Είναι δύσκολο να κάνει κανείς κριτική ενός βιβλίου που αποτελεί νεωτερικό παγκόσμιο μύθο. Πριν το διαβάσω, πίστευα, όπως και πολλοί άλλοι[ii], ότι το όνομα Φρανκενστάιν ανήκει στο πλάσμα που κάποιος ανώνυμος επιστήμονας δημιούργησε, καθώς επίσης ότι αυτή η σκοτεινή κατασκευή εκπροσωπεί το κακό ή τον τρόμο. Παρέα με τον Δράκουλα του Μπραμ Στόουκερ και το Δόκτωρ Τζέκυλ και Μίστερ Χάιντ του Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον.
Φταίνε οι παραφθορές της αρχικής μυθιστορίας από το Χόλιγουντ και τη βιομηχανία του θεάματος για τη δημιουργία του μύθου; Θα ’λεγα μόνο μερικώς. Ο πιο ισχυρός λόγος γι’ αυτή την παρανόηση και την ακόλουθη δημιουργία του μύθου φαίνεται να βρίσκεται στο περιεχόμενο του βιβλίου, συγκεκριμένα στην ίδια την κατασκευή πλάσματος/τέρατος από τον άνθρωπο. Γεγονός τόσο ισχυρό, μεγαλειώδες, ογκώδες και ανήκουστο που κάλυψε όλες τις άλλες διαστάσεις.
Κατά τη Μαίρη Σέλλεϋ –όπως δηλώνει με τον υπότιτλο, Σύγχρονος Προμηθέας–, η κατασκευή του, που διεκδικεί ρόλο από τον Θεό ή από τη φυσική τάξη, είναι Ύβρις. Παρόμοια με την Ύβρι του αρχέγονου μύθου της κλοπής της φωτιάς απ’ τους θεούς για να δοθεί στους ανθρώπους. Η Ύβρις όμως τιμωρείται είτε από τους θεούς είτε από τους φυσικούς νόμους.
Ο νέος μύθος
Το πλάσμα του Φρανκενστάιν, λοιπόν, είναι άσχημο, αλλόκοτο, τερατώδες, αποκρουστικό. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να παρουσιάσει τον εαυτό του, τις σκέψεις του, τα συναισθήματά του, τις επιθυμίες του στους ανθρώπους. Δεν μπορεί να έλθει σ’ επαφή, να γίνει δεκτό και τελικά να ενσωματωθεί στην ανθρώπινη κοινωνία, παραμένει για πάντα ξένο. Η ιδιαίτερη ασχήμια δεν είναι απλά αισθητική, είναι ίδιο της ενδο-εξωανθρώπινης κατασκευής, και είναι αυτή ακριβώς που δημιουργεί τον ανυπέρβλητο διαχωριστικό τοίχο. Επισημαίνεται απ’ το ίδιο το πλάσμα, όταν λέει στον Φρανκεστάιν: Καταραμένε δημιουργέ! Γιατί έπλασες ένα τέρας τόσο αποκρουστικό ώστε ακόμα κι εσύ απέστρεψες το βλέμμα σου από μένα, γεμάτος αηδία. Ο ελεήμων Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ωραίο και θελκτικό, κατ’ εικόνα του· όμως η δική μου μορφή είναι σιχαμερό αντίγραφο της δικής σου, και μάλιστα ακόμα πιο φρικιαστικό εξαιτίας αυτής της ομοιότητας.
Τον ίδιο αυτό τοίχο σήκωσε και η λαϊκή φαντασία, καθώς το πλάσμα/τέρας δεν μπορεί να κατανοηθεί με τον τρόπο που θέλει το βιβλίο. Παραμένει έκφραση του κακού, του πέρα απ’ τα ανθρώπινα τρόμου.
Ήταν αυτή η πρόθεση της Σέλλεϋ; Να μιλήσει για το κακό και να δημιουργήσει το σύμβολό του; Ήδη το υπαινίχθηκα, όχι. Το πλάσμα είναι ο νεωτερικός άνθρωπος. Αυτός που ανέπτυξε κι ακολούθησε την επιστήμη. Με συνέπεια εκείνη να του προσδιορίζει το πλαίσιο της ζωής του, τις πεποιθήσεις του, τις συνειδητές και ασυνείδητες επιδιώξεις του. Ο σύγχρονος άνθρωπος όχι μόνο έχει εκδιωχθεί από τον Παράδεισο αλλά, χάνοντας την αθώα ματιά του, περιδιαβάζει από ’δώ κι από ’κεί, δίχως προοπτική, να ξαναβρεί τον «Απολεσθέντα Παράδεισο», καθώς κάτι τέτοιο δεν υφίσταται πια.
Αλλά ας μην προτρέχουμε. Ο Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας (όπως είναι ο πλήρης τίτλος) γράφεται ως απάντηση στην πρόσκληση ενός παιχνιδιού, της συγγραφής ενός βιβλίου φαντασμάτων από μια παρέα φίλων.[iii] Η Μαίρη Σέλλεϋ ανταποκρίνεται. Το ίδιο βράδυ βλέπει στ’ όνειρό της την κατασκευή του πλάσματος. Τις επόμενες μέρες αρχίζει να γράφει το βιβλίο που αποτελείται από μια σειρά ενδοκειμενικών διαδοχικών διηγήσεων. Ο πρωταρχικός αφηγητής είναι ο Ρόμπερτ Γουόλτον. Η ιστορία του περιλαμβάνεται σε τέσσερα γράμματα που στέλνει στην αδελφή του∙ απ’ αυτά μαθαίνουμε ότι έχει ναυλώσει πλοίο και βρίσκεται ήδη μέσα στον αρκτικό κύκλο, στην προσπάθειά του να κατακτήσει τον Βόρειο Πόλο∙ έχει φτάσει πέρα απ’ εκεί που έχουν πάει οι άνθρωποι και έκπληκτος βλέπει πάνω στους πάγους να περνούν δύο έλκηθρα. Το πρώτο δεν σταματά, αλλά στο δεύτερο βρίσκει κι ανεβάζει στο καράβι τον μισοπεθαμένο επιβάτη του. Είναι ο Βικτόρ Φρανκενστάιν∙ αυτός αφηγείται στον καπετάνιο Γουόλτον την προσωπική του ιστορία, καθώς και τη δημιουργία από αυτόν του τεχνητού ανθρώπου. Ακολούθως παρεμβάλλεται η αφήγηση του πλάσματος σ’ εκείνη του δευτερεύοντος αφηγητή και, τελικά, όπως προαναφέρθηκε, έχουμε τρεις αφηγήσεις τη μία μέσα στην άλλη. Όλες σε πρώτο πρόσωπο.
Κεντρικός ήρωας στις αφηγήσεις, εκτός φυσικά από το πλάσμα, είναι ο ίδιος ο Βικτόρ Φρανκενστάιν, ένας ιδιοφυής φοιτητής που δεν ενδιαφέρεται για τους μερικούς και ενδιάμεσους στόχους της σύγχρονης φυσικής. Έλκεται και μελετά «το Μεγάλο Έργο», την προσπάθεια των αλχημιστών να φτιάξουν τη φιλοσοφική λίθο, το ελιξίριο της ζωής και της αθανασίας. Ενδιαφέρεται για το απόλυτο, απογοητεύεται όταν διαπιστώνει ότι τα συγγράμματα των αλχημιστών δεν απαντούν στις προσδοκίες του. Έτσι, πηγαίνει στη Γερμανία να σπουδάσει τις σύγχρονες επιστήμες.
Θέτει κύριο στόχο των σπουδών ένα αρχέγονο ερώτημα: τι είναι ζωή και τι μη ζωή:
Ένα από τα φαινόμενα που είχαν ελκύσει ιδιαίτερα την προσοχή μου ήταν η δομή του ανθρωπίνου σώματος και, γενικότερα, κάθε έμβιου όντος. Από πού, αναρωτιόμουν συχνά, πηγάζει η αρχή της ζωής; Ήταν ένα τολμηρό ερώτημα, το οποίο ανέκαθεν εθεωρείτο μέγα μυστήριο· κι όμως, πόσο ελάχιστα απείχαμε από τη γνώση τόσων πραγμάτων, και πόσο γρήγορα θα μπορούσαμε να την κατακτήσουμε αν η δειλία και η αδιαφορία δεν ανέστελλαν τις έρευνές μας!
Γρήγορα διεισδύει στα μυστήρια της επιστήμης και ξεπερνά τους άλλους σπουδαστές, ακόμη και τους καθηγητές του, καθώς και τη μερικότητα της εξειδικευμένης επιστήμης. Τελικά συμπυκνώνοντας, συμβολικά, τα επιτεύγματα των σύγχρονων επιστημών καταφέρνει να δώσει ζωή σ’ ένα σώμα που συντίθεται από τμήματα νεκρών.
Η συγγραφέας δεν περιγράφει πώς γίνεται αυτό. Όχι, επειδή δεν θα μπορούσε να εφεύρει έναν πιστευτό τρόπο, αλλά επειδή γι’ αυτήν δεν ενδιαφέρει καθόλου η τεχνολογική πλευρά της υπόθεσης, αλλά το αποτέλεσμά της:
Ήταν μια καταθλιπτική νύχτα του Νοεμβρίου όταν είδα επιτέλους τους πόθους μου να εκπληρώνονται. Με μια νευρικότητα που σχεδόν άγγιζε την αγωνία, είχα συγκεντρώσει γύρω μου τα αναγκαία όργανα, με την ελπίδα ότι ίσως εμφυσούσα μια σπίθα ζωής στο άψυχο πράγμα που κειτόταν στα πόδια μου. Ήταν ήδη μία το πρωί· η βροχή χτυπούσε μονότονα τα τζάμια και το κερί μου κόντευε να λιώσει, όταν, στην ωχρή αναλαμπή της φλόγας που τρεμόσβηνε, είδα το θολό, κίτρινο μάτι του πλάσματος να ανοίγει· ανάσαινε βαριά και μια σπασμωδική κίνηση τράνταζε τα μέλη του.
Με την παράκαμψη της τεχνολογικής περιγραφής καταφέρνει να υπερβεί και να μιλήσει για το θέμα που την ενδιαφέρει, τον ανθρωπολογικό τύπο του μέλλοντος, που δεν αποτελεί κατασκευή κάποιας τεχνικής αλλά πλάθεται σταθερά και ανεπαίσθητα από την επιστήμη, το κυρίαρχο στοιχείο της νεωτερικής εποχής.
Οι αφηγήσεις είναι στοχαστικές, παρότι πολλές φορές εξυμνούνται, με την επικρατούσα τότε ρομαντική διάθεση, η φύση, τα αλπικά τοπία, η Σκωτία, ο Βόρειος Ατλαντικός και ο Πόλος.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του κειμένου, που γίνεται εύκολα αντιληπτό, είναι ότι η δεκαενιάχρονη Σέλλεϋ επηρεάζεται από τις απόψεις του πατέρα της, του φιλόσοφου Oυίλλιαμ Γκόντγουιν, της πρώιμης φεμινίστριας μητέρας της Μαίρη Γουόλστονκραφτ, του άντρα της Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ και του λόρδου Μπάυρον. Επηρέασαν, επίσης, και τα βιβλία που αναφέρονται στο κείμενο ως εκπαιδευτικά εγχειρίδια του πλάσματος: ο Απολεσθείς Παράδεισος του Μίλτον, τα Πάθη του νεαρού Βέρθερου του Γκαίτε και οι Βίοι Παράλληλοι του Πλουτάρχου.
Στο βιβλίο παρακολουθούμε την εκπαίδευση του πλάσματος από τις καθημερινές του εμπειρίες, από τους ανθρώπινους διαλόγους και απ’ τα βιβλία που προαναφέρθηκαν. Οι αναφορές αυτές δείχνουν ότι η Σέλλεϋ είχε έντονα σκεφτεί το πώς αποκτά τη γνώση και τις ιδέες του ο άνθρωπος.
Η δημιουργία και η δημιουργός
Γιατί ο Φρανκενστάιν δεν καταστρέφει το πλάσμα του; Ως δημιουργός του πειράματος θα είχε τη νομιμοποίηση στα μάτια του αναγνώστη να το κάνει. Στο κάτω κάτω, για να ελευθερώσει τον εαυτό του, την οικογένειά του, την ανθρωπότητα από μια τόσο βαριά δυστοπική προοπτική. Το πλάσμα δεν έχει νομική, ηθική και κοινωνική υπόσταση, είναι τέχνημα. Γιατί η Σέλλεϋ δεν δίνει αυτή τη διέξοδο; Φαίνεται να δέχεται ότι η κίνηση της ανθρωπότητας προς την επιστήμη δεν έχει επιστροφή, είναι υποχρεωτικό να βαδίσει σ’ αυτόν τον πολιτισμό, παρά τις δυστυχίες του. Ή μήπως ενυπάρχει η οπτική ότι το κατασκεύασμα είναι καθρέφτης του εαυτού; Κάπως μας διαφωτίζει ο νεαρός Φρανκενστάιν όταν λέει:
Το είχα ποθήσει με μια φλόγα που απέκλειε κάθε μετριοπάθεια· τώρα όμως που είχα τελειώσει, η ομορφιά του ονείρου είχε εξανεμιστεί· ξέπνοη φρίκη και αηδία γέμιζαν την καρδιά μου. Ανήμπορος να αντέξω την όψη του πλάσματος που είχα δημιουργήσει, όρμησα έξω από το εργαστήριο και συνέχισα για ώρα πολλή να πηγαινοέρχομαι στο υπνοδωμάτιό μου, αδυνατώντας να αυτοκυριαρχηθώ και να κοιμηθώ. […] Έβλεπα το πλάσμα που είχα εξαπολύσει ανάμεσα στους ανθρώπους και είχα προικίσει με τη βούληση και τη δύναμη να εκτελεί ολέθριες πράξεις όπως αυτές που είχε μόλις διαπράξει σαν να ήμουν εγώ ο ίδιος που είχε βρικολακιάσει, σαν να είχε απελευθερωθεί το δικό μου πνεύμα από τον τάφο και τώρα έσπευδε να καταστρέψει ό,τι αγαπούσα.
Τελειώνει αυτή την περικοπή της φρίκης με στίχους από την Μπαλάντα του γέρου ναυτικού, του Κόλριτζ:
Σαν κάποιον που σε δρόμο ερημικό / μέσα στη φρίκη και στο δέος βαδίζει / κι αφού πίσω κοιτάξει, συνεχίζει / και το κεφάλι δεν ξαναγυρνά / γιατί το ξέρει, τέρας τρομερό / έρχεται πίσω του, τον κυνηγά.
Το βιβλίο γράφεται λίγο μετά το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων, όταν μια νέα τάξη επιβάλλεται στον κόσμο, στον οποίο οι ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης όχι μόνο παραμένουν ζωντανές αλλά κυριαρχούν. Η νεωτερική εποχή και η βιομηχανική επανάσταση έχει ήδη ορμητικά ξεκινήσει.[iv] Οι θεωρίες του Καρτέσιου και του Ισαάκ Νεύτωνος και οι συνακόλουθες ανακαλύψεις στηνφυσική και τη χημεία δημιουργούν νέες γνώσεις πάνω στις οποίες βασίζονται τεχνολογικές ανακαλύψεις. Η ατμομηχανή αλλάζει τις χερσαίες και θαλάσσιες μεταφορές. Το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον μεταβάλλεται ραγδαία.
Η αισιοδοξία για τη δύναμη της επιστήμης παραμένει, παρά την Ύβρι, στη Μαίρη Σέλλεϋ, γράφει στην εισαγωγή τής αναθεωρημένης έκδοσης του 1831 αμφίσημα, δίχως να δηλώνει αν μιλά για το βιβλίο που επανακυκλοφορεί ή για το πλάσμα: «Και τώρα, για μια ακόμα φορά, καλώ το αποκρουστικό μου τέκνο να βγει στο φως και να ευημερήσει».
Η οξύτατη διεισδυτική ματιά της δεκαεννιάχρονης Μαίρη Σέλλεϋ βλέπει ότι ένας νέος άνθρωπος αναδύεται. Θέλει να ανήκει, να συμμετέχει στο κοινωνικό σύνολο ή σε επιμέρους ταυτοτικές ομάδες, αλλά παραμένει ξένος. Κινείται ανάμεσα στα διττά αισθήματα ένταξης και φθόνου. Ο σύγχρονος άνθρωπος έφυγε μόνος του από τον κήπο, την αθωότητα, τη γαλήνη που προσδίδει η θρησκευτική εσχατολογία του παραδείσου μιας μέλλουσας αναστάσιμης ζωής. Ο σύγχρονος προμηθέας, αγαπάει την κοινωνία των ανθρώπων και τη βοηθάει, αλλά μένει μόνος, αλυσοδεμένος όχι πια στα βράχια του Καυκάσου, αλλά στα βράχια της συνεχούς αλλοτριωτικής και εξαντλητικής εργασίας. Τα σωθικά/συναισθήματά του τρώγονται, όχι από πουλιά αλλά απ’ τον ίδιο τον ορθολογισμό του.
Η Σέλλεϋ προβλέπει ότι ο νέος άνθρωπος θα είναι μόνος, τραγικός, θα κοιτά τους άλλους από μακριά ή μέσα απ’ τα παράθυρα (του σύγχρονου κόσμου!) γεμάτος με αυτολογοκρινόμενες επιθυμίες. Το συμβολικό δημιούργημα ελεεινολογεί τον εαυτό του:
Όπως και ο Αδάμ, έτσι κι εγώ δεν ήμουν συνδεδεμένος με κανέναν δεσμό προς κάποιο άλλο ζωντανό – μόνο που, από κάθε άποψη, η κατάστασή του ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μου. Είχε αναδυθεί από τα χέρια του Θεού ως τέλειο πλάσμα, ευτυχισμένο, προορισμένο να ευημερήσει, ευνοημένο με την ιδιαίτερη μέριμνα του Δημιουργού του· του επιτρεπόταν να συζητάει και να αποκτά τη γνώση από πλάσματα ανώτερα του ίδιου, ενώ εγώ ήμουν άθλιος, αβοήθητος και μόνος. […]
Κοινωνική μηχανική ή δυστοπία;
Η Σέλλεϋ δεν προείδε ένα νέο φαινόμενο που ξεκινούσε στην εποχή της. Ο άνθρωπος, ενθουσιασμένος από τις ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών, πίστεψε ότι μπορούσε ν’ ανακαλύψει τους «σταθερούς» νόμους της ιστορίας και των κοινωνικών μεταβολών, να δημιουργήσει μια κοινωνική μηχανική (με νέους προφήτες, νέα ευαγγέλια και νέους αγίους) και να παρέμβει με νέα τελεολογική οπτική, προς μια νέα αρμονία, την αταξική κοινωνία, τον ανθρωποδημιούργητο παράδεισο.
Τώρα που αυτή η αντίληψη κατέρρευσε και ο νεωτερικός άνθρωπος αναστοχάζεται την πορεία του, ο Φρανκενστάιν αποκτά μία περίεργη επικαιρότητα που υπερβαίνει εκείνη του ρομαντικού ή γοτθικού μυθιστορήματος, γίνεται μοντέρνα δυστοπία.
Η νέα μετάφραση της Κατερίνας Σχινά ζωντανεύει ένα παλιό κείμενο, αναδεικνύει τα πολλαπλά ερωτήματα και επίπεδα του έργου δίχως να χάνει κάτι από την ατμόσφαιρα της εποχής του ρομαντικού γοτθικού μυθιστορήματος. Ή ίδια γράφει γι’ αυτήν: «Πιστεύοντας ότι η πιστότητα μιας μετάφρασης δεν ακυρώνει την ωραιότητά της, προσπάθησα να πετύχω και τα δύο». Και τα κατάφερε πλήρως.
[i] Στη βάση βιβλιονέτ μέτρησα είκοσι μία μεταφράσεις και διασκευές στα ελληνικά από το 1993 έως το 2020,
[ii] «Τον περισσότερο καιρό, θεωρούσα ότι το όνομα, "Frankenstein", αναφερόταν στο βουβό πλάσμα στο κέντρο της ιστορίας. Έκανα λάθος. Τον περισσότερο καιρό, θεωρούσα ότι το πλάσμα ήταν ένα πρωτόγονο σίχαμα που άξιζε την γεμάτη κινδύνους μοίρα του. Έκανα λάθος. Τον περισσότερο καιρό, νόμιζα ότι ο τρελός επιστήμονας ήταν θύμα της ίδιας της επιτυχίας του. Έκανα λάθος». Κριτική του Ismail Elshareef, Frankenstein By Mary Shelley, The Ultimate Tale of Cause and Effect, https://medium.com/curious/book-review-frankenstein-by-mary-shelley-855b2dbb685f (η μετάφραση δική μου).