγούν τάχιστα στη βία. Ο Ζωρζ Ζερφώ, ο ήρωας του συγγραφέα, μαθαίνει ότι η βία μπορεί να τον περιμένει στα λιγότερο πιθανά μέρη: στη θάλασσα όσο κολυμπά, σ’ ένα πρατήριο καυσίμων και πάει λέγοντας.
Η ίδια ιστορία με εικόνες
Το 2005, η αστυνομική πλοκή του Μανσέτ ενέπνευσε τον γάλλο αφηγητή κόμικς Ζακ Ταρντί, ο οποίος αποφάσισε να ξαναπεί την ιστορία με τα δικά του μέσα, με εικόνες και πρόζα. Είχε προηγηθεί το πρωτότυπο κόμικς Griffu (στα ελληνικά, στο περιοδικό Βαβέλ, τχ. 32-36), που δεν είχε βασιστεί σε προϋπάρχον έργο του Μανσέτ. Μετά τον θάνατό του όμως, ο Ταρντί μετέφερε σε κόμικς τρία μυθιστορήματα του γάλλου αστυνομικού συγγραφέα. Το μελαγχολικό κομμάτι της Δυτικής Ακτής (2005), την Πρηνή θέση του σκοπευτή (2010) και το μυθιστόρημα Ô dingos, ô châteaux (στα αγγλικά αποδόθηκε από την Fantagraphics ως Run Like Crazy, Run Like Hell, 2011).
Το απολαυστικό με τις μεταφορές σε κόμικς του Ταρντί είναι πως, σεναριακά, ο γάλλος αφηγητής εικονγραφημένων ιστοριών ακολουθεί πολύ πιστά το βιβλίο του Μανσέτ. Παραλείπει πολύ λίγα επεισόδια, που δεν είναι καίρια για τη ροή της αφήγησης, ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί σχεδόν αυτούσιο το κείμενο του πρωτότυπου, πράγμα που τον βοηθά να δώσει στον αναγνώστη περισσότερα στοιχεία για την ψυχοσύνθεση των ηρώων: από την εξοντωτική πληροφορία για την μουσική και τα ποτά που καταναλώνουν, μέχρι το τι βρίσκεται στο κεφάλι τους. Ο Ταρντί επιλέγει τα πιο σωστά κομμάτια για να μας δείξει την ψυχοσύνθεση του Ζερφώ, ενός βολεμένου μικροαστού που, μπλέκοντας σε μια αδιανόητη για τα μέτρα του περιπέτεια, θα γοητευτεί από το περιθώριο και την αναστάτωση αυτή, δεν θα ειδοποιήσει την αστυνομία, αλλά απεναντίας θα αρπάξει την ευκαιρία και θα λερώσει τα χέρια του με αίμα, θα γίνει αγρίμι και κατόπιν θα γυρίσει στην πρότερη νοθρή και βολεμένη κατάσταση.
Εξίσου εντυπωσιακό είναι το πώς οι ασπρόμαυρες και παγωμένες παρακείμενες εικόνες, σε εσκεμμένη διαδοχή που υπάρχουν στα καρέ, διασώζουν με τρόπο μοναδικό την κίνηση και την ένταση του μυθιστορήματος και της αφήγησης του πρωτότυπου. Ζοφερές μα συνάμα αστείες (όπως πρέπει) μοιάζουν να ξεπηδούν από κάποιο ιδιότυπο αμερικανικό φιλμ νουάρ της δεκαετίας του 1950, όπως Ο άρχων του κακού (1958) του Όρσον Γουέλς, όπου το είδος παύει να επικεντρώνεται στο μυστήριο, όσο στην ακραία ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων. Χωρίς αυτό να σημαίνει, όμως, πως ενσωματώνει και τα κλισέ ενός αμερικανικού αστυνομικού έργου.
Δεν βλέπουμε δηλαδή πυροβολισμούς ατμοσφαιρικά σκηνοθετημένους κάτω από τα μουντά φώτα ενός δρόμου. Όχι. Τίποτα δεν είναι όμορφο και ρομαντικό στην τέχνη του Ταρντί. Ο κομίστας συνδυάζει λεπτομερείς απεικονίσεις των περιβαλλόντων χώρων με τις καρτουνίστικες φιγούρες των ηρώων. Καρτουνίστικες μέχρι να εκραγούν βίαια μπροστά στα μάτια μας. Ο Ταρντί είναι ικανότατος στη φθαρμένη και “γρατζουνισμένη” απεικόνιση ανθρώπων που πίνουν, καπνίζουν, κάνουν έρωτα, οδηγούν μεθυσμένοι κ.ο.κ. Και το βιβλίο του Μανσέτ είναι γεμάτο από τέτοιες σκηνές. Πολύ ώριμος σχεδιαστικά, όταν έφτιαξε το συγκεκριμένο κόμικς, καθηλώνει στην απόδοση του σκοτεινού κλίματος του δάσους αλλά και στην ελαστικότητα των κινήσεων στις σκηνές δράσης.
Η μετάφραση του Θοδωρή Τσαπακίδη τόσο στο μυθιστόρημα, όσο και στο κόμικς είναι καλή και πιστή στο πρωτότυπο, ωστόσο το βιβλίο έχει ελλείψεις. Είναι αναγκαίες οι υποσημειώσεις για πράγματα που το ελληνικό κοινό δεν είναι αναγκασμένο να γνωρίζει, όπως η αναφορά στο σταθμό του Μετρό στη Σαρόν. Ο συγγραφέας αναφέρεται στη Σφαγή του Παρισιού (1961) στον συγκεκριμένο σταθμό, όπου σκοτώθηκαν από σφαίρες αστυνομικών του καθεστώτος Βισύ δεκάδες αλγερινοί διαδηλωτές.
Ο Ταρντί μεταφέρει άψογα το χιούμορ του Μανσέτ παρουσιάζοντας συγχρόνως το πλήρως απο-ρομαντικοποιημένο βλέμμα του πάνω στο έγκλημα. Δεν υπάρχουν κομψά διαμερίσματα ή ντιζαϊνάτοι εσωτερικοί χώροι, οι εγκληματίες φαντάζουν ανόητοι, όπως και οι πρωταγωνιστές. Τίποτα δεν είναι όμορφο και ωραίο. Τίποτα δεν είναι «τακτοποιημένο». Η ζωή είναι βαρετή. Είναι ίσως η πιο ωραία και πετυχημένη διασκευή μυθιστορήματος σε κόμικς που μπορείτε να διαβάσετε.