Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Η', 2 Γενάρη 1961 - 16 Δεκέμβρη 1963, επιμέλεια: Κατερίνα Κρίκου - Davis, Ίκαρος, Αθήνα 2018, 384 σελ.
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Θ'. 1 Φεβρουαρίου 1964 - 11 Μάη 1971, επιμέλεια: Κατερίνα Κρίκου - Davis, Ίκαρος, Αθήνα 2019, 352 σελ.
Μείζον φιλολογικό γεγονός αποτελεί η έκδοση των τόμων Μέρες Η΄ και Μέρες Θ΄ του Γιώργου Σεφέρη, που κυκλοφόρησαν το 2018 και το 2019 αντιστοίχως από τις εκδόσεις Ίκαρος, με φιλολογική επιμέλεια της Κατερίνας Κρίκου-Davis. Οι δύο τόμοι καλύπτουν την τελευταία δεκαετία της ζωής του ποιητή (1961-1971), κλείνοντας τον κύκλο αυτών των ημερολογιακών εγγραφών, που ξεκινούν το 1925[1].
Από τον Θανάση Αγάθο
Από το Λονδίνο στη Στοκχόλμη
Ο τόμος Μέρες Η΄ καλύπτει το χρονικό διάστημα 2 Ιανουαρίου 1961 - 16 Δεκεμβρίου 1963. Στο ξεκίνημα του τόμου, ο Σεφέρης είναι ακόμη πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο, στο τέλος του είναι νομπελίστας ποιητής. Οπωσδήποτε, ένας σημαντικός άξονας των καταγραφών του τόμου είναι η θητεία του Σεφέρη ως πρέσβη της Ελλάδας στο Λονδίνο και η προσπάθειά του να φέρει σε πέρας τη λεπτή αποστολή της εξομάλυνσης των ελληνοβρετανικών σχέσεων: οι επαφές με το Foreign Office για το θέμα της Κύπρου τον Ιανουάριο 1961 (σ. 67), η πυρετώδης προετοιμασία της επίσκεψης του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο 1961, επίσκεψη που χαρακτηρίζεται «χειρονομία καλής θελήσεως» (σ. 78-81), η άφιξη της βασιλικής οικογένειας στο Λονδίνο την περίοδο Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1961 (σ. 94), η επίσκεψη του αρχιεπισκόπου Μακαρίου τον Μάρτιο 1961 (σ. 95-96), το γεύμα προς τιμήν των βασιλέων τον Μάρτιο 1961, με καλεσμένους πνευματικούς ανθρώπους της Βρετανίας όπως ο συγγραφέας Graham Greene, ο καθηγητής της Οξφόρδης Maurice Bowra, ο γλύπτης Henry Moore (όπου ο Σεφέρης εκφράζει, με μάλλον σκωπτικό τρόπο, αμφιβολίες για το εάν η βασίλισσα Φρειδερίκη κατανοεί την αγγλική νοοτροπία: «Αντί να συνομιλήσει στην ίδια στάθμη και να ρωτήσει να μάθει, τους μάζεψε όλους γύρω της και ανέπτυξε τη θεωρία της για τις ευεργετικές συνέπειες της διάσπασης του ατόμου», σ. 103[2]), η επίσκεψη του διαδόχου Κωνσταντίνου στο Λονδίνο τον Μάιο 1961 (σ. 126, 133). Με την ιδιότητα του πρέσβη, επίσης, ο Σεφέρης μεταβαίνει στο Γιόρκ τον Ιούνιο 1961, για να παραστεί στους γάμους του δούκα του Κεντ («Έπειτα από τη δεξίωση τα μούτρα τσαλακωμένα των καλεσμένων, οι νεότεροι μεθυσμένοι – ποταμός σαμπάνια. Dramatis personae: βασιλιάδες, πρίγκιπες, δούκες – το άσπρο ρόδο της Υόρκης, το κόκκινο των Λανκάστρων – διαμαντικά, κορώνες και κει τραγωδίες, συμφέροντα, φονικά –πρβλ. Σαίξπηρ» σ. 138-139)· δέχεται τηλεφώνημα της Μελίνας Μερκούρη, που ζητά τη μεσολάβησή του για να γυριστεί μια σκηνή της ταινίας του Jules Dassin Φαίδρα στο Βρετανικό Μουσείο τον Απρίλιο 1961 (σ. 114)· παρακολουθεί το άνοιγμα του Greek Center στη Regent Street του Λονδίνου τον Ιούλιο 1961 και τις διαμαρτυρίες των αριστερών («Κουκουέδες με πανκάρτες απ’ έξω: Tourism yes –Tyranny no», σ. 147)· δίνει δεξίωση προς τιμήν της ελληνικής βασιλικής οικογένειας και του πρίγκιπα της Ισπανίας Δον Χουάν Κάρλος τον Φεβρουάριο 1962 (σ. 231-232, 234)· παρίσταται στα εγκαίνια του καθεδρικού ναού του Κόβεντρυ τον Μάιο 1962 (σ. 259)· αποχαιρετά τη βασίλισσα Ελισάβετ, πριν αποχωρήσει από το Λονδίνο το καλοκαίρι του 1962 (σ. 269). Επίσης, μνημονεύονται η συνάντηση του Σεφέρη με τον Καραμανλή στην Αθήνα τον Αύγουστο 1961, κατά τη διάρκεια της οποίας ο πρέσβης εκφράζει στον Πρωθυπουργό την επιθυμία του να αφήσει την πρεσβεία στο Λονδίνο και να επιστρέψει στην Ελλάδα (σ. 160-161), η τηλεφωνική συζήτηση με τον Ρόδη Ρούφο για το Κυπριακό, τον Μακάριο και τον Αβέρωφ τον Απρίλιο 1962 (σ. 249-250).
Από το χρονικό σημείο της επιστροφής του Σεφέρη στην Ελλάδα, τον Αύγουστο 1962, οι εγγραφές περιορίζονται στο ελάχιστο. Ενδιαφέρουσα είναι η παραδοχή του ποιητή πως, ύστερα από τόσα χρόνια στο εξωτερικό, αισθάνεται ότι επιχειρεί ένα νέο ξεκίνημα («Έτσι, 62 χρονώ σήμερα είμαι πάλι στην Ελλάδα, προσπαθώντας να ξαναρχίσω, σ. 279), βρισκόμενος ξανά στην πατρίδα, «αυτή την Ελλάδα της Κοινής Αγοράς – που πάει να γίνει Ελλαδίξ» (σ. 279), ενώ σχετικά σύντομο είναι το υλικό των εγγραφών που αναφέρονται στη βράβευση του ποιητή με το Νόμπελ προς το τέλος του 1963: ξεχωρίζουν οι αναφορές στο ρόλο του Σουηδού κλασικού φιλόλογου Sture Linnér (σ. 295, 296, 298), σε άρθρο της Αυγής, που αναδημοσιεύει είδηση της Herald Tribune ότι επικρατέστεροι είναι ο Σάμουελ Μπέκετ και ο Σεφέρης (σ. 296), στη σουηδική εφημερίδα Dagens Nyheter, που ζητά επειγόντως φωτογραφίες (σ. 297), στις «απερίγραπτες κρατικές υπηρεσίες» (σ. 297-298), στις μικρόψυχες και μίζερες αντιδράσεις των συμπατριωτών («Η αλήθεια είναι ότι τα πατριωτάκια έχουνε χλωμιάσει από φθόνο. Ιωάννα μου λέει ότι βαρέθηκε να βλέπει κρεμασμένα μούτρα», σ. 298), στις χλιαρές δηλώσεις του Έλιοτ (“I said somewhere you can’t speak of greatness for a contemporary”, σ. 300), στη συνάντηση με τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (σ. 301).
Από την άλλη, στις Μέρες Η΄ έχουμε και εγγραφές που εισάγουν τον αναγνώστη στο εργαστήρι του ποιητή: ιδέες και σκόρπιοι στίχοι για τα Τρία Κρυφά Ποιήματα, με παράθεση πέντε σχεδιασμάτων, τέσσερα από τα οποία αποτελούν προγενέστερη μορφή μερών του ποιήματος «Πάνω σε μια χειμωνιάτικη ακτίνα» (σ. 70-73), σημειώσεις για τον Πρόλογο της δεύτερης έκδοσης των Δοκιμών (σ. 107), ολοκλήρωση της δοκιμής για τους Δελφούς (σ. 164, 175, 196), ολοκλήρωση της μετάφρασης του Φονικού στην εκκλησιά του Έλιοτ (σ. 196), ξανακοίταγμα του χειρογράφου του μυθιστορήματος Έξι νύχτες στην Ακρόπολη (σ. 221).
Σημαντικό χώρο καταλαμβάνουν σημειώσεις για τα θεάματα, τις θεατρικές παραστάσεις, τις κινηματογραφικές ταινίες, τις συναυλίες, τις εκθέσεις που παρακολουθεί ο Σεφέρης, στο Λονδίνο, στην Αθήνα ή στο Παρίσι: η Δούκισσα του Μάλφι του Γουέμπστερ με την Πέγκυ Άσκροφτ («διάλογος θανάτου και ζωής των Ελισαβετιανών», σ. 76), ο Μεσσίας του Χαίντελ υπό τη διεύθυνση του σερ Mάλκολμ Σάρτζεντ (σ. 105,) τα Κατά Ματθαίον Πάθη του Μπαχ υπό την μπαγκέτα του Τζον Τόουμπιν («Πρώτη ακρόαση για μας. Καταπληκτικό έργο – μ’ ένα τέλος να σε πάρουν τα μεράκια και κλάματα για την ανθρωπιά του», σ. 105), το ρεσιτάλ της Τζίνα Μπαχάουερ στο Festival Hall (σ. 115), οι Αταίριαστοι του Τζον Χιούστον με τη Mέριλυν Μονρόε (σ. 110-111), τα Κανόνια του Ναβαρόνε (σ. 116), η παράσταση του μίμου Mαρσέλ Μαρσώ (σ. 119), η ελάχιστα γνωστή ταινία τεκμηρίωσης Ο κόσμος της νύχτας, την οποία περιγράφει αρκετά αναλυτικά (σ. 122-123), η έκθεση του Γιάννη Σπυρόπουλου στη Molton Gallery (σ. 126), το άνοιγμα της έκθεσης του Χατζηκυριάκου-Γκίκα στη Lefèvre Gallery (σ. 126), η Δωδέκατη Νύχτα του Σαίξπηρ στο Old Vic (σ. 134), το φιλμ Grand Hotel, που του δίνει την αίσθηση ότι η γοητεία της Γκρέτα Γκάρμπο είναι παρωχημένη, τριάντα χρόνια μετά την πρώτη προβολή του («Η Greta που κυβέρνησε τη χάρη και τους αισθησιασμούς του γυναικόκοσμου – ένα γελοίο θηλυκό νευρόσπαστο με απίστευτους μορφασμούς και με βηματισμό ξυλοπόδαρου», σ. 135), η συναυλία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λονδίνου με την Πέμπτη Συμφωνία του Τσαϊκόφσκι (σ. 141), η Ηλέκτρα του Σοφοκλή με το Πειραϊκό Θέατρο του Δημήτρη Ροντήρη (σ. 144), τα δύο ρεσιτάλ του πιανίστα Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ στο Festival Hall («Κάποτε σα να αναπνέει με δυσκολία – κάποτε συμπόνια – κάποτε θυμωμένος. Τα πόδια του στα πεντάλια σα να σπιρουνίζει», σ. 146), η όπερα Elegy for Young Lovers του Henze, με αγγλικό λιμπρέτο των W. H. Auden and Chester Kallman (σ. 148), η Ερωφίλη στο Ηρώδειο (σημειώνει ότι τον εντυπωσιάζει η ωριμότητα και η ευλυγισία της γλώσσας του Χορτάτση, αλλά και σχολιάζει ότι η Μελίνα Μερκούρη, που κάθεται δίπλα του, δεν καταλαβαίνει τίποτα από όλα αυτά παρά «προσέχει μόνο την πρωταγωνίστρια[3] και τα ντυσίματά της», σ. 192), η Περσεφόνη, υπό τη διεύθυνση του Ιγκόρ Στραβίνσκυ («Συγκίνηση από αυτόν τον άνθρωπο που βάρυνε τόσο πολύ στη ζωή μας· ηλεκτρισμός. Δεν κρατά μπαγκέτα· χέρι φοβερά ευαίσθητο όταν εξαπολύει ήχους· κάποτε το σφίγγει σε γροθιά, κάποτε δείχτες πολύ ευκίνητοι», σ. 205), η έκθεση του Φράνσις Μπαίηκον στην Tate (σ. 261), η Λολίτα του Kιούμπρικ (σ. 282), η παράσταση μπαλέτου με τη Μαργκότ Φοντέυν και τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ στο Ηρώδειο (σ. 292).
Μνημειώνει, επίσης, ο Σεφέρης τις επαφές του με φίλους σημαντικούς από τον πνευματικό κόσμο, όπως ο αρχαιολόγος Henri Seyrig (σ. 110), ο δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας και τέχνης Gaëtan Picon (σ. 118), ο ποιητής Yves Bonnefoy (σ. 118, σ. 149-150, με παράθεση της συζήτησής τους περί Μπωντλαίρ, Βαλερύ, Ρονσάρ, Ρεμπώ), ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας (σ. 117), ο κριτικός και επιμελητής εκδόσεων Jonh Davy Howard (σ. 127), ο ποιητής T.Σ. Έλιοτ (με παράθεση αποσπασμάτων της συζήτησής τους περί Κοκτώ, Γέιτς, Mαριβώ και Καβάφη, σ. 152-155, αλλά και με αποτύπωση της συζήτησης για τη μετάφραση του Φονικού στην εκκλησιά, σ. 212-215, 269-271), ο συγγραφέας E.M. Φόρστερ («Ροδοκόκκινος γεμάτος ζωντάνια. “This illness”, είπε, “has been a great success”», σ. 157), ο ποιητής Νίκος Γκάτσος (σ. 195), ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης (με θέματα συζήτησης τους Νίκο Καρούζο, Νίκο Φωκά, Ζήσιμο Λορεντζάτο, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Γουίλλιαμ Μπλέικ, σ. 196-197), ο συγγραφέας Γκράχαμ Γκρην («Ζήσαμε πολύ, γράψαμε πολύ, ταξίδεψα πολύ», σ. 206-207), ο κλασικός φιλόλογος, πεζογράφος και μεταφραστής Ρεξ Γουόρνερ (που τιμάται με το Guinness Poetry Award το 1961 για τη μετάφραση του σεφερικού «Βασιλιά της Ασίνης», σ. 206), ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος (σ. 286).
Γεγονότα της προσωπικής ζωής του ποιητή περνούν από τις σελίδες του ημερολογίου μάλλον φευγαλέα: η επίσκεψη της αδερφής του, Ιωάννας Τσάτσου, στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο 1961 (σ. 75, 77), το προσκύνημα στον τάφο του πατέρα του στο Παρίσι τον Απρίλιο 1961 (σ. 111), η φωτογράφιση του ζεύγους Σεφέρη για το περιοδικό Time τον Μάιο 1961 (σ. 135), η απόπειρα αυτοκτονίας της Μαρώς τον Ιούνιο 1961 (σ. 137) και η παρατεταμένη κακή ψυχολογική της κατάσταση (σ. 215), η κρυπτική αναφορά στη νεαρή γραμματέα του που τον είχε γοητεύσει (σ. 142), η εγχείρηση προστάτη στην Queen’s Gate Clinic τον Νοέμβριο 1961 (σ. 217-223), οι νευραλγίες στη ράχη και τον κορμό (σ. 239).
Στις προσωπικές στιγμές ανήκουν και τα διάφορα ταξίδια που πραγματοποιεί ο Σεφέρης: το ταξίδι στο Παρίσι τον Απρίλιο 1961 (σ. 110-113), το ταξίδι στους Δελφούς και το πέρασμα από το σπίτι του Άγγελου Σικελιανού τον Αύγουστο 1961 (σ. 164-173), οι διακοπές στην Αμοργό το καλοκαίρι του 1961 (σ. 174-191), το θαλάσσιο ταξίδι της οριστικής επιστροφής από το Λονδίνο στην Ελλάδα τον Αύγουστο 1962 (σ. 276-279), οι φθινοπωρινές διακοπές στα Καμμένα Βούρλα τον Οκτώβριο 1962 (σ. 278-281), το ταξίδι στην Ολυμπία τον Απρίλιο 1963 (σ. 286-290). Ειδικά στην περίπτωση των Δελφών και της Αμοργού οι καταγραφές είναι εκτενέστερες και όχι πλέον τηλεγραφικές, αγγίζουν τα όρια της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, και ο τόνος γίνεται πιο στοχαστικός, καθώς ο δημιουργός βρίσκεται σε άμεση επαφή με τη φύση και τους ντόπιους, δείχνει γοητευμένος από το τοπίο («Σίγουρα, η Αμοργός όταν βάλει τα καλά της έχει έξοχο φως, που πλησιάζει πάρα πολύ προς το αττικό· και μια γύμνια καταπληκτική, όλο πέτρα· τουλάχιστο όσο μπόρεσα να ιδώ από τη Γιάλη, το λιμάνι όπου βρισκόμαστε – δεν πήγα πιο κάτω από το βουνό της Μινώας. Σε ξαφνίζει η χάρη των γραμμών και των σκιών του όπως παίζει ο ήλιος πάνω τους», σ. 190) και αισθάνεται ότι έχει «αποτοξινωθεί» και ανακτήσει ένα είδος εσωτερικής γαλήνης («Μου έκανε καλό η απομόνωση των 15 μερώ – φεύγοντας αισθάνομαι κανονικά πάλι, ήρθα αρκετά τσακισμένος», σ. 190).
Από τις Μέρες Η΄ δεν λείπουν τα όνειρα, συχνά μπερδεμένα και θολά, εφιαλτικά, ενδεικτικά του άγχους και της ανησυχίας που τον διακατέχει: αυτό με τον Καραμανλή, που αρνείται να εκφωνήσει τον επιδόρπιο λόγο του στα αγγλικά και δίνει στον Σεφέρη να μεταφράσει ένα χειρόγραφο γεμάτο μουντζούρες (σ. 40), ή αυτό με τις ωμότητες των Τούρκων και τη συζήτηση για την προικοδότηση των κοριτσιών της Αμοργού (σ. 192). Άλλα όνειρα είναι πιο ξένοιαστα και διαθέτουν σουρεαλιστικές σχεδόν αποχρώσεις, όπως το προσκύνημα σε έναν Άι-Γιώργη της Βηρυτού, με μπάντα που παίζει τον εθνικό ύμνο «όχι για σκοπούς εθνικούς, αλλά προσαρμοσμένον σ’ αυτή τη θρησκευτική περίσταση, όπως στρατιωτική μουσική λ.χ. στον Επιτάφιο – ή πατριαρχικό ύμνο Αντιόχειας πάνω σε μουσική Μάντζαρου που τραγούδησαν μια φορά παιδάκια ορφανοτροφείου» (σ. 219). Την ανησυχία του για την τύχη των εμβληματικών μνημείων της Ελλάδας αποτυπώνει ο εφιάλτης με τον πλειστηριασμό της Ακρόπολης, όπου κερδίζουν δαιμόνιοι Αμερικανοί που πρόκειται να πελεκήσουν τις κολόνες του Παρθενώνα σε σχήμα σωληναρίου οδοντόπαστας (σ. 293-295).
Άλλα θέματα που του κινούν το ενδιαφέρον και περνούν μέσα από αποκόμματα ποικίλων εφημερίδων (The Times, Le Monde, The Daily Mail, Το Βήμα, Έθνος, Εστία) που καρφιτσώνει στο ημερολόγιό του είναι η υπόθεση του διαβόητου ναζιστή Μαξ Μέρτεν, στρατιωτικού διοικητικού συμβούλου στη Θεσσαλονίκη τα χρόνια της Κατοχής (σ. 68-69), το κάψιμο ενός αντιτύπου του Εραστή της λαίδης Τσάτερλυ από μιαν ιεραπόστολο έξω από ένα βιβλιοπωλείο του Εδιμβούργου (σ. 77-78), το «στρηπτήζ» δύο χωρικών μέσα σε ένα καφενείο του χωριού Γραμμένη της Δράμας (σ. 106), η επιστολή της τραγουδίστριας Δανάης στον δημοσιογράφο του Έθνους Αχιλλέα Μαμάκη αναφορικά με τις κατηγορίες της χήρας του Αττίκ εναντίον της (σ. 120-121), η επερώτηση του βουλευτή του Εργατικού Κόμματος Φράνσις Νόελ-Μπέηκερ στον βρετανό πρωθυπουργό Χάρολντ Μακμίλλαν αναφορικά με το ενδεχόμενο επιστροφής των Ελγινείων Μαρμάρων στην Ελλάδα (σ. 129), οι δηλώσεις του Ευάγγελου Αβέρωφ σχετικά με τη Βόρεια Ήπειρο (σ. 201-202), η βράβευση του Γιουγκοσλάβου Ίβο Άντριτς με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1961 (σ. 202-204), η σύνθεση της νέας κυβέρνησης Καραμανλή μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 1961 και οι καταγγελίες του Γεωργίου Παπανδρέου για βία και νοθεία (σ. 208-211), η κατάθεση στεφάνου του γερμανού πρεσβευτή στο Μνημείο της Θυσίας στα Καλάβρυτα (σ. 229-230), η υποψηφιότητα των Στράτη Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη και Κώστα Βάρναλη για το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1962 (σ. 231-233), η δράση μιας σπείρας αθηναίων διαρρηκτών, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, «χτυπούν» και το σπίτι του Σεφέρη στην Αθήνα (σ. 240-243), το σκάνδαλο που ξεσπά στην Γκάνα όταν η σύζυγος του υπουργού Κρόμπο Εντουσέι αγοράζει ένα χρυσό κρεβάτι αξίας 3.000 λιρών (σ. 243-245), η άφιξη διαφόρων εστεμμένων στην Αθήνα για τους γάμους της Σοφίας και του Χουάν Κάρλος (σ. 250-255), η φορολόγηση των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων (σ. 256-258), τα σχόλια του Μακάριου για τις συμφωνίες της Ζυρίχης κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στην Αθήνα (σ. 278).
Όλα τα παραπάνω συμπλέκονται με σχόλια για το νόημα της παράδοσης («Παράδοση δε θα πει μίμηση, θα πει δημιουργία. Αν είναι μίμηση, είναι νεκρό πράγμα η παράδοση – δεν αξίζει τίποτε. Το επίσημο κράτος, οι ακαδημίες, τα πανεπιστήμια, μιλώντας για την παράδοση των αρχαίων δεν εννοούν απολύτως τίποτε», σ. 221), απόψεις για την έλλειψη σεβασμού απέναντι στα αρχαία μνημεία («Γυρίζοντας σπίτι τη νύχτα, κοιτάω τις ολυμπιακές κολόνες φωτισμένες. Φωτίζουν αυτές ή τ’ αρχαία μνημεία σα να τα εξαναγκάζουν να κάμουν strip-tease για τους τουρίστες· δεν τους περνά από το νου να τα σεβαστούν», σ. 282), μια επισήμανση για την ιδιαίτερη θέση του στην ελληνική λογοτεχνία («Όσο το σκέφτομαι, πρέπει να είμαι ένα λάθος στην Ελλ. Λογοτεχνία», σ. 225), εξομολογήσεις για το βασανισμό της γραφής («Ποιο είναι το πράγμα που λογάριασε περισσότερο στη ζωή μου; Αυθόρμητη απάντηση μέσα μου: να γράψω μια σωστή γραμμή, έστω μια σωστή λέξη. Αυτό θα εξαγόραζε για μένα τον κόπο της ζωής», σ. 285), παρατηρήσεις για τους μείζονες ποιητές της Ελλάδας (σ. 295).
Ο τόμος Μέρες Η΄ συμπληρώνεται με ανεπίδοτη επιστολή του Σεφέρη στον Ζήσιμο Λορεντζάτο (απάντηση στο εκτενές κείμενο του δεύτερου «Το χαμένο κέντρο», το οποίο συμπεριλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, 1961), μεταφράσεις των ξένων παραθεμάτων και εκτενή «Προλεγόμενα» και υποσελίδιο υπομνηματισμό της επιμελήτριας Κατερίνας Κρίκου-Davis. Τα «Προλεγόμενα» της Κρίκου-Davis δεν περιορίζονται στα συμφραζόμενα του συγκεκριμένου τόμου, αλλά παρέχουν μια αναλυτική και διαυγή επισκόπηση των διά βίου σχέσεων του Σεφέρη με τους πολιτικούς, τους διπλωμάτες και τους πνευματικούς ανθρώπους της Αγγλίας, με έμφαση στις επιπτώσεις που έχει το Κυπριακό ζήτημα στις σχέσεις αυτές (σ. 11-39)· εξάλλου, επισημαίνονται σημαντικά γεγονότα της ζωής του Σεφέρη που απουσιάζουν από τις εγγραφές, λόγω έλλειψης χρόνου (σ. 43), δίνονται διευκρινίσεις για τη μέθοδο αξιοποίησης του υλικού (σ. 54-58) και τονίζεται ότι «το σεφερικό κείμενο δημοσιεύεται εξ ολοκλήρου με μόνη εξαίρεση λίγες σημειώσεις που κρίθηκαν εντελώς επουσιώδεις και παραλείφθηκαν με την απόλυτη έγκριση της Μαρώς Σεφέρη» (σ. 54).
Όπως σημειώνει και η επιμελήτρια, οι Μέρες Η’ είναι ένα άνισο ημερολόγιο, καθώς αφενός το υλικό είναι εντελώς ανεπεξέργαστο και ως εκ τούτου περιέχει και εγγραφές που ο ίδιος ο Σεφέρης θα είχε αφαιρέσει και αφετέρου, ανάλογα με το χρόνο που του επιτρέπουν οι υποχρεώσεις του, είναι αλλού πλουσιότερο και αλλού φτωχότερο (σ. 40). Θα συμπληρώσω ότι είναι ένα ημερολόγιο ενίοτε τηλεγραφικό και ελλειπτικό, αλλά εξαιρετικά πλούσιο σε πληροφοριακό υλικό, ενδεικτικό της πολυμέρειας που χαρακτηρίζει τον Σεφέρη, ο οποίος δίνει δυναμικά το παρών στο πολιτικό και το πολιτιστικό σκηνικό της δεκαετίας του 1960. Ο δημιουργός του εμφανίζεται να κινείται με άνεση –αν και ενίοτε με πλήξη και αίσθηση ματαιότητας– στον κόσμο των βασιλικών οικογενειών, της διεθνούς πολιτικής και της υψηλής διπλωματίας, και να απολαμβάνει εξίσου την επαφή με σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της Αγγλίας και της Γαλλίας και με απλούς νησιώτες της Αμοργού και κατοίκους των Δελφών και των Καμμένων Βούρλων· παράλληλα έχει μάτια ανοιχτά σε καθετί καινούριο και παρακολουθεί όχι μόνο το υψηλό αλλά και το ταπεινό και καθημερινό.
Το τέλος του ταξιδιού
Ο τόμος Μέρες Θ΄, τελευταίος της σειράς, καλύπτει την περίοδο από τον Φεβρουάριο 1964 μέχρι τον Μάιο 1971. Ο συνταξιούχος πλέον διπλωμάτης αλλά ενεργός όσο ποτέ νομπελίστας ποιητής πραγματοποιεί πλήθος ταξιδιών: στους Δελφούς τον Φεβρουάριο 1964 (σ. 35-38) και τον Μάρτιο 1968 (σ. 149-151)· στη Θεσσαλονίκη, όπου ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ τον Απρίλιο 1964 (σ. 38-40)· στα Μετέωρα τον Απρίλιο 1964 (σ. 41)· στο Λονδίνο τον Ιούνιο 1964 («Περίεργο συναίσθημα: βλέπω το Λονδίνο εξαντλημένο, σωσμένο για μένα, φαντασμαγορικό, όχι: φασματικό», σ. 45)· στην Οξφόρδη τον Ιούνιο 1964, όπου ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου στο Sheldonian Theatre («Η Οξφόρδη είναι το φυτώριο των Άγγλων ανθυπάτων», σ. 47)· στο Παρίσι τον Ιούλιο 1964 (σ. 48-59)· στον Πόρο τον Αύγουστο 1964 (σ. 61-62)· στη Βαρκελώνη, στη Μαδρίτη και στο Τολέδο τον Σεπτέμβριο 1964 («Προτιμά κανείς να σκεφτεί τον Δομήνικο εκεί κάπου στην Οβραιακή του Τολέδο με τα ζωντανά αρώματα των περιβολιών και τους ατόφιους ήχους της μουσικής που άκουγε, χωρίς άλλα βοηθήματα», σ. 67)· στο Ναύπλιο και στην Ασίνη τον Οκτώβριο 1964 (σ. 72)· στη Νέα Υόρκη και στο Πρίνστον, όπου ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου τον Ιούνιο 1965 (σ. 95-102)· στη Μύκονο τον Σεπτέμβριο 1965 («Το βράδυ περπατώντας στο χωριό φεγγάρι, η κάτασπρη Παραπορτιανή κι ένα πολύ λαμπερό άστρο στον ουρανό, ο Αποσπερίτης – σ’ έκαμε να γυρεύεις μια χαμένη ισορροπία τούτη η Αφροδίτη», σ. 112)· στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το καλοκαίρι του 1966 («Από την Κυριακή 24/7 πρωί εδώ στον Άι-Νικόλα της Κρήτης στην ακτή που την έχουν βαφτίσει Minos Beach, όλοι φυσικά τη λένε, όλοι εκτός από τους ξενόγλωσσους, Minos Bitch –όλα εκδικούνται, μόνο που δεν το καταλαβαίνουμε πάντα», σ. 123)· στην Καρδαμύλη τον Νοέμβριο 1967 (σ. 145-148)· ξανά στο Πρίνστον και στη Νέα Υόρκη το διάστημα Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου 1968 (σ. 158-187)· στη Ρώμη τον Ιούνιο 1969 (σ. 193-195)· κρουαζιέρα με στάσεις στη Λεμεσσό, στην Αμμόχωστο, στη Χάιφα και στη Ρόδο τον Νοέμβριο 1969 (σ. 205-207).
Επιπλέον στον τόμο αυτό είναι έντονη η παρουσία της Αθήνας, άλλοτε ως γοητευτικής και άλλοτε ως δυστοπικής μεγαλούπολης, φορτωμένης μνήμες και μνημεία: ο λόφος του Φιλοπάππου και το πλήθος των αθηναϊκών οικοδομών (σ. 430), ο Άη-Δημήτρης ο Λουμπαρδιάρης τη βραδιά του Επιταφίου, που του θυμίζει τον Επιτάφιο της Στέρνας αλλά και τον κάνει να συνειδητοποιήσει τη μεγάλη ποιοτική απόσταση από εκείνη την εποχή («Τα ίδια δεδομένα, όπως τότε, όμως τόσο πιο μακριά από τις ρίζες, και τόσο χαλασμένοι οι άνθρωποι […] Και τ’ αυτοκίνητα στο στενό δρόμο, ανάμεσα στην εκκλησιά και στο λόφο, χαλνάν τον κόσμο με τα κλάξον. Αίσθημα πως η Ελλάδα, όπως τη δείχνει η Αθήνα, ολοένα στραγγίζει», σ. 43), η Ακρόπολη («τη βλέπουμε σαν ερείπιο – γυρεύουμε να συμπληρώσουμε με τη φαντασία μας ο καθένας», σ. 77), η πρωινή ομορφιά της οδού Άγρας, του δρόμου του σπιτιού του («7 π.μ. Βγήκα στο δρόμο· όμορφο: η Αθήνα ξυπνά. Η οδ. Άγρας είναι σαν αυλάκι τρεχούμενο νερό προς το κέντρο. Πολλοί εργατικοί, μαθητούδια κ.λ. τη χρησιμοποιούν», σ. 132-133).
Δεν λείπουν οι αναφορές του δημιουργού σε προσωπικές στιγμές του όπως η επίσκεψη στον τάφο της μητέρας του στην Αθήνα (σ. 43)· η οριστική αποχώρηση από την ενεργό διπλωματική δράση, ύστερα από συζήτηση με τον Σταύρο Κωστόπουλο, υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης Ένωσης Κέντρου, τον Σεπτέμβριο 1964 («Έτσι έληξε και το Υπουργείο. Το περίεργο είναι ότι φεύγω με το συναίσθημα ότι δεν ήμουν ποτέ εκεί. Κι όμως δούλεψα σκληρά εκεί 38 χρόνια», σ. 63)· τα θαλάσσια μπάνια του στη Βάρκιζα (σ. 76) και στη Βουλιαγμένη (σ. 104)· το ενδεχόμενο εισόδου του στην Ακαδημία Αθηνών και όλο το σχετικό παρασκήνιο (σ. 90-94)· η αδυναμία των ποδιών του και η δυστοκία των γιατρών να καταλήξουν σε οριστική γνωμάτευση (σ. 235).
Μνημονεύει θεάματα που παρακολουθεί, δείχνοντας πάντοτε την ευρύτητα των ενδιαφερόντων του, αλλά οι σχετικές αναφορές είναι λιγότερες από τις αντίστοιχες της περιόδου 1961-1963: Μπαχ από την Ορχήστρα Μπαρόκ της Κολωνίας (σ. 44)· Αφρικανικά Μπαλέττα (σ. 48)· σπονδυλωτή ταινία Χτες, σήμερα, αύριο, με τη Σοφία Λώρεν (σ. 49)· παράσταση με την Ντελφίν Σεϋρίγκ (σ. 49)· έκθεση του ζωγράφου Georges Rouault στο Μουσείο του Λούβρου (σ. 50)· μουσική σύνθεση Ερωτόκριτος 1 του Νίκου Μαμαγκάκη (σ. 78)· Αλέξης Ζορμπάς του Κακογιάννη (σ. 94-95)· έκθεση του Αλμπέρτο Τζακομέττι στο Museum of Modern Art της Νέας Υόρκης (σ. 100-101)· παραστάσεις του Θεάτρου Νο στο Ηρώδειο (σ. 110-111)· Σίβυλλα του Σικελιανού, σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού (σ. 111)· έκθεση Σκαλκώτα στην Ελληνοαμερικανική Ένωση (σ. 204)· πρόγραμμα του Βασίλη Τσιτσάνη στην Καισαριανή (σ. 213-214)· έκθεση χαρακτικών του Γκόγια στην Εθνική Πινακοθήκη (σ. 239). Αναφέρεται σε βιβλία που διαβάζει, όπως το ημερολόγιο της Βιρτζίνια Γουλφ (σ. 74), το διήγημα “La illustre fregona” του Θερβάντες (σ. 75), το –μεταφρασμένο από τον ίδιο– ποίημα «Ταξίδι στο Βυζάντιο» του Γέιτς (σ. 85), τα 56 ποιήματα του Καβάφη που βρέθηκαν στο αρχείο Σεγκόπουλου και που του δίνει να διαβάσει ο Σαββίδης («Τα 56 αυτά ποιήματα δεν είναι για ν’ αναγνωσθούν από έναν ομιλητή αλλά να τυπωθούν – χρειάζεται να τα προσέξει κανείς με άνεση για να επισημάνει τα ενδιαφέροντα σημεία – στην ανάγνωση δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον στον ανέτοιμο ακροατή», σ. 88), τα Carnets του Αλμπέρ Καμύ (σ. 106), το «Μυρολόγι της φώκιας» του Παπαδιαμάντη, με τον οποίο σκοπεύει να ασχοληθεί συστηματικά, αλλά το σχέδιο εγκαταλείπεται (σ. 131), το Ημερολόγιο / Journal 1899-1939 του Ζιντ (σ. 143), το βιβλίο Tolstoï του Ανρύ Τρουαγιά («Είμαι ακόμη με την ατμόσφαιρα του τέλους αυτού του αποστόλου της αγάπης στην κάμαρα εκείνη του σιδηροδρομικού σταθμάρχη του Αστάποβο», σ. 144), ο Πρώτος κύκλος του Σολζενίτσιν (σ. 197), οι Αδερφοί Καραμάζοφ του Ντοστογιέφσκι (σ. 215).
Μνημονεύει επίσης δημόσιες αναγνώσεις ποιημάτων του στην Ελληνοαμερικανική Ένωση τον Ιανουάριο 1965 (σ. 83-85), στο Guggenheim Museum της Νέας Υόρκης, ύστερα από πρόσκληση της Ακαδημίας Αμερικανών Ποιητών (σ. 95-98), αλλά και χορικών τού μεταφρασμένου από τον ίδιο Φονικού στην εκκλησιά του Έλιοτ στο Βρετανικό Συμβούλιο τον Φεβρουάριο 1965 (σ. 86-88), στο Λύκειο Ελληνίδων στο Ηράκλειο της Κρήτης τον Απρίλιο 1967 (όπου δίνει και μια πολύ ενδιαφέρουσα διάλεξη, στην οποία αναγνωρίζει τις οφειλές του σε δύο πεζά κείμενα, τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού και τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, σ. 134-140), στο YMHA Poetry Center της Νέας Υόρκης τον Δεκέμβριο 1968 (σ. 164-172). Είναι αξιοσημείωτη η μνημείωση της προεργασίας που κάνει ο ποιητής πριν από κάθε δημόσια ανάγνωση: προετοιμάζει τα λόγια που θα απευθύνει στο κοινό και σημειώνει το χρόνο που υπολογίζει ότι θα του πάρει η ανάγνωση του κάθε ποιήματος, σημειώνει ακόμη και λεπτομέρειες (όπως το κομπλιμέντο που σχεδιάζει να κάνει στον Έντμουντ Κήλυ για τη γενειάδα του, σ. 95).
Συναντά, πάντοτε, αξιοσημείωτους ανθρώπους: από τις σελίδες του τελευταίου του ημερολογίου περνούν, μεταξύ άλλων, ο Γιώργος και η Λένα Σαββίδη (σ. 39, 41), ο Ζήσιμος Λορεντζάτος (σ. 38, 41), ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (σ. 39, 40), ο Παύλος Ζάννας (σ. 40), ο Ιωάννης Κακριδής (σ. 40), ο Βασίλειος Τατάκης (σ. 41), ο Ρεξ Γουόρνερ (σ. 45), ο Maurice Bowra (σ. 46-47), ο Πάτρικ Λη Φέρμορ (σ. 46), ο Gaëtan Picon (σ. 49-50), o Saint-John Perse (ή Saint-Leger Leger, σ. 50-55, με παράθεση στοιχείων της εκτενούς συνομιλίας τους περί Πινδάρου, Γέιτς, Πόε, Μπόρχες, Κακογιάννη), ο Aντρέ Μαλρώ («μου έδωσε την εντύπωση ανθρώπου σε κατάσταση καταληψίας», σ. 56-60), ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας (σ. 61), ο Κλωντ Σιμόν (σ. 72), ο Γιάννης Χρήστου (σ. 78), ο Έντμουντ Κήλυ (σ. 95, 180), ο Δημήτρης Πικιώνης (σ. 104-105), ο Έζρα Πάουντ («Τα μάτια του θα τα ’λεγα μάτια ζωγράφου που θέλουν ν’ αρπάξουν ή να συγκρατήσουν ή ν’ αποχαιρετήσουν κάτι», σ. 114), ο Γιώργος Κατσίμπαλης (σ. 204), ο Νίκος Καββαδίας (σ. 206), ο Νίκος Κάσδαγλης (σ. 206), ο Γιώργης Παυλόπουλος (σ. 239).
Τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα της περιόδου 1964-1967 μνημονεύονται ελάχιστα: δεν αναφέρεται καθόλου η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού τον Φεβρουάριο 1964 με τη νίκη της Ενώσεως Κέντρου στις εκλογές, ενώ η Αποστασία του 1965 περνάει με μια σύντομη φράση («έπεσε ο Γ. Παπανδρέου την περασμένη Πέμπτη», σ. 103). Δεν υπάρχει καμία εγγραφή τις μέρες του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 και η περίοδος της δικτατορίας αποτυπώνεται μάλλον κρυπτικά, μέσα από υπαινικτικά σχόλια του τύπου «τούτες τις μέρες των ισχνών αγελάδων» (13 Νοεμβρίου 1967, σ. 144) ή, όταν βρίσκεται στο Πρίνστον τον Δεκέμβριο 1968, «διαπιστώνω τώρα ανάγκη να ταξιδεύω στο εξωτερικό, αφού δεν μπορώ πια να μιλώ στον τόπο μου» (σ. 185). Σχολιάζει, ωστόσο, την κρίση του Κυπριακού[4] τον Νοέμβριο 1967 («Οι Τούρκοι απειλούν εισβολή στο νησί και στην Ελλάδα. Δεν ξέρω πια τα πράγματα και δεν μπορώ πια να τα κρίνω. Το μόνο που συλλογίζομαι είναι ότι αρχές Σεπτέμβρη διατυμπανίζουνταν εκείνη η κωμωδία της συνάντησης πρωθυπουργών στα ελληνοτουρκικά σύνορα», σ. 146), που δίνει αφορμή για να εκφράσει την πικρία του και την απογοήτευσή του από την εποχή που χειριζόταν ο ίδιος το Κυπριακό («Η αλήθεια είναι ότι με παρακινούσε η αλληλεγγύη που ένιωθα για τον κόσμο της Κύπρου που γνώρισα και αγάπησα. Από τότε η πίστη μου στην ικανότητά μας να κάνουμε κάτι σοβαρό στην πολιτική έχει μειωθεί στο μη περαιτέρω. Φατρίες και τερτίπια: τίποτε άλλο», σ. 147), την αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης τον Δεκέμβριο 1969 (σ. 210-212), ενώ η περίφημη «Δήλωση» εναντίον της Δικτατορίας (28 Μαρτίου 1969)[5] εμφανίζεται πλαγίως μέσω του επαινετικού μηνύματος του Γιάννη Ρίτσου (σ. 191) και μιας κρυπτικής σημείωσης για τον καθηγητή Απόστολο Δασκαλάκη, που λαμβάνει μέρος στην επίθεση κατά του ποιητή (σ. 192). Επίσης, υπάρχουν εκτενείς αναφορές στην άρνηση του υπουργείου Εξωτερικών να προβεί σε θεώρηση του διαβατηρίου του (σ. 216-219) και στις δηλώσεις του Παττακού για το ζήτημα (σ. 222), με παράθεση σχετικών δημοσιευμάτων από τον ελληνικό και τον ξένο Τύπο (σ. 223-230), γίνεται μνεία ενός κειμένου του Γεωργίου-Αλέξανδρου Μαγκάκη, που είχε συλληφθεί από τη χούντα (σ. 232-233), και παρατίθενται αποκόμματα από την εφημερίδα Το Βήμα, με αποσπάσματα από λόγους του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδοπούλου (σ. 212-213, 220-221).
Ενδιαφέρον έχουν, εξάλλου, οι αναφορές του Σεφέρη στη μεμψίμοιρη, καχύποπτη στάση αρκετών συμπατριωτών του απέναντι στην βράβευσή του με το Νόμπελ: από τη μια ο φθόνος τμήματος του λογοτεχνικού σιναφιού, που προωθεί και στον ανυποψίαστο κόσμο την άποψη ότι το Νόμπελ απονέμεται με μέσα, και από την άλλη οι πολιτικά χρωματισμένες αντιδράσεις, που υποστηρίζουν ότι «ο Σεφέρης πούλησε το Κυπριακό για να τον υποστηρίξουν στο Νόμπελ οι Άγγλοι» (σ. 116). Στον ίδιο θεματικό άξονα κινείται η μνεία συνέντευξης του Παλαμά, ο οποίος είχε δηλώσει το 1934 στην εφημερίδα Ημερήσιος Κήρυξ ότι τα μέσα που έχουν πέραση στην απονομή του Νόμπελ είναι η διαφήμιση και η πολιτική επιρροή (σ. 155)· ο Σεφέρης αρνείται αυτή την άποψη, μνημονεύει ότι ο ίδιος δεν είχε δεχτεί την πρόταση της Ελένης Βλάχου να τον βοηθήσει να κερδίσει το Νόμπελ και της είχε απαντήσει: «Όσο για μένα προσωπικά σας παρακαλώ θερμά να μην κάνετε τίποτε, εκτός αν επιθυμείτε να με ιδείτε κρεμασμένο στην πλατεία του Συντάγματος» (σ. 156). Επανέρχεται στο θέμα σε μεταγενέστερη εγγραφή, αναφέροντας την περίπτωση της υποψηφιότητας του Σικελιανού που υπονομεύεται από το ίδιο το ελληνικό κράτος (σ. 191) ή την ταυτόχρονη πρόταση από την Ακαδημία των Μυριβήλη και Βενέζη, «σα να είχαμε τα κότσια να υποστηρίξουμε έμπρακτα τη διπλή τούτη υποψηφιότητα» (σ. 191) και εκφράζει και πάλι την πικρία του για τη στάση κάποιων Ελλήνων απέναντι στη δική του βράβευση: «Όταν το πήραμε κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να συκοφαντήσουμε τον άνθρωπο που το πήρε» (σ. 191).
Από την τελευταία αυτή αναφορά στους έλληνες αδικημένους του Νόμπελ, ο Σεφέρης παραλείπει τον Νίκο Καζαντζάκη, τον οποίο δεν εκτιμά καθόλου: τον Μάρτιο 1965, με αφορμή την ταινία Αλέξης Ζορμπάς του Κακογιάννη, προβαίνει σε εξαιρετικά σκληρά σχόλια για τον κρητικό συγγραφέα, κάνοντας λόγο για «την ανυπόφορη αναισθησία αυτού του ανθρώπου, του Καζ., που νομίζει πως είναι ερευνητής της αλήθειας για να μην πω φιλόσοφος» (σ. 95) και κατηγορώντας τον για «ψεύτικη γλώσσα, ψεύτικες πόζες, απομιμήσεις αισθημάτων» (σ. 95).
Και στον τόμο Θ΄ υπάρχουν πολύτιμα επίμετρα: το «Επίμετρο I» είναι το Υπηρεσιακό Σημείωμα του Σεφέρη προς τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ (19 Δεκεμβρίου 1958), που αναφέρεται στις διαπραγματεύσεις του Αβέρωφ με τον τούρκο ομόλογό του αναφορικά με το Κυπριακό, το «Επίμετρο ΙΙ» επιγράφεται «Μνήμες προ ’24 και άλλα» και περιλαμβάνει πρώτες εκδοχές ποιημάτων του Σεφέρη, σημαντικές ημερομηνίες των πρώτων τεσσάρων ετών της φοιτητικής του ζωής και αναφορά στις ποιητικές ικανότητες του πατέρα του, Στυλιανού Σεφεριάδη, ενώ το «Επίμετρο ΙΙΙ» απαρτίζεται από ημερολογιακές καταγραφές του 1916.
Επίσης, υπάρχουν και εδώ τα λίαν διαφωτιστικά και λειτουργικά «Προλεγόμενα» της Κρίκου-Davis, με απολογισμό της συγγραφικής δραστηριότητας του Σεφέρη κατά την περίοδο 1964-1971 και πληροφορίες για τα χειρόγραφα από τα οποία προέρχεται το υλικό του τόμου, και ο λεπτομερέστατος υπομνηματισμός, με πολλές οξυδερκείς παρατηρήσεις και χρήσιμα σχόλια για πρόσωπα και γεγονότα. Εύστοχα η επιμελήτρια σημειώνει ότι ο τόμος αποτελεί «ένα κράμα ημερολογίου-τετραδίου εργασίας» (σ. 26).
Αντί επιλόγου
Επιχειρώντας ένα γενικότερο σχόλιο που αφορά όχι μόνο τους δύο τελευταίους τόμους, αλλά όλες τις Μέρες, θα έλεγα ότι ο ημερολογιακός λόγος του Σεφέρη, στοχαστικός, σύνθετος, ειρωνικός, ενδοσκοπικός, αυτοαναφορικός, εξομολογητικός, συχνά κρυπτικός και υπαινικτικός, άλλοτε αιχμηρός και άλλοτε μελαγχολικός, ενίοτε αποσπασματικός μα πάντα συναρπαστικός, μαρτυρεί την πολιτική ευφυΐα, την πνευματική καλλιέργεια, την κοινωνική ευαισθησία, την υψηλή αισθητική, την άγρυπνη συνείδηση ενός ανθρώπου που ακροβατεί ανάμεσα στην πολιτική και την ποίηση σε δύσκολους καιρούς, χωρίς να χάνει ποτέ το μέτρο και την αυτογνωσία του.
Αξίζει, νομίζω, να υπογραμμιστεί μια εγγραφή με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 1967 (από τις Μέρες Θ΄), όπου ο Σεφέρης προσφέρει ένα κλειδί για το πώς αντιμετωπίζει ό ίδιος συνολικά τις Μέρες του:
Ξύπνησα σήμερα πρωί με το λόγο του Λασκαράτου «…οι στοχασμοί μου όμως είμαι εγώ». Αναρωτιόμουν ποια γραφή μας είναι στ’ αλήθεια εμείς, και ποιος μπορεί να πει ποια είναι. Κάποτε μια λέξη ή μια διόρθωση μπορεί να δείξει πολλά, κάποτε χρειάζεται να ιδεί κανείς όλα τα γραφτά μας, και πάλι όλα τούτα εξαρτώνται από τον χαρακτήρα του συγγραφέα και από τον χαρακτήρα του μελετητή. Κι επειδή τούτο τον καιρό έχω στο νου τις «Μέρες» συλλογίζομαι ότι διόλου δε θα νόμιζα [ότι] αυτές οι βιαστικές σημειώσεις είναι εγώ περισσότερο από άλλα μου κείμενα. Έπειτα, κρατώντας τις, δε φρόντιζα προπάντων να σημειώνω τα σπουδαία (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) αλλά περισσότερο τα άμεσα, τα αυθόρμητα, τα όσα έπεφταν στο μάτι μου. (σ. 142)
Αυτά τα «άμεσα», τα «αυθόρμητα», τα «όσα έπεφταν στο μάτι» του, αυτές οι «βιαστικές σημειώσεις» συγκροτούν σπάνια πνευματική αυτοβιογραφία και πολύτιμη παρακαταθήκη «ενός νομοθέτη της έκφρασης και ενός τεχνίτη ανάπλασης των συγκινήσεων»[6], ενός κορυφαίου έλληνα δημιουργού του εικοστού αιώνα.
[1] Για μια συνολική θεώρηση των επτά τόμων που καλύπτουν την περίοδο 1925-1960, βλ. Ιωάννα Μυλωνάκη, «Τα ημερολόγια του Γιώργου Σεφέρη και η ημερολογιακή γραφή στην Ευρώπη», Σύγκριση / Comparaison, τχ. 18, 2007, σ. 28-46.
[2] Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης υποστηρίζει ότι όλες οι αναφορές του Σεφέρη στη βασιλική οικογένεια εκφράζουν την αντίθεσή του στη βασιλεία (Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «O ποιητής και το παλάτιον», Το Βήμα / Βιβλία, 23 Δεκεμβρίου 2018). Αντιστοίχως, ο Roderick Beaton σημειώνει ότι ο Σεφέρης «δεν αισθανόταν ποτέ άνετα στις επαφές του με την ελληνική βασιλική οικογένεια» (Roderick Beaton, Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον άγγελο, μτφρ. Μίκα Προβατά, Ωκεανίδα, Αθήνα 2003, σ. 545).
[3] Για την ιστορία, να σημειώσω ότι πρωταγωνίστρια εκείνης της παράστασης της Ερωφίλης ήταν η Βάσω Μανωλίδου. Επρόκειτο για παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, που ανέβηκε στο Ηρώδειο τον Αύγουστο 1961, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού.
[4] Ορθά παρατηρεί η Άλκηστις Σουλογιάννη ότι «το Κυπριακό ζήτημα εξακολουθεί να αποτελεί στοιχείο που δοκιμάζει τις αντοχές του Σεφέρη» (Άλκηστις Σουλογιάννη, «Πάει χρόνος που σκίζω αδιάκοπα τα παλιά χαρτιά μου», www.bookpress.gr, 21 Μαΐου 2019, https://www.bookpress.gr/kritikes/biografies/seferis-giorgos-ikaros-meres-enatos-tomos-soulogianni).
[5] Για το όλο θέμα βλ. Σάββας Παύλου, «Η δήλωση του Σεφέρη εναντίον της δικτατορίας», στον συλλογικό τόμο Ο Σεφέρης στην Πύλη της Αμμοχώστου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987· Γιώργος Γεωργής, «Η δήλωση Σεφέρη εναντίον της χούντας», Η Καθημερινή, 26 Μαρτίου 2018.
[6] Ελισάβετ Κοτζιά, «Η φωνή ενός νομοθέτη της έκφρασης», Η Καθημερινή / Τέχνες και Γράμματα, 17 Φεβρουαρίου 2019.