«Παραιτούμαι!»
Από τον Δημήτρη Αγαθοκλή
Ο κύριος Δ. χώριζε τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες· σε αυτούς που σηκώνονται το πρωί, πλένονται, ξυρίζονται, φοράνε μια σκούρα γραβάτα και βγαίνουν απ’ το σπίτι τους να πάνε κάπου και σε αυτούς που ξυπνάνε κάθε πρωί και δεν πάνε πουθενά. Ο κύριος Δ. φανερά ανήκε στην πρώτη κατηγορία και αυτό τον ενοχλούσε πολύ. Από καιρό τώρα ένιωθε την αηδία της καθημερινότητας να τον προσβάλλει μ’ έναν τρόπο που δεν ταίριαζε σ’ έναν εργένη άνδρα της ηλικίας του· νέο, καλοπεριποιημένο, με ολίγον γκριζωπούς κροτάφους και σπορ αμάξι όπως αρμόζει σε βοηθό διευθυντού —ίσως και διευθυντή μετά τα Χριστούγεννα!— της μεγαλύτερης εταιρείας παρασκευής ταχυβραστήρων στην Ανατολική Ακτή, μ’ έδρα το ΠΚΕ. Η προσβολή ξεκίναγε ήδη το απόγευμα της προηγουμένης, όταν ο ήλιος χρύσωνε γλυκά τη γέφυρα του Μπρούκλυν και κορυφωνόταν την επομένη τα χαράματα, με τις σειρήνες των περιπολικών να εφορμούν απ’ το Μανχάτταν. Ήταν μια ανεξήγητη αίσθηση, απροσδιόριστη, που του ξέραινε την γλώσσα σαν να είχε γευθεί, κατά λάθος, το κατακάθι του ελληνικού καφέ που συνήθιζε να παίρνει για πρωινό. Και το γεγονός ότι δεν μπορούσε πια να ευχαριστηθεί μια απ’ τις λιγοστές απολαύσεις που επέτρεπε ακόμα στον εαυτό του, ήταν φυσικά σημάδι πως έπρεπε να λάβει μια απόφαση.
Η Τρίτη ξημέρωσε όπως πάντα. Κουστούμια περίμεναν στις στάσεις των τραμ, ανδρόγυνα καυγάδιζαν στους δρόμους, ασθενοφόρα κατέβαιναν την συνοικία του Κουήνς. Ποιος μπορούσε αλήθεια να φανταστεί την συνέχεια! Μέσα σε λίγες ώρες, οι δρόμοι της Νέας Υόρκης είχαν μετατραπεί σε κάτι απόκοσμο, ονειρικό, γεμάτοι σκόνη, χαλάσματα και ανθρώπους κάθε λογής να τρέχουν πανικόβλητοι. Αν και οι στιγμές ήταν δύσκολες, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που με αυταπάρνηση βοήθησαν συνανθρώπους τους. Όπως ο εν λόγω κύριος, καλοντυμένος, γύρω στα σαράντα χωρίς γραβάτα που, κλαίγοντας σα μικρό παιδί, γυρνούσε αλλόφρων στ’ απομεινάρια των Πύργων ψελλίζοντας, ξανά και ξανά, μια λέξη: «Συγγνώμη... συγγνώμη... συγγνώμη!...»
Το πρωτόγαλα
Από την Ιωάννα Αμπατζή
Η Νάνσυ δαγκώνει τα χείλη της. Είναι η πρώτη της γέννα, δεν ξέρει τι να περιμένει. Η Τζασμίν, πάλι, έχει γεννήσει άλλα τρία παιδιά. Ξέρει. Το μυαλό της Νάνσυ είναι στον Τζον που ταξιδεύει για να προλάβει τη γέννα. Το μυαλό της Τζασμίν είναι στον Αλί, που δεν θα είναι παρών στη δική της.
Τα μυαλά ίπτανται, συναντιούνται στον αέρα, μιλούν αραβικά και αγγλικά, τρυπώνουν στο πιλοτήριο. Συναγερμός. Η κοιλιά της σκληραίνει, η Νάνσυ παίρνει ταξί για το μαιευτήριο, φοβάται. Αν δεν προλάβει ο Τζον; Η Τζασμίν, πάλι, ανυπομονεί να λευτερωθεί. Κοιτά το ρολόι του τοίχου.
Ο ουρανός καθαρός. Η ώρα περνά. Τα μωρά παίρνουν θέση. Οι συσπάσεις στο εφτά. Οι συσπάσεις στο δέκα. Σπάνε τα νερά, το κεφαλάκι εξέρχεται, η μύτη του αεροπλάνου εισέρχεται, σπάνε τα τζάμια, ουρλιαχτά. Η κραυγή απελπισίας του Τζον, η ιαχή θριάμβου του Αλί, οι φωνές των γυναικών, σειρήνες, κλάμα μωρού, η πρώτη αναπνοή, η τελευταία.
Οι νοσοκόμες βλέπουν στις ειδήσεις την έκρηξη, η Νάνσυ βλέπει μια το μωρό και μια τις ειδήσεις. Η Τζασμίν νιώθει ένα σφίξιμο στον λαιμό. Στη δική της πόλη πανηγυρίζουν στους δρόμους. Ο Τζον και ο Αλί ίπτανται. Συναντιούνται στον αέρα. Στο σημείο μηδέν. Βλέπουν από ψηλά τα νεογέννητα. «Ο γιος μου» δείχνει με το δάχτυλο ο Αλί. «Να κι ο δικός μου», δείχνει ο Τζον. Τα ορφανά αρπάζουν από ένα στήθος και βυζαίνουν.
Σκαληνό
Από τον Αλέξανδρο Βαναργιώτη
11-9-2001. Το βράδυ η παρέα μαζεύτηκε στη βεράντα μου. Αφόρητη ζέστη. Κύματα κύματα μας επισκεπτόταν η εσπερινή αύρα. Λίγο πιο κει και η γιαγιά Παρασκευή. Έμενε στο δώμα από κάτω κι ανέβηκε να δροσιστεί. Είχε περάσει τα ενενήντα και δεν άκουγε καλά. Το θέμα της ημέρας δεδομένο. Συμφωνήσαμε για την τραγικότητα και την ιστορικότητα του συμβάντος και σιωπούσαμε. Σαν κάτι να μας πίεζε στο στήθος. Ακούστε ένα απόσπασμα από την Ιλιάδα, Δ 462 είπε ο Δημήτρης, που ήταν φιλόλογος: «ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε, πέρησε δ᾽ ἄρ᾽ ὀστέον εἴσω αἰχμὴ χαλκείη· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν, ἤριπε δ᾽ ὡς ὅτε πύργος ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ». «Ἤριπε δ’ ὡς πύργος», λόγια ειπωμένα τρεις χιλιάδες χρόνια πριν», τόνισε. Παρηγορητικά επέδρασε στην ψυχή μας ο Όμηρος. Μετά ο Θάνος, σκακιστής κύρους, ανέλυσε: «Από άποψη στρατηγικής, έχουμε αιφνίδια “διπλή επίθεση”. Χτυπήθηκαν δύο “βαριά κομμάτια”. Η Αλ Κάιντα “πιρουνίζει” τον δεινότερο παίκτη παγκοσμίως. Το πλήγμα μεγάλο. Και περισσότερο από τις απώλειες μιλώ για το φόβο που ενέσπειρε στις ψυχές των ανθρώπων ένα τόσο απρόσμενο και τέτοιας εμβέλειας χτύπημα. Η Αμερική όμως δεν είναι τυχαίος αντίπαλος. Πιθανόν έκανε κίνηση “Γκαμπί”. Δηλαδή θυσίασε κάτι σημαντικό για να πετύχει μακροπρόθεσμα Ματ, τον θάνατο του Μπιν Λάντεν. Δυο πύργοι για τον βασιλιά.»
— Εσύ τι λες για το χτύπημα στους πύργους, κυρία Παναγιώτα; αυθόρμητα ρώτησα.
«Τους πύργους μου», ακούστηκε ξεψυχισμένα εκείνη, «τους λεβέντες μου, τους σώριασαν μέσα σε ένα ξεροπήγαδο οι ταγματασφαλίτες. Αμούστακα παιδιά μπήκαν στην αντίσταση. Μια πατρίδα άλλη ονειρευόμασταν. Και δείτε πώς μας κατάντησαν. Για ποια πατρίδα θυσιάστηκαν τα παιδιά μου; Και να ζω εγώ τόσα χρόνια. Για ποιο λόγο; Για ποιο;» «Αχ», αναστέναξε με ένα υπόκωφο βογκητό, σαν απόηχο γδούπου καταρρέοντος κτηρίου. Έπειτα σηκώθηκε καληνύχτισε κι απομακρύνθηκε σκυφτή στηριγμένη στο μπαστουνάκι της. Ένα ρεύμα αέρα έκανε τα παραθυρόφυλλα να τρίξουν σκεπάζοντας την αμηχανία μας.
Αργά
Από τον Μανόλη Βενιέρη
Σου είπα «Χάσου απ’ τα μάτια μου!», κι εσύ έφυγες δίχως να πεις κουβέντα. Δεν μαλώσαμε, απλώς έκλεισες την πόρτα με μιαν υπόρρητη μελαγχολία. Κι εγώ έμεινα σπίτι να ωρύομαι και να εύχομαι πρωθύστερα να μην είχες γεννηθεί ποτέ. Ρατσιστής, ιδιότροπος ή απλώς ηλίθιος; Δεν ξέρω τι απ’ αυτά είμαι, αλλά όχι μόνο δεν χάρηκα που σε λίγους μήνες θα γινόμουν παππούς, αλλά προτάχθηκε στη συνείδησή μου σαν ένα υπερμέγεθες τείχος η αφρικανική καταγωγή της συμφοιτήτριάς σου και —όπως ισχυριζόσουν τότε— μέλλουσας γυναίκας σου, της Ινάμ. Αναρωτιόμουν πώς θα ζήσετε χωρίς δουλειά, ενώ από πίσω μου η τραγική ειρωνεία χαμογελούσε σαρδόνια...
Έφυγες, λοιπόν· ή, μάλλον, σ’ έδιωξα. Μετά τον χαμό της μητέρας σου —το ξέρεις καλά— είχα μείνει λειψός. Μα τι λέω, μάταια προσπαθώ να δικαιολογηθώ. Είμαι μόνος, εσύ χάθηκες, όλοι χάθηκαν. Ίσως αναρωτιέσαι γιατί τώρα, δεκαπέντε χρόνια μετά, αποφάσισα να σου γράψω αυτό το γράμμα.
Προχθές, έλαβα έναν φάκελο από τη Γαλλία με μια κάρτα και μια φωτογραφία. Απεικόνιζε τον γιο σου αγκαλιά με τη μητέρα του και χαμογελούσε ευτυχισμένος. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα και, Χριστέ μου, είναι ολόιδιος εσύ... Εκτός από τη φωτογραφία, ο φάκελος περιείχε και μια κάρτα, ελαφρώς καμένη και φθαρμένη, που έγραφε «Ευτυχισμένος παππούς», με ημερομηνία 11/09/2001 και μια «ΣΥΓΓΝΩΜΗ» με κεφαλαία γραμμένη από το χέρι σου. Από τότε ένας λυγμός μού ροκανίζει τα σωθικά· δεν πρόλαβα να πάρω στα χέρια μου την κάρτα που, προτού σε βρει το αναθεματισμένο θραύσμα των Πύργων στο κεφάλι, ήθελες να μου δώσεις.
Τώρα, κάθε πόρος του σώματος και της ψυχής μου έχει κλείσει ερμητικά, στέρεψαν τα μάτια μου, γονάτισε η καρδιά μου και ψάχνει αποκούμπι. Ένα μαχαίρι δύστροπο και λυτρωτικό με μαγνητίζει· ήρθε η ώρα, είναι αργά πια. Εγώ σου ζητάω συγχώρεση, παιδί μου...
Ο πατέρας σου
Οι Δύο Πύργοι
Από την Άννα Βερροιοπούλου
Η συντροφιά του δαχτυλιδιού προχωρά κατάκοπη γυρεύοντας ένα δρόμο που θα την οδηγήσει στον προορισμό της. Καιρό τώρα πορεύονται σε τόπους μακρινούς αντιπαλεύοντας κάθε αντιξοότητα, κάθε εμπόδιο, προκειμένου να φθάσουν εκεί όπου θα μπορέσουν να ξορκίσουν το κακό που απειλεί όλες της φυλές της Γης. Περνώντας κάστρα κι ακροπόλεις, μαγεμένα δάση και απόκοσμους βάλτους, φθάνει κάποτε η στιγμή που έρχονται αντιμέτωποι με το τέλος της πορείας τους. Κατάντικρυ στους Δύο Πύργους, ο μάγος Γκάνταλφ αποκαμωμένος υψώνει με το γεροντίστικο χέρι το τρεμάμενο ραβδί και λέει με σταθερή στεντόρεια φωνή:
«Ο κόσμος αλλάζει, το ίδιο και οι δυνάμεις του κακού και του καλού. Ουδείς γνωρίζει το μέλλον, κανείς δεν ξέρει τις μορφές που μπορεί να πάρει η εχθρότητα, ποιος θα ταχθεί με το άσπρο ή με το μαύρο. Αυτό δεν έχει όμως σημασία, εμείς...»
Ο γέροντας δεν αποτέλειωσε τη φράση του. Σήκωσε το θορυβημένο βλέμμα του στον ουρανό και σμίγοντας τα φρύδια, έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο και το χέρι μετέωρο. Ο εκκωφαντικός ήχος γέμισε τον αέρα καθώς τρεις ιπτάμενες μηχανές εμφανίστηκαν άξαφνα κι έπεσαν πάνω στους δίδυμους πύργους.
«Σαχ» αναφωνεί την ίδια στιγμή, μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα του μεσαίωνα, προστατευμένος στη σκιά των δύο πύργων στην πιάτσα Ντι Πόρτα Ραβενιάνα της Μπολόνια, ο ένας από τους δυο παίχτες κουνώντας το μαύρο πύργο σε μια παρτίδα που είναι πια φανερό πως οδηγεί σε ισοπαλία.
Σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν
Από τον Γιάννη Γορανίτη
Κοιτάς ψηλά. Ποτέ δεν κοιτάς ψηλά. Μόνο οι τουρίστες κοιτούν ψηλά. Ο ουρανός ανέφελος. Το σύννεφο πυκνώνει. Όνειρο, σκέφτεσαι. Δεν μπορεί. Βάζεις ξανά τις προτάσεις τη μία δίπλα στην άλλη: ο ουρανός ανέφελος, το σύννεφο πυκνώνει. Όνειρο. Δεν μπορεί. Εφιάλτης. Ο ουρανός ανέφελος, γαλάζιος. Βαθύ γαλάζιο, λες κι ένα παιδί τον έβαψε με κηρομπογιές. Το σύννεφο γκρίζο. Η γέφυρα γεμάτη. Γεμάτη από πεζούς. Άδεια από αυτοκίνητα. Όνειρο. Δεν μπορεί. Βάζεις πάλι τις προτάσεις τη μία δίπλα στην άλλη, τις λέξεις τη μία δίπλα στην άλλη, τις σκέψεις τη μία δίπλα στην άλλη. Δεν μπορεί. Συνεχίζεις να τρέχεις. Όλοι τρέχουν. Ανάσα. Ο αέρας πυκνός. Μολύβι. Το πρωί, πριν στρίψεις στη Liberty, έκανες το σταυρό σου. Έξω από τον Αϊ-Νικόλα. Πώς σου ’ρθε; Ποτέ δεν κάνεις το σταυρό σου. Από τότε που ’φυγες από την Ελλάδα, δεν κάνεις σταυρούς και τέτοια. Ακούς φωνές, ουρλιαχτά, σειρήνες. Στο μυαλό σου ησυχία. Που και που ακούγονται τα φτερά των αγγέλων, όπως χτυπάνε στα γυμνά πλευρά τους. Σφίγγεις τον χρυσό σταυρό στη χούφτα σου, το περιδέραιο κρέμεται λειψό, κρυώνει για μια στιγμή το ζεστό σου δέρμα, όνειρο λες από μέσα σου. Ζεσταίνεσαι, ιδρώνεις, το μέτωπό σου καίει, ζαλίζεσαι. Σφίγγεις ξανά τον σταυρό στη χούφτα. Από τότε. Είσαι στην Ελλάδα, στο νησί, στην πόρτα του Αϊ-Νικόλα, ενός άλλου, μακρινού Αϊ-Νικόλα. Περιμένεις με τ’ άλλα παιδιά να κοινωνήσεις. Έχει ήλιο. Ζεσταίνεσαι, ιδρώνεις, το μέτωπό σου καίει, ζαλίζεσαι. Μια μαυροντυμένη σε σπρώχνει μέσα, μια φάλτσα φωνή ψέλνει: σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν, θες να καθίσεις, να κρατηθείς από κάπου, τα παιδιά ανοίγουν όπως σε βλέπουν να πέφτεις. Δεν κοινώνησες, έκανες όπως όπως το σταυρό σου, ξαπλωμένη ανάσκελα. Κάνεις όπως όπως το σταυρό σου. Αϊ-Νικόλα, λες από μέσα σου, αφήνεις τη φράση μετέωρη, Αϊ-Νικόλα, λες· οι άλλοι ανοίγουν όπως σε βλέπουν να πέφτεις.
Γενέθλια
Από την Άρτεμι Γρίβα
Της κρατούσε το κεφάλι με δύναμη πάνω απ’ τα κεράκια. Την είχε γραπώσει απ’ το λαιμό και ούρλιαζε «Σβήσ’ τα! Τώρα! Μ’ ακούς;» Οι τούφες της έγλειφαν το άσπρο γλάσο της τούρτας. Έλεγα ότι θα πιάσουν φωτιά τα μαλλιά της. Σίγουρα μας άκουγαν απ’ τον ακάλυπτο. Αυτή μες στο πείσμα, δεν άνοιγε το στόμα της να τα σβήσει τα διαολεμένα, να ηρεμήσει ο Χρήστος, να σταματήσει κι η μικρή δίπλα να τρέμει. Με το ζόρι τη φέραμε σπίτι, η Ελένη φίλες δεν είχε, ποτέ, χαρά δεν έχει, ούτε μας έδωσε ποτέ χαρά. Την κουβαλήσαμε τη μικρή να νομίσουμε κι εμείς ότι γιορτάζει το παιδί μας. Καταραμένο εκείνο το μεσημέρι.
Με τα πολλά ο Χρήστος κουράστηκε, χαλάρωσε τη λαβή. Γύρισε στην τηλεόραση που έπαιζε βουβή. Έπεσε μια σιωπή άσχημη. Τότε —μαύρη η ώρα— τη βλέπω την Ελένη να σφίγγει το στόμα, να σουφρώνει τα σμιχτά της φρύδια σε μια γραμμή, και αργά, μεγαλόπρεπα το σκασμένο, να ’σου την μπροστά στην τούρτα. Τα φύσηξε ένα-ένα, και τα επτά, με τα μάτια παγωμένα. Εκείνη τη στιγμή ο Χρήστος βλέπει κάτι στην οθόνη, αρπάζει το τηλεκοντρόλ, ένα αεροπλάνο πέφτει πάνω σ’ έναν ουρανοξύστη, ο Χατζηνικολάου μιλάει για τρομοκρατία —Μέγκα βλέπαμε— και μετά κι άλλο, χιλιάδες οι νεκροί, κλάματα, ανάστατοι όλοι, χαμός.
Εκείνη τη νύχτα, αργά, με σκουντάει η Ελένη, τρέμοντας, κατουρημένη πάνω της. «Μαμά», μου λέει. Τρόμαξα, το κορμάκι της σπάραζε. «Μαμά», λέει. «Εγώ φταίω.» «Γιατί φταις, κορίτσι μου», λέω. «Για τον κόσμο που σκοτώθηκε», λέει. «Ευχήθηκα το κακό, να ‘ρθει το κακό».
Την έπλυνα, πήγα να τη συνεφέρω, τίποτα. Ζάρωσε απ’ τον φόβο. Κι από τότε έμεινε έτσι. Πάμε πια και τη βλέπουμε, κουρνιασμένη σε μια γωνιά, λιγνή όπως πάντα, το κακό να τη σιγοτρώει. Και τι να κάνεις, μας λέει ο ψυχίατρος, πώς να βγάλεις από μέσα της τρεις χιλιάδες ψυχές.
Ο Plato στην Αγορά
Από τον Γιώργο Δουατζή
Ντύθηκε κι αυτό το πρωινό στην πέννα. Γκρι γιλέκο, λευκό πουκάμισο, κόκκινο παπιγιόν, φρεσκοσιδερωμένο μαύρο παντελόνι και καλογυαλισμένα παπούτσια. Χτένισε προσεκτικά γενειάδα και μαλλιά. Έριξε μια τελευταία ματιά στις παραφορτωμένες βιβλιοθήκες του και έφυγε για την Αγορά. Έτσι είχε ονομάσει τον χώρο μεταξύ των Δίδυμων Πύργων, όπου και αγόρευε καθημερινά ανάμεσα στο πλήθος.
Ο Plato (Πλάτων), όπως τον φώναζαν οι φίλοι του, είχε κολλήσει σήμερα σε μία φράση του Μερσώ, του ήρωα στον Ξένο του Καμύ. Έφτασε, σαν πάντα, την καθορισμένη ώρα, άνοιξε το σπαστό σκαμνάκι, ανέβηκε πάνω του και ενώ είχε σκοπό να μιλήσει για ένα απόσπασμα του Γκότχολντ Εφραίμ Λέσσινγκ (1729-1781) που είχε αποστηθίσει, άρχισε άθελά του την αγόρευση, με τη ρήση του Μερσώ: Σήμερα θα πεθάνει η μαμά. Μπορεί και χθες, δεν ξέρω.
Ξαφνιασμένος, που η γλώσσα του δεν ακολουθούσε τη σκέψη του, συνέχισε με τον Λέσσινγκ: Η αξία του ανθρώπου δεν έγκειται στην αλήθεια που κάποιος κατέχει ή υποθέτει πως κατέχει, αλλά στην ειλικρινή προσπάθεια που κάνει για να την προσεγγίσει. Διότι οι δυνάμεις που αυξάνουν τη βελτίωση του ανθρώπου δεν μεγάλωσαν με την απόκτηση, αλλά με την αναζήτηση της αλήθειας. Η απόκτηση κάνει τους ανθρώπους ήσυχους, ράθυμους, αλαζόνες.
Με αίσθημα ικανοποίησης, βάλθηκε να αναλύσει την πρόταση του Λέσσινγκ, αλλά και πάλι η γλώσσα του τον πρόδωσε: Σήμερα θα πεθάνει η μαμά. Μπορεί και χθες, δεν ξέρω. Σήμερα θα πεθάνει η μαμά. Μπορεί και χθες, δεν ξέρω. Σήμερα... θα πεθάνουμε... Όλοι... Μπορεί και τώρα... Ξέρω. Η τελευταία λέξη του δεν ακούστηκε. Σκεπάστηκε από τις εκρήξεις και τον φοβερό ήχο της κατάρρευσης των πύργων.
Έχασαν την ζωή τους 2.973 άνθρωποι. Κανείς δεν έμαθε ότι μεταξύ των εικοσιτεσσάρων αγνοουμένων, βρισκόταν και ο αγαπημένος τους Platο, ο τρελός του χωριού που κάποτε το ονόμασαν Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου.
Cubicle coma
Από τη Σοφία Κιόρογλου
Μανχάταν, Νέα Υόρκη, 11 Σεπτεμβρίου 2001 και ώρα 07:30. Άλλη μια κουραστική μέρα ξεκινάει με το ξυπνητήρι ανελέητα να κουδουνίζει... Πόσο απεχθάνομαι το πρωινό ξύπνημα και όσο σκέφτομαι ότι άλλο ένα κουραστικό οκτάωρο θα το περάσω στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου 3 με πιάνει ζαλάδα. Πολλοί λένε ότι το φαινόμενο του cubicle coma που αισθάνονται οι εργαζόμενοι είναι μια έντονη ψυχολογική κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει κρίσεις πανικού, έντονη εφίδρωση και ακόμη και χρόνια κατάθλιψη. Ο ψυχολόγος μού συνέστησε να βρω αλλού δουλειά αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Χρειάζομαι οπωσδήποτε κάποιο εισόδημα και δεν θέλω να χάσω τη βίζα μου. Όμως σήμερα νιώθω μια έντονη δύσπνοια. Μήπως να ειδοποιήσω την Σάρον ότι δεν θα πάω στη δουλειά να με καλύψει; Άλλωστε είναι η καλύτερη μου φίλη.
Ώρα 11:30! Το κινητό μου τρελάθηκε. Νόμιζα ότι το είχα κλείσει. Μα ποιος είναι τελοσπάντων; Στο πάτημα του κουμπιού ακούω μια κραυγή που μου σπάει τα τύμπανα.
— Έλα παιδί μου είσαι καλά; Σε παίρνω από το πρωί. Κόντεψα να πεθάνω από την αγωνία.
— Παλάβωσες; Γιατί στριγκλίζεις ρε μαμά;
— Παιδί μου, οι Δίδυμοι πύργοι καταστράφηκαν. Ακόμη κοιμάσαι;
Εκείνη τη στιγμή ήταν που σκέφτηκα την Σάρον. Ο κόσμος γύρω μου σκοτείνιασε. Στην κηδεία της Σάρον δεν πήγα. Δεν άντεχα. Όλοι μου λένε πόσο τυχερή στάθηκα κείνη τη μέρα. Μέσα μου όμως δεν νιώθω καθόλου έτσι. Ούτε πια μπορώ να χαμογελάσω.
Αφιερωμένο στην μνήμη της Σάρον που έφυγε τόσο ξαφνικά.
Replay
Από τη Μαρία-Παρασκευή Κροκίδου
Δεν υπάρχουν νέα μηνύματα στον τηλεφωνητή.
*replay*
«Δεν έχω πολύ χρόνο, πήρα μόνο να σου πω ότι σ’ αγαπώ. Να μου φιλήσεις τα παιδιά.»
Διαγραφή μηνύματος από: 9/11/2001;
*replay*
Παράπλευρη απώλεια
Από τη Μέρη Λιόντη
Επιστρέψαμε το 2001. Δεν το ‘χαμε σκοπό. Δεν το σκεφτόμασταν δηλαδή. Ο φόβος που φυλάει τα έρμα και δικαιολογίες, σωρό.
... μέχρι που ‘στειλε μήνυμα ο Γιώργης. Για τη μάνα. Πως ήταν λέει σε ανησυχία… έβλεπε πεθαμένους και τέτοια.
Τα μαζέψαμε και ήρθαμε. Μήνας, Αύγουστος. Η μάνα; μια χαρά! Ούτε πεθαμένοι ούτε τίποτα! Μωρέ, ούτε στα νιάτα της έτσι! Τι συγυρίσματα, τι καθαριότητες, τι φαγιά, να περνούν όλα απ' τα χεράκια της και μια σβελτάδα άλλο πράμα! Επίτηδες θα το ‘πε ο Γιώργης να ‘ρθούμε, τώρα που το σκέφτομαι, αλλά μας καλάρεσε μετά που πέρασε το ξάφνιασμα. Ήλιος, θάλασσα, προσκλήσεις, παρέες. Ε, κι έτσι μείναμε κάνοντας διακοπές διαρκείας!
Τέλειωσε ο Αύγουστος, μπήκε Σεπτέμβρης. Μαΐναρε και το θέρος.
Εκείνη τη μέρα κανονικά θα πηγαίναμε εκδρομή, αλλά σιγά μην ξυπνούσαμε! Και μας βρήκε και το απόγεμα —κοντά 4— να τρώμε ακόμα!
Η μάνα είχε φτιάξει γλυκό καρπούζι. Με το που σερβιριστήκαμε «χτυπήθηκε η Αμερική! Τηλεόραση ανοίχτε!», μας φωνάξανε.
Το προλάβαμε ζωντανά, το δεύτερο αεροπλάνο να σφηνώνεται στον πύργο. Ένα «ω!» και σηκωθήκαμε ορθοί. Όλοι εκτός από τη μάνα.
Πνιγόταν με το γλυκό καρπούζι σφηνωμένο στο λαιμό και κανείς δεν την πήρε χαμπάρι.
Αχ μωρ’ αδερφούλα μου, μοιρολόγαε την άλλη μέρα, η θείτσα Στάθω. Αλλού πέφταν οι ντουφεκιές εσένα πέτυχαν οι σφαίρες;
Άγγελοι του Παραδείσου
Από τον Γιώργο Λυκοτραφίτη
Μετά από εκείνη την ημέρα του Σεπτέμβρη, συχνά σκεπτόμουν πόσο πραγματικά σπουδαία εμπειρία είναι η προσέγγιση ενός αεροπλάνου στο γραφείο όπου δουλεύεις, εκεί όπου παλεύεις, η υπέροχη στιγμή της πρόσκρουσης. Βέβαια, έχει ένα αρνητικό, εκ των πραγμάτων: αν τη ζήσεις, δεν έχεις τον χρόνο ούτε τη δυνατότητα να την περιγράψεις. Αν την περιγράψεις, δεν την έχεις ζήσει πραγματικά. Την έχεις μόνο φανταστεί. Ονειρευτεί. Η φαντασία ανέκαθεν συμπλήρωνε τα κενά της εμπειρίας. Με γενναιοδωρία μεν, ανεπαρκώς δε. Η πραγματική μέθεξη επιτυγχάνεται με το οριστικό τέλος.
Όχι, ο Ουασίμ δεν σκεφτόταν τίποτα τέτοιο από τη στιγμή που είδε τη σιλουέτα των Δίδυμων Πύργων να σκίζει τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Θυμήθηκε, όμως, όπως σε αστραπιαίο φλάς-μπακ, τα φτωχά παιδικά του χρόνια στην κοιλάδα Σουάτ, βορειοδυτικό Πακιστάν, τα ατέλειωτα χρόνια που γυρνούσε ξυπόλητος κι έπαιζε με τις λάσπες ανάμεσα στις πλινθόκτιστες μάντρες της αυλής του σπιτιού τους.
Θυμήθηκε τη μάνα του και πόση χαρά τού έδινε όταν μαζί με ρύζι μαγείρευε λίγο κοτόπουλο και τις ακόμη πιο σπάνιες φορές, πάντοτε σε γιορτές, που τη θέση εκείνου έπαιρνε κάποιο κατσίκι, φρεσκοσφαγμένο απ' τον μεγάλο του αδελφό.
Κι ακόμα, θυμήθηκε πόσο πολύ είχε θαυμάσει την ομορφιά των ξένων που είχε πρωτοδεί, τις ξανθές γυναίκες, που καμιά τους δεν θα ζούσε στο χωριό του, τη μυρωδιά του σαπουνιού στο δέρμα τους, εκείνη την ομάδα Αμερικανών αρχαιολόγων, που είχαν περάσει τρεις μήνες στην περιοχή, ψάχνοντας για νέα ευρήματα της Γκαντάρα κι εκείνου του τρελλού Έλληνα, του Ισκεντέρ, που νόμισε ότι θα μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο.
Και πρόλαβε, δευτερόλεπτα πριν την πρόσκρουση, να θυμηθεί πόσο είχε επιθυμήσει να γίνει κάποια μέρα πιλότος. Για την αγάπη του Αλλάχ! Για την αγάπη της Αλίγια, της γυναίκας του, που θα περίμενε μαζί με τον νεογέννητο πρωτότοκό τους να γυρίσει ο Ουασίμ πάλι πίσω, σπίτι, νικητής!
Κρακ
Από την Εύα Μαθιουδάκη
Είχανε κιόλας ένα γιο, πριν από τρεις μέρες είχε κλείσει τα τρία, είχε τρεις εβδομάδες να τον δει κι εκείνο το πρωί βγήκε απ’ το διαμέρισμα χωρίς να ’χει κλείσει μάτι. Την είχε βγάλει στον καναπέ κοιτώντας το ταβάνι. Ναι, έπαιρνε κρακ. Κρακ κρουκ κι οι κατσαρίδες αλωνίζανε. Άλλοτε τις παρατηρούσε, τώρα τους έριξε μόνο μια κουρασμένη ματιά.
Τη μάνα του γιου του την ήξερε από παλιά, πολύ παλιά. Κόρη μεταναστών από την Κάσο, γνωστή στους Έλληνες της Νέας Υόρκης. Τίποτα το εντυπωσιακό, ηθοποιός σε ρόλους δεύτερους, ζούσε με τα ενοίκια της τσιφούτας της μάνας της, που λίγο λίγο είχε αγοράσει το μισό Κουίνς.
Ξανασμίξανε τυχαία, την ερωτεύτηκε, γκαστρώθηκε αυτή μαζί του, και τους έδωσε η μάνα της αυτό το κωλοδιαμέρισμα στη γειτονιά των latinos και των μαύρων. Μαύροι ξεμαύροι, το παιδί γεννήθηκε πιο ροδαλό απ’ όλα τα ρόδα και τα κρίνα του Παραδείσου, μ’ ένα χαμόγελο που άνοιγε πόρτες, παράθυρα κι ορίζοντες, κι έλεγες ο Αφέντης Χριστός ήρθε καβάλα στ’ άσπρο άλογο να σώσει τον κόσμο.
Ίσα που πρόλαβαν να το μοστράρουν στην πατρίδα, να το βαφτίσουν, να το ευλογήσουν οι άγιες γειτόνισσες της αυλής, κι ύστερα τυχαία την έκανε τσακωτή με μια πρώτη ξαδέρφη της στο κρεβάτι. Κι άρχισε ο πόλεμος της Πρόνοιας: ομοφυλοφιλία versus ναρκωτικά.
Σήμερα το πρωί τ’ αποφάσισε, θα ξαναγύριζε να δουλέψει στο εστιατόριο του πατέρα του. Σηκώθηκε, ξυρίστηκε, και κάπου στο βάθος του καθρέφτη σαν να είδε κάτι από τη σβελτάδα της νιότης του.
Ναι, λίγο θάρρος ήθελε. Βγήκε από το μετρό. Ναι, θα το διεκδικούσε το παιδί.
Χάιδεψε το βραχάκι το κρακ στην τσέπη, είδε την αντανάκλαση ενός γιγάντιου αεροπλάνου στο γυάλινο πύργο, για μια στιγμή νόμισε πως πετούσαν πάλι μαζί το τηλεκατευθυνόμενο, άκουσ´ ένα μπαμ κι έπεσε λιπόθυμος.
Να θυμηθώ, να τηλεφωνήσω στην Έλεν
Από τον Φώτη Κ. Μηκερόζη
Η πόλη ξαπλωμένη κάτω απ΄ τα πόδια μου, να τη θωρώ και σήμερα, από ‘δω ψηλά, σαν αμερικάνικος λευκοκέφαλος θαλασσαετός, σήμερα, που ο δείχτης θα εκτιναχτεί και στο τέλος της μέρας, τις μετοχές μας θα τις βλέπουν με τα κιάλια οι άλλοι. Σήμερα, θα ‘ναι, το μυρίζομαι, μια μεγάλη για την εταιρία μας μέρα.
Να θυμηθώ, σε μια ώρα να καλέσω την Έλεν, να δω αν έπεσε ο πυρετός του μικρού, ήταν ανήσυχος όλο το βράδυ. Το γλυκούλι μου, είναι τόσο φιλάσθενο. Να το δω να μεγαλώνει, να δυναμώνει, να γίνεται άντρας, σαν τον πατέρα του δυναμικός. Να γίνεται ένας λευκοκέφαλος θαλασσαετός, αμερικάνικος, να σπουδάσει και να έρθει εδώ στον 95ο όροφο του Βόρειου Πύργου, του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου της Νέας Υόρκης, να διαδεχτεί τον πατέρα του και να κατακτήσει τον κόσμο.
Να πω και στην Έλεν, τελικά να την κρατήσουμε εκείνη την Μαροκινή που μας στείλανε δοκιμαστικά από το πρακτορείο για οικιακή βοηθό. Φαίνεται καλό κορίτσι. Είναι ευγενική, καθαρή, εργατική και δείχνει να την έχει συμπαθήσει κι ο μικρός. Βέβαια είναι μουσουλμάνα, αλλά ποιος νοιάζεται, η Νέα Υόρκη δεν είναι πόλη, είναι ένα χωνευτήρι, σε ένα χρόνο θα την κάνουμε να νοιώθει πρώτα Αμερικανίδα κι ύστερα Μαροκινή.
Με τις υποχρεώσεις που έχω, να το σημειώσω στο ημερολόγιο … τι έχουμε σήμερα… 11 Σεπτεμβρίου του 2001, μην και το λησμονήσω: ώρα 10.00 π.μ., τηλεφώνημα Έλεν.
Μα τι λαμπερή μέρα που ‘ναι σήμερα, αυτή.
Τι στο διάολο είναι αυτό, τι στο διάολο είναι αυτό, τι κάνει ρε γαμώτο, αυτό το γαμημένο αεροπλ…
8:46:40
Από τη Ζέττα Μπαρμπαρέσσου
Λίγη ώρα πριν ο παππούς μπει στην κουζίνα, είχα κόψει τη σελίδα του μπλοκ ιχνογραφίας και την είχα κολλήσει στην πόρτα του ψυγείου, το μάτι του έπεσε στην ζωγραφιά, έπιασε την άκρη της με το ένα χέρι, έσκυψε για να δει καλύτερα, μετά την τράβηξε απότομα και το μαγνητάκι-γατούλα που την κρατούσε στη θέση της έσκασε στο πάτωμα, πλησίασε τη γιαγιά —η γιαγιά στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη προσέχοντας να μην φουσκώσει και χυθεί ο καφές— και άρχισε να φωνάζει δυνατά «αυτό το παιδί έχει ψυχολογικά προβλήματα, το λέω τόσο καιρό στην κόρη σου αλλά αδιαφορεί, είναι φαντασιόπληκτο, πρέπει να το κοιτάξει γιατρός, είναι άρρωστο, ακούς; άρρωστο, έχει ταραγμένο ψυχικό κόσμο, είναι πράγματα αυτά που ζωγραφίζει; πες μου, είναι πράγματα αυτά;» και άπλωσε το χαρτί κι η γιαγιά το κοίταξε μόνο για μια στιγμή γυρνώντας το κεφάλι προς τα πίσω, «ηρέμησε, σε ακούει», ψιθύρισε, αλλά του παππού το χέρι έτρεμε, ολόκληρος έτρεμε, «τι περιμένεις όλο κόμικς και βιντεοπαιχνίδια, όλο βία, όλο σκοτωμοί», συνέχισε χωρίς να παίρνει ανάσα, «το αφήνετε να κάνει ό,τι γουστάρει, να αποβλακώνεται και εμείς υπήρξαμε παιδιά και παίζαμε και πόλεμο και κλέφτες κι αστυνόμους, από καταβολής κόσμου πόλεμο παίζουν τα παιδιά αλλά αυτό εδώ παραπάει, μικρό παιδί είναι, αντί να ζωγραφίζει τον γαλάζιο ουρανό με ήλιους και συννεφάκια αυτός βάζει αεροπλάνα να πέφτουν πάνω σε κτίρια και ανθρώπους να εκτοξεύονται στον αέρα, δες! είναι αρρωστημένο, εντελώς αρρωστημένο! μη μου πεις ότι έχω κολλήσει στο make love not war, ξέρω πώς είναι ο κόσμος, αλλά δεν είναι δα και κόλαση ο κόσμος μας, το παιδί είναι άρρωστο, βγάζει απ’ το μυαλό του πράγματα τρομακτικά, εξωφρενικά, φρικιαστικά, με τέτοια φαντασία θα μας προκύψει δολοφόνος, δολοφόνος», έλεγε και ξανάλεγε και πήγε και στάθηκε μπροστά στην τηλεόραση κι όσο κοίταζε την κίτρινη έκρηξη ο καφές χυνόταν στο άσπρο του πουκάμισο.
Η διεθνής των παπουτσιών
Από τον Σπύρο Μπρίκο
Κάτω από τα συντρίμμια του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου, υπήρχε μια έντονη μυρωδιά εκρηκτικής ύλης. Ο John Rougas δεν μπορούσε να αισθανθεί το βάθος μέσα στο οποίο βρίσκονταν θαμμένος. Μονάχα αυτή η αποπνικτική οσμή, και ένα απέραντο σκοτάδι απλώνονταν μπροστά του. Ήθελε να φωνάξει, μα το έβρισκε ανώφελο. Και η γιγάντια τσιμεντένια πλάκα, που κάλυπτε το σώμα του, έδινε το ελάχιστο περιθώριο στο θώρακά του να εκπτυχθεί. Έτσι άκουγε την ανάσα του και οι σκέψεις του επιβραδύνονταν. Ρυθμικά.
Όμως στον ορίζοντα του απόλυτου σκότους, κάπου στο ύψος των πελμάτων του, ένας ιριδισμός, σαν διαλείπουσα λάμψη, ενεργοποιούσε την όρασή του. Ζωντάνευε τη μνήμη του. Το ίδιο πρωί, πριν περάσει τη μοιραία είσοδο του πολυόροφου κτηρίου, είχε δέσει σφιχτά τα κορδόνια των αθλητικών του παπουτσιών. Ήταν τα ίδια που φορούσε στις προπονήσεις, με την ομάδα κολεγίου, και που όλα τους τα χρώματα ανακατεύονταν με φώσφορο.
Η ομάδα διάσωσης τον ανέσυρε ζωντανό, και σε καλή γενική κατάσταση. Ύστερα από μερικές ημέρες, κατά τα τέλη του Σεπτέμβρη του 2001, επέστρεψε στη σχολή του. Φαίνεται πως δεν του έμεινε κάποιο μετατραυματικό κουσούρι. Όμως τα αθλητικά παπούτσια εκείνης της μοιραίας ημέρας, δεν τα έβγαλε ποτέ από πάνω του. Και εκείνα άντεξαν, κατά ένα παράδοξο τρόπο, μέχρι σήμερα.
Ο Ελληνοαμερικανός Γιάννης Ρούγκας, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, επέστρεψε στην γενέθλια γη, τη Φιλιππιάδα. Εκεί καθημερινά επισκέπτεται τους πρόσφυγες, δίνοντας σε αυτούς ό,τι του περισσεύει. Ο εικοσάχρονος Χασάν-Ι-Σαμπάχ είναι φίλος και συμπαίκτης του. Στο στρατόπεδο, ο Χασάν, κάθε που σκοράρει, λέει σε άπταιστα αραβικά, πως ευθύνονται τα φρεσκοπλυμένα και ιριδίζοντα παπούτσια, δώρο του φίλου του, και πως αυτά θα τον οδηγήσουν μέχρι τη γη της Επαγγελίας. Ίσως και ακόμα παραπέρα.
Μέχρις εκεί που επιθυμεί η καρδιά του...
Το βάψιμο
Από την Ελένη Νανοπούλου
Έβαφα το σπίτι να το βρει αλλιώς, γεμάτο φως. Το σκοτάδι μέσα μου πάλευε με την απουσία του. Προσευχόμουν να μη βρει άκρη εκεί στα ξένα. Να γυρίσει πίσω με φτερά τσουρουφλισμένα. Και να θέλει μόνο εμένα.
Κι ενώ είχα σκεπάσει τα έπιπλα με σεντόνια για να μην πιτσιλιστούν, στο χωλ είχα αφήσει τον καλόγερο ξεσκέπαστο. Κρεμασμένο το ξεθωριασμένο τζην του κι ένα χακί τζάκετ. Στην κορφή το ψάθινο καπέλο των διακοπών. Στο πάτωμα ακριβώς κάτω από το παντελόνι, τα ξεφτισμένα πάνινα μποτάκια του – για πέταμα πια. Από μακριά μοιάζει εκείνος όρθιος δίπλα στην πόρτα – έτσι να ρίχνω μια ματιά, να ξεγελιέμαι.
Αποκαμωμένη το απόγευμα άφησα το βάψιμο για καφέ και νερό. Δεν πρόλαβα, το ποτήρι μού έπεσε απ’ το χέρι. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή απ’ το πρωί για να μου κάνει παρέα. Είδα τους πύργους. Χτες τα λέγαμε μέσω skype. Ήξερα ότι σήμερα θα πήγαινε εκεί για την τελευταία συνάντηση – απ’ αυτήν θα κρινόταν κι η απόφασή του. Θα έμενε ή θα γύριζε πάλι εδώ.
Σκοτάδι από μέσα μου βγήκε κι απλωνόταν στους κάτασπρους τοίχους. Τα παγωμένα μου βλέφαρα με τρυπούσαν βασανιστικά. Τα πόδια μου έκαιγαν κι έλιωναν αργά μέσα στη λάβα που έκανε τον πύργο να λυγίζει και να πέφτει. Αέρας δεν έμπαινε από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, είχε σταθεί απέξω διστακτικός. Πνιγόμουν σε καπνούς και στάχτες. Έπεσα χάμω.
Ξύπνησα με βαρύ κι ασήκωτο κεφάλι – από πολύν ύπνο; Άκρα ησυχία στο συμμαζεμένο σπίτι. Μόνο ένα ζευγάρι ηλικιωμένοι —κάτι μου θυμίζουν— στην κουζίνα καπνίζουν. Προχωράω στο διάδρομο και νά ‘τος – στέκεται στον καλόγερο, με το ξεθωριασμένο τζην του, το χακί τζάκετ, τα παλιά πάνινα και το ψάθινο καπέλο. Με κόμπο στο λαιμό κι ανατριχίλα στην πλάτη τρέχω να τον αγκαλιάσω.
Έκτακτο δελτίο
Από τη Μαρία Νταναλάκη
Βάρδια Τρίτη πρωί. Από ξενύχτι. Τουλάχιστον στο σταθμό δεν υπήρχε ψυχή. Ένα πεισματάρικο κουδούνισμα τηλεφώνου την ξεσήκωσε από το βόλεμα. Τρέξε γρήγορα! Βάλε κασέτα για το δελτίο του CNN! Επίθεση στους δίδυμους πύργους!
Το είχε ξανακάνει. Αντέγραφε το δελτίο από ένα μεγάλο κανάλι, στο μοντάζ έβγαζαν το λογότυπο, πρόσθεταν και κάποιες δηλώσεις τοπικών παραγόντων – σφήνα – και έτοιμο το θέμα!
Έτρεξε στο Δωμάτιο Εγγραφής και έβαλε την κασέτα στο βίντεο. Στην οθόνη η εικόνα ενός αεροπλάνου να πέφτει πάνω στον ουρανοξύστη-σύμβολο και καπάκι πλάνα από παρακείμενους θεατές να ουρλιάζουν «Θεέ μου!». Ένοιωσε την αδρεναλίνη να ανεβαίνει σαν ποτάμι ανάποδα στις φλέβες και να μουδιάζει όλο της το σώμα. Μήπως είναι φάρσα, ήταν η πρώτη της σκέψη. Σε ποιόν Θεό αναφέρονταν, μήπως στο Θεό του εμπορίου, ήταν η δεύτερη, με αυθόρμητη ειρωνεία. Έπιασε τον εαυτό της να προσπαθεί να απωθήσει ένα αίσθημα εκδίκησης στο όνομα όλων των οικονομικά ανίσχυρων του κόσμου. Της έφερε στο μυαλό το παιχνίδι του ποντικού με τη γάτα, αλλά ποιος ήταν ποιος, τελικά; Δεν μπορούσε να πει με σιγουριά. Άλλωστε, το παιχνίδι της εξουσίας έχει πάντα κρυμμένα χαρτιά. Οι σκέψεις ροκάνιζαν τους τοίχους μέσα της.
Άλλαξε κανάλι, κι άλλο. Όλα έδειχναν την ίδια εικόνα. Σαν να είχε διεισδύσει ιός που επιδρούσε στις οθόνες. Φαντάστηκε ξαφνικά την εικόνα των πύργων αλά Warhοl. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια, σκέφτηκε ξανά. Για μια ακόμη φορά δοκίμασε άλλο κανάλι. Και στο Reuters… Ένα σφίξιμο και ένα φτερούγισμα στο στήθος έσπρωχναν το ένα το άλλο.
Στις οθόνες μικρές ανθρώπινες κουκκίδες διέγραφαν τροχιά θανάτου. Πίξελ που έσβηναν μια για πάντα, αφήνοντας πίσω τους το απέραντο κενό. Μια υστερική επίκληση να εμφανιστεί ο Θεός έσχιζε τον αέρα και έφτανε μέχρι τη στρατόσφαιρα. Τοίχοι που κατέρρεαν φτιάχνοντας άμορφους όγκους από μπάζα και σκόνη. Ολόκληρα σύννεφα από σκόνη, σκόνη για το δελτίο των οχτώ.
Οι τέσσερις χορδές των Δίδυμων Πύργων
Από τον Γιάννη Παγώνη
Η πεθερά ξεσπάθωσε ακριβώς τη στιγμή που παρακολουθούσα ενεός σε απευθείας μετάδοση από Νέα Υόρκη, να καταρρέει και ο δεύτερος Πύργος.
«Εδώ παιδάκι μου καταλιούνται τα σύμπαντα και συ μουλάρωσες να πέμψεις τον Τόλια στο δάσκαλο;»
«Δουλειά σου», της πέταξα σκαιότατα και λίγο αργότερα συνόδεψα τον κανακάρη φορτωμένο το τσέλο του στο Ωδείο, για το πρώτο μάθημα της σαιζόν.
Πρωτομαγιά της επόμενης χρονιάς, η γριά συχωρέθηκε την ώρα που ξεκοκάλιζε μια φτερούγα κοτόπουλο.
Η κηδεία ορίστηκε Παρασκευή, ημέρα κατά την οποία ο Τόλιας έδινε συναυλία με σύνολο εγχόρδων στον «Παρνασσό».
Στάθηκα εκ νέου αμείλικτος, τούτη τη φορά με τη κυρά.
«Δουλειά σου», γρύλισα, «και μη φυτρώνεις άσπαρτη».
Το παιδί ζαλωμένο το όργανο όμοια χελωνάκι, πέρασε από το νεκροταφείο, για έναν βιαστικό αποχαιρετισμό στη γιαγιά του, για να εξακοντιστεί στη συνέχεια με το λεωφορείο της γραμμής προς την αίθουσα της πλατείας Καρύτση.
Η συμβία έκτοτε μου το κρατούσε μανιάτικο και με κάθε ευκαιρία βαρούσε στο ψαχνό.
«Άντρας να σου πετύχει; Ούτε την κηδεία της μάνας μου να σεβαστεί;»
Περάσανε τα χρόνια και ο Τόλιας φοιτητής πια στο Κονσερβατόριουμ της Ουτρέχτης, μου χτύπησε στο skype δύο η ώρα της νυχτός, την επαύριον της αποφράδας εκείνης που συνέβη το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι με τους πολλούς νεκρούς.
«Έλα πατέρα. Μόλις επέστρεψα από Άμστερνταμ. Ήμουν στο Κοντσερτγκεμπάου. Ο Γκωτιέ Καπυσόν υπέροχος. Φαντάσου, στη πατρίδα του να γίνεται το έλα να δεις κι αυτός να παίζει κοντσέρτο Σούμαν μες στη τρελή χαρά.»
Η γυναίκα σίμωσε αγουροξυπνημένη.
Σαν έκλεισα τον υπολογιστή, έτσι στο ξεκούδουνο, μου σφύριξε ένα φιλί στο μάγουλο.
«Πως γίνεται» μ’ αρώτησε, «τέσσερις χορδές, να εξαφανίζουν έτσι απλά το Κακό από τον κόσμο;»
Χαμογέλασα δικαιωμένος.
Επήγαμε για ύπνο χέρι με χέρι, εντελώς σιγουρεμένοι, ότι σε κάτι λιγότερο από πέντε ώρες, ο Φοίβος θα έσκαγε και πάλι μύτη στον Υμηττό.
Εθνική ομοψυχία
Από τον Τάκη Πολίτη
Όλα στραβά του πήγαιναν σήμερα. Πρωί-πρωί είδε την πρόβλεψη για το 2001. Χάλια. Τα κέρδη στα 100 εκατομμύρια, μισά από πέρυσι. Φώναξε τον εϊτσάρ –προσωπάρχη τον λέγανε παλιά και ήταν συνήθως στρατιωτικός.
«Πρέπει να προχωρήσουμε αμέσως στις απολύσεις, γιατί καθυστερούμε;» τον επέπληξε. «Σαράντα στο τέλος Σεπτεμβρίου και μετά άλλες τόσες κάθε μήνα, όπως λέει ο νόμος!».
Πέντε χρόνια τώρα διοικούσε με επιτυχία την οικογενειακή επιχείρηση. Εκείνο που δεν άντεχε καθόλου ήταν τα ατελείωτα μίτινγκ όπου κάθε άσχετος έλεγε τον πόνο του. Και τώρα είχε άλλο ένα τέτοιο μπροστά του. Οπλίστηκε με υπομονή και προχώρησε στην αίθουσα συσκέψεων για να ξανασυζητήσει με τους συνδικαλιστές το σχέδιο αναδιάρθρωσης που σερνόταν οκτώ μήνες. Κάθησε στην πολυθρόνα του και άκουγε αμίλητος δυο ώρες τα ίδια και τα ίδια Κοίταξε το ρολόι του. Τέσσερις είχε πάει. Δεν άντεχε άλλο. Με μια φωνάρα τους σταμάτησε και δήλωσε: «Το Μάιο η επιχείρηση αυτή θα απασχολεί λιγότερα από 200 άτομα!». Τη στιγμή εκείνη, σαν από μηχανής θεός, μπήκε στην αίθουσα η γραμματέας του και τους διέκοψε, ταραγμένη: «Ανοίξτε την τηλεόραση, συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό στη Νέα Υόρκη».
Η οθόνη στην τεράστια πλάσμα στον τοίχο έδειχνε τον έναν από τους δίδυμους πύργους να φλέγεται. Σε λίγα λεπτά ένα αεροπλάνο καρφώθηκε στον δεύτερο και μετά κατέρρευσαν και οι δύο, ο ένας μετά τον άλλον. Παρακολουθούσε σιωπηλός με ανάμεικτα συναισθήματα. Τα ανέμελα χρόνια στη Βοστώνη, οι αμερικανοί φίλοι, η Harvard Business School. Σιγά-σιγά όμως τον κυρίευε η επαναλαμβανόμενη ηχώ ενός άλλου παρελθόντος: «Φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι!».
«Καλά να πάθουν!» φώναξε δυνατά να τον ακούσουν όλοι. Μάζεψε τα χαρτιά του, σηκώθηκε και αποχώρησε υπό τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των συνδικαλιστών.
Μπροστά στη βιτρίνα
Από την Χρυσοξένη Προκοπάκη
Στέκεται μπροστά στη βιτρίνα με τα παιδικά ρούχα. Χαϊδεύει την κοιλιά της. Έχει μπει στον μήνα της. Δεν έχει ετοιμάσει ακόμα το παιδικό δωμάτιο. Το αφήνει άδειο χωρίς να επιτρέπει ούτε στον άντρα της να μπει μέσα. Το θεωρεί γρουσουζιά.
Μπροστά στη βιτρίνα, παντελώς μόνη, θυμάται τη ζωή της στην Ελλάδα. Θυμάται τα λόγια της μάνας της: «Πρέπει να μάθεις να προσαρμόζεσαι στις καινούργιες καταστάσεις, αλλιώς χάθηκες.» Ακολούθησε τη συμβουλή της. Προσαρμόστηκε. Έμαθε να ζει μόνη στη μητρόπολη του κόσμου. Άφησε πίσω της αγαπημένους ανθρώπους για μια καλύτερη ζωή. Έτσι πίστεψε τότε.
Κόσμος πολύς την προσπερνάει. Κάποιοι την σπρώχνουν αθέλητα, στη βιασύνη τους να φτάσουν κάπου. Νιώθει εκμηδενισμένη. Νιώθει να παραλύει. Είναι μια κουκίδα στο πλήθος.
Στο τζάμι καθρεφτίζονται οι Δίδυμοι Πύργοι, επιβλητικοί, τεράστιοι. Το βλέμμα της αδυνατεί να διατρέξει όλο το ύψος τους. Ξαφνικά νιώθει ελάχιστη μπροστά στα γυάλινα κτίρια. Κατακλύζεται ξανά από την ανασφάλεια της μητρότητας, της θνητότητας. Μετανιώνει πάλι για τις αποφάσεις της. Ο καινούργιος ρόλος που σύντομα θα ενδυθεί της φέρνει ανείπωτο φόβο για πρώτη φορά. Ο κόσμος μετατρέπεται σε μια αδηφάγα χοάνη, το μέλλον σε ένα λαίμαργο στόμα έτοιμο να την κατασπαράξει. «Αυτά τα κτίρια θα υπάρχουν και μετά από μας. Θα στέκουν αγέρωχα, περήφανα για το μεγαλείο τους» σκέφτεται.
Ξαφνικά νιώθει έντονους πόνους. Ακούγεται ένας δυνατός βόμβος, εκρήξεις. Οι άνθρωποι γύρω της τρέχουν πανικόβλητοι. Σύννεφα σκόνης, καπνοί, κραυγές. Ο πόνος κορυφώνεται. Κρατάει την κοιλιά της με τα δυο της χέρια. Γύρω όλοι πανικόβλητοι αδιαφορούν. Η νέα ζωή έρχεται. Οι δίδυμοι πύργοι, χιλιάδες ζωές, καταρρέουν.
Τα Νούμερα
Από τη Νατάσα Στεφάνου
Ξενύχτησε αναλύοντας νούμερα. Έπρεπε να έχει έτοιμη την αναφορά στις 10 το πρωί. Τότε είχε οριστεί η συνάντηση με τον πελάτη. Τα μάτια της έκλειναν δεν είχε περιθώρια λάθους. Στις 8 είχε τυπώσει και το τελευταίο έγγραφο. Χαρούμενη αποφάσισε να πάει στο σπίτι της, να αλλάξει ρούχα. Έμενε κοντά. Θα προλάβαινε να επιστρέψει σύντομα. Καθυστέρησε όμως και ξεκίνησε από το σπίτι αργοπορημένη. Άρχισε να τρέχει. Τόσος κόπος, να είναι όλα έτοιμα στην ώρα τους και τώρα; Φτάνοντας στην είσοδο του κτηρίου που δούλευε, άκουσε ένα εκκωφαντικό βουητό. Κοίταξε προς τα πάνω. Ένα αεροπλάνο διέσχιζε με δύναμη το κτήριο. Έκλεισε τα μάτια. Δεν το βλέπει αυτό. Αποκλείεται. Νομίζει πως ονειρεύεται. Μάλλον η αϋπνία δημιουργεί οφθαλμαπάτες. Φωνές, κραυγές, τσιρίδες. Άνοιξε τα μάτια. Κόσμος τρέχει πανικόβλητος προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν προλαβαίνει να σκεφτεί. Έχει κουραστεί γι αυτή την αναφορά. Πρέπει να ανέβει πάνω να την πάρει. Ορμά με δύναμη στην είσοδο αλλά το πλήθος που βγαίνει, την ρίχνει κάτω. Νιώθει να την πατάνε. Βάζει τα χέρια στο πρόσωπο για να προστατευτεί. Της κόβεται η ανάσα. Ένα χέρι την τραβά και την σηκώνει. Με δυσκολία στέκεται. Που πρέπει να πάει; τι πρέπει να κάνει; τι έχει γίνει; Γυρίζει γύρω από τον εαυτό της. Αναποφάσιστη. Κάθεται στην άκρη του δρόμου. Ένας δυνατός θόρυβος ακούγεται πάλι να πλησιάζει. Φωτιές ξεπηδούν από παντού. Ο ουρανός γεμίζει καπνούς. Παίρνει απόφαση. Γυρίζει προς την είσοδο του κτηρίου και μπαίνει μέσα. Το ασανσέρ δεν λειτουργεί. Ξεκινά να ανεβαίνει δυο δυο τις σκάλες. Φτάνει στον 6ο όροφο. Νιώθει να κουνιέται το έδαφος. Συνεχίζει. Πυροσβέστες προσπαθούν να απομακρύνουν τον κόσμο. Σε πόση ώρα θα φτάσει στον 92ο όροφο; Δεν μπορεί να αναπνεύσει. Το πρόσωπό της γεμίζει χώματα. Κομμάτια τοίχου πέφτουν πάνω της. Η μητέρα της έλεγε ότι τα νούμερα δεν θα την οδηγούσαν πουθενά. Σήμερα επιβεβαιώθηκε.
Δίδυμα
Από τον Δημήτρη Τούλιο
Έτσι όπως το έβλεπε και το ξαναέβλεπε στις ειδήσεις το αεροπλάνο να ενσωματώνεται, να απορροφάται μέσα στο συμπαγές κτίριο, τού ερχόταν στο νου εκείνη η άλλη, γνωστή απ’ τα ντοκιμαντέρ, σκηνή με το σπερματοζωάριο. Το πιο δυνατό, που σπαρταριστό κι αυθάδικο κατορθώνει να εισβάλει στο μεγάλο σάκο του ωαρίου. Να χώνεται σε μιαν άγνωστη πλαδαρή σακούλα, το αλήτικο αυτό, το αγενές απρόσκλητο ζωντόβολο που μπουκάρει για να υπάρξει. Ή εκείνο ή τίποτα! Αλλά μετά, Κύριος! Ή Κυρία!
Για μια στιγμή ο τύπος ένιωσε να εξοργίζεται με την ίδια του την υπόσταση!
Ένα μεγάλο «μπαμ» είναι η γέννηση, μια βιαιότητα, σκέφτηκε μετά πιο αποστασιοποιημένα. Κι απ’ αυτήν την καταστροφή πώς γίνεται να προκύπτει ζωή; Στην περίπτωση όμως των διδύμων τι συνέβη; Διερωτάται τι τάχα να φύτρωσε εκεί, στο σημείο μηδέν της ισοπέδωσης, μα στη θέση τους, νοερά, δεν αντικρίζει παρά το κενό. Δύο μεγάλες ορθογώνιες τρύπες δείχνουν οι φωτογραφίες. Γεμάτες με νερό. Σαν πισίνες. Νερό;
Την επόμενη στιγμή ακούστηκε από τον προθάλαμο μία επιτηδευμένα ενθουσιώδης φωνή : «Δίδυμα, να σας ζήσουν!»
Η ονειροπόλησή του διακόπηκε οριστικά. Δύο νέα βλαστάρια περίμεναν να τα πάρει αγκαλιά. Ένα μεγάλο διπλό χτύπημα της ζωής είχε συντελεστεί. Κι εκεί κλάματα.
Η κυρία Εστερχάζυ
Από τη Νίκη Τρουλλινού
Η παρθένα της γειτονιάς μου, η κυρία Εστερχάζυ, ξυπνάει νωρίς και ταΐζει τα γατιά της. Έχει το πρόσωπο της μητέρας μου, εκείνο το γνώριμο, το θλιμμένο. Βγαίνει στη Λερόι στριτ με τις ανθεκτικές ροβίνιες, τους κράταιγους να κρατούν Σεπτέμβρη μήνα τα κίτρινα φύλλα τους και τους τριάκανθους φορτωμένους λοβούς. Έχει στο μυαλό της την διαδρομή: από την Λερόι θα ανέβει βόρεια την Έβδομη Λεωφόρο, αργά, δεν την βιάζει κανείς, στο ύψος της πλατείας Μάντισον θα στρίψει δεξιά, βιβλιοπωλείο Ριτζόλι. «Καλημέρα. Εκείνο το βιβλίο με την Κόλαση, παρακαλώ», ο νεαρός υπάλληλος την περιμένει, της αφήνει το βιβλίο στον πάγκο κι απομακρύνεται. Ξέρει· η κυρία Εστερχάζυ θα παρατηρεί τον πίνακα με την Κόλαση για ώρες. Απαραιτήτως μια φορά κάθε βδομάδα. Στη βροχή και στο χιόνι και στη ζέστη. Ύστερα επιστρέφει και με επισκέπτεται. Ποτίζει τις γλάστρες στο παράθυρό μου και μιλά για την ζωγραφισμένη Κόλαση. Πάνε χρόνια που δεν με ρωτά πια για την εκκένωση της Σαϊγκόν. Μας βρίσκει το βράδυ πίσω από το τζάμι να ξαποσταίνουμε ακούγοντας κάποιο θέμα του Βιβάλντι.
Η κυρία Εστερχάζυ σήμερα δεν πήγε επίσκεψη στον Ιερώνυμο Μπος. Έστριψε δυτικά, στην όχθη του Χάντσον. Όρθια την βρήκε το σφύριγμα να σχίζει τον δεύτερο πύργο στα δυο. Μέτρησε τις λάμψεις. Τα μαύρα σύννεφα. Τα σώματα-μαριονέτες να μετράνε το κενό. Στις σειρήνες και τους βόμβους και τις οιμωγές, άφησε τ’ αυτιά της ανοικτά· οφειλή. Βουβή ταραχή. Στη βραδινή επιστροφή της σέρνεται με την πλάτη στους τοίχους. Βίαια μουσικά θέματα την ταράζουν – στο πόντιουμ ο θάνατος διευθύνει με πυρετώδη έξαψη. Άφησε τη σκόνη στα χέρια της. «Γίνονται τα σώματα σκόνη;» με ρώτησε. Και τα χάιδευε. Τα χέρια της.
Ήρθε στο προσκέφαλό μου. Με σκέπασε. «Μην αρρωστήσεις κι άλλο». Και πρόσθεσε: «Βρέχει φόβο».